Η προσφορά του Herbie Hancock, στην τζαζ κατ’ αρχάς, υπήρξε/είναι τεράστια. Δεν είναι μόνο το γεγονός πως της έδωσε μερικά από τα πιο σημαντικά, σύγχρονα να τα πούμε, στάνταρντ της, όπως για παράδειγμα τα περίφημα “Watermelon man” (1962) και “Cantaloupe island” (1964) είναι και το γεγονός πως έφερε την τζαζ, από πολύ νωρίς, σ’ επαφή με το fusion, το funk (ή το jazz-funk) και τα σύνθια γενικότερα, δημιουργώντας με το “Rockit” (1983) ένα μνημείο του electro-funk, που ακόμη και σήμερα ακούγεται εντελώς φρέσκο και προχωρημένο – και έτοιμο για το… δεν-ξέρω-πιο… χιλιοστό-τόσο mix του. Δημιουργός πολυσύνθετος και με σημαντική δραστηριότητα στο θέαμα, το κινηματογραφικό βασικά (και όχι μόνο ως συνθέτης), ο 76χρονος Herbie Hancock είναι ένας εν ζωή μύθος.
Δημιουργός πολυσύνθετος και με σημαντική δραστηριότητα στο θέαμα, το κινηματογραφικό βασικά (και όχι μόνο ως συνθέτης), ο 76χρονος Herbie Hancock είναι ένας εν ζωή μύθος.
1.
Γεννημένος στο Σικάγο το 1940, ο Herbie Hancock μελετά κλασική μουσική και πιάνο από μικρός, και μόλις στα έντεκά του είναι ένα «παιδί θαύμα». Στα διπλά χρόνια του, στα 22, είναι κι ένα «τζαζ θαύμα», γιατί τότε ηχογραφεί το “Takin’ Off” [Blue Note, 1962]. Tο άλμπουμ αυτό (στο οποίο συμμετέχει και ο θρύλος τενόρο σαξοφωνίστας Dexter Gordon) περιλαμβάνει το “Watermelon man”, ένα κομμάτι του hard bop που θ’ αφήσει άφωνους απαξάπαντες. Και για τη μελωδία, αλλά και για τον σπάνιο αρμονικό πλούτο του. Οι εκατοντάδες(!) ηχογραφημένες διασκευές του το αποδεικνύουν.
2.
Το 1963 ο Herbie Hancock μπαίνει στο συγκρότημα (κουιντέτο) του Miles Davis και μαζί ηχογραφούν τα άλμπουμ “E.S.P.” [Columbia, 1965], “Miles Smiles” [Columbia, 1967], “Sorcerer” [Columbia, 1967], “Nefertiti” [Columbia, 1968], ενώ με προσθήκες και άλλων μουσικών τα “Miles in the Sky” [Columbia, 1968] και “Filles de Kilimanjaro” [Columbia, 1968/69]. Από τους τίτλους και μόνο αντιλαμβανόμαστε όλοι περί τίνος πρόκειται. Ένα μεγάλο κομμάτι τού… βιβλίου της τζαζ των sixties έχει να κάνει μ’ αυτά τα άλμπουμ, με το κουιντέτο του Miles (Wayne Shorter τενόρο, Herbie Hancock πιάνο, Ron Carter κοντραμπάσο, Tony Williams ντραμς, Miles Davis τρομπέτα) να αποτελεί έκτοτε ένα από τα δυο-τρία σημαντικότερα γκρουπ στην τζαζ ιστορία.
3.
