10 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη

10 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη Facebook Twitter
Φωτο: Δημήτρης Βάκης
1

Δεν χρειάζεται να πούμε ποιος ήταν ο τουμπίστας Γιάννης Ζουγανέλης (1938-2006) και ποια ήταν τα κατορθώματά του. Αν όμως πρέπει να υπενθυμίσουμε μερικά μόνον απ’ αυτά ας ανατρέξουμε σ’ ένα βιογραφικό που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Ο Ήχος της Σάλπιγγος» [Καστανιώτης, Αθήνα 1999]:

Μουσικός με διεθνή αναγνώριση, ο τουμπίστας Γιάννης Ζουγανέλης γεννήθηκε το 1938 στον Κοκκινόβραχο του Πειραιά.

Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο και έλαβε πτυχίο με άριστα και χρηματικό βραβείο (τάξη Β. Σωζόπουλου, 1962) και εν συνεχεία με κρατική υποτροφία στο Ωδείο Αθηνών, απ’ όπου έλαβε Δίπλωμα «Βαθείας Σάλπιγγος» (τούμπα) με άριστα παμψηφεί και το Α βραβείο παμψηφεί (τάξη Αναστ. Κυπραίου 1967). Η μουσική του σταδιοδρομία χαρακτηρίζεται από τους επαΐοντες εκπληκτική, καθώς σε όλες τις εμφανίσεις του –στην Ελλάδα και στο εξωτερικό– οι κριτικές αναγνώρισαν ένα φαινόμενο ερμηνευτικής δεινότητας.

Το όνομά του ταυτίστηκε με την τούμπα, «είναι ο μουσικός ο οποίος μας αποκάλυψε τις τεχνικές και εκφραστικές της δυνατότητες, ανέσυρε από τις ορειχάλκινες σωλήνες της έναν πρωτόγνωρο ηχητικό πλούτο και την κατέστησε όργανο σολιστικό, από όργανο συνοδείας που ήταν μέχρι τότε στη χώρα μας».

Σημαντικοί Έλληνες συνθέτες, οι Σόλων Μιχαηλίδης, Ζώρας, Κυδωνιάτης, Δέλιος, Αντωνίου, Γ. Α. Παπαϊωάννου, Χαλιάσας, Σισιλιάνος, Δραγατάκης, Σφέτσας, Αδάμης, Καλογερόπουλος, Νικήτας, Τερζάκης, Τενίδης, Πονηρίδης κ.ά. έγραψαν –ειδικά για τον Γιάννη Ζουγανέλη– περισσότερα από τριάντα πέντε έργα (solo τούμπα, duo, trio, έργα για τούμπα και quintet, έργα μουσικής δωματίου, καθώς και οκτώ κοντσέρτα για τούμπα κα ορχήστρα), τα οποία ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό: Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Ελβετία, Ουγγαρία, Βέλγιο, Πορτογαλία, Καναδά, Κύπρο, ΗΠΑ, Ρωσία, Ουκρανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία.

Ως σολίστ έπαιξε με τις Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων (πρώτη ελληνική εκτέλεση του κοντσέρτου για τούμπα και ορχήστρα του R. VonWilliams - θέατρο «Rex» 1967). Έπαιξε ακόμα με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, τη PhilarmoniaHungarica και τις Συμφωνικές Ορχήστρες του Βελιγραδίου, της Λουμπλιάνας και της Βουλγαρίας.

Το 1989 ηχογράφησε σε δίσκο (με τη Ναταλία Μιχαηλίδου στο πιάνο) πρωτότυπα έργα για τούμπα, καθώς και διασκευές-μεταγραφές του σε κλασικά έργα. Είναι μέλος της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ.

Η διεθνής κριτική τον έχει κατατάξει στους κορυφαίους τουμπίστες της εποχής μας.

 

Ο καθένας από εμάς δεν γεννιέται γνωρίζοντας τα πάντα. Στον δρόμο μαθαίνουμε όλοι.

Άκουσα για πρώτη φορά συνειδητά την τούμπα τού Γιάννη Ζουγανέλη στη «Ρεζέρβα» του Σαββόπουλου (1979), καθώς ο πρώτος στίχος από το «Αουντουαντάρια» λέει: «Τούμπα ειν’ ο Γιάννης Ζουγανέλης…».

