Στην πρώτη του ατομική έκθεση -εγκαινιάζεται απόψε στις 8 στην Elika Gallery και διαρκεί ως τις 4 Ιουνίου- ο Βασίλης Παπαγεωργίου, επιχειρώντας να φτιάξει μια ενιαία πλατφόρμα για τα πρόσφατα έργα του, δημιούργησε μια μεγάλων διαστάσεων εγκατάσταση εμπνευσμένη από το μπαρ ως τόπο συνάντησης. Στο μπαρ και το γύρω χώρο του συγκεντρώνονται καθημερινά, πεζά αντικείμενα που δεν σχετίζονται το ένα με το άλλο -αποτελούν όμως το προσωπικό σύμπαν του εικαστικού- αντικείμενα που επανακαθορίζονται δραστικά απ' το αθηναϊκό τοπίο στο οποίο έχουν βρεθεί.
Ο Παπαγεωργίου κατασκευάζει μια νεκρή φύση γεμάτη σύγχρονα αρχαιολογικά ευρήματα, με σαρκασμό και χιούμορ. Εστιάζει έτσι στις σχέσεις: μεταξύ των αντικειμένων, μεταξύ των αντικειμένων και των ανθρώπων, και τελικά μιλά για το ευρή φάσμα των ανθρωπινων σχέσεων. Το μπαρ του Παπαγεωργίου παίζει με τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ενώ τα φτιαγμένα τοπία και οι μικρο-καταστάσεις που παρουσιάζονται στην γκαλερί, οδηγούν τον θεατή σε μια εξερεύνηση των ονείρων και του υποσυνειδήτου.
Αλήθεια, τι ήθελες να γίνεις όταν ήσουν μικρός; Πώς μπήκε η τέχνη στη ζωή σου;
Θα έλεγα πως μικρός δεν είχα ιδιαίτερη σχέση με την τέχνη, πάντα ζωγράφιζα αλλά νομίζω όπως κάθε παιδί. Ίσως να ήθελα να γίνω μπάρμαν. Στην εφηβεία άρχισα να ασχολούμαι με το γκράφιτι (το οποίο δεν συνδέω απαραίτητα με την τέχνη) και παράλληλα οικογενειακά πάντα επισκεπτόμασταν μουσεία και εκθέσεις στην πόλη, χωρίς όμως να έχω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτά. Αποφάσισα να κατευθυνθώ προς την Σχολή Καλών Τεχνών γύρω στα δεκαέξι βλέποντας πως δεν με τραβούσε τίποτα άλλο περισσότερο. Το γκράφιτι έφερε ορισμένες γνωριμίες και η σχολή ακόμα περισσότερες ώστε με τον καιρό να φτάσω να ασχολούμαι με την γλυπτική. Ο Παντελής Χανδρής, καθηγητής μου στην ΑΣΚΤ πιστεύω πως ήταν καταλυτικός παράγοντας γι' αυτή την επιλογή. Παράλληλα με την πρακτική μου κάνω ένα μεταπτυχιακό στις Βρυξέλλες.
Τροποποιώ και κατασκευάζω καθημερινά αντικείμενα δίνοντας τους μία παραδοξότητα. Ένας μαρμάρινος αναπτήρας ή ένα μασίφ μπρούτζινο τσαλακωμένο μπουκαλάκι νερού δεν μπορούν πάρα να θυμίσουν ένα όνειρο.
Ποια είναι η έμπνευση πίσω απ' την έκθεση Somebody had to do it;
Ο τίτλος Somebody had to do it θα έλεγα ότι λειτουργεί γενικότερα στην δουλειά μου και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω τη ζωή και την καθημερινότητα μου. Δουλεύω καθημερινά χωρίς να αναζητώ αφορμές και λογούς για τα έργα μου, πράγμα που συχνά οδηγεί σε αποτυχημένες προσπάθειες. Πολλές φορές προσπαθώ να βρω τον λόγο γι' αυτό και οδηγούμαι σ' αυτήν την απάντηση. Κάποιος έπρεπε να το κάνει, ίσως κάποιος να το 'χει ήδη κάνει, παρ' όλα αυτά το κάνω κι εγώ, σαν κάτι τόσο ασήμαντο που γίνεται πιά απαραίτητο, αρχικά για μένα και έπειτα για τους γύρω μου- εύχομαι.
Μίλησέ μου για το μπαρ και το πώς εντάσσεται το αθηναϊκό τοπίο στη δουλειά σου...