Ο Hancock βεβαίως ηχογραφεί και προσωπικούς δίσκους την ίδια εποχή – πέραν του κουιντέτου τού Miles. Έτσι, αυτή την περίοδο δίνει τα επίσης συναρπαστικά άλμπουμ “Empyrean Isles” [Blue Note, 1964] στο οποίο ακούγεται το“Cantaloupe island” και “Maiden Voyage” [Blue Note, 1966] με το φερώνυμο κομμάτι να σπάει κόκκαλα. Είναι η εποχή όπου ο Herbie Hancock γίνεται ήρωας και για την ποπ, αφού γράφει το σάουντρακ για την ταινία του Michelangelo Antonioni Blow-Up (1966/67). Όποιοι γουστάρουν τους Yardbirds να τα σπάνε και αρέσκονται να βλέπουν τους «χαμένους» στην πραγματικότητα ή τις παραισθήσεις τους πρωταγωνιστές στο Λονδίνο της εποχής (το swinging London), ακούν την ίδια στιγμή και τα φοβερά θέματα του αμερικανού πιανίστα.
4.
Το τελευταίο άλμπουμ τού Herbie Hancock στην Blue Note και σίγουρα το πιο πολιτικό του είναι το “The Prisoner”, που κυκλοφόρησε το 1969. Ο Hancock έχει αποχωρήσει πια από το γκρουπ του Miles Davis και εισπράττοντας το κλίμα της «μαύρης συνείδησης», τον πολύπλευρο αγώνα δηλαδή των Αφροαμερικανών για την εξάλειψη του ρατσιστικού μίσους, δημιουργεί ένα πυκνό έργο αφιερωμένο κατά βάση στον Martin Luther King Jr. (είχε δολοφονηθεί ένα χρόνο πριν). Το συγκρότημά του είναι πλέον πολυμελές (συνήθως από εννέα έως έντεκα άτομα). Μ’ αυτό το team ο Hancock δηλώνει τις τρανές αναφορές του, στις οποίες, πέραν των διακριτικών πιανιστικών (Bill Evans) και των μελωδικο-αρμονικών (Miles Davis), προστίθενται και οι ενορχηστρωτικές (επιρροή από το έργο του Gil Evans).
5.
Ο Hancock νοιώθει να περιορίζεται μέσα σ’ ένα ακραιφνές jazz label, όπως ήταν η Blue Note, αποφασίζοντας να μεταπηδήσει στην πολυσυλλεκτική Warner Bros. Μέχρι το 1972 θα ηχογραφήσει εκεί τρία άλμπουμ, τα οποία θα αποτελέσουν μνημεία ενός καινούριου «ολιστικού» ήχου, που στέκεται σε ίσες αποστάσεις ανάμεσα στην jazz, την soul και το funk, το rock, το fusion και την ηλεκτρονική, δημιουργώντας ανεπανάληπτα δεδομένα. Τα άλμπουμ αυτά ήταν τα: “Fat Albert Rotunda” (1970), “Mwandishi” (1971) και “Crossings” (1972). Ουσιαστικά, η περίοδος αυτή θα κλείσει με το “Sextant” (1973), που σηματοδοτεί και την αρχή της συνεργασίας του με την Columbia. Βαριά avant, ηλεκτρονική τζαζ με τον Herbie Hancock να ομνύει υπέρ του electro εξοπλισμού (Fender Rhodes, Moog synthesizer, Hohner D6 Clavinet, mellotron κ.λπ.).
6.
Το 1973 καθορίζεται από το ξεκίνημα των Headhunters – του άλμπουμ “Head Hunters”, αλλά και του φερώνυμου συγκροτήματος. Ο Herbie Hancock βρίσκεται σε μεγάλη δημιουργική φόρμα, παράγοντας μουσική που θ’ ακούγεται το ίδιο συναρπαστική και ζωντανή 40 plus χρόνια μετά. Το funk έχει πλέον εισχωρήσει βαθειά στη συνείδησή του με αποτέλεσμα οι συνθέσεις του να φλερτάρουν όλο και πιο πολύ με την εξέλιξη της λεγόμενης «μαύρης μουσικής», μεταβαίνοντας σταδιακά από το dope funk του Sly Stone στην πρώιμη disco. Η τζαζ μπορεί να περιμένει…
7.
