Η Ευγενία Φακίνου απεχθάνεται, λέει, τις αυτοβιογραφίες. Στα παραμύθια για μεγάλους, όμως, που δημοσιεύει εδώ και τριάντα πέντε χρόνια έχει διοχετεύσει αρκετά βιώματά της και το πιο πρόσφατο, το «Στο αυτί της αλεπούς» που μόλις κυκλοφόρησε από τον Καστανιώτη, δεν αποτελεί εξαίρεση. Στην καρδιά του βιβλίου, στο σημείο όπου η αφήγηση από την Ύδρα των αρχών του 20ού αιώνα και τη Δραπετσώνα του Μεσοπολέμου σταθμεύει στη μετεμφυλιακή Κυψέλη, παίρνει σάρκα και οστά ένα κοριτσάκι, πιστό αντίγραφο του παιδιού που υπήρξε και η ίδια κάποτε: ενός παιδιού που μεγαλώνει μόνο στο σπίτι και πρέπει να διαχειριστεί τον τρόμο και τον χρόνο του.
Όπως η ηρωίδα της, έτσι κι εκείνη, τα πρωινά καθόταν πανέτοιμη μπροστά στο ρολόι –με το τικ τακ «να γιγαντώνεται μέσα στην καταθλιπτική σιωπή»– και στις επτάμισι ακριβώς ξεκινούσε για το σχολείο, φτάνοντας πάντα πρώτη, πριν ακόμα ανοίξει η αυλόπορτα. Επιστρέφοντας, έστρωνε να φάει, έκανε τα μαθήματά της και το σούρουπο, αν ο καιρός ήταν καλός, καθόταν στο μπαλκόνι, σαρώνοντας ξανά με τα μάτια την κίνηση γύρω της. «Η λύτρωση ήρθε όταν έμαθα να διαβάζω, αλλά μέχρι τότε γέμιζα τις ώρες μου παρατηρώντας τους άλλους κι επινοώντας ιστορίες που θα με διασκεδάζουν και θα με παρηγορούν. Κι όμως, όλα μου φαίνονταν πολύ φυσιολογικά. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, έλειπε, και η μητέρα μου, που ήταν νοσοκόμα κι έκανε ενέσεις στα σπίτια, δούλευε ασταμάτητα. Μεγαλώνοντας, άρχισα να συνειδητοποιώ πως όσα ζούσα τότε είχαν μυθιστορηματική χροιά... Δικό μου βίωμα είναι και η κλεπτομανία του κοριτσιού. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς εγώ, που ήμουν τόσο καλό, τόσο ήσυχο και έντιμο παιδάκι, σούφρωνα καραμέλες με πλήρη συνείδηση ότι τις έκλεβα. Ε, κάποια κενά κάλυπτα».
Τη συναντώ στο Χαλάνδρι, σ' ένα διαμέρισμα που θυμίζει εξοχικό σπίτι –αυτό που μοιράζεται με τον συγγραφέα Μιχάλη Φακίνο– κι έχουμε πιάσει την κουβέντα στο ίδιο πάντα δωμάτιο με το ντιβάνι, τις χαμηλές βιβλιοθήκες και το τραπεζάκι που χρησιμοποιεί για γραφείο της. Από την «Αστραδενή» και τη «Μεγάλη Πράσινη» ως την «Τυφλόμυγα» ή τη «Μέθοδο της Ορλεάνης», στην εργογραφία της θα συναντήσει κανείς ολόκληρη πινακοθήκη με γυναικεία πορτρέτα. Αναγνωρίσιμες αλλά και απρόβλεπτες, πρόσωπα καθημερινά και φορείς της προφορικής παράδοσης ταυτόχρονα, οι περισσότερες από τις ηρωίδες της περιπλανώνται σε τοπία άλλοτε μεθυστικά κι άλλοτε μυστηριώδη, αναζητώντας τις ρίζες και τον εαυτό τους. Οι γυναίκες ενδιαφέρουν τη Φακίνου επειδή, όπως ισχυρίζεται, «δεν βρίσκονται μέσα στην Ιστορία, αλλά δίπλα από αυτήν. Δημιουργούν αυτό που ονομάζουμε "μικρή ιστορία"». Από την παραπάνω συγγραφική εμμονή προέκυψε και το «Στο αυτί της αλεπούς», που, για την ίδια, βρίσκεται στην ίδια γραμμή με το «Έρως, θέρος, πόλεμος» και τo «Έβδομο Ρούχο».
Αφότου μπήκαμε στην κρίση, όσο κοίταζα προς τα πίσω, τόσο εντυπωσιαζόμουν με την περιοδικότητα των γεγονότων: φτάνουμε σ' ένα σημείο, αισθανόμαστε σίγουροι, ονειρευόμαστε ένα καλύτερο μέλλον και μετά συμβαίνει κάτι που μας ξαναστέλνει στην κάτω μεριά του κύματος. Έπρεπε να βρω τον τρόπο να περάσω μυθιστορηματικά αυτό τον κυματισμό.
