Το Θέατρο Εξαρχείων
Κοντά σε μια νέα αρχή
'Ενα αφιέρωμα στο Θέατρο και μια συνέντευξη
με την Αννίτα Δεκαβάλλα και τον Τάκη Βουτέρη
από τη Νίκη Κόλλια
Τους πρωτοείδα, δεκαπέντε χρόνια πριν, στο Πένθος του Αρουραίου του Γουώλας Σών, τελευταία σειρά σε μια ασφυκτικά γεμάτη με κόσμο πλατεία κι όταν τελείωσε η παράσταση, κάπου στην Αραχώβης, δώσαμε λόγο με τον παλιό, παιδικό μου φίλο, να συναντιόμαστε εκεί σε κάθε νέο έργο, λες κι ήταν πολύ δικός μας ο χώρος. Ξανασυνάντησα τους δημιουργούς του Θεάτρου, Αννίτα Δεκαβάλλα και Τάκη Βουτέρη, ένα μεσημέρι από τα πρώτα της άνοιξης κι αφού κάτσαμε στη μεγάλη του σάλα με ανοικτά τα παράθυρα και τραβηγμένες τις κουρτίνες, άρχισαν να μιλούν για τη διαδρομή τους.
Νίκη Κόλλια
Από το Θέατρο του Πειραιά στο Θέατρο Εξαρχείων
Τάκης Βουτέρης :
Τούτο το Θέατρο είναι η συνέχεια του Θεάτρου του Πειραιά που ιδρύθηκε το 1975 και στεγάστηκε έως το 1989 στο νεοκλασικό κτίριο της οδού Αλκιβιάδου 104, δυο παράλληλους δρόμους κάτω από το Δημοτικό Θέατρο. Οι πρώτες παραστάσεις του θιάσου εκείνου ανέβηκαν στο Δημοτικό κι ύστερα για 13 χρόνια παίζαμε στην Αλκιβιάδου, ένα θέατρο 80 μόλις θέσεων, που γέμιζε ασφυκτικά. Στο Μάνα-Μητέρα-Μαμά του Γιώργου Διαλεγμένου (1981-1982) υπήρχαν παντού ως τη σκηνή καρέκλες κι οι ηθοποιοί με δυσκολία περνούσαμε ανάμεσα από τόσους ανθρώπους. Το ίδιο συνέβη τις επόμενες χρονιές με τους Συζύγους του Γιώργου Μανιώτη (1982-1983) και τις Χρωματιστές Γυναίκες του Βασίλη Ζιώγα (1984-1985). Οι περισσότεροι από τους θεατές κατέβαιναν από την Αθήνα να μας δουν, κι έτσι κάποια στιγμή πήραμε την απόφαση να ανέβουμε εμείς κοντά τους.
Το διατηρητέο της οδού Θεμιστοκλέους
Αννίτα Δεκαβάλλα :
Το 1989, ψάχνοντας και θέλοντας να είμαστε στα Εξάρχεια -γειτονιά του Τάκη από τα φοιτητικά του χρόνια στη Νομική- βρήκαμε τον χώρο στην Θεμιστοκλέους, που ανήκε στην οικογενεια Γενναδίου και ήταν ως τότε σπίτι. Η ανασκευή του έγινε από τον πατέρα μου αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Δεκαβάλλα, σύμφωνα με την επιθυμία του Τάκη, που ήθελε ένα υπαίθριο θέατρο, να παίζουμε μέσα και έξω, χωρίς την αίσθηση των τοίχων ενός κλειστού χώρου. Έτσι φτιάχθηκε το αμφιθέατρο, μια διώροφη ενιαία κατασκευή με τέντα στην οροφή της. Πάνω στην ιδέα ενός ανοικτού θεάτρου τοποθετήθηκαν καθίσματα βεράντας και μια τέντα-καμουφλάζ, που στην πραγματικότητα είναι βαμμένες γυψοσανίδες, τοποθετημένες μετά από ακουστική μελέτη, άλλες ηχοανακλαστικές και άλλες ηχοαπορροφητικές για να έχει ο χώρος καλή ακουστική, ενώ οι δυο τοίχοι δεξιά και αριστερά φτιάχτηκαν ώστε να θυμίζουν εξωτερικούς τοίχους σπιτιών.