Το 1974 ο Herbie Hancock γράφει μουσική για τη σκληρή ταινία του Michael Winner “Death Wish” (Ο Εκτελεστής της Νύχτας), στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Charles Bronson. Ο Hancock βιώνει την περίοδο τής... αφάνας και της (ωραίας) σαβούρας του blaxploitation, παράγοντας ένα score που βρίθει από μελοδραματικά strings (πολλά strings), space αντηχήσεις και «κακόγουστα» bleeps λειαίνοντας κι αυτός από τη μεριά του το δρόμο για το σάρωμα της disco, που τότε άρχιζε σιγά-σιγά να ξεμυτίζει.
8.
Το V.S.O.P. κουιντέτο είναι το επόμενο σχήμα-όχημα του Herbie Hancock. Με μεγάλα ονόματα ανάμεσα (Wayne Shorter, Ron Carter, Tony Williams, Freddie Hubbard), ο Hancock με τους V.S.O.P. θα πρωταγωνιστήσει στις jazz-funk σκηνές στο δεύτερο μισό των seventies. Η μουσική του μπορεί να γίνεται πιο απλή στη σύνθεση και την εκφορά της, αποκτά όμως τεράστια δημοτικότητα – κάτι που πάντα ενδιέφερε τον αμερικανό πιανίστα και keyboard player.
9.
Την πιο καθαρόαιμη ας-την-πούμε-έτσι disco ο Herbie Hancock θα την υπηρετήσει με διάφορα άλμπουμ, όπως το “Sunlight” [Columbia, 1978] ή το “Feets, Don’t Fail Me Now” [Columbia, 1979] μέσα από τα οποία θα ξεπεταχθούν και κάποιες… ψιλοεπιτυχίες, αν και το πράγμα έδειχνε πως κάπου είχε κολλήσει… Και κάπως έτσι έρχεται σαν καθαρό νεράκι το… τζαζ-τζαζ άλμπουμ του “Quartet” [Columbia, 1982], στο οποίο εντυπωσιάζει ο νεαρός τότε τρομπετίστας Wynton Marsalis.
10.
Τo 1983 είναι μια χρονιά σταθμός στην μέχρι τότε πορεία του Herbie Hancock. Κυκλοφορεί τον Αύγουστο το άλμπουμ του “Future Shock” [Columbia], με το “Rockit” να αλωνίζει σαν 45άρι από τον Ιούνιο. Το κομμάτι ήταν συντεθιμένο από τους Herbie Hancock, Bill Laswell (Material κ.λπ.) και Michael Beinhorn (προγραμματιστής και… πληκτράς γενικώς) και αποτελεί, όπως γράψαμε και στην αρχή, ένα opus του electro-funk με χιπ-χοπάδικο και σκρατσάδικο αέρα, που και σήμερα… συγκινεί. Μνημειώδες και το (βραβευμένο) video-clip των Godley & Creme, που το βλέπαμε συνέχεια τότε, στην Ελλάδα, στο Μουσικόραμα.
11.
Η πορεία του Herbie Hancock στον κινηματογράφο έχει σταθμούς και στα eighties – και ο πρώτος είναι το Round Midnight (1986) του Bertrand Tavernier. Μια τζαζ ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε ένας «άσσος» του τενόρο σαξοφώνου, ο Dexter Gordon (Hancock-Gordon είχαν συνεργαστεί και το ’62, όπως γράψαμε στην αρχή). Πρωταγωνιστούσε και ο Hancock όμως στο Round Midnight, ο οποίος είχε γράψει και τη μουσική – μια μουσική που βραβεύτηκε με Oscar, παρακάμπτοντας άδικα άλλα scores, όπως για παράδειγμα εκείνο του Ennio Morricone για την «Αποστολή» του Roland Joffé. Λέμε «άδικα» επειδή το soundtrack τού “Round Midnight” περιείχε σχεδόν αποκλειστικά ενορχηστρώσεις του Hancock σε παλιά κομμάτια (“Round midnight” του Thelonious Monk, “How long has this been going on?” των Gershwins κ.ά.) και όχι πρωτότυπη μουσική.
