Συναντηθήκαμε σε ένα καφέ στα Εξάρχεια, όχι μακριά από το σπίτι της, ανάμεσα σε πολύωρες και εξοντωτικές πρόβες εν όψει της πρεμιέρας της Δεσποινίδας Τζούλιας, παράστασης στην οποία κρατάει τον ομώνυμο ρόλο. Το εμβληματικό έργο του Στρίντμπεργκ, γραμμένο το 1888, ταρακούνησε τα ήθη της εποχής του: κατά τη διάρκεια ενός γλεντιού, το μεσοκαλόκαιρο, διαδραματίζεται σε έναν πύργο το λυσσαλέο ερωτικό παιχνίδι μιας κόμισσας με τον υπηρέτη της. Θέμα από μόνο του προκλητικό, όπου οι ρόλοι εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου συνεχώς εναλλάσσονται, χάρη στην ιδιοφυή πένα του μεγάλου Σουηδού δραματουργού και ανανεωτή του ευρωπαϊκού θεάτρου, ο οποίος του δίνει και ψυχαναλυτική διάσταση. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου ομολογεί η Μαρία Κίτσου είναι ότι δεν το έχει δει ποτέ επί σκηνής, εκτός από μια διασκευασμένη εκδοχή από τη Νότιο Αφρική στο Φεστιβάλ Αθηνών, όπου ο άντρας ήταν μαύρος.
Η ταλαντούχα ηθοποιός, που τα τελευταία χρόνια εκπλήσσει ευχάριστα με τις ερμηνείες της, που είναι και δεινή αναγνώστρια λογοτεχνίας, ενθουσιάστηκε όταν η σκηνοθέτις Λίλλυ Μελεμέ της πρότεινε το ρόλο: «Ήταν ένα έργο κι ένας ρόλος που πάντα ονειρευόμουν να μου τύχει, με ιντρίγκαρε». «Τι σε ιντριγκάρει;» ρωτάω. «Η πολυπλοκότητα αυτής της κοπέλας, η ψυχοσύνθεσή της, το ότι είναι ένας άγγελος και μαζί ένα τέρας, αφού όταν το ανθρώπινο καταλήγει με το θεϊκό, έρχεται η φθορά και η πτώση. Με ιντριγκάρει το ότι διακατέχεται από το μποντλερικό spleen, ότι ψάχνεται να καταλάβει ποια είναι, ένα πλάσμα εξουσιαστικό από τη μία, που μπορεί πολύ εύκολα να υποταχθεί από την άλλη. Έχει και σαδισμό και μαζοχισμό μέσα της, όπως επίσης άγνοια κινδύνου. Γι' αυτό θέλει να τα παίξει όλα για όλα, μέχρι να ανακαλύψει ποια είναι, αυτήν τη γαλήνη που αναφέρει. Ως έργο, η Δεσποινίς Τζούλια έχει και σεξουαλική και εξουσιαστική διάσταση και αναφέρεται στην αιώνια μάχη των φύλων αλλά και των τάξεων».
Στο έργο επενδύουμε στην αιώνια διαμάχη ανάμεσα στην εξουσία και τον έρωτα. Ποιος είναι ο εξουσιαστής, ποιος είναι ο εξουσιαζόμενος, γιατί ο έρωτας είναι, καταρχάς, εξουσιαστική έννοια.
Ο Στρίντμπεργκ έχει χαρακτηριστεί ως ο απόλυτος μισογύνης. Κάτι που ίσως εξηγείται από τα πολύ άσχημα παιδικά του χρόνια. Η Κίτσου, που για πρώτη φορά έκανε τόσο πολλή έρευνα, μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές, πριν ανέβει στη σκηνή, εξηγεί: «Ήταν πολύ παράξενος και ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Θα μπορούσε να ζήσει ειρηνικά με τις γυναίκες, αλλά κάτι μέσα του δεν τον άφηνε. Δεν θεωρώ ότι είναι τόσο μισογύνης, αλλά δεν πιστεύω και ότι τις λατρεύει. Τις γυναίκες πάντα τις παρουσιάζει ιδιόρρυθμες και δυναμικές, κι αυτό που με συναρπάζει είναι η εναλλαγή των ρόλων. Σε αυτό το έργο ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει. Δεν μπορείς να προβλέψεις την επόμενη σκηνή. Δεν υπάρχει μια σαφής πορεία πραγμάτων, υπάρχουν συνεχείς εκπλήξεις και ανατροπές». Και, φυσικά, υπάρχει και η ανταγωνίστρια και αρραβωνιαστικιά του άντρα, από τους πιο καλογραμμένους δεύτερους ρόλους, συμπληρώνω. «Ναι, η Κριστίν, βέβαια. Ένας ρόλος πιο γήινος, που φωτίζει τους άλλους δύο, τον Ζαν και την Τζούλια. Είναι ο άνθρωπος που ξέρει τι θέλει, που τα έχει καλά με τον εαυτό του, που θα συνεχίσει να ζει. Θέλει να είναι τέλεια σε όλα, δεν κοιτάει πάνω από το ύψος της, όπως θα κοιτάξουν οι άλλοι δύο».