Αργότερα πρόσεξα το παίξιμό του στο “Sweet Movie” (1974) και στα «Πέριξ» (επίσης από το ’74) του Μάνου Χατζιδάκι. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έτυχε ν’ ακούσω τη σύνθεση του Θόδωρου Αντωνίου “Six Likes” από το σπάνιο άλμπουμ «1η + 2η Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής», ενώ στο τέλος της δεκαετίας έπεσε στα χέρια μου κι εκείνος ο δίσκος με την τούμπα και την καρέκλα στο εξώφυλλο, αλλά με τον μουσικό απόντα (1989). Υπέροχοι ήχοι από Bach μέχρι Grieg και από Takács μέχρι Paganini.

10 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη Facebook Twitter
"Ίσως, μας πέρασαν από μικρούς την εντύπωση ότι ο λόγος της κλασικής μουσικής είναι διδακτικός και για λίγους. Δεν ισχύει αυτό. Εγώ όταν παίζω μπροστά στον κόσμο αισθάνομαι περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο απολογούμενος"

Στην πορεία άκουσα, βρήκα και διάβασα περισσότερα. Ο Γιάννης Ζουγανέλης εμφανιζόταν σε σημαδιακούς δίσκους της δεκαετίας του ’70, όπως στην «Τετραλογία» του Δήμου Μούτση (1974), στα «Νέγρικα» του Μάνου Λοΐζου (1975), στον «Θεσσαλικό Κύκλο» και στα «Ανεξάρτητα» του Γιάννη Μαρκόπουλου (1974-75), στο φερώνυμο LP της Μαρίζας Κωχ (1978)…

Ακουγόταν ακόμη στα δύο LP «4η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής» ερμηνεύοντας τα έργα «Κράτημα» του Μιχάλη Αδάμη και «Ζαλούχ» του Δημήτρη Δραγατάκη.

Στις αρχές του ’90 είχε πέσει στα χέρια μου κι ένα τεύχος του περιοδικού Μουσική, το #26 από τον Ιανουάριο του ’80, στο οποίο ο Γιάννης Ζουγανέλης έβγαζε τα εσώψυχά του, σε μία εξαιρετική συνέντευξη στον συνθέτη Χάρη Βρόντο. Διαβάζαμε στην εισαγωγή:

«Βγήκε στη σύνταξη, πριν λίγο καιρό, ο τουμπίστας της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών κι όλοι περιμέναμε στη θέση αυτή να δούμε τον Γιάννη Ζουγανέλη. Όμως, ο αυτοκράτωρ Μα.Χα. φαίνεται να μην εκτιμά καθόλου την παγκόσμια αναγνωρισμένη προσωπικότητα του Ζουγανέλη και για τούτο –αντ’ αυτού– τοποθέτησε στην ΚΟΑ έναν υπενωμοτάρχη της Χωροφυλακής! Δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι η αιτία αυτής της αδικίας βρίσκεται στην συνδικαλιστική δράση του Γιάννη Ζουγανέλη. Ότι, δηλαδή, ο κ. Χατζιδάκις, πικραμένος από την αγωνιστικότητα και την αγάπη του Ζουγανέλη για τους συναδέλφους του και τα δίκαια αιτήματά τους, τον αγνόησε.(…)».

Τα χρόνια κυλούσαν…

Τον Φεβρουάριο του 1997 συναντώ τον Γιάννη Ζουγανέλη στο σπίτι του, κάπου στην Άνω Ηλιούπολη, με αφορμή (τότε) μία επανεμφάνισή του στο πάλκο, δίπλα στην τραγουδίστρια των «Πέριξ», τη Βούλα Σαββίδη. Είχαμε πει πολλά, πάρα πολλά, κι ένα μικρό μόνο μέρος εκείνης της κουβέντας είχε μεταφερθεί στο περιοδικό Jazz & Τζαζ (τεύχος 48), τον αμέσως επόμενο μήνα (Μάρτιος 1997).

