Οι μουσικές του Charles Mingus (1922-1979) είναι από εκείνες που μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη, ακόμη και αν ακουστούν για μία μόνο φορά – κάτι που οφείλεται στην προσωπικότητα τού συνθέτη, στον τρόπο με τον οποίον γράφτηκαν. Ο ακροατής μπορεί να μην γνωρίζει λεπτομέρειες –το πώς ακριβώς δούλευε ο Mingus δηλαδή–, όμως αντιλαμβάνεται αμέσως το αποτέλεσμα. Εκείνο που φτάνει στ’ αυτιά του είναι, πάντα, κάτι άλλο. Κάτι διαφορετικό. Είναι τζαζ φυσικά, η οποία όμως δεν μπορεί εύκολα να καλουπωθεί στα γνωστά στυλ (bebop, cool, free, hard bop, fusion κ.λπ.), διαθέτοντας συγχρόνως ισχυρότατο hook. Όπως σημείωνε και ο πιανίστας-συγγραφέας Σάκης Παπαδημητρίου:
«Ο Μίγκους “γράφει” τις συνθέσεις του μ’ ένα δικό του τρόπο. Συγκεντρώνει τους μουσικούς και τους παίζει όλα τα μέρη στο πιάνο, τη ραχοκοκαλιά δηλαδή, ώστε να μπορέσει να τους μεταδώσει τον τρόπο ερμηνείας που προτιμάει, αλλά και τις εναλλαγές συγχορδιών και κλιμάκων. Βέβαια, αυτό εξαρτάται από το γκρουπ που κάθε φορά έχει, τους συνδυασμούς των οργάνων και κυρίως από το προσωπικό ύφος του καθένα, τον ήχο, την τεχνική, την ιδιαιτερότητα κάθε μουσικού σαν άτομο και σαν μέρος του συνόλου. Σ’ αυτό το σημείο φαίνεται η επίδρασή του από τον Ντιούκ Έλλινγκτον(…). Επίσης ο Μίγκους δίνει στους μουσικούς του διάφορες σειρές από νότες, που μπορούν να τις παίξουν σε σχέση με κάθε συγχορδία του κομματιού. Έτσι έχουν την ευχέρεια να διαλέξουν τις δικές τους νότες και να τις παίξουν στο δικό τους στυλ, εκτός βέβαια από τα μέρη εκείνα που πρέπει να ακολουθήσουν πιο αυστηρές οδηγίες για μια αλλαγή ρυθμού π.χ. ή για τη δημιουργία μιας συγκεκριμένης ατμόσφαιρας».
Μέσω αυτού του τρόπου ανάπτυξης και καταγραφής των συνθέσεών του ο Charles Mingus αναγνωρίζεται στην τζαζ ιστορία ως ο μεγαλύτερος… ανιχνευτής και εμψυχωτής ταλέντων. Ο τρόπος, εννοούμε, που επέδρασε πάνω στην τεχνική και την ψυχοσύνθεση των συνεργατών του δεν μπορεί να συγκριθεί με (τον τρόπο) κανενός άλλου, αφού στα κατά καιρούς συγκροτήματά του ανατράφηκαν και ωρίμασαν δεκάδες μουσικοί, που αμέσως αναγνωρίστηκαν από τους πάντες. Να μερικοί…
Ο Mingus δεν επηρέασε με το έργο του μόνο τον κόσμο της τζαζ, αλλά κι εκείνον του ροκ, του φολκ κ.λπ. Είναι γνωστό σε όλους το tribute της Joni Mitchell στο LP "Mingus" [Asylum, 1979], ενώ δεν είναι λίγες οι διασκευές συνθέσεών του από βρετανικά και αμερικανικά συγκροτήματα και καλλιτέχνες.
Οι τενόρο σαξοφωνίστες Booker Ervin, Clifford Jordan, J. R. Monterose, Bobby Jones και George Adams, οι άλτο σαξοφωνίστες John Handy, Jackie McLean και Charles McPherson, ο βαρύτονος σαξοφωνίστας Hamiet Bluiett, οι πνευστοί γενικώς Eric Dolphy και Rahsaan Roland Kirk, οι τρομπετίστες Johnny Coles, Ted Curson και Richard Williams, ο τρομπονίστας Jimmy Knepper, οι πιανίστες Horace Parlan, Mal Waldron, Roland Hanna, Jaki Byard και Don Pullen, ο παντοτινός ντράμερ Dannie Richmond… ατελείωτος ο κατάλογος… Εν ολίγοις; Μια και δυο «εθνικές» της τζαζ!