Τη ρωτάω τι κάνει το έργο, χιλιοπαιγμένο πλέον, διαχρονικό, σε μια εποχή που οι ανισότητες μεταξύ των τάξεων έχουν εξομαλυνθεί. «Αν βάλουμε στη θέση του υπηρέτη έναν μετανάστη; Δεν θα παραμείνει προκλητικό; Όχι, δεν το κάναμε έτσι, η τολμηρότητα του έργου έγκειται στους χαρακτήρες, στις αποφάσεις τους, πράγμα πολύ διαχρονικό και επίκαιρο, όπως και οι ανθρώπινες σχέσεις. Σε αυτό επενδύουμε εμείς, στην αιώνια διαμάχη ανάμεσα στην εξουσία και τον έρωτα. Ποιος είναι ο εξουσιαστής, ποιος είναι ο εξουσιαζόμενος, γιατί ο έρωτας είναι, καταρχάς, εξουσιαστική έννοια. Αυτό με απασχολεί γενικά και με απασχόλησε και εδώ ειδικά. Σε αυτό έγκειται η διαχρονικότητα του έργου. Πρόκειται για μια μάχη μέχρις εσχάτων. Μέχρι να βγει κάποιος νικητής, αν υπάρξει κάποιος νικητής σε αυτήν τη μονομαχία. Ο Ζαν, που εξακολουθεί να ζει, είναι ο νικητής, ή η Κριστίν, που φεύγει, ή η Τζούλια, που τελικά εκπληρώνει το όνειρό της να φτάσει στην ανυπαρξία; Μήπως αυτή είναι η πραγματική νικήτρια; Είναι μια γυναίκα που νιώθει φοβερή ανία, τίποτα δεν την ευχαριστεί, τίποτα δεν την ιντριγκάρει, ψάχνεται, είναι από αυτούς τους ανθρώπους που έχουν κοιτάξει κάπου που δεν θα έπρεπε, είναι σαν μια καταραμένη ηρωίδα.
Μοιάζει να παθιάζεται, σχεδόν να ταυτίζεται όσο μου αναλύει το έργο. Η αλήθεια είναι ότι οι ρόλοι στους οποίους έχει ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια, κάτι που μου ομολογεί και η ίδια, αφού είναι και οι πιο αγαπημένοι της, είναι αυτοί που θα χαρακτηρίζαμε «καταραμένοι»: ως Λύδια Κουίλτ στο βικτωριανό Αρμαντέιλ του Γουίλκι Κόλινς και ως Αναμπέλα στο Κρίμα που είναι πόρνη του Τζον Φορντ. «Είναι πιο "συγγενικοί" ρόλοι σε σχέση με την Τζούλια, η οποία μεθάει με την πτώση της. Το λέει, άλλωστε, ότι το όνειρό της είναι να κατέβει στο χώμα βαθιά, να μην υπάρχει, να μη σκέπτεται, να "παυτεί", όπως λέει στο τέλος. Οπότε, με την αυτοκτονία της στο τέλος, ικανοποιεί το όνειρό της».
«Ο θάνατος εξυμνείται στο ρομαντικό κίνημα. Σε έλκει αυτό;». «Παλιότερα ήμουν πολύ γκόθικ. Ακόμα και τώρα είμαι, αλλά με την κλασική έννοια, όχι τη νεωτεριστική. Ο ρομαντισμός, ο θάνατος, η ποίηση, η απελπισία, η τρέλα, το ζοφερό, όλα αυτά με έλκουν πολύ. Γι' αυτό επιλέγω πάντοτε οι ρόλοι μου να έχουν κάτι σκοτεινό. Διαλέγω να έχουν μια εξέλιξη, να μην είναι μονοδιάστατοι, να ξεκινάνε από κάπου και να φτάνουν κάπου αλλού. Να βγαίνουν από αυτήν πιο σοφοί, πιο λαβωμένοι. Όλα αυτά τα βρίσκω στα έργα του ρομαντισμού. Θέλω να τα ανεβάσω, θέλω να τα παίξω».
