Γεννήθηκα στην Αθήνα. Η οικογένεια της μητέρας μου ήταν από τη Μικρά Ασία, αλλά ο παππούς μυρίστηκε προς τα πού πήγαιναν τα πράγματα, πούλησε ό,τι είχε εκεί και ήρθαν και εγκαταστάθηκαν κανονικά στην Αθήνα λίγα χρόνια πριν από την καταστροφή. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν από την Τζια, αλλά προ πολλών ετών εγκαταστημένη στην Αθήνα – ο παππούς μου γεννήθηκε στην Αθήνα. Το σπίτι των παιδικών μου χρόνων ήταν στην πλατεία Αμερικής – το πούλησε ο παππούς κάποια στιγμή εν αγνοία μας και ζούσαμε σ' ένα σπίτι που δεν μας ανήκε. Κάποια στιγμή έπαθε εγκεφαλικό, ήρθε να ζήσει μαζί μας και τότε το μάθαμε. Ήταν μια εμπειρία επώδυνη για μένα, που τότε ήμουν 13-14 χρόνων. Σ' αυτό το σπίτι μείναμε μερικά χρόνια ακόμη, μέχρι που ο ιδιοκτήτης του το έδωσε αντιπαροχή.
- Ήμουν μοναχοπαίδι. Από 6-7 χρόνων η μητέρα μου μ' έπαιρνε μαζί της στο θέατρο (έχω δει όλους τους μεγάλους παλιούς καλούς ηθοποιούς) και η αδελφή της (που έμενε μαζί μας) στο σινεμά. Ήταν πολύ της κουλτούρας η μεριά της μητέρας μου. Από λόξα του παππού μου, που ήθελε να φτιάξει ορχήστρα δωματίου, όλα τα παιδιά του πήγαν στο Ωδείο. Δύο κόρες έπαιζαν βιολί, η τρίτη πιάνο και ο γιος του βιολοντσέλο – εκείνος όμως έκανε απεργία πείνας και απαλλάχτηκε. Κάπως έτσι βρέθηκα κι εγώ από τα 5 έως τα 15 να μαθαίνω πιάνο στο σπίτι. Εκείνη την εποχή είχα μόνιμη δασκάλα και στα αγγλικά. Από τα 11 ξεκίνησα γερμανικά για να πάω στη Γερμανική Σχολή. Αργότερα έκανα και γαλλικά, τα οποία δεν συμπαθώ – θυμάμαι, πριν από χρόνια, σε μια παράσταση της Όπερας της Πεντάρας στο Παρίσι, με πολύ καλούς Γάλλους ηθοποιούς, κρατιόμουν να μη βάλω τα γέλια. Η επιτήδευση, η φιοριτούρα της Γαλλικής, δεν ταιριάζει στον Μπρεχτ.
- Ο πατέρας μου είχε σπουδάσει νομικά, αλλά δεν ασχολήθηκε ποτέ γιατί δεν του άρεσαν. Έκανε διάφορα πράγματα: ιδιαίτερος υπουργού μια περίοδο, μετά ασχολήθηκε με τη διαφήμιση, μετά έκανε δική του επιχείρηση. Ήταν ένας θετικός, χαριτωμένος άνθρωπος, ήθελε να περνάει καλά, να μην τσακώνεται με κανέναν, σε αντίθεση με τη μητέρα μου, που ήταν φιλόδοξη και με στόχους. Αν εξαρτιόταν από τον πατέρα μου, θα είχα τελειώσει το γυμνάσιο και θα έπιανα κάπου δουλειά. Τον χαρακτήρα μου και τη στάση μου, την οργάνωση της ζωής μου, επηρέασε κυρίως η μητέρα μου. Μόνο τα τελευταία χρόνια της ζωής του γνώρισα κι εκτίμησα καλύτερα τον πατέρα μου.
- Ως παιδί βρισκόμουν σε μια διαρκή πίεση να μαθαίνω διάφορα. Υπήρχε ένα πλέγμα αγάπης γύρω μου, αλλά η κατάσταση ήταν ασφυκτική. Η οικογένεια είναι ένα φοβερό φορτίο. Υπάρχουν φορές που θυμάμαι πράγματα και νιώθω πολύ γλυκά κι άλλες φορές λέω: «Θεέ μου, τι τράβαγα τότε! Έπρεπε να είχα ξεφύγει νωρίτερα». Όταν τελείωνα το σχολείο, τη Γερμανική Σχολή, έλεγα μέσα μου: «Να φύγω! Να φύγω!». Έκανα ό,τι μπορούσα για να φύγω εκτός Ελλάδας.