Ο Mingus δεν επηρέασε με το έργο του μόνο τον κόσμο της τζαζ, αλλά κι εκείνον του ροκ, του φολκ κ.λπ. Είναι γνωστό σε όλους το tribute της Joni Mitchell στο LP “Mingus” [Asylum, 1979], ενώ δεν είναι λίγες οι διασκευές συνθέσεών του από βρετανικά και αμερικανικά συγκροτήματα και καλλιτέχνες. Να θυμηθούμε τον Davy Graham (“Better git in your soul”), τον Alexis Korner (“Wednesday night prayer meeting”), τους Circus του σαξοφωνίστα Mel Collins (“II B.S.”), ενώ το θρυλικό “Goodbye Pork Pie Hat” το έχουν διασκευάσει οι Pentangle, οι East of Eden, ο Jeff Beck, οι Bert Jansch & John Renbourn, ο Eugene Chadbourne κ.ά. Φυσικά, αμέτρητες είναι οι versions από τζαζ γκρουπ και οργανοπαίκτες.
Περαιτέρω, ο Mingus υπήρξε ένας από τους πιο αναγνωρισμένους κοινωνικούς πρωτεργάτες της τζαζ. Με έντονη παρουσία και κατατεθειμένες απόψεις για τα φυλετικά ζητήματα που ταλάνιζαν την εποχή του, ο άνθρωπος αυτός υπήρξε στυλοβάτης όχι μόνο μέσα στα συγκροτήματα (δια του μπάσου του), αλλά και έξω απ’ αυτά (δια των ιδεών του).
1.
Ο Charles Mingus γεννιέται το 1922 στην πόλη Nogales της Αριζόνας, πάνω στα σύνορα με το Μεξικό, αλλά σχεδόν αμέσως μετά η οικογένειά του μετακομίζει στο Watts του Λος Άντζελες. Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στη μουσική ασχολούμενος αρχικά με το τρομπόνι και το βιολοντσέλο, πριν καταλήξει στο κοντραμπάσο. Οι πρώτες μουσικές εμπειρίες του σχετίζονται με την εκκλησία, ενώ καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του θα αποβεί η παρουσία του σε μια συναυλία της ορχήστρας του Duke Ellington.
2.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 ο Charles Mingus γνωρίζεται με τον Louis Armstrong. Παίζει με την ορχήστρα του για κανα-δυο χρόνια, αλλά το 1943 χάνει τη θέση του εκεί. Έχει ήδη αρχίσει να εκφράζει σθεναρά τις απόψεις του για τον ρατσισμό, και ο Armstrong για να τον προφυλάξει (;) τον αποκλείει από μια περιοδεία του στον Νότο. Στη συνέχεια θα τον συναντήσουμε σε διάφορες ορχήστρες με σημαντικότερη όλων εκείνη του Lionel Hampton (1946-48), ενώ ιδιαίτερη αξία έχει και η παρουσία του στο Red Norvo Trio, μαζί με τον βιμπραφωνίστα Red Norvo και τον κιθαρίστα Tal Farlow (ωραίες ηχογραφήσεις σε ετικέτες Discovery και Savoy). Αν και ο Mingus βρίσκεται στα 30 του, αν και θα βρεθεί να παίζει ακόμη και με τους Duke Ellington και Charlie Parker, μοιάζει να μην έχει βρει ακόμη το δρόμο του – τον φυλετικό, όπως και οι γενικότερες απόψεις του για την κοινωνία και τις καταστάσεις, ήταν πάντα ένας λόγος.
3.
Το 1952 ο Charles Mingus και ο ντράμερ Max Roach ιδρύουν την Debut Records. Η εταιρεία, πριν καταρρεύσει οικονομικά το 1957, θα βγάλει καμμιά τριανταριά 10ιντσα και 12ιντσα LP με σημαντικότερα όλων τους δύο «τόμους» (o πρώτος και o τρίτος) του Jazz at Massey Hall, μιας συναυλίας που είχαν δώσει στο Τορόντο του Καναδά, την 15/5/1953, οι Dizzy Gillespie, Charlie Parker, Bud Powell, Charles Mingus και Max Roach! Ναι, όλοι αυτοί μαζί!!
4.