«Ποια έργα σε στοιχειώνουν;». «Ο Καλόγερος του Λιούις, το Κάστρο του Οτράντο του Ουόλπολ, το πρώτο γοτθικό μυθιστόρημα, και τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Μπροντέ».
Αναρωτιέμαι πώς μια νέα γυναίκα, βυθισμένη σε μια λογοτεχνία ζοφερή, βιώνει την εποχή μας, κι ας έχω μπροστά μου ένα δροσερό κορίτσι: «Σαν ξένη, σαν να μην ανήκω εδώ. Ασυνείδητα ή συνειδητά, νιώθω σαν να είμαι αλλού, σαν να έχω ζήσει σε παλιότερη εποχή. Η εποχή μας με τρομάζει λίγο, έχει πολύ πόνο, έχει πολλή αδικία, έχει ανασφάλεια και δεν μπορώ να τα διαχειριστώ αυτά. Έχει αγένεια, έχει συμφέρον και δεν προχωράει τίποτα. Μας κυβερνάνε ανάλγητοι άνθρωποι».
Έχει βραβευτεί με το βραβείο Μελίνα Μερκούρη το 2012 με τα Ορφανά του Ντάνι Κέλι, ενώ έγινε γνωστή και αγαπητή από την τηλεόραση χάρη στο ρόλο της Μαρίας Πολυδούρη στη σειρά για τον Καρυωτάκη. «Η Πολυδούρη θα ήταν ιδανικός ρόλος για σένα, θα ταυτίστηκες μαζί της» σχολιάζω. Μου λέει: «Μου άρεσε πολύ, τη θαυμάζω πολύ, ανήκει και αυτή στην παράδοση του Μποντλέρ και του ennui, ηδονή της οδύνης, πλήξη, ανία. Γενικά, με όλους τους ρόλους μου ταυτίζομαι ως έναν βαθμό. Η Πολυδούρη ήταν γεμάτη ζωή, ήθελε να ζήσει, δεν ήθελε να πεθάνει. Στα τελευταία της είχε μια έλξη προς τον θάνατο. Ζούσε σαν να κυνηγούσε τον θάνατο, δεν πρόσεχε, έκανε απαγορευτικά πράγματα, σαν να ήθελε να πεθάνει –έπινε, έκανε νυχτερινά μπάνια–, αλλά πάλι μέσα από τη ζωή».
Οι ρόλοι που διαλέγω θέλω να έχουν μια εξέλιξη, να μην είναι μονοδιάστατοι, να ξεκινάνε από κάπου και να φτάνουν κάπου αλλού. Να βγαίνουν από αυτήν πιο σοφοί, πιο λαβωμένοι.
Μου μιλάει για τη δική της ζωή, πως μεγάλωσε στο Αιγάλεω και στο Χαϊδάρι, με πατέρα στρατιωτικό, που ο μόνος όρος που της έθεσε ,όταν αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, ήταν να περάσει πρώτα στο πανεπιστήμιο. Και του έκανε τη χάρη, πέρασε στη Θεολογική και μετά στη σχολή του Εθνικού. Πρόλαβε να τη δει και να αισθανθεί υπερήφανος γι' αυτήν στις εξετάσεις της αποφοίτησής της, αλλά δεν πρόλαβε να τη δει αλλού, αφού έφυγε τη βραδιά της γενικής πρόβας της πρώτης της παράστασης στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Ίσως αυτό να εξηγεί το θλιμμένο βλέμμα κάτω από το κατά τα άλλα φωτεινό της χαμόγελο.