Στα επόμενα χρόνια και μέχρι τον θάνατό του, τον Αύγουστο του 2006, ο Γιάννης Ζουγανέλης απασχόλησε ελάχιστα το πάλκο και τη δισκογραφία, με την τελευταία εμφάνισή του να καταγράφεται στο άλμπουμ τού Αλέξη Βάκη «Λείπουν Όλα Κι Είναι Εδώ» (1999).

Με αφορμή τα δέκα χρόνια απουσίας τού κορυφαίου τουμπίστα, συγγραφέα και λαϊκού διανοούμενου, θα τολμήσω να ανασύρω εκείνη την παλιά συνέντευξη, που έχει, ελπίζω, ένα διαχρονικό νόημα…

— Θα ήθελα κα ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας από τα παιδικά σας χρόνια. Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε σε μια πολύ δύσκολη εποχή, έτσι δεν είναι;

Οι καταγωγές της οικογένειάς μου είναι βαθύτατα νησιώτικες. Σας βεβαιώ ότι κανείς απ’ τους προγόνους μου δεν είχε γαλάζιο αίμα. Στις φλέβες μου έρεε πάντα η αλμύρα της θάλασσας και το γαλάζιο χρώμα του αιγαιοπελαγίτικου ουρανού. Από 10 χρονών έζησα μόνος, μακράν γονέων και συγγενών.

Ήμουν 10 χρονών λοιπόν, όταν η Ελλάδα ήταν καθημαγμένη, γεμάτη στάχτες και δάκρυα. Η Ελλάδα θρηνούσε πάνω στα ερείπιά της, ιδιαίτερα στις φτωχογειτονιές όπου κάθε σπίτι είχε κι έναν νεκρό. Ήμουν ορφανός από πατέρα και η μητέρα μου μ’ έκλεισε στο Αναμορφωτικό Κορυδαλλού, για να σωθώ από τη θύελλα. Είμαστε 350 παιδιά και το ίδρυμα είχε μια μικρή μπάντα. Εκεί έμαθα μουσική.

Στην αρχή έπαιζα τρομπέτα κι ήταν ο κόσμος πολύ όμορφος… Οι ήχοι! Τι πλούτος, τι λόγος, τι συντροφιά! Σε λίγο, όμως, το παιδί που έπαιζε την τούμπα έφυγε κι ο αρχιμουσικός με διέταξε να την πάρω εγώ! Πικράθηκα. Δεν ήταν όργανο για μένα η τούμπα. Την έβλεπα εκεί στην άκρη, ήταν η πιο άσχημη… Και τι απογοήτευση, όταν επιχείρησα να παίξω… Αντί ν’ ακούσω τη γλυκιά φωνή τής τρομπέτας, άκουσα έναν υποχθόνιο ήχο, σαν λιοντάρι που βρυχάται. Παρά ταύτα την αγάπησα γρήγορα, και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η τούμπα μεταμορφώθηκε σ’ έναν πανάλαφρο τραγουδιστή!

10 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη Facebook Twitter
Aριστερά: Το βιβλίο του Γιάννη Ζουγανέλη από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Δεξιά: Πορτρέτο του γνωστού τουμπίστα από τον Χρήστο Κοψαχείλη.

— Γνωρίζω ότι είχατε σχέση με την Πάτρα από τα νεανικά σας χρόνια ήδη. Πώς καταλήξατε εκεί;

Μια πόλη κρατά αιχμάλωτη την εφηβεία μου, και αυτή είναι η Πάτρα! Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή…

Τον Ιανουάριο του ’54 κατατάχθηκα εθελοντικά στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών, στη Σύρο. Ήμουν 15 χρονών. Εκπαιδεύτηκα σκληρά 13 μήνες, κι ήταν όμορφη πολύ η Σύρος τότε. Η Μύκονος, το νησί των γονιών μου και των παππούδων μου ήταν, άλλωστε, τόσο κοντά!