Από το 1954, κι έχοντας εμφανισθεί ως sideman σε σχήματα με τους Charlie Parker, Stan Getz, Duke Ellington, Bud Powell και Art Tatum, ο Charles Mingus έχει βάλει ήδη μπροστά την ιδέα του Jazz Workshop – ένα… τζαζ πανεπιστήμιο, που θα αναδείξει όχι μόνο τον Mingus σε μεγάλο και ευφυή συνθέτη, αλλά και όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες του, που θα κάθονταν ταυτοχρόνως στα… θρανία και την έδρα. Πρώτη καταγραφή στο LP “Jazz Composers Workshop” που τυπώθηκε κάτω από τα ονόματα των Charlie Mingus, Wally Cirillo, Teo Macero και John La Porta στην εταιρεία Savoy το 1956.
5.
Η περίοδος 1956-1961, η πρώτη περίοδος του Charles Mingus στην Atlantic (πρώτη, γιατί θ’ ακολουθούσε και μια δεύτερη στα seventies) είναι από τις πιο σημαντικές στη διαδρομή του. Αν και την ίδιαν εποχή ο Mingus θα δώσει φοβερές εγγραφές και για άλλα labels (Jubilee, RCA, Bethlehem, Candid…) είναι η παρουσία του στην Atlantic, που τον κατέστησε θρύλο. Μιλάμε φυσικά για τα άλμπουμ “Pithecanthropus Erectus” (1956), “The Clown” (1957), “Blues & Roots” (1960), “Mingus at Antibes” (κυκλοφόρησε το 1976), “Tonight at noon” (κυκλοφόρησε το 1964) και “Oh Yeah” (1962) και για τα ιστορικά tracks “Pithecanthropus Erectus”, “Haitian fight song”, “The clown”, “Wednesday night prayer meeting”, “Moanin'”, “Ecclusiastics” κ.λπ. Αυτό το υλικό μαζί μ’ εκείνο του άλμπουμ “Mingus Ah Um” [Columbia, 1959], τα κομμάτια δηλαδή “Better git it in your soul”, “Goodbye Pork Pie Hat” και “Fables of Faubus”, συναποτελούν το… αθάνατο θησαυροφυλάκιο του Charles Mingus.
6.
Το “Goodbye Pork Pie Hat” ήταν γραμμένο λίγο μετά το θάνατο του τενόρο σαξοφωνίστα Lester Young (είχε πεθάνει το 1959) και ήταν αφιερωμένο σ’ εκείνον. Με τον καιρό βεβαίως αναδείχθηκε σε στάνταρντ. Μάλιστα, το κομμάτι έχει γίνει και τραγούδι, αφού του έβαλαν στίχους ο Rahsaan Roland Kirk το 1976 και η Joni Mitchell το 1979.
Το “Fables of Faubus” ήταν τραγούδι στην πρώτη-πρώτη μορφή του, αλλά οι στίχοι του δεν ακούστηκαν ποτέ στο “Mingus Ah Um” LP τής Columbia – αν και ορισμένοι υποστηρίζουν πως οι στίχοι μπήκαν αφού ο δίσκος είχε πρώτα κυκλοφορήσει. Τέλος πάντων… Το τραγούδι αναφερόταν στον κυβερνήτη τού Little Rock τού Arkansas Orval Faubus, που είχε αψηφήσει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετική με την κατάργηση του ρατσιστικού μίσους στο κεντρικό γυμνάσιο της πόλης το 1957. Τελικά, ο Mingus έπρεπε να βγάλει το άλμπουμ “Charles Mingus Presents Charles Mingus” στην ανεξάρτητη Candid το 1961, για ν’ ακουστούν και τα λόγια (τραγουδούσε ο ίδιος, μαζί με τον ντράμερ Dannie Richmond).
7.
Η φάση τού Charles Mingus στην Impulse! κρατάει ένα μόλις χρόνο, αλλά μέσα σ’ αυτό το χρόνο προλαβαίνει να κυκλοφορήσει τρία θαυμάσια άλμπουμ – το “The Black Saint and the Sinner Lady” (1963), το “Mingus Mingus Mingus Mingus Mingus” (1964) και το “Mingus Plays Piano” (1964). Ειδικά το πρώτο είναι άπιαστο… και ένα από τα καλύτερά του, ενώ εντυπωσιακές είναι και οι επανεκτελέσεις παλαιότερων συνθέσεών του (με αλλαγμένους τίτλους) στο δεύτερο.
Ο καναδός κριτικός Gene Lees είχε πει για τον Mingus αυτής της περιόδου: «Ο Mingus χρησιμοποιεί το κοντραμπάσο μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Παίρνει καταπληκτικά εφφέ απ’ αυτό κάνοντας “έξυπνα” γκλισάντο, λες και το όργανο μιλάει! Περνάει από απίθανα άτεχνα διαστήματα με μια ταχύτητα και ευκολία, που είναι δύσκολο να πιστέψεις. Κάτι περισσότερο. Βγάζει έναν τελείως διαφορετικό τόνο σε σχέση με άλλους σημαντικούς μπασίστες».