- Στα 15 μου ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Οι δικοί μου μού έλεγαν: «Πάρε ένα πτυχίο πρώτα και μετά κάνε ό,τι θέλεις». Με έπεισαν δώσω στο Πολυτεχνείο για να γίνω μηχανολόγος, που ήταν μια καλή δουλειά και με μέλλον. Έδωσα εξετάσεις, δεν τα κατάφερα, αλλά στο μεταξύ είχα κάνει τα χαρτιά μου κι έφυγα για να σπουδάσω στη Βιέννη. Στην Ψυχολογία, που ήθελα, είχε συμπληρωθεί ο αριθμός των φοιτητών κι έτσι γράφτηκα στην Ιατρική, με τη σκέψη τον επόμενο χρόνο να μεταπηδήσω. Αλλά τα τέσσερα πρώτα εξάμηνα, τα εργαστηριακά, στην Ιατρική ήταν πολύ ευχάριστα. Η δουλειά ήταν ομαδική και είχαμε την εντύπωση ότι κάναμε κάτι πολύ σπουδαίο. Έτσι δεν άλλαξα σχολή, έχοντας στο μυαλό μου ότι στο τέλος μπορούσα να πάρω ειδικότητα στην Ψυχιατρική. Τα πράγματα άλλαξαν στα κλινικά εξάμηνα, οπότε αρχίσαμε να δουλεύουμε στα νοσοκομεία. Η νοοτροπία (η τιτλολαγνεία και αυτή η εμμονή με την ιεραρχία που επικρατούσε) και οι ίντριγκες στα νοσοκομεία της Βιέννης με απωθούσαν, ένιωσα ότι δεν ήθελα να έχω καμία σχέση ούτε με γιατρούς ούτε με νοσοκόμες. Τελειώνοντας τις σπουδές το 1973-74 έψαχνα ειδικότητα που να είναι αφενός εργαστηριακή, αφετέρου να πληρώνομαι για τη δουλειά μου. Γιατί, εν τω μεταξύ, στην Ελλάδα είχε γίνει η δικτατορία και δεν μπορούσα να επιστρέψω.
Η περίοδος της άνθησης του ελληνικού θεάτρου έχει παρέλθει. Τέτοια εποχή άλλα χρόνια κοίταζα πάντα τι θα παιχτεί στα θέατρα και δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω. Φέτος με δυσκολία βρήκα 5 ή 6 προτάσεις που να με ενδιαφέρουν.
- Δεν μου ανανέωσαν το διαβατήριο γιατί είχαμε κάνει μια διαδήλωση στην ελληνική πρεσβεία στη Βιέννη, είχαμε πετάξει και κάτι αυγά – ξέρανε, τέλος πάντων, ποιοι είμαστε. Ήταν μια κατάσταση πολύ δύσκολη, γιατί έναν φίλο μου που γύρισε στη Ελλάδα τον κάλεσαν στην Ασφάλεια. Ο πατέρας του βρήκε τρόπο για να ξαναφύγει, και πήγε ο ίδιος στην Ασφάλεια, όπου του είπαν ότι σύχναζε σ' ένα σπίτι (το δικό μου) όπου μένουν ανατρεπτικά στοιχεία, που ακούνε αυτήν τη μουσική, διαβάζουν αυτά τα βιβλία, λένε διάφορα. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα Ελλήνων και γι' αυτό μετά βεβαιότητας λέω ότι κάποιος από μας προφανώς έδινε πληροφορίες. Έτσι, ξέμεινα στην Αυστρία, όπου έζησα έως το 1989.
- Οι Αυστριακοί είναι πολύ συντηρητικοί και ξενόφοβοι. Όταν πήγα να νοικιάσω το πρώτο μου δωμάτιο, επειδή ήμουν ξανθός και ήξερα γερμανικά, δεν φαινόμουν για Νότιος και το έκλεισα αμέσως. Όταν πήγα την επόμενη μέρα με το διαβατήριό μου και είδε η σπιτονοικοκυρά ότι είμαι Έλληνας μου είπε: «Με συγχωρείτε, το είχα υποσχεθεί στην ανιψιά μου». Βέβαια, οι Έλληνες φοιτητές δεν είχαν καλό όνομα (κυρίως του Πολυτεχνείου), γιατί πήγαιναν για σπουδές κι έμεναν ως φοιτητές για χρόνια. Τους είχαν για ρεμάλια. Τέλη του '70 ήμασταν 600 φοιτητές στη Βιέννη και 1.200 στο Γκρατς, τη δεύτερη πανεπιστημιούπολη της Αυστρίας.