Στις αρχές του ’55 μού έδωσαν φύλλο πορείας για το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων Πατρών. Και η Πάτρα ήταν ωραία πόλη τότε. Υπηρέτησα εκεί δυο χρόνια κι ένα ωραίο δειλινό, γνώρισα μια πολύ όμορφη κοπέλα, την Ελένη και την παντρεύτηκα!. Ήταν Αύγουστος του ’56. Ήμουν 18 χρονών… Για να επιβιώσω λοιπόν θυμήθηκα την τρομπέτα που έπαιζα μικρός, γιατί για την τούμπα δεν θα μπορούσε να γίνει καν συζήτηση σε μια επαρχιακή πόλη της δεκαετίας του ’50. Αλλά και με την τρομπέτα δεν εύρισκα δουλειά, αναγκαζόμενος, έτσι, να κάνω ένα σωρό άλλα επαγγέλματα: αχθοφόρος, παγωτατζής, οικοδόμος κ.λπ. Είχαμε νοικιάσει ένα δωμάτιο στο κέντρο της πόλης, στην Πλατεία Όλγας, με 100 δραχμές το μήνα. Ήταν το μόνιμο άγχος μου!

 

— Μεγαλώσατε λοιπόν και ζήσατε στις λαϊκές γειτονιές του ’50… Άλλη, όμως, η μουσική του λαού και άλλη αυτή που είχατε στο μυαλό σας…

Εγώ περισσότερο ευχαριστιόμουνα όταν έπαιζα ελαφρά ή λαϊκή μουσική παρά στα κοντσέρτα. Να το ξέρετε αυτό. Ήταν και είναι τέτοια η σύσταση της ψυχής μου. Η μουσική για μένα δεν υπήρξε ποτέ σκοπός. Ήταν μέσο για να δω τα πράγματα ολόκληρα. Η ψυχή μου όμως πάντοτε ήταν εκεί. Στη γειτονιά μου! Αυτό δε σημαίνει όμως ότι θα της χαριζόμουν. Για παράδειγμα, τη μητέρα μου δεν την εκτιμούσα για τις μουσικές της προτιμήσεις. Μπορεί να με γέννησε και να εξαρτιόταν η ζωή μου από αυτήν. Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι θα ενστερνιζόμουν τις ιδέες και τις προτιμήσεις της.

— Παίξατε λαϊκή μουσική. Ζήσατε, από το πάλκο, τη λαϊκή διασκέδαση. Ποια ήταν η σχέση σας με τον κόσμο;

Τον κόσμο, το ακροατήριο το ντρεπόμουν. Ακόμα και τώρα. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου αρμόδιο να μιλήσει από καθέδρας. Και είναι έδρα η μουσική. Η καρέκλα του σολίστα είναι έδρα. Στην ελαφρά και τη λαϊκή μουσική αισθάνομαι άνετα, γιατί εκεί δεν πάω για να διδάξω τον κόσμο, αλλά για να τον διασκεδάσω.

Ίσως, μας πέρασαν από μικρούς την εντύπωση ότι ο λόγος της κλασικής μουσικής είναι διδακτικός και για λίγους. Δεν ισχύει αυτό. Εγώ όταν παίζω μπροστά στον κόσμο αισθάνομαι περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο απολογούμενος. Οι αγωνίες και οι ενοχές μου, γι’ αυτό που έπαιξα και κράτησε ο κόσμος, δεν μετριάζονταν ούτε από τους επαίνους, ούτε από τις καλές κριτικές. Την ώρα που έπαιζα ποτέ δεν ευχαριστήθηκα. Μόνο αποστασιοποιούμενος μπορούσα να νοιώσω τη χαρά του παιξίματος.

— Δηλαδή;

Θα σας πω ένα περιστατικό. Θυμάμαι κάποτε με είχε πάρει τηλέφωνο ο Βαγγέλης Χριστόπουλος, ένας πολύ καλός ομποΐστας και μου λέει: «Άνοιξε το ραδιόφωνο Γιάννη σ’ εκείνο το σταθμό, για ν’ ακούσεις έναν καταπληκτικό τουμπίστα». Ανοίγω εγώ λοιπόν ν’ ακούσω και μένω μ’ ανοιχτό το στόμα. Τι έπαιζε! Γλύκα, ευφροσύνη, γέμισε η καρδιά μου. Όταν τελείωσε το κομμάτι άκουσα ότι ήμουν εγώ. Τότε πραγματικά ευχαριστήθηκα.