8.
Το 1964, στις 4 του Απρίλη εκείνης της χρονιάς, ο Mingus ηχογραφεί το “Town Hall Concert” [Jazz Workshop] στην Νέα Υόρκη, έχοντας δίπλα του μία από τις καλύτερες ομάδες της εποχής. Εκείνη η line-up –Eric Dolphy άλτο, μπάσο-κλαρίνο, φλάουτο, Johnny Coles τρομπέτα, Clifford Jordan τενόρο, Jaki Byard πιάνο, Charles Mingus κοντραμπάσο, Dannie Richmond ντραμς– θα φύγει για περιοδεία στην Ευρώπη, θα δώσει παραστάσεις στη Γαλλία, ενώ θα ηχογραφήσει κιόλας στο Théâtre des Champs-Élysées στο Παρίσι την 19/4/1964. Το τριπλό LP που θα προκύψει από ’κει είχε τίτλο “The Great Concert Of Charles Mingus” [America], κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1971(;) και θεωρείται από πολλούς jazz-fans ως ένα από τα πιο εντυπωσιακά του αμερικανού συνθέτη.
Δυστυχώς αυτή η ομάδα δεν θα κρατήσει για πολύ, αφού ο σπουδαίος Eric Dolphy θα παραμείνει στην Ευρώπη, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο Βερολίνο (29/6/1964) μόλις στα 36 του.
9.
Για κάποιο λόγο ο Mingus δείχνει να εγκαταλείπει τη μουσική μετά το 1966 και έως το 1971, έχοντας μέσα σ’ αυτά τα χρόνια ελάχιστη δραστηριότητα. Ποιος ξέρει γιατί; Ίσως να ασχολιόταν με την αυτοβιογραφία του, που την ετοίμαζε από χρόνια, ίσως να αντιμετώπιζε προβλήματα με τις εταιρείες (τα οποία πάντα υπήρχαν), πιθανώς να ένιωθε κουρασμένος (κι ας ήταν λίγο πάνω από τα 40) ή και απογοητευμένος. Η ουσία είναι πως σ’ αυτό το διάστημα οι μόνες εγγραφές του προέρχονται από ένα session στο Παρίσι (31/10/1970), που κυκλοφόρησε ως “Reincarnation of a Lovebird” σε double LP από την Prestige το 1974.
10.
Το 1971 τυπώνεται στην Αμερική η αυτοβιογραφία τού Charles Mingus, που είχε τίτλο “Beneath the Underdog: His World as Composed by Mingus”. Το βιβλίο κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα δέκα χρόνια αργότερα (1981) από τον Εξάντα, στη σειρά Λογοτεχνία, ως «Τσαρλς Μίνγκους: Χειρότερα κι από σκυλιά» σε μετάφραση Χρύσας Τσαλικίδου, ενώ από τότε έχει κάνει άλλες δύο επανεκδόσεις (το 1994 και το 2010).
Η αυτοβιογραφία του Mingus είναι ένα από τα πιο παθιασμένα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ για την τζαζ – μια τζαζ που μπορεί να είναι απούσα από τις σελίδες, αλλά διαρκώς παρούσα μέσω εκείνων που την κινητοποιούν. Με γλώσσα ζωντανή, σκληρή και αφτιασίδωτη, που θα μπορούσε να θυμίζει κάτι από Jack Kerouac ή καλύτερα Charles Bukowski, με πολυπρόσωπη αφήγηση και με την ίδια μονίμως αγωνία να πει αυτά που νιώθει για την κοινωνία και τους ανθρώπους της (μαύρους και λευκούς), χωρίς ωραιοποιήσεις και φιοριτούρες, ο Mingus δίνει ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, που μπορεί να διαβαστεί όχι μόνο σαν ερωτογράφημα, αλλά και σαν ένα απτόητο κοινωνικό σχόλιο με αναλλοίωτη και παντοτινή αξία.
(Ξέρω τζαζόφιλους που το παράτησαν από τις πρώτες σελίδες του, όπως και άλλους που δεν είχαν καμία σχέση με την τζαζ και οι οποίοι το διάβασαν απνευστί. Συμβαίνουν αυτά…).
11.
Η επανεμφάνιση του Mingus στα μουσικά πράγματα έγινε με όρεξη. Πενηντάρης πια (το 1972), και με κατασταλαγμένες αντιλήψεις για το πώς έπρεπε να ηχεί η ορχήστρα του, θα καταφέρει να δώσει δυνατές ηχογραφήσεις τόσο για την Columbia (“Charles Mingus and Friends in Concert”), όσο και για την Atlantic (“Mingus Moves”).