Τάκης Βουτέρης :
Η ίδια η Αννίτα ανέλαβε τα πάντα για το χτίσιμο, την επίβλεψη των μαστόρων, τρέχοντας αγκαλιά με την κόρη μας Δέσπω στα Λόσια ύστερα από παραγγελία των συνεργείων για να ελέγξει πώς θα ζυγίζουν τις κολώνες και για να μη την κλέψουν στο ζύγι.
Η σημασία της γειτονιάς των Εξαρχείων στην επιλογή του χώρου και τη λειτουργία του Θεάτρου.
Αννίτα Δεκαβάλλα :
Η γειτονιά μας έχει τον χαρακτήρα της αμφισβήτησης, είναι η γειτονιά του πολιτισμού για περίπου 150 χρόνια, αφού εδώ ουσιαστικά βρίσκεται και χτυπάει η καρδιά της πνευματικής ζωής όλης της Αθήνας: καθηγητές, φοιτητές, εκδοτικοί οίκοι, κοντά και οι συγγραφείς ζουν και κινούνται σε μια γειτονιά που περικλείεται από το Εθνικό Θέατρο, τη Λυρική Σκηνή, το Αρχαιολογικό Μουσείο, τα παλιά δικαστήρια, το πρώτο νοσοκομείο στο σημερινό πνευματικό κέντρο του δήμου, τη Νομική, το Πολυτεχνείο. Εδώ πρωτοξεκίνησαν όλα τα αριστερά κινήματα, έλαβε χώρα η πρώτη φοιτητική εξέγερση, τα Σκιαδικά, εδώ ιδρύθηκε ο ΕΑΜ κι η γειτονιά έπαιξε ενεργό ρόλο στην αντίσταση, τον εμφύλιο και τη δικτατορία. Στην καρδιά μιας τέτοιας γειτονιάς, το Θέατρο Εξαρχείων δεν μπορεί να απουσιάζει κι από την αρχή υπήρξε ανοικτό στη γειτονιά, τις συλλογικότητές της και τις συνελεύσεις της. Σήμερα, άλλωστε, η γειτονιά των Εξαρχείων είναι γεμάτη συλλογικότητες: από την Επιτροπή πρωτοβουλίας των κατοίκων των Εξαρχείων που είναι ενεργή από το 2008, την Τράπεζα χρόνου "Συν Χρόνω", με νόμισμα μια ώρα κοινωνικής προσφοράς, το Κοινωνικό Φροντιστήριο, το Πάρκο Ναυαρίνου, το στέκι μεταναστών, το Δίκτυο, το ανταλλακτικό παζάρι ο "Σκόρος", και πλήθος άλλων δραστηριοτήτων και δράσεων που λαμβάνουν χώρα με άξονα τα Εξάρχεια και τη διαρκή φροντίδα των ανθρώπων τους.
Η πρώτη παράσταση, η επιλογή των έργων και η μετάφρασή τους.
Αννίτα Δεκαβάλλα :
Πρώτη παράσταση στη νέα μας στέγη ήταν ένα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Μην ακούς τη βροχή το 1989. Στη συνέχεια, ακολούθησε το Ιερό Τρίπτυχο του Γιώργου Μανιώτη και ύστερα από 13 χρόνια ελληνικών έργων στο Θέατρο του Πειραιά, στραφήκαμε πια στο ξένο ρεπερτόριο. Έναν βασικό στόχο του Θεάτρου μας -τόσο στα χρόνια του Πειραιά, όσο και στην Αθήνα- αποτελεί η επιλογή έργων που για πρώτη φορά ανεβαίνουν στην Ελλάδα, νέων και παλαιότερων συγγραφέων, που δεν έχουν ξαναπαιχτεί στην ελληνική σκηνή. Όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούμε να συστήνουμε στο κοινό έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου τα οποία δεν ξέρει, με μόνη εξαίρεση τον Ίψεν και τον Ζωρζ Νταντέν του Μολιέρου (1991-1992), έργο το οποίο δεν είχε ξαναπαιχτεί παρά μόνο κάποτε πριν από σαράντα χρόνια στην Θεσσαλονίκη.