Ζω και κυκλοφορώ στην Αθήνα από μικρός και τα τελευταία 7 χρόνια μένω στα Εξάρχεια. Έχω μία έντονη εξάρτηση από το αυτοκίνητο και μία εξίσου έντονη σχέση με την πόλη. Θεωρώ την Αθήνα ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με κάποια άλλη πρωτεύουσα. Η Αθήνα καταφέρνει και επιβιώνει διατηρώντας παραδόσεις και επαγγέλματα και παράλληλα φιλοξενώντας στον ιστό της έντονα διαφορετικούς ανθρώπους. Όλοι αυτοί οι διαφορετικοί άνθρωποι δεν μπορούν να μην συναντηθούν στην πόλη. Μπορεί να συναντηθούν σε ένα μπαρ, σε ένα βενζινάδικο ή απλά στο δρόμο.
Το μπαρ πέραν του ότι αποτελεί μια πλατφόρμα που φιλοξενεί τα αντικείμενα μου στην προκείμενη περίπτωση, για μένα συνιστά ένα πολύ σημαντικό στοιχείο των πόλεων. Το μπαρ σαν σημείο συνεύρεσης αλλά και σαν ένα όριο ανάμεσα στους ανθρώπους.
Θα ήθελα οι σχέσεις μου να μπορούν να περνάνε από το φίλτρο της χαλαρότητας και της έντασης μιας μπάρας.
Πώς θα περιέγραφες τα υλικά και τις τεχνικές που χρησιμοποιείς;
Ασχολούμαι κατά κύριο λόγω με τη γλυπτική και όσον αφορά στα υλικά μου θα μπορούσαν να έχουν σαν κοινό χαρακτηριστικό τον τρόπο με τον οποίο τα αντιμετωπίζω. Προσπαθώ να συμπεριφερθώ σε όλες μου τις πρώτες ύλες σαν να ήταν μια κόλα χαρτί. Η υλικότητα, η ευθραυστότητα, η πλαστικότητα και τα χαρακτηριστικά των υλικών συχνά αποτελούν την κινητήριο δύναμη για την δημιουργία ενός έργου. Στην συγκεκριμένη έκθεση νομίζω κυριαρχεί το σίδερο, το αλουμίνιο και ο χυτός μπρούτζος καθώς και τα νέον φώτα που επίσης λειτουργούν σαν ρευστά όρια.
«Σύγχρονα αρχαιολογικά ευρήματα». Τι σημαίνει αυτό για σένα;
Τα βασικά αντικείμενα που έχω επεξεργαστεί, ανακατασκευάσει και χρησιμοποιήσει στην συγκεκριμένη δουλειά, είναι κατά κύριο λόγω προσωπικά μου καθημερινά αντικείμενα. Ένας αναπτήρας, ένα ποτήρι ή ακόμα και κάποια φώτα αυτοκίνητων. Το σκηνικό που θέλω να δημιουργήσω είναι ίσως ένα ενσταντανέ από μια ανύπαρκτη ταινία. Μια εικόνα που κάνεις δεν ξέρει αν ξεκίνησε να κινείται, αν σταμάτησε ή αν κινήθηκε ποτέ. Υπάρχουν αναφορές σε χαρακτήρες, και σε μέρη αλλά κατά κύριο λόγω έχει να κάνει με μια άγνωστη ιστορία και αφήγηση. Το σύνολο αυτής αφήγησης δημιουργεί για μένα μια ιδέα τόσο πάγια, τόσο απόκοσμα διαχρονική που θα μπορούσε να περιγράφει ως ένα σύγχρονο αρχαιολογικό εύρημα.
Πώς ενώνεται η πραγματικότητα με τη φαντασία στη δουλειά σου;
Η δουλειά μου μπορεί ορισμένες φορές να χαρακτηριστεί ως απολύτως ρεαλιστική αλλά πάντα θα ενέχει μια εμφανή απάτη. Τροποποιώ και κατασκευάζω καθημερινά αντικείμενα δίνοντας τους μία παραδοξότητα. Ένας μαρμάρινος αναπτήρας ή ένα μασίφ μπρούτζινο τσαλακωμένο μπουκαλάκι νερού δεν μπορούν πάρα να θυμίσουν ένα όνειρο.
Τι ρόλο μπορεί να παίξει η τέχνη στην Αθήνα της κρίσης;
Η τέχνη ευτυχώς δεν μπορεί να σώσει κανέναν και τίποτα, δεν είναι η δουλειά της.
Η κρίση γεννάει τη θέληση για πρωτοβουλίες οι οποίες μπορούν να είναι πολύ διαφορετικές από αυτό που ήδη υπάρχει και παράλληλα να βοηθήσουν σε πολλά επίπεδα.
Εύχομαι η επίδραση που θα έχει η τέχνη πάνω στην κρίση να είναι μεγαλύτερη τελικά από την επίδραση που θα έχει η κρίση πάνω στην τέχνη.
*Somebody had to do it / 22 Απριλίου με 4 Ιουνίου
Elika Gallery, Ομήρου 27.