- Δεν ήθελαν ξένους στην Αυστρία, γι' αυτό και δυσκολεύτηκα να βρω καθηγητή να με δεχτεί για να κάνω ειδίκευση. Με δέχτηκε τελικά ο καθηγητής της Ιατροδικαστικής και δύο μέρες αφότου πήρα το πτυχίο μου ξεκίνησα να εργάζομαι. Οι σπουδές της Ιατρικής εκεί διαρκούν 7 χρόνια, οκτώ αν έχεις εκκρεμότητα με κάποιο μάθημα, βάσει ενός συστήματος εκπαιδευτικού που ισχύει από τον 19ο αι. Την ειδικότητα την παίρνεις μετά από 6 χρόνια. Έκανα και μια δεύτερη ειδικότητα στην Αιματολογία και αργότερα στο DNA. Πήγαινα στον τόπο του εγκλήματος και συνέλεγα βιολογικά ίχνη, αίμα, αποτσίγαρα κ.ο.κ., τα οποία ανέλυα στη συνέχεια.
- Στην Αυστρία διά νόμου, από το 1805, επιβλήθηκε η νεκροτομή σε όποιον πεθαίνει χωρίς ιατρική περίθαλψη, άρα σε όποιον δεν υπάρχει γιατρός που να βεβαιώσει από τι πέθανε – μέτρο και προληπτικό, για να προλαμβάνονται επιδημίες. Οι Αυστριακοί είναι πολύ εξοικειωμένοι με τη νεκροτομία, δεν είναι όπως στην Ελλάδα. Πρόβλημα είχαμε μόνο με τους Εβραίους και τους Μάρτυρες του Ιεχωβά που ήταν αντίθετοι, αλλά τελικά κι αυτοί υπάκουαν στον νόμο. Στο ινστιτούτο μας είχαμε σε ετήσια βάση περί τις 3.000 νεκροτομές ατόμων που πέθαναν από φυσιολογικά αίτια χωρίς περίθαλψη και 800-1.000 με υποψία βίαιου θανάτου. Χονδρικά υπολογίζω ότι πρέπει να έχω κάνει 10.000 νεκροτομές, από τις οποίες γύρω στις 1.000 ήταν περιπτώσεις εγκληματικής πρόθεσης.
- Στο ξεκίνημά μου στην Ιατροδικαστική έπαθα έναν πανικό, αλλά ήταν τόση η αγωνία μου να κάνω σωστά τη δουλειά μου, να βρω τα αίτια θανάτου, που πολύ γρήγορα το ανθρώπινο σώμα ήταν απλώς ένα αντικείμενο δουλειάς. Πολύ πιο δυσάρεστη ήταν για μένα αργότερα η αυτοψία στον τόπο του εγκλήματος. Όχι στην πρώτη φάση, όταν ακόμη δεν έχει απομακρυνθεί το πτώμα, γιατί τότε υπάρχει γύρω ένα πλήθος ανθρώπων από διάφορες υπηρεσίες, αστυνομικοί, εγκληματολόγοι, εισαγγελέας, δημοσιογράφοι, και πρέπει να δώσουμε γρήγορα τις πρώτες πληροφορίες. Το τρομακτικό ήταν αργότερα, όταν πήγαινα με τη βοηθό μου να μαζέψουμε στοιχεία. Έβλεπα τα ίχνη της πάλης, τα αίματα, και αναπόφευκτα φανταζόμουν τι είχε συμβεί σ' εκείνο το δωμάτιο. Θυμάμαι ακόμη αντικείμενα, π.χ. ένα καταματωμένο γυναικείο παπούτσι με σπασμένο τακούνι – ήταν φρικτό να νιώθω την αγωνία εκείνης της γυναίκας που δολοφονήθηκε άγρια.
- Οφείλω πολλά στην Ιατροδικαστική, γιατί με άλλαξε εντελώς. Πριν, ήμουν πολύ φοβισμένο άτομο. Όταν πήγα στη Βιέννη, είχα αγοραφοβία, δεν πήγαινα ποτέ σε χώρους γεμάτους ανθρώπους, κινδύνευα κάθε εξάμηνο να χάσω την εγγραφή γιατί με απωθούσε η ουρά των φοιτητών που περίμεναν. Άρχισα να την ξεπερνώ με τις εξετάσεις στη σχολή, που ήταν όλες προφορικές και μάλιστα στο αμφιθέατρο, ενώπιον όλων των φοιτητών. Η πλήρης «θεραπεία» μου συνέβη τον δεύτερο χρόνο μου στην Ιατροδικαστική, όταν μου ανέθεσαν τα σεμινάρια (γιατί το ινστιτούτο είχε και σχολή) στους χωροφύλακες και τους ασφαλίτες. Υποχρεώθηκα να διδάσκω τα βασικά της Ιατροδικαστικής σε κοινό 180 ανθρώπων. Και λίγο αργότερα, όταν ο καθηγητής μου της Αιματολογίας με έστελνε στη θέση του να καταθέσω ως εμπειρογνώμων στο δικαστήριο.
