Για λίγο μακριά από τη βαριά και βαρεμένη Αθήνα (πολύ λίγο, αλίμονο, η χλαπάτσα έσκασε βαριά κατά τη βίαιη επιστροφή στον Πειραιά), σε νησί από αυτά που κάποτε ανήκαν στη μυθική άγονη γραμμή (R.I.P.). Δεν έχει σημασία ποιο νησί – όλα τα νησιά χαλαρά είναι ακόμα τέτοια εποχή. Οι ντόπιοι είναι κουλ (όταν δεν γκρινιάζουν για την πτώση της τουριστικής κίνησης – έλεος, δηλαδή), οι Αθηναίοι είναι κουλ (σε καταστολή βασικά, αποκοιμιούνται στη σεζλόνγκ με το σάλιο να τρέχει ελαφρώς), οι ξένοι είναι κουλ – με πιθανή εξαίρεση κάτι Ιταλούς που εκπέμπουν αδιάκοπα πιο πολύ θόρυβο και μανούρα από τους δικούς μας, ειδικά όταν επιδίδονται σε κάτι περίεργες και φλύαρες διαδικασίες σωφρονισμού των πιο ζωηρών από τα παιδάκια τους. Έχει οπωσδήποτε βάρος το επιχείρημα όσων φεύγουν Ιούλιο και μένουν στην Αθήνα τον Αύγουστο ότι έτσι κερδίζουν διπλό ήρεμο χρόνο, και στις διακοπές και στην έρημη πόλη. Από την άλλη, σκεφτόμουν ότι κάτι «σαν κι εμάς», ακόμα και εβδομήντα να πάνε (εάν και εφόσον), άμα μπορούν να πάρουν στοιχειωδώς τα πόδια τους, θα αναζητούν πάντα κάποιου είδους διεγερτικό τζέρτζελο, κάποιο έκτακτο περιστατικό (μια παρέα, μια «μέθεξη», μια κατάσταση σε ιδανικό σκηνικό), κάποια τελετουργία της καλοκαιρινής νύχτας, η οποία συχνά «είναι σαν μια τελειότητα της σκέψης» (Γουάλας Στίβενς).
Είχα δεικαι το βράδυ πριν από την απόδραση το Knight of Cups, το πιο πρόσφατο κινηματογραφικό πόνημα του Τέρενς Μάλικ (ακόμα πιο προβληματικό και βασανιστικά εσωστρεφές από το To The Wonder, σαν να ξέπεσε σε μανιέρα η εκστατική κοσμογονία του Tree of Life, αλλά μερικές σκηνές αρκούν για να σε «στείλουν»), και είχα επηρεαστεί από τους μονολόγους του μεσήλικα σε κρίση Κρίστιαν Μπέιλ, που πέφτει σε βαθιά περίσκεψη όταν ξινίζει το κρασί της ντόλτσε βίτα: «Νομίζεις ότι όταν φτάσεις σε μια κάποια ηλικία, τα πράγματα θ' αποκτήσουν νόημα. Δεν συμβαίνει όμως. Είσαι το ίδιο χαμένος όπως και πριν. Μάλλον αυτό σημαίνει η αιώνια καταδίκη. Τα κομμάτια της ζωής σου να μη μαζευτούν ποτέ, αλλά να μένουν χυμένα εκεί έξω...». Αυτά, ενώ πλατσουρίζει κατηφής σε ιδανικές παραλίες με ιδανικές γυναίκες που έχουν τη μορφή της Κέιτ Μπλάνσετ, της Νάταλι Πόρτμαν και της Ίμοτζεν Πουτς. Πάνω, όμως, που είχα παραμερίσει τέτοιες υπαρξιακές αναζητήσεις υπό το φως των αστεριών και είχα εγκλιματιστεί στους νησιώτικους ρυθμούς, έπρεπε να γυρίσω πίσω, και στο πλοίο της επιστροφής, καθώς στεκόμουν στο κατάστρωμα, ένιωθα σαν τον Βέγγο που αποχαιρετά τον Πόρο στο «Τύφλα να 'χει ο Μάρλον Μπράντο», με τον Ζανίνο από κάτω να του φωνάζει κοροϊδευτικά: «Κύριε Αυγερινέ, κύριε Μάρλον Μπράντο, πόσες γυναίκες σε περιμένουν στην Αθήνα;». Η απάντηση, βεβαίως, του Βέγγου ήταν σιωπή, συγκαταβατικό μειδίαμα και φάσκελο.
Έχει οπωσδήποτε βάρος το επιχείρημα όσων φεύγουν Ιούλιο και μένουν στην Αθήνα τον Αύγουστο ότι έτσι κερδίζουν διπλό ήρεμο χρόνο, και στις διακοπές και στην έρημη πόλη.
Ένα άλλο μειονέκτημα, επίσης, των εκτός high season διακοπών είναι οι ασκήσεις «λοκαλισμού» που βρίσκεσαι να κάνεις, ειδικά αν είναι οικείο το μέρος, αν και έπειτα από κάποια χρόνια μηδενίζει το κοντέρ και παύεις να κολακεύεσαι από την οικειότητα που έχεις αποκτήσει με τα ντόπια ήθη (και με τα γενεαλογικά δέντρα και με τις ελεγχόμενης αξιοπιστίας σύγχρονες μυθολογίες του μέρους που γνωρίζουν μόνο οι «παλιοί») και νοσταλγείς την εποχή που πρωτοήρθες ως φρέσκος, αθώος, άσχετος, ενθουσιώδης τουρίστας. Όταν ακόμα δεν είχες απόλυτη άποψη «τι παίζει» και πού είναι «το σωστό μέρος». Όταν δεν γνώριζαν οι ντόπιοι το όνομα και την ιδιότητά σου στο «μπουρδέλο της Αθήνας». Όταν δεν σε ρώταγαν ξαφνικά, την ώρα που έχεις περιπέσει σε γλυκιά λήθη από τον ήλιο και τις μπίρες, «ρε συ, Δημήτρη, εσύ που 'σαι και δημοσιογράφος, τι θα γίνει με την τάδε τροπολογία που πάνε να περάσουνε;». «Δεν είμαι τέτοιος δημοσιογράφος, ρε φίλε, είμαι του "καλλιτεχνικού", ρώτα με για τέτοια να σου πω». Και τότε σε ρωτάνε τι τύπος ήταν πραγματικά ο Παντελίδης ή κάτι τέτοιο. Το πιο μεγαλειώδες κουλό, πάντως, μου το 'χε ρωτήσει πριν από λίγα χρόνια οικείος σουβλατζής σε οικείο νησί: «Ρε Δημήτρη, εσύ που 'σαι και στα Μέσα, για πες μου: μια χαρά δεν ήμασταν πριν από την κρίση;». Μεταξύ σκέψης και έκφρασης βραχυκύκλωσα εντελώς και δεν μπορούσα να βγάλω λέξη για πολλή ώρα.