Τάκης Βουτέρης :
Οι μεταφράσεις των έργων γίνονται από την ίδια την Αννίτα κι από το 1992, παράλληλα με κάθε παράσταση, εκδίδεται κι ένα βιβλίο με το έργο και κείμενα για το συγγραφέα, την εποχή και το θέατρο της χώρας του.
Ο Μίλλερ στα Εξάρχεια
Τάκης Βουτέρης/Αννίτα Δεκαβάλλα :
Το Τίμημα του Άρθουρ Μίλλερ (1992-1993) ήταν για εμάς μια μεγάλη πρόκληση, το είχαμε λατρέψει, αλλά ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα. 4 άνθρωποι κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο, φαινομενικά χωρίς καμία δράση, ένα έργο στατικό για κάποιους, φοβόμασταν πώς θα πάει. Παρόλα αυτά πήραμε το ρίσκο. Άλλωστε, όσα έργα είχαν ανεβάσει ως τότε του Μίλλερ στην Ελλάδα ήταν ό,τι είχε αυτός γράψει ως το 1960. Κι ενώ μέχρι το 1993 είχε μια φοβερή συγγραφική παραγωγή για 33 ολόκληρα χρόνια, στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα έμοιαζε να την αγνοούσαν, καθώς ανέβαζαν ξανά και ξανά τα ίδια, μια ανακύκλωση των παλιών γνωστών 'Ήταν όλοι τους παιδιά μου ή Τον θάνατο του εμποράκου ή τη Δοκιμασία. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι με είδε ένας κριτικός θεάτρου στο δρόμο και με ρώτησε "μα τι είναι αυτά που ανεβάζετε, πότε το έγραψε αυτό το έργο;" Κι όταν απάντησα το 1968, εκείνος φώναξε "μα τι είναι αυτά, αυτός έχει τελειώσει από το 60". Έγινε χαμός με το Τίμημα και το έργο πήγε δύο σεζόν. Σε μια παράσταση, ο Αλέξης Σολωμός μας εκμυστηρεύτηκε ότι ήθελε να το ανεβάσει στο Εθνικό, αλλά τελικά φοβήθηκε μήπως ήταν πολύ εσωστρεφές και δεν τραβήξει τον κόσμο. Πολλά έργα παίχτηκαν δυο σεζόν, ποτέ τελικά δεν μπορείς να ξέρεις εξαρχής την αντίδραση του κόσμου.
Ο Ίψεν κατοικεί εδώ
Τάκης Βουτέρης :
Τον Αρχιμάστορα Σόλνες (1994-1995) και την Έντα Γκάμπλερ τα αγαπήσαμε πολύ. Για χάρη της, άλλωστε, η Αννίτα έμαθε και νορβηγικά για να κάνει η ίδια τη μετάφραση.