- Έπαψα να φοβάμαι. Είδα τι σημαίνει θνητότητα, είδα όλα τα στάδια της αποσύνθεσης. Ενώ είμαι αγχώδης χαρακτήρας και μπορεί να αγχωθώ αν τυχόν καθυστερήσω σ' ένα ραντεβού, πράγματα σαφώς πιο σημαντικά, την αρρώστια ή τον θάνατο, τα αντιμετωπίζω ψύχραιμα. Δεν είναι ψυχρότητα, είναι ένας τρόπος αυτοσυντήρησης. Στη σκέψη ότι αύριο μπορεί να μην ξυπνήσω, το μόνο που με απασχολεί είναι τι θα γίνει ο γιος μου – και τα ζώα μου.
- Έμαθα ακόμη να σκέφτομαι πειθαρχημένα και να λειτουργώ συγκροτημένα – και στη ζωή μου. Γιατί για να γράψεις μια ιατροδικαστική έκθεση πρέπει καθετί να στέκεται στη σωστή θέση, η επιχειρηματολογία να καλύπτει όλα τα ασαφή σημεία και να μην μπορεί να αντικρουστεί. Στην Ελλάδα, βέβαια, κάπως χαλάρωσα. Αλλά όταν πρέπει να συμπαρασταθώ σε φίλους που αρρωσταίνουν, έχω έναν τρόπο να τους συμπαρίσταμαι «επιστημονικά», είμαι δίπλα τους, αλλά όχι συμπονετικά. Κι αυτό νομίζω ότι τους βοηθάει περισσότερο.
- Βλέπω ταινίες ή σειρές στην τηλεόραση με εγκληματολογικό ενδιαφέρον και σας βεβαιώ ότι αυτά που δείχνουν είναι ανοησίες. Τα πάντα είναι αμφίβολα, σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει ένα «μπορεί» και ένα «ίσως». Οι σίγουρες ιατροδικαστικές απαντήσεις αφορούν περιπτώσεις, ας πούμε, που ένα μαχαίρι τρυπάει την καρδιά. Κάτι άλλοι περίεργοι θάνατοι που μπορεί να είναι από δηλητήριο, από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικά, έχουν αμφίβολη αιτιολογία. Είναι άδικο που καταφέρονται τα ΜΜΕ εναντίον των ιατροδικαστών, όταν σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούν να αποφανθούν με σιγουριά, γιατί πράγματι υπάρχουν όρια στο τι μπορούν να βεβαιώσουν με σιγουριά – δεν είναι παντοδύναμοι, ούτε μάγοι.
- Εκτός του ότι δεν φοβάμαι, δεν σιχαίνομαι πια τίποτα. Ούτε σώματα, ούτε μυρωδιές. Τρώω όλα τα κρέατα, συκώτι, πνεύμονες, το μόνο που απεχθάνομαι είναι το μυαλό, που άλλοτε μου άρεσε πολύ πανέ και βραστό. Μου έμεινε απ' αυτήν τη δουλειά η αηδία για το μυαλό, μια ασπρουλιάρικη μάζα με πτυχώσεις, που όταν αρχίσει η σήψη παίρνει ένα χρώμα ανοιχτό πράσινο, η οποία, ανοίγοντας το κρανίο, χύνεται.
- Όσα γράφει ο Μπέρνχαρντ για τους Αυστριακούς είναι αληθινά. Αλλά μετά την προδοσία, που κάποιος συμπατριώτης μάς κάρφωνε στη χούντα, άλλαξα σπίτι, έκοψα τις παλιές παρέες και άρχισα να συναναστρέφομαι με συμφοιτητές Αυστριακούς ή από άλλες χώρες της Ευρώπης. Αποφάσισα να ζήσω τη ζωή της Βιέννης και να εκμεταλλευτώ τα πολλά ωραία που προσφέρει, ιδίως ως προς τις τέχνες. Έτσι, διαμόρφωσα έναν κύκλο πολύ καλών φίλων που ακόμα επικοινωνούμε και βλεπόμαστε όποτε είναι δυνατό.
- Αλλά ότι είναι ψυχροί άνθρωποι είναι. Έμενα στο κέντρο της Βιέννης, στο κέντρο της ζωής της πόλης. Κι όμως, κάτι που εδώ είναι πολύ συνηθισμένο δεν συνέβη ποτέ, να μου τηλεφωνήσει κάποιος και να μου πει: «Είμαι δίπλα, να έρθω για καφέ;». Έπρεπε να το προγραμματίσουμε μια εβδομάδα πριν. Ήξερα από τα Χριστούγεννα ότι 14 Μαρτίου είχα να πάω στο τάδε ρεσιτάλ, στις 10 Απριλίου να δω τη χ παράσταση και ποιες ημέρες ακριβώς θα είναι η άδειά μου. Αναρωτιόμουν αν θα είχα διάθεση να πάω κάπου τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά έτσι ήταν το σύστημα. Όλα εκεί είναι προγραμματισμένα και ρυθμισμένα τόσο άψογα, που τελικά χάνεις τη χαρά του απροσδόκητου, της έκπληξης, του ξαφνικού.