10 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη Facebook Twitter
"Παίζω τούμπα τόσα χρόνια. Θα χρειάζονταν άλλα τόσα για να γίνω συνθέτης. Βεβαίως αυτοσχεδιάζω πάντα με την τούμπα κι έχω γράψει και γι’ αυτή, με τη διαφορά όμως ότι δεν μ’ ενδιαφέρει να προβάλλομαι ως συνθέτης".

— Το ξεκίνημά σας στο χώρο της σύγχρονης μουσικής έγινε μ’ ένα έργο του Θόδωρου Αντωνίου απ’ όσο γνωρίζω…

Ο Αντωνίου ήταν ο πρώτος Έλληνας συνθέτης που έγραψε για τούμπα, το “Six Likes” το 1967. Το έργο είχε προκαλέσει, μάλιστα, την αντίδραση ορισμένων συντηρητικών κύκλων του Ωδείου Αθηνών, οι οποίοι με «συμβούλευαν» να μην ασχολούμαι με τέτοιες «ακρότητες». Το “Six Likes” περιείχε όλα τα στοιχεία μιας σύγχρονης μουσικής γραφής και εξαντλούσε –με δικές μου υποδείξεις– τις τεχνικές δυνατότητες του οργάνου με τρόπο μοναδικό και πρωτότυπο. Αν και οι κριτικές του Τύπου ήταν διθυραμβικές, εμένα εξακολουθούσε να με απασχολεί η καθημερινή επιβίωση.

 

— Η δεκαετία του ’70 ήταν η δεκαετία που σας ανέδειξε σε «πρώτο όνομα» στην τούμπα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Συνεργαστήκατε, συν τοις άλλοις, και με πολλούς έλληνες συνθέτες/τραγουδοποιούς. Υπήρξατε συνεργάτης του Μάνου Χατζιδάκι (και άλλων «έντεχνων» συνθετών), αλλά κάποια στιγμή συγκρουστήκατε μαζί του…

Εδώ τα πράγματα αλλάζουν και η κουβέντα μας θα πάει αλλού. Αλλά, αφού με ρωτάτε θα σας απαντήσω.

Όταν δουν άνθρωπο να διαπρέπει, αγαπητέ, σε οποιοδήποτε χώρο, σπεύδουν όλα τα κατεστημένα κοράκια, αυτό το μόνιμο διευθυντήριο, να οικειοποιηθεί και ν’ αρπάξει ό,τι προλάβει. Μέσα σ’ αυτό το παιγνίδι δεν παίζουν μόνον οι ντόπιοι στρατολόγοι, αλλά και ξένοι. Γερμανοί, Άγγλοι, Αμερικάνοι, τα Ινστιτούτα, διάφοροι. Ο ρόλος των ξένων ινστιτούτων, εδώ σ’ εμάς τουλάχιστον, ήταν εμφανής. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν στρατολόγοι των καλών δυνάμεων, όπου και υποτροφίες έπαιρναν και υποστήριξη είχαν για να βγάλουν το έργο τους προς τα έξω.

Ασφαλώς, όταν ένας άνθρωπος σου προσφέρει κάτι, ως υποχρέωση, οφείλεις κι εσύ να του προσφέρεις κάτι. Με την έννοια αυτή γινόταν και γίνεται πολιτική. Η πατρίδα μας δεν είχε ποτέ ανεξάρτητη πολιτική, έτσι ώστε να φροντίσει τα δικά της πράγματα. Αφού λοιπόν η πολιτική ήταν εξαρτημένη, μοιραία και ο πολιτισμός ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο.

Στην Ελληνοαμερικανική Ένωση έχω παίξει. Στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Στο Γκαίτε επίσης. Έχω κυνηγηθεί ανηλεώς απ’ αυτό το χώρο, που εδώ τουλάχιστον εκπροσωπούσε τότε ο ΕΣΣΥΜ. (Ελληνικός Σύνδεσμος Σύγχρονης Μουσικής). Αυτός με περιάδραξε κατ’ αρχάς, τιμώντας με. Αν έπαιζα μια μπούρδα σύγχρονη, η κατεστημένη κριτική έγραφε διθυράμβους. Αν έπαιζα ένα μελωδικό κομμάτι μ’ έθαβε. Βέβαια, επειδή γινόταν αυτό που γινόταν με την τούμπα, όποτε ζητούσα να παίξω με μια ελληνική ορχήστρα έπαιξα. Όταν όμως έφυγα από τον ΕΣΣΥΜ και όταν διέρρηξα τις σχέσεις μου με τον Χατζιδάκι κόπηκαν τα πάντα.