Με τίτλο δανεισμένο από μια παλιά γαλλική παροιμία («όπου το αυτί της αλεπούς δηλώνεται ακατάλληλο για εξομολογήσεις»), το βιβλίο ανοίγει με αναφορές στην ανακάλυψη του Μηχανισμού των Αντικυθήρων και στην εκμετάλλευση, «σχεδόν δουλεμπόριο», των σφουγγαράδων, και τελειώνει με τις διαδηλώσεις του 2010 και την εικόνα της πυρπολημένης Μαρφίν. «Η τραγωδία της Μαρφίν με έχει συγκλονίσει και ως πολίτη και ως συγγραφέα, αλλά η ελληνική κοινωνία την έχει αντιμετωπίσει με αξιοπρόσεχτη ανοχή...». Όπως όλα της τα μυθιστορήματα, έτσι κι αυτό, πριν αρχίσει να το γράφει, το είχε σχεδόν έτοιμο. «Αφότου μπήκαμε στην κρίση, όσο κοίταζα προς τα πίσω, τόσο εντυπωσιαζόμουν με την περιοδικότητα των γεγονότων: φτάνουμε σ' ένα σημείο, αισθανόμαστε σίγουροι, ονειρευόμαστε ένα καλύτερο μέλλον και μετά συμβαίνει κάτι που μας ξαναστέλνει στην κάτω μεριά του κύματος. Έπρεπε να βρω τον τρόπο να περάσω μυθιστορηματικά αυτό τον κυματισμό». Πράγματι, μέσα από τις διαδρομές δύο γυναικών που δεν δημιούργησαν αλλά υπέστησαν τον αντίκτυπο των μεγάλων ιστορικών γεγονότων, η Φακίνου ακολουθεί διακριτικά πολλά σκαμπανεβάσματα του 20ού αιώνα. Κι είναι σαν να μας λέει: «Περάσαμε και χειρότερα σ' αυτόν τον τόπο, ας μην το βάλουμε κάτω, ας δείξουμε τουλάχιστον γενναιοδωρία και αλληλεγγύη». Υπάρχει παραμύθι χωρίς δίδαγμα;
Στο «Αυτί της αλεπούς» αντιπαραβάλλονται δύο γυναικείοι τύποι. Αυτός της «παλιάς γυναίκας» που συμφιλιώνεται με ό,τι βρίσκει μπροστά της, βάζει το κεφάλι κάτω και κολυμπάει, «χωρίς δυνατότητες ανα-αυτοκαθορισμού», κι εκείνος της γυναίκας που επιχειρεί αλλαγές στη ζωή της, όσο στριμωγμένη κι αν είναι σε υπαρξιακά διλήμματα. Η Φακίνου ούτε δουλάκι υπήρξε ούτε παρατημένο παιδί αριστερών εξόριστων που υιοθετήθηκε από εθνικόφρονα, αλλά στα 71 της είναι χορτάτη από ταλαιπωρίες. «Αρκεί να πω ότι και τα πιο απλά, τα πιο συνηθισμένα πράγματα, σ' εμένα ήρθαν δύσκολα, όλο αναποδιές, χοντρές αναποδιές. Με είχε μεγαλώσει όμως αυτή η Μαρία του "Έρως, θέρος, πόλεμος", η μητέρα μου, την οποία χαρακτήριζε η ικανότητα να μη μένει γονατισμένη, να το παλεύει. Αυτό δεν διδάσκεται με κουβέντες, θέλει παράδειγμα ζωής».
Φερμένη βρέφος στην Κυψέλη–«από την Αλεξάνδρεια δεν έχω μνήμες, ό,τι ξέρω είναι από αφηγήσεις»–, ούτε που φανταζόταν ότι θα γίνει συγγραφέας. «Μικρή ήθελα να γίνω γιατρός. Τότε, όμως, δεν είχαμε δωρεάν παιδεία κι ήταν αδύνατον. Έπειτα, επειδή έπιανε το χέρι μου, είπα ότι θα γίνω ζωγράφος. Οι γονείς μου αντέδρασαν με το γνωστό επιχείρημα, ότι οι ζωγράφοι πεθαίνουν στην ψάθα. Βγήκα από το αδιέξοδο αποφασίζοντας να σπουδάσω γραφίστας στις Σχολές Δοξιάδη και, καθώς ήξερα αγγλικά και γαλλικά, να γίνω ξεναγός για να πληρώνω τα δίδακτρα. Έδωσα εξετάσεις έχοντας διαβάσει από την "Εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου", ενώ οι άλλοι είχαν διαβάσει από τουριστικούς οδηγούς... Ήταν ένα επάγγελμα που το ξεκίνησα από ανάγκη και αποδείχτηκε μεγάλο σχολείο. Μ' έφερε σ' επαφή με το παρελθόν μας και με τη φύση κι αυτό είχε κατακλυσμιαία επίδραση πάνω μου. Όμως δεν πήγαινα αδαής στους αρχαιολογικούς χώρους. Ήξερα τι έβλεπα, μπορούσα να κατανοήσω γιατί είχαν διαλέξει εκείνο το μέρος για να στήσουν θέατρο κι όχι πεντακόσια μέτρα παρακάτω. Και νομίζω ότι από το '64 ως το '69 έκανα ωραίες ξεναγήσεις. Παράλληλα, όμως, δούλευα και στις εκδόσεις Τερζόπουλου. Έχω ζωγραφίσει τα πρώτα πεντακόσια τεύχη του "Μίκι Μάους"!».