Το 1988 ο Herbie Hancock γράφει το soundtrack στη σκληρή ταινία του Dennis Hopper Colors (Τα Χρώματα της Βίας) με τον Sean Penn και τον Robert Duvall.
12.
Στα nineties ο Hancock απολαύει ακόμη μεγαλύτερης φήμης, δημοσιότητας και αναγνώρισης, δηλώνοντας παρόν στις νέες χορευτικές κατευθύνσεις (acid jazz κ.λπ.), μέσω των Us3 και του “Cantaloop (Flip fantasia)” (με το σαμπλαρισμένο “Cantaloupe island”), δίνοντας κι ένα άλμπουμ, κάπως ακαδημαϊκό για την περίπτωσή του, που τον εκτόξευσε όμως και σε άλλα ακροατήρια. Ήταν το “Gershwin’s World” [Verve, 1998], στο οποίο συνεργάστηκε με τους Stevie Wonder, Wayne Shorter, Joni Mitchell, Chick Corea κ.ά.
13.
Στη δεκαετία του 2000 συνεχίζεται η ίδια διαδρομή, με τον Hancock να μετατρέπεται κάπως σε ποπ-σταρ συνεργαζόμενος με δεκάδες επωνύμους. Μόνο στο “Possibilities” [Vector, 2005] τον ακούμε δίπλα στους Santana, Christina Aguilera, Leon Russell, Paul Simon, Annie Lennox, Sting, Stevie Wonder και πολλούς άλλους. Είναι όμως και η δεκαετία τού “River: The Joni Letters” [Verve, 2007], στο οποίο διασκευάζει μοναδικά τραγούδια της παλιάς του φίλης Joni Mitchell, έχοντας δίπλα του, και γι’ άλλη μια φορά, τοπ μπάντα συνοδείας (Wayne Shorter σαξόφωνα, Lionel Loueke κιθάρα, Dave Holland μπάσο, Vinnie Colaiuta ντραμς). Το άλμπουμ κερδίζει Grammy, φθάνει στη θέση #5 στο Billboard 200, ενώ γίνεται «επιτυχία» και στην Ευρώπη.
14.
Οι τιμές και οι βραβεύσεις συνεχίζονται και στα 2010s. Ο Herbie Hancock δεν πολυ-ηχογραφεί πια, καθώς το stardom στο οποίο βρίσκεται (Πρέσβης Καλής Θελήσεως της UNESCO κ.λπ.) τον έχει πάει και αλλού. Φυσικά θα ήταν παράλογο, αν ζητούσε κανείς περισσότερα από έναν άνθρωπο που άλλαξε (όσο ελάχιστοι άλλοι) την πορεία της τζαζ, του funk και της ποπ τον τελευταίο μισό αιώνα.
Και στην Ελλάδα…
15.
Την 25η Νοεμβρίου 2008 ο Herbie Hancock με το συγκρότημά του (Terence Blanchard τρομπέτα, Grégoire Maret φυσαρμόνικα, Lionel Loueke κιθάρα, James Genus μπάσο, Kendrick Scott ντραμς) εμφανίστηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Αυτό ήταν το βασικό μενού. Το απεριτίφ όμως είχε σερβιριστεί μια νύχτα νωρίτερα στο Half Note, όταν ο Hancock (που βρισκόταν ήδη στην Αθήνα) είχε πάει στο κλαμπ της Τριβωνιανού για να δει και ν’ ακούσει τον παλιό του συνεργάτη ντράμερ Al Foster. Η συνάντηση υπήρξε αναπάντεχη –οδηγώντας σ’ ένα jam με “Cantaloupe island” κ.λπ.– μένοντας αξέχαστη σε όσους είχαν την τύχη να βρίσκονται την πιο κατάλληλη ώρα στο πιο σωστό μέρος.