— Δύσκολα ορθώνεται κάποιος απέναντι στα «ονόματα». Εσείς το πράξατε, όχι χωρίς συνέπειες… Χαθήκατε…

Στον τόπο αυτόν δεν ζούμε ελεύθεροι. Υπάρχει μια μαφία, ένας συνασπισμός μετριοτήτων, οι οποίες αναγορεύονται με τον καιρό σε αξίες. Η συντήρηση αυτών των «μύθων» είτε εν ζωή, είτε μετά θάνατον, είναι μέρος μιας πολιτικής που θέλει το λαό καθηλωμένο. Άντε τώρα εσύ να μιλήσεις, αν μιλήσει ο κύριος τάδε. Τι να πεις; Δεν υπάρχει σεβασμός, δεν υπάρχει τίποτα. Να σας πω τι υπάρχει; Φασισμός. Ο φασισμός του πολιτισμού.

Τώρα, αν έχω χαθεί τα τελευταία χρόνια, αυτό οφείλεται στο ότι δεν με κάλεσε ποτέ κανένας για να εμφανιστώ.

Θα σας πω κάτι εδώ. Έχω αποφασίσει να έχω φίλους ανθρώπους που δεν χρειάζομαι. Όσο τους χρειαζόμουν, οι ίδιοι αυτοί ήταν εχθροί μου. Ξαφνικά έγιναν φίλοι μου. Καθένας είναι αυτό που είναι και άγια κάνει. Κι αυτοί, κι εγώ. Μέχρι τα πενήντα μου, που έμεινα νέος, πίστευα ότι θα μπορέσω ν’ αλλάξω τον κόσμο. Από τη στιγμή που έφυγε αυτή η έννοια, ότι είμαι ισόθεος δηλαδή, τους αγάπησα όλους κανονικά και τελείωσε η ιστορία.

10 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη Facebook Twitter

— Και πώς θα πορευτεί ο κόσμος, ο καθημερινός άνθρωπος κύριε Ζουγανέλη; Το κόστος πολλές φορές είναι βαρύ…

Ο καθένας από εμάς δεν γεννιέται γνωρίζοντας τα πάντα. Στο δρόμο μαθαίνουμε όλοι. Μπαίνοντας λοιπόν σε μια πορεία, ανυποψίαστος ων, όπως οφείλουμε να είμαστε όλοι, και με καλή διάθεση, άρχισα να παρατηρώ διάφορα. Η υποψία είναι ψυχική δηλητηρίαση και ό,τι δηλητηρίαζε την ψυχή μου, εγώ δεν το έβαζα μέσα εξ ενστίκτου. Επομένως, λοιπόν, και το κριτήριό μου ήταν αυτό, επειδή ήμουν ανυποψίαστος και καλής προαίρεσης, άρα για να μ’ ενοχλεί αυτό ή το άλλο σήμαινε ότι μ’ ενοχλούσε πραγματικά.

Έτσι, διαπίστωσα στο δρόμο ότι και αυτά που εγώ θεωρούσα είδωλα δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά δημιουργήματα μιας μακραίωνης πλύσης εγκεφάλου.

Το ερώτημα που τελικά μπαίνει είναι αυτό. Ποιος θ’ αναπνεύσει σ’ αυτό το χώρο; Όταν ένας τόπος δεν ανανεώνει το πνευματικό του υλικό και μένει για πενήντα χρόνια με τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους καταλαβαίνετε τι τύχη θα έχει; Είναι νομίζετε τυχαία η δυστυχία μας;

— Εσείς όμως είχατε τη δυνατότητα να πετάξετε πάνω από τις μικρότητες, ως καλλιτέχνης εννοώ. Ήσασταν ένα αυτοδύναμος οργανοπαίκτης. Παίζατε σχεδόν χωρίς αντίπαλο. Είχατε γυρίσει όλο τον κόσμο. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές…