- Υπάρχουν αντιθέσεις στην αυστριακή πρωτεύουσα που κάνουν εντύπωση. Τους Γερμανούς τους θεωρούν χοντράνθρωπους και ταυτόχρονα τους ζηλεύουν, όπως ζηλεύουν τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Οι τίτλοι ευγενείας έχουν καταργηθεί από το 1956, αν θυμάμαι καλά, αλλά υπάρχει μεγάλος σεβασμός σε ό,τι αυτοί εκφράζουν. Σήμερα λέμε «Βιέννη» και έρχεται αυτομάτως στο μυαλό το μεγαλείο της αυτοκρατορικής Βιέννης που πλασάρουν τα τουριστικά γραφεία, αλλά η εικόνα που γνώρισα εγώ το 1965 ήταν εντελώς διαφορετική. Μην ξεχνάτε ότι οι Ρώσοι έφυγαν από τη Βιέννη το 1956. Οι δρόμοι τότε δεν είχαν φώτα, τα σπίτια ήταν βρόμικα και κακοσυντηρημένα. Εκτός από τη μεγαλοαστική περιοχή, τα διαμερίσματα στις παλιές πολυκατοικίες δεν είχαν τουαλέτα. Υπήρχε κοινόχρηστο μπάνιο και νιπτήρας για 4-5 διαμερίσματα! Το πρώτο σπίτι που έπιασα είχα την τύχη να έχει τουαλέτα, αλλά όχι μπάνιο. Οι συνθήκες ήταν πρωτόγονες. Μόνο μετά το 1970 έπεσε χρήμα και τα παλιά κτίρια ανακαινίστηκαν, ενώθηκαν διαμερίσματα σε μεγαλύτερα, απέκτησαν όλα μπάνια και θέρμανση με γκάζι, έτσι ώστε από το 1985 η Βιέννη να είναι πια μια σύγχρονη πόλη.
Έπαψα να φοβάμαι. Είδα τι σημαίνει θνητότητα, είδα όλα τα στάδια της αποσύνθεσης. Ενώ είμαι αγχώδης χαρακτήρας και μπορεί να αγχωθώ αν τυχόν καθυστερήσω σ' ένα ραντεβού, πράγματα σαφώς πιο σημαντικά, την αρρώστια ή τον θάνατο, τα αντιμετωπίζω ψύχραιμα.
- Η Βιέννη εκείνη την εποχή ήταν μία από τις τρεις πρωτεύουσες με τις περισσότερες αυτοκτονίες, μαζί με τη Στοκχόλμη και τη Βουδαπέστη. Ιδίως αυτοκτονίες ανθρώπων άνω των 75, από μοναξιά και τον φόβο της εγκατάλειψης ή του γηροκομείου. Είχα κάνει μια στατιστική και στις 100 αυτοκτονίες, οι 40 ήταν ηλικιωμένων. Όταν βρεθείς στο κέντρο της Βιέννης και στήσεις αυτί, δεν ακούς τίποτα. Ψιθυρίζουν, ακριβώς το αντίθετο απ' ό,τι συμβαίνει εδώ – κι αν έχει και χιόνι, που απορροφά τους ήχους, επικρατεί νεκρική σιγή. Περνώντας, λοιπόν, τα χρόνια, άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα κάνω στη Βιέννη όταν βγω στη σύνταξη. Θα είναι αρκετά, για να νιώθω καλά, τα θέατρα και τα μουσεία; Και κατέληξα ότι ήταν η ώρα να επιστρέψω στην Ελλάδα.
- Είχε αρχίσει να με πιέζει πολύ και η δουλειά μου, βέβαια. Έπαιρνα δουλειά στο σπίτι κι είχα ν' αντιμετωπίσω υποθέσεις δύσκολες, απ' αυτές που μπαίνει και ο ιατροδικαστής στο στόχαστρο. Την τελική απόφαση να φύγω την πήρα όταν είχα την ατυχία να μου αναθέσουν τον θάνατο κάποιου μεγαλοβιομήχανου που ήταν μπλεγμένος σε εμπόριο όπλων. Πέθανε από φυσικό θάνατο, από έμφραγμα, αλλά το εμπόριο όπλων γινόταν μέσω Γενεύης και Αθήνας και συνέδεσαν το γεγονός ότι είμαι Έλληνας με το πόρισμα περί φυσικού θανάτου (υποστηρίζοντας ότι ήθελα να καλύψω μια κατάσταση). Γι' ακόμη πιο κακή μου τύχη, τότε αυτοκτόνησε ο πρέσβης στη Γενεύη και δύο μέρες αργότερα ο πρέσβης της Αυστρίας στην Αθήνα! Ήταν μια πολύ βρόμικη ιστορία και βρέθηκα στη μέση. Τα έβαλα, λοιπόν, κάτω, είδα ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα που μου αρέσουν. Ιδιαίτερες υποχρεώσεις που να με κρατούν εκεί δεν είχα, σκεφτόμουν και τους γονείς μου που είχαν μεγαλώσει, κι έτσι το καλοκαίρι του 1989, έπειτα από 25 χρόνια συνολικά στη Βιέννη, αποφάσισα να επιστρέψω οριστικά στην Αθήνα. Δεν μετάνιωσα. Παίρνω σύνταξη για τα 17 χρόνια που δούλεψα εκεί.