Μία από τις ιστορικές στιγμές που υπογραμμίζονται στο βιβλίο της είναι η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Γνώριζε προσωπικά τον βουλευτή της ΕΔΑ. «Ήταν φίλος του αδελφού του πατέρα μου από τον αθλητικό χώρο, ήταν ο γυναικολόγος της θείας και της μητέρας μου, κι εγώ, στα 16 μου, όταν από μια επιπλοκή στη σκωληκοειδίτιδα κόντεψα να πεθάνω, χρειάστηκε να τον δω αρκετές φορές. Κρατάω ακόμα το αντίτυπο του βιβλίου του για τις ορμόνες που μου το 'χε χαρίσει, όπως το είχε μόλις παραλάβει από το τυπογραφείο, χωρίς το εξώφυλλο... Κάναμε μεγάλες συζητήσεις τότε –όχι πολιτικές, κοινωνικού περιεχομένου–, οι οποίες μέτρησαν μέσα μου. Δεν ήταν κατήχηση ούτε προπαγάνδα και με προχώρησαν λίγο παρακάτω από εκεί όπου ήμουνα». Η πιο καθοριστική στιγμή για την ίδια ήταν «η γνωριμία μου με τον Μιχάλη, τον Μάιο του '67, τις πρώτες μέρες της χούντας. Πιστεύω πως αν δεν τον είχα γνωρίσει, δεν θα είχα γράψει. Μου άλλαξε ρότα στη ζωή. Ήταν νεαρός δημοσιογράφος –από τα 18 του στα "Νέα"–, έγραφε ποιήματα, στίχους, και μια φορά που είχαμε μαλώσει του έστειλα κι εγώ ένα ποίημα. Ήταν το πρώτο μου γραπτό και ήταν καλό!».
Στη Μεταπολίτευση, με μερικές άδειες κονσέρβες, σκούπες, φυσερά, ρολόγια και στοιχειώδεις γνώσεις χαρτοκοπτικής, η Ευγενία Φακίνου έστησε ένα πρωτότυπο λαϊκό κουκλοθέατρο, την «Ντενεκεδούπολη», που δεν έπαψε έκτοτε ν' αναβιώνει, να διδάσκεται, να δίνει όνομα σε νηπιαγωγεία. Στις παραστάσεις της «Ντενεκεδούπολης», με τα τραγούδια του Λεοντή και του Μαρκόπουλου και τις φωνές του Παύλου Σιδηρόπουλου, του Χατζάκη και της Βαγενά, γινόταν λόγος για την επανάσταση, τη μετανάστευση, τα ταξικά χάσματα, την πρόσβαση στην εκπαίδευση, την προστασία του περιβάλλοντος, την ελευθερία. Θέματα που θα περνούσαν στα παιδικά βιβλία της, για να εμπλουτιστούν στη συνέχεια από αρχαίους μύθους, παραβολές και φανταστικά ή απολύτως ρεαλιστικά ταξίδια στην Ιστορία.
Πεζογράφος που αγαπήθηκε αλλά και σνομπαρίστηκε ως «μπεστ-σελερίστα», με κρατικό βραβείο διηγήματος για τις «Φιλοδοξίες Κήπου», αλλά σε απόσταση από τις λογοτεχνικές συντροφιές, η Ευγενία Φακίνου παραμένει πολιτικοποιημένη, «αλλά εκτός κομμάτων. Εξακολουθώ να νιώθω πως δεν χωράω πουθενά με το 70 άντε το 80 τοις εκατό του εαυτού μου. Όλο επιφυλάξεις είμαι. Και δεν μ' αρέσει να διαλαλώ τις πολιτικές μου πεποιθήσεις. Δεν θέλω να πείσω κανέναν για τις απόψεις μου. Το θεωρώ μεγάλη βλακεία. Δεν μ' ενδιαφέρει ο καβγάς και απεχθάνομαι τον φανατισμό». Πού πάμε; Έχει βρει την απάντηση; «Δεν ξέρω. Άμα έχεις παιδιά, όμως, η αγωνία δεν τελειώνει ποτέ».