Χμμμ. Όλοι μου έλεγαν: «Ρε συ, τι απευθύνεσαι στον έναν και τον άλλον για να σου γράψουν έργα για τούμπα, γράψε τα εσύ, ποιος θα τα γράψει καλύτερα;». Ξέρετε, είχα από μικρός πάντα ένα δέος για τα πράγματα. Άλλο το δέος και άλλο η παραδοχή των ειδώλων. Δέος οφείλουμε να έχουμε στα πράγματα, σ’ αυτά που δεν γνωρίζουμε. Όποιος δεν έχει δέος είναι στερημένος. Ιδιαίτερα στην τέχνη, που είναι απλησίαστη και που μπορεί ανά πάσα στιγμή να δώσει ζωή ή να πάρει ζωή.

Παίζω τούμπα τόσα χρόνια. Θα χρειάζονταν άλλα τόσα για να γίνω συνθέτης. Βεβαίως, αυτοσχεδιάζω πάντα με την τούμπα κι έχω γράψει και γι’ αυτή, με τη διαφορά όμως ότι δεν μ’ ενδιαφέρει να προβάλλομαι ως συνθέτης.

Σκεφτείτε ότι το πιο εύκολο πράγμα είναι να γίνεις συνθέτης. Είναι μια αμφιλεγόμενη υπόθεση. Γράφεις και δεν κρίνεσαι. Κρίνει ο χρόνος. Αν όμως σας παίξω τούμπα ή βιολί ελεεινά και τρισάθλια δεν θα πείτε… άφησε το χρόνο να το κρίνει. Εδώ υπάρχουν βασικοί κανόνες. Στη σύνθεση δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό και επιβιώνουν διάφοροι. Οι μόνοι που δεν επιβιώνουν είναι οι συνθέτες. Οι περί τη σύνθεση τη βγάζουν καθαρή. Οι περί την τέχνη επιβιώνουν, οι ανήκοντες εις την τέχνη δεν επιβιώνουν. Και δεν είναι μόνο έτσι στην τέχνη, είναι έτσι στη ζωή. Από την άλλη όμως δεν χρειάζεται να την έχουμε και ανάγκη (την τέχνη), γιατί τα πάντα γύρω μας είναι τέχνη. Η φύση εννοώ.

Η τέχνη έχει ως αποστολή αγαπητέ να κάνει τον άνθρωπο καλύτερο. Αν το καταφέρνει έχει καλώς. Αν δεν το καταφέρνει… ε τότε ας πάει να γαμηθεί και η τέχνη και οι περί την τέχνη.

1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Yacht Rock»: Το πιο απολαυστικό μουσικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς 

Daily / «Yacht Rock»: Το πιο απολαυστικό μουσικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς 

Από τους Steely Dan, τους Toto και τον Kenny Loggins μέχρι τον Questlove, τον Thundercat και τον Mac De Marco, τo ντοκιμαντέρ του HBO συνδέει τις κουκίδες ενός φαινομένου που αποτελεί λιγότερο ένα μουσικό είδος και περισσότερο μια αίσθηση, μια ιδέα, ένα vibe.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
40 χρόνια Last Christmas: Η αμφιθυμία του George Michael και η «κατάρα των Χριστουγέννων»

Μουσική / 40 χρόνια Last Christmas: Η αμφιθυμία του George Michael και η «κατάρα των Χριστουγέννων»

Το αθάνατο «εορταστικό» κομμάτι παραμένει ένα δείγμα της γλυκόπικρης φύσης που χαρακτηρίζει την ιδανική ποπ: ακούγεται σχεδόν πρόσχαρο παρότι αντικατοπτρίζει το πένθος μιας διαλυμένης σχέσης.
THE LIFO TEAM
10 πράγματα για τον Folamour

Μουσική / Τα εντυπωσιακά disco και house ηχοτοπία του Folamour

Γνωστός για τα δυναμικά sets του, ο Γάλλος παραγωγός έχει εμφανιστεί σε πάνω από 500 shows διεθνώς σε εμβληματικούς χώρους και φεστιβάλ όπως το Glastonbury, το Tomorrowland και το Coachella, ενώ το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου θα παίξει για το κοινό της Αθήνας.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