- Προτού έρθω, είπα σ' έναν φίλο μου να μου βρει ένα σπίτι, παλιό, για να αγοράσω και μου είπε «πάρε το δικό μου». Το αγόρασα τον Οκτώβρη του 1989 και είναι αυτό όπου μένω μέχρι σήμερα, στην πλατεία Βικτωρίας. Είναι του 1922-23, της οικογένειας Νικολακοπούλου, διώροφο στην αρχή – τη δεκαετία του '50, όταν μεγάλωσε η οικογένεια, χτίστηκε και ο τρίτος όροφος. Είχα πολύ καλούς φίλους, με τον Νίκο Μαστοράκη, ας πούμε, είμαι φίλος από παλιά. Αλλά μια κρίση πανικού την έπαθα, τι θα κάνω εδώ! Είχα πάρει ένα ωραίο σπίτι στη Σαντορίνη από το 1982 και έλεγα «θα κάθομαι τρεις μήνες στη Σαντορίνη, να τη χαρώ», αλλά τελικά το πούλησα το 2010. Η Σαντορίνη έχει καταστραφεί, τότε ήταν παράδεισος. Μαζεύτηκε άθλιος κόσμος, σε όλες τις παραλίες ξαπλώστρες και κουνουπιέρες, ακρίβυνε πάρα πολύ, η νοοτροπία των ανθρώπων εκεί δεν μου άρεσε πια. Πιστεύω ότι οι κύκλοι κλείνουν, όπως έκλεισε ο κύκλος της Βιέννης, έτσι έκλεισε και ο κύκλος της Σαντορίνης. Δεν ξαναπήγα έκτοτε.
- Με το που εγκαταστάθηκα για τα καλά στην Αθήνα, είπα «τι ξέρω να κάνω, ξέρω γλώσσες και μ' αρέσει να γράφω». Δεν προσπάθησα να γράψω κάτι δικό μου, γιατί πιστεύω ότι έχουν ειπωθεί όλα. Άλλωστε, το να μεταφράσεις έναν άγνωστο συγγραφέα και να τον κάνεις γνωστό στον Έλληνα αναγνώστη είναι, νομίζω, πολύ σημαντικό. Πρώτα μετέφρασα για τις εκδόσεις Μίνωα την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, το 1990. (Πριν φύγω για τη Βιέννη ήξερα τα αγγλικά σχεδόν όπως τα ελληνικά – λόγω της δασκάλας που μου έκανε μαθήματα στο σπίτι και της μαμάς που επέμενε να μου μιλάει αγγλικά, μερικές φορές για να μην καταλαβαίνει ο μπαμπάς μου. Τότε γινόμουν έξαλλος. Μου μιλούσε αγγλικά και στα μαγαζιά κι εγώ δεν ήξερα πού να κρυφτώ). Αλλά η Γερμανική μου αρέσει πιο πολύ κι είναι για μένα μια γλώσσα βιωμένη. Όταν, λοιπόν, ένας φίλος μου είπε ότι οι εκδόσεις Ολκός ενδιαφέρονται για γερμανική λογοτεχνία, τους μετέφρασα δοκιμαστικά τον Ευλαβικό Χορό του Κλάους Μαν (κυκλοφόρησε το 1992) κι έτσι ξεκίνησε η μεταφραστική μου περιπέτεια, που ακόμη συνεχίζεται.