«Θα σε ενδιέφερε να ανήκεις σε μία ομάδα;». «Ναι, για ένα διάστημα τουλάχιστον, εφόσον θα γινόταν δημιουργική δουλειά. Με το Αρμαντέιλ που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης ένιωσα την έννοια της ομάδας, τη χάρη της δημιουργίας. Συμμετείχα στη διασκευή, ήμουν βοηθός σκηνοθέτης. Γενικά, ήμουν τυχερή μέχρι σήμερα. Μόνο μια φορά μου έχει τύχει να μη χαρώ τη διαδικασία, όλες τις άλλες φορές έχω συνεργαστεί με ανθρώπους που μιλάμε την ίδια γλώσσα, που περνάμε πολύ όμορφα και διασκεδάζουμε κιόλας, γιατί αν δεν διασκεδάσεις στο θέατρο, που είναι παιχνίδι για μας, δεν θα διασκεδάσεις ποτέ».
«Επιδιώκεις αποκλειστικά πρωταγωνιστικούς ρόλους;». «Με ενδιαφέρουν γιατί συνήθως είναι πιο καλογραμμένοι ρόλοι από τους υπόλοιπους. Θέλω να έχω υλικό, να μη βαριέμαι, να έχω βάθος, να μπω, να βουτήξω, αυτό θέλω. Δεν κυνηγάω πρωταγωνιστιλίκια, θέλω όμως να φτάσω τα όρια μου, να μάθω πέντε πράγματα για μένα, να είμαι εντελώς διαφορετική από προηγούμενους ρόλους. Αυτό είναι για μένα στοίχημα. Κάποιος μου είπε ότι με έχει δει σε τρεις παραστάσεις και ότι δεν με αναγνώρισε, αυτό είναι πολύ μεγάλο κέρδος». Δεν θα γίνεις εμπορική, δεν θα ταυτίζεται το κοινό, λέω χαριτολογώντας και με αποστομώνει: «Δεν με ενδιαφέρει καθόλου».
Είναι, πάντως, από τις ηθοποιούς που δεν σταματάνε να παίζουν. Κάτι που εξηγείται, βέβαια, αφού είναι μια πολύ καλή ηθοποιός. «Με ικανοποιεί και μου δίνει δύναμη, και ευχαριστώ τον Θεό γι' αυτό, γιατί πιστεύω κιόλας. Αλλά σίγουρα δεν είναι τυχαίο, γιατί πέφτει πολλή δουλειά. Όταν δουλεύω έναν ρόλο, φτάνω στα όρια της αυτοκαταστροφής. Μπαίνουν στοιχεία αυτοκαταστροφής μέσα μου, και για να απεγκλωβιστώ χρειάζομαι πολύ μεγάλη αποφόρτιση. Είμαι, όμως, πολύ ευγνώμων που κάνω θέατρο και ζω από αυτό. Πολλά παιδιά έλκονται από τη λάμψη της τηλεόρασης και την αναγνωρισιμότητα, γίνονται ηθοποιοί και μετά μένουν άνεργοι, γιατί δεν έπρεπε να έχουν επιλέξει αυτήν τη δουλειά εξαρχής, δεν είναι καλοί». Τη ρωτάω αν νιώθει ενοχές που έχει συνεχώς δουλειά. «Όχι, γιατί ξέρω τι δουλειά ρίχνω και τι τίμημα πληρώνω και μου φτάνει που το ξέρουν οι δικοί μου. Ούτε είναι σίγουρο ότι πάντα θα έχω δουλειά. Αυτήν τη στιγμή δε ξέρω αν θα δουλεύω το καλοκαίρι».
«Έχουν ανοίξει δεκάδες θέατρα. Βλέπεις το ελληνικό θέατρο να ωριμάζει;». «Δεν βλέπω όσο θέατρο θα ήθελα, αλλά ακούω αισιόδοξα μηνύματα και, απ' όσα έχω δει, νομίζω ότι προχωράει. Όλοι οι νέοι έχουν ανάγκη να προχωρήσουν, να μη μείνουν πίσω, να μιλήσουν με νέες γλώσσες, νέους κώδικες. Προκειμένου να ανοίξει ένα μπουζουξίδικο, ας ανοίξουν δέκα θέατρα κι ας έχουν 5 θεατές. Ο πολιτισμός δεν είναι κάτι παρήγορο σε τέτοιες εποχές;».
«Δεσποινίς Τζούλια» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ. Σκην.: Λίλλυ Μελεμέ. Πρωτ.: Μαρία Κίτσου, Ορέστης Τζιόβας, Μαρία Αρσένη. Θέατρο Βασιλάκου (κεντρική σκηνή), 10/02-24/04, Τετ. Πέμ. Κυρ. 21:15, Σάβ. 21:00, εισ.: €12-16.