Αννίτα Δεκαβάλλα :
Στην Έντα Γκάμπλερ, δεν μπορούσα να καταλάβω τις σκηνές της Έντα με τον Λέβμποργκ, είχα μεγάλη περιέργεια, ήθελα να δω τι στα αλήθεια γράφει ο Ίψεν. Είχα διαβάσει 4-5 μεταφράσεις αγγλικές , αλλά δεν με ικανοποιούσαν. Έτσι, αγόρασα μια μέθοδο και κασέτες στα νορβηγικά, πήρα το νορβηγικό κείμενο, λεξικά και άκουγα και έγραφα καθημερινά ασκήσεις. Ευτυχώς τα νορβηγικά είχαν φοβερή συγγένεια με τα αγγλικά, κι ακόμη λιγότερους ρηματικούς τύπους. Άλλωστε, πάντα μου άρεσε να μεταφράζω. Όταν έφτασα στο τέλος και το ξανάπιασα απο την αρχή, το κείμενο ήταν τόσο σημειωμένο, όπως όταν μετέφραζα Όμηρο στο σχολείο. Έτσι, απέκτησα μια εντελώς άλλη αίσθηση για την Έντα. Μετά, στον Ίψεν δεν υπάρχει ούτε ένας μονόλογος, το λεξιλόγιο είναι καθημερινό, ο λόγος του έρρεε, αφού κάτω από τις λέξεις υπάρχει κρυμμένο το συναίσθημα. Με αυτό τον τρόπο μου ανοίκτηκε το κείμενο σαν αποκάλυψη, κάθε πρόσωπο μιλούσε διαφορετικά, έβγαινε από τις λέξεις και μόνο ο πραγματικός του χαρακτήρας, απλά και φυσικά μέσα από την ομιλία, ενώ αυτό το τόσο ουσιώδες χάνονταν στις αγγλικές μεταφράσεις. Η παράσταση ανέβηκε το 1998. Το ενδιαφέρον είναι με τον Φλωκατούλα που έπαιζε τον Τέσμαν. Οι κριτικοί στην Ελλάδα τον βρήκαν κάπως έντονο, ενώ όταν τον είδαν οι νορβηγοί ενθουσιάστηκαν.
Οι "Δύσκολες Νύχτες του κυρίου Θωμά" του Ιάκωβου Καμπανέλλη και ο Τάκης Βουτέρης
Αννίτα Δεκαβάλλα :
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε ειδικά για τον Τάκη τον τελευταίο θεατρικό του μονόλογο, τις Δύσκολες Νύχτες του κυρίου Θωμά που παίχτηκε δυο σεζόν με μεγάλη επιτυχία.
Τάκης Βουτέρης :
Ο Καμπανέλλης ήταν σπουδαίος και πολύ καλός. Ερχόταν πολύ συχνά στις παραστάσεις. Στο τέλος μου χάρισε το χειρόγραφο του έργου, μιας κι έγραφε τα πάντα με το χέρι και όχι σε υπολογιστή. Είχαμε, άλλωστε, συνεργαστεί στα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης στον Οδυσσέα γύρνα σπίτι. Μάλιστα ήταν κι ο μόνος που με έλεγε Νεκτάριο, κι όχι Τάκη. Από τον Χουρμούζιο κι ύστερα άλλαξα το όνομά μου σε Τάκη, γιατί κατά τη γνώμη του το Νεκτάριος ακουγόταν παράξενα κι οι θεατές θα προτιμούσαν το Τάκης. Άλλες εποχές, άλλες συνήθειες και γούστα.
Το θέατρο στη ζωή
Τάκης Βουτέρης :
Φοιτητής Νομικής, όσο ήμουν στην Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, έπαιξα στη Δολοφονία του Μαρά/Σαντ του Βάις, και ρώτησα τον Κουν να αποφασίσει για μένα τι έπρεπε να κάνω στη ζωή μου. Θέατρο είπε εκείνος και έτσι χωρίς πολλή σκέψη, άφησα τη Νομική.
Αννίτα Δεκαβάλλα :
Αντίθετα ο δικός μου δάσκαλος, ο Πέλος Κατσέλης, μας προέτρεπε να σπουδάσουμε παράλληλα. Αν δεν περάσεις τώρα στο πανεπιστήμιο, μου είπε, δεν θα σε περάσω στο δεύτερο έτος. Έτσι μπήκα στη γαλλική φιλολογία.