- Τα τελευταία χρόνια η Αθήνα έχει γίνει αγνώριστη. Όταν ήρθα στην Αθήνα, η πόλη είχε αλλάξει πολύ. Υπάρχει πάντα η νυχτερινή ζωή, η ζωή έξω, αλλά έχει ασχημύνει. Δίπλα στο δικό μου υπάρχει ένα υπέροχο σπίτι του '30 που δεν έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να το κατεδαφίσουν. Δεν ένιωσα ποτέ να απειλούμαι από την έλευση των ξένων, παρ' ότι γυρίζω αργά τη νύχτα. Με συμβουλεύουν φίλοι να φύγω, αλλά δεν θεωρώ ότι κινδυνεύω – βέβαια, έχει δίκιο μια φίλη μου που λέει ότι αν συμβεί κάτι, θα είναι ήδη αργά. Το να ζεις με ξένους δεν είναι εύκολο, πουθενά. Όταν ζούσα στη Βιέννη στον πρώτο όροφο, ακριβώς από κάτω άνοιξε μπαρ που λεγόταν Άφρικα και μαζεύονταν όλοι οι μαύροι της Βιέννης – μιλάμε για το 1985. Παρασκευές και Σάββατα έμεναν μέχρι τις 4 το πρωί, έσπαγαν, έκαναν φασαρία. Κάποια βραδιά βγήκα στο μπαλκόνι και είπα «έλεος», αυτοί πέταξαν ένα μπουκάλι και μου έσπασαν το παράθυρο. Αν φώναζα την αστυνομία, θα ήμουν ρατσιστής. Και ξέροντας ότι εγώ, ο δίπλα, ο παραδίπλα, θα διστάσουμε να τους καταγγείλουμε, εκμεταλλεύονταν την κατάσταση με προκλητικό τρόπο.
- Άρχισα να μεταφράζω θεατρικά έργα γιατί το να μεταφράζεις λογοτεχνία είναι μοναχική δουλειά: εργάζεσαι δύο, τρεις, τέσσερις μήνες στο γραφείο σου, το δίνεις στον εκδότη και τελείωσε. Το θέατρο είναι ζωντανή διαδικασία, συνεργάζεσαι με τους ανθρώπους της παράστασης, βλέπεις ο λόγος να ζωντανεύει στη σκηνή. Είναι και πιο καλή η αμοιβή. Τη δεκαετία του '90, λοιπόν, πρότεινα στον Χουβαρδά, στο Αμόρε τότε, να του μεταφράσω έργα κι εκείνος μου είπε ότι ήθελε τις Τρεις Αδελφές του Τσέχοφ στη διασκευή του Πέτερ Στάιν. Αμέσως μετά έκανα με τον Νίκο Μαστοράκη, στη μικρή σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας, το Τρίπτυχο ενός Ολλανδού, του Ράιντερς. Στη συνέχεια, το ένα έφερε το άλλο.
- Από το 2005-6 και μετά δεν μπορώ να βρω σύγχρονα θεατρικά έργα που να μ' ενδιαφέρουν. Η κρίση στη θεατρική γραφή είναι τεράστια. Γι' αυτό και πολλοί σκηνοθέτες στο θέατρο διασκευάζουν λογοτεχνία. Της Γέλινεκ μου άρεσαν οι Ικέτιδες που είδα πέρσι τον Μάιο στη Βιέννη, στο Μπούρκτεατερ. Θα ήθελα να το μεταφράσω. Η Γέλινεκ μου αρέσει περισσότερο από τον Μπέρνχαρντ, ως λογοτέχνης είναι πιο σημαντική. Ο Μπέρνχαρντ είναι εμμονικός, η Γέλινεκ είναι γλωσσοπλάστης και τα κείμενά της είναι τα πιο δύσκολα να μεταφραστούν.
- Αγαπώ πολύ τον Μπίχνερ και ένα από τα κείμενα που έχω μεταφράσει και ξεχωρίζω είναι ο Θάνατος του Δαντόν. Το μετέφρασα για την παράσταση του Αμόρε σε σκηνοθεσία του Άλμπρεχτ Χίρχε το 2003, αλλά δυστυχώς η παράσταση ατύχησε. Ο Μπίχνερ είναι για τους Γερμανούς ένας πολύ γνωστός συγγραφέας, για μας δεν είναι. Το συγκεκριμένο έργο είχε παιχτεί δύο φορές, ήταν σχεδόν άγνωστο. Όταν, λοιπόν, παρουσιάζεις ένα άγνωστο και δύσκολο έργο αποδομημένο, διαλυμένο, είναι σίγουρο ότι δεν θα περάσει στο κοινό. Θυμάμαι μια χαρακτηριστική σκηνή από τις πρόβες εκείνης της παράστασης: η Μελίνα Μάσχα είχε κάνει θαυμάσιους φωτισμούς στη σκηνή των αποκεφαλισμών, και όταν την είδε ο σκηνοθέτης είπε: «Είναι πολύ ωραία, δεν τη θέλω»! Δεν ήθελε έτσι τη σκηνή επειδή ήταν ωραία και ατμοσφαιρική! Το όμορφο για κάποιους «προχωρημένους» σκηνοθέτες είναι ισοδύναμο του κιτς! Όπως ως κιτς αντιμετωπίζεται και η συγκίνηση, δεν επιτρέπεται να συγκινηθεί ο θεατής. Τη μετάφραση του ίδιου έργου ξαναδούλεψα (επειδή είχαν περάσει κάποια χρόνια) όταν ανέβασε το έργο ο Λιβαθινός στη Στέγη. Ένα έργο που επίσης αγαπώ πολύ είναι η Ιωάννα των Σφαγείων του Μπρεχτ, που ανέβασε ο Μαστοράκης στο Ακροπόλ – του Μαστοράκη δεν μπορώ να ξεχάσω την παράσταση Άγγελοι στην Αμερική το 2010 στο Φεστιβάλ Αθηνών, με συγκλονιστικές ερμηνείες απ' όλους τους ηθοποιούς.