12.
Ξεχωριστή σημασία έχει το LP “Cumbia & Jazz Fusion” [Atlantic, 1978], που, αν και από τα τελευταία του, περιέχει ενδιαφέρουσα μουσική (με επιρροές από την κολομβιανή cumbia). Το “Todo Modo”, που κατελάμβανε τη δεύτερη πλευρά του δίσκου, προοριζόταν για soundtrack στη φερώνυμη ιταλική ταινία του Elio Petri από το 1976, όμως τα διάφορα προβλήματα που προέκυψαν με τους παραγωγούς και τον σκηνοθέτη δεν βοήθησαν προς την ολοκλήρωση της συνεργασίας. Η μουσική κρίθηκε αταίριαστη για το φιλμ με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί στην πορεία από άλλη, που συνέθεσε ο Ennio Morricone. Καραμπόλα…
13.
Μνείας αξίζει και το άλμπουμ “Three or Four Shades of Blues” [Atlantic, 1977], στο οποίο συνεργάζεται με τους ηλεκτρικούς κιθαρίστες Philip Catherine, Larry Coryell και John Scofield. Παλαιό και καινούριο υλικό έχουμε εδώ, με εκπλήξεις ή και χωρίς… παρότι το παίξιμο του Mingus στο κοντραμπάσο ποτέ δεν θα μπορούσε να ήταν αδιάφορο, ακόμη και όταν ο κορυφαίος αυτός μουσικός είχε παύσει να πειραματίζεται.
Όπως είχε πει και ο ίδιος, με το πάντα ιοβόλο ύφος του: «Συνήθιζα να παίζω μπάσο με τον δικό μου πρωτοποριακό τρόπο, όταν κανείς άλλος δεν το έκανε. Τώρα παίζω 4/4, επειδή κανείς πλέον δεν το κάνει…».
14.
Το 1978 ο Charles Mingus αρρωσταίνει. Σοβαρά. Ήδη από τα μέσα του ’70 είχε διαγνωσθεί με αμυοατροφική πλευρική σκλήρυνση (ALS), μια σοβαρή νευρολογική πάθηση που προκαλεί μυϊκή αδυναμία, αναπηρία και τελικά το θάνατο. (Είναι η νόσος από την οποία πάσχει και ο Stephen Hawking). Στα 56 του, και όντας καρφωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να δίνει κάποιες συμβουλές στην Joni Mitchell για το επερχόμενο άλμπουμ τους, που, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να το ακούσει τελειωμένο.
Ο Charles Mingus θα πεθάνει την 5/1/1979 στην Cuernavaca του Μεξικού, ενώ το “Mingus” (της Joni Mitchell) θα κυκλοφορούσε μερικούς μήνες αργότερα (το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς).
15.
Το ενδιαφέρον για την προσωπικότητα και τις μουσικές του Charles Mingus υπήρξε το ίδιο μεγάλο και μετά το θάνατό του. (Η χήρα του Sue Mingus είναι εκείνη που βρίσκεται συχνά πίσω από κάθε κίνηση, ενθαρρύνοντας τις σχετικές προσπάθειες). Γράφτηκαν πάμπολλα κείμενα, εκδόθηκαν βιβλία, συγκροτήθηκαν ορχήστρες (Mingus Dynasty, Mingus Big Band…), κυκλοφόρησαν ανέκδοτες ηχογραφήσεις του, παίχτηκαν για πρώτη φορά ολοκληρωμένες παλαιές συνθέσεις του (“Epitaph”), αναδείχθηκαν όλες οι φανερές και λιγότερο φανερές διαστάσεις του έργου του – ένα έργο, που θα ακούγεται πάντα συναρπαστικό και σύγχρονο, πέρα από (τζαζ) στυλ ή εποχές.
Πηγές:
Krin Gabbard: Better Git in your Soul/ An Interpretive Biography of Charles Mingus [University of California Press, Oakland 2016]
Mario Dunkel: Aesthetics of Resistance: Charles Mingus and the Civil Rights Movement [Lit Verlag, Zurich 2012]
Gene Santoro: Myself When I Am Real: The Life and Music of Charles Mingus [Oxford University Press, New York 2000]
Record Review/December 1978, Scott Yanow "Charles Mingus: In Retrospect"
Σάκης Παπαδημητρίου: Θέματα και Πρόσωπα της Σύγχρονης Τζαζ (1950-1970) [Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1974]
σχόλια