Αννίτα Δεκαβάλλα/ Τάκης Βουτέρης :
Σήμερα το κλίμα δεν είναι το καταλληλότερο από οικονομική άποψη για την ευημερία των θεάτρων, όμως όλα μπορούν να ξαναγίνουν. Έστω και σιγά-σιγά. Συχνά η τέχνη του θεάτρου παίρνει άλλους δρόμους, προσπαθεί να αναπαράγει όσα παίζει η τηλεόραση, μετατρέπεται εύκολα σε ένα πολυθέαμα με βίντεο, ήχους και τέχνες βοηθητικές. Όμως, το μπούγιο, το θέαμα, ο φωτισμός, τα τεχνικά εφέ από μόνα τους δεν επαρκούν, είναι σα να εκφράζουν τον τρόμο του κενού πάνω στη σκηνή απέναντι σε τόσους ανθρώπους.
Στην πραγματικότητα η τέχνη του θεάτρου είναι μοναδική, δεν χρειάζεται δάνεια, γιατί από μόνη της είναι στέρεη, είναι πλήρης. Το ανθρώπινο σώμα και ο λόγος είναι το θέατρο, τι είναι αυτό το σώμα, πώς λειτουργεί, ποια η σχέση των ηθοποιών με τους θεατές, αυτά πρέπει να μας απασχολούν. Κι, ευτυχώς, υπάρχει ακόμη πολύς κόσμος που διψάει για αυτού του είδους το θέατρο. Το ανθρώπινο σώμα στη γραμμή του Πίτερ Μπρουκ, είναι ό,τι χρειάζεται για να παίξεις: ένας άνθρωπος σε μια μεριά και κάποιοι άλλοι από κάτω, το πάσχον, η σχέση με τον άλλον. Έτσι, ανάμεσα στους ηθοποιους και τους θεατές, το ουσιώδες ανοίγεται από μόνο του, μιας και όλο αυτό είναι ένα ατελείωτο παραμύθι, τόσο ανθρώπινο, φυσικό και οικείο. Και στόχος του Θεάτρου Εξαρχείων είναι οι ηθοποιοί να απεμπλακούμε από τη στείρα λογική και κάθε φορά που ανεβαίνει ένα έργο να εκπλήσσουμε ακόμη και τον εαυτό μας. Το συναίσθημα, η φαντασία είναι οι λόγοι για να κάνεις και να δεις θέατρο, να μπορέσεις να αγγίξεις τον άλλον στην καρδιά και το στομάχι, να τον ξεσηκώσεις.
Αννίτα Δεκαβάλλα :
Αυτό είναι για μας το ζητούμενο μέσα από τα έργα κι είναι πολύ δύσκολος στόχος αυτό μας το παίδεμα, να μην υπάρχει τίποτε φτιαχτό, τίποτε που να κινείται από σκέψη και μόνο, όλα να είναι φυσικά, όπως ήταν το παίξιμο των ηθοποιών που θαύμαζα κι ήθελα να είμαι σαν αυτούς, πώς να μπορέσεις να βγάλεις τα φτιασίδια, να προσφέρεις τον εαυτό σου στους άλλους ανθρώπους, να απαντήσεις στο ερώτημα πώς ζει ο άνθρωπος, πώς είναι άραγε η ζωή, πώς γίνεται κάποιος ευτυχισμένος. Η Ζαβιτσάνου, η Χατζηαργύρη έπαιζαν σα να αναπνέουν, χωρίς να χρειάζονται τίποτε άλλο, το ίδιο και η Μάγκι Σμιθ, έχοντας το χιούμορ απαραίτητο συστατικό του παιξίματός της, ακόμη και αν έπαιζε τραγωδια. Στο θέατρο, με κέντρο τη σκηνή και τους θεατές, μπορούμε να γίνουμε και πάλι ανθρώπινοι.
Αυτή την εποχή σχεδιάζουμε. Θέλουμε πολύ να ανεβάσουμε την Ευαίσθητη Ισορροπία του Άλμπι. Μέχρι τότε είμαστε σε μια διαρκή δημιουργική φάση, διαβάζουμε, συμμετέχουμε όσο μπορούμε στα κοινά, δρούμε.