- Η περίοδος της άνθησης του ελληνικού θεάτρου έχει παρέλθει. Τέτοια εποχή άλλα χρόνια κοίταζα πάντα τι θα παιχτεί στα θέατρα και δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω. Φέτος με δυσκολία βρήκα 5 ή 6 προτάσεις που να με ενδιαφέρουν. Συμβαίνει κι εδώ, τηρουμένων των αναλογιών, κάτι αντίστοιχο μ' αυτό που συμβαίνει στο Βερολίνο: μετά το μεγάλο μπουμ με νέους σκηνοθέτες, νέα θέατρα, έργα και τολμηρές παραστάσεις της δεκαετίας του '90, σήμερα η καθήλωση και η πτώση είναι σαφείς. Όλα μοιάζουν κουρασμένα πια, και εξαντλημένα. Γι' αυτό και το έχω γυρίσει στους κλασικούς. Ξέρετε τι διάβασα πρόσφατα; Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, και το απόλαυσα – δεν ήθελα να σταματήσω το διάβασμα. Ξεκίνησα να διαβάζω τα Στοιχειώδη Σωματίδια του Ουελμπέκ, στις 20 σελίδες τα παράτησα. Τώρα διαβάζω ένα πολύ καλό, αμετάφραστο ακόμη στην Ελληνική, του Γιόζεφ Ροτ. Δεν υπάρχει σύγχρονος συγγραφέας που να μπορεί να μου δώσει αυτή την ευχαρίστηση.
- Τα 25 χρόνια που ασχολούμαι με τις μεταφράσεις έχω διαβάσει λίγα πράγματα, γιατί κάθε ώρα μου ήταν αφιερωμένη στα κείμενα που μετέφραζα. Αυτή την περίοδο ασχολούμαι με τη Μάνα Κουράγιο για το Κρατικό Βορείου Ελλάδος που θα σκηνοθετήσει ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς με πρωταγωνίστρια τη Λυδία Φωτοπούλου, μόλις τελείωσα το Πόθοι κάτω από τις λεύκες που θα σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο ο Αντώνης Αντύπας και τώρα ξεκινώ τη μετάφραση του Πέερ Γκιντ του Ίψεν (από τα γερμανικά) για την παράσταση που θα κάνει ο Δημήτρης Λιγνάδης στο Εθνικό του χρόνου.
- Η μετάφραση στα δέκα χρόνια χρειάζεται σίγουρα ανανέωση. Ορισμένα πράγματα που λέγονταν τότε, σήμερα δεν συνηθίζονται, αλλάζουν οι λέξεις που χρησιμοποιούμε και ο τρόπος που τις χρησιμοποιούμε. Είχα μεταφράσει προ δεκαετίας τη Μάνα Κουράγιο και τώρα που την ξανακοίταξα, άλλαξα τη μισή. Αυτό που επιδιώκω είναι σεβασμός στον συγγραφέα, να ξεχάσω κάθε δική μου «συγγραφική» παρέμβαση. Δεν είναι εύκολο πάντα, γιατί υπάρχουν προβληματικά κείμενα, π.χ. το Ταξίδι στην Ιταλία του Γκαίτε, που βασίζεται σε σημειώσεις επί σημειώσεων, με διάφορα γλωσσικά προβλήματα στο πρωτότυπο. Μεταφράζοντάς το, δεν ήξερα πώς να τα αντιμετωπίσω. Αποφάσισα να γράψω ένα επεξηγηματικό σημείωμα, εξηγώντας ότι τα σημεία που είναι προβληματικά δεν οφείλονται σε απροσεξία ή ολιγωρία του μεταφραστή. Η μετάφραση, τέλος, πρέπει να έχει ρυθμό και ροή – πρέπει ο θεατής να ακούει τον λόγο φυσικά, όχι να προσπαθεί να καταλάβει το νόημα. Αν συμβαίνει αυτό, ο μεταφραστής έχει αποτύχει.
Ιnfo:
Αυτή την περίοδο ο Γιώργος Δεπάστας μεταφράζει το έργα «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ για το ΚΘΒΕ και «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο'Νιλ για το Εθνικό Θέατρο.
σχόλια