Αν υπάρχει κάτι σημαντικό στα σχεδιάσματα που συγκροτούν τον Εαυτό, είναι το ότι παρακολουθεί κανείς από κοντά τον τρόπο εργασίας του: σκέψεις διανθισμένες με διάφορα σημεία στίξης που μαρτυρούν τον κεντρικό ρόλο που θα διαδραμάτιζαν σε ένα ολοκληρωμένο ανάγνωσμα – όπως τρία θαυμαστικά ή αποσιωπητικά, αλλά και μια αξιοθαύμαστη φιλοσοφική επιχειρηματολογία. Για μια ακόμα φορά διαβλέπει κανείς τα κριτικά στοιχεία που διαμόρφωσαν το corpus του λόγου του, που δεν ήταν μόνο μπολιασμένος από το βιωματικό και το καθημερινό –την τρέλα, το ποτό, τον έρωτα– αλλά κυρίως στόχευε στην πανανθρώπινη συνθήκη, στην κατάδειξη των κεντρικών σημείων που συγκροτούν εγγενώς τον ίδιο τον άνθρωπο. Αυτήν τη φορά, ξεπερνώντας τα κεφάλαια της συμπάθειας, της μνησικακίας, της παραφοράς, του έρωτα ή του πένθους αλλά και ξέροντας ότι δεν αρκεί να επικαλεστεί τους κορυφαίους φιλοσόφους ή λογοτέχνες ως παράδειγμα, ο Κωστής Παπαγιώργης φάνηκε, πριν πεθάνει, πως ήθελε να βουτήξει κυριολεκτικά στα βαθιά: να μελετήσει τι ακριβώς συγκροτεί τον «εαυτό». Ξεκινάει από τα βασικά ερωτήματα περί σωματικότητας και φτάνει να στοχεύει στο κεντρικό ερώτημα του τι επιτέλους συνιστά την εσωτερική συνθήκη όταν το δέρμα δεν είναι αρκετό. Στο προλογικό σημείωμα της έκδοσης η σύντροφος του Κωστή Παπαγιώργη, Ράνια Σταθοπούλου, επισημαίνει πως πρόκειται για ατελή έκδοση, ενώ στην εισαγωγή του ο Θανάσης Χατζόπουλος, στην προσπάθειά του να εντάξει στο έργο του Παπαγιώργη τη συγγραφή του Εαυτού, αναζητά τους κεντρικούς αρμούς της σκέψης του, παραπέμποντας ταυτόχρονα στην εξ αποστάσεως φιλία τους. Πιο κάτω παραθέτουμε το πρώτο κείμενο από το βιβλίο
―Τίνα Μανδηλαρά
Είναι δικό μου;
Οσάκις διαθέτει μυθικό βάθος, η αφέλεια αναδεικνύεται καθοδηγητική. Ρωτάμε επί παραδείγματι: Πόσο δικό μας είναι το σώμα «μας»; Ασφαλώς, κρατώντας στην παλάμη μας ένα μήλο, μπορούμε να δοκιμάσουμε την ίδια ερώτηση: Πόσο δικό μου είναι το μήλο που ετοιμάζομαι να φάω; Πόσο δικό μου να είναι το είδωλο που διακρίνω πάνω στην επιφάνεια του νερού; Πόσο δικό μου είναι το σάλιο που έχω μέσα στο στόμα μου; Το σακάκι, το δαχτυλίδι, το καπέλο που φοράω; Η απορία εν προκειμένω δεν αφορά μόνο το εκάστοτε πράγμα που μπορεί να αντικαθίσταται ελεύθερα από κάτι άλλο, όσο την έννοια της κατοχής και αυτόν που την ασκεί. Μπορούμε για παράδειγμα να ρωτήσουμε: Πόσο δικό «μου» είναι το δικό «σου»;
Μπορεί κάτι τις να είναι δικό μου επειδή κατέβαλα το συμπεφωνημένο αντίτιμο στην αγορά, επειδή μου το κληροδότησε ο πατέρας μου, πιθανώς επειδή μου το χάρισε ένας φίλος για να τον θυμάμαι. Εφόσον όμως είναι αντικείμενο, όπερ σημαίνει υλικό πράγμα ξέχωρο από μένα, μπορώ να το θεωρώ εξ αποστάσεως, μικρής ή μεγάλης, όπως συμβαίνει με τα έργα ζωγραφικής ας πούμε ή με τα βιβλία. Είναι δηλαδή κάτι τις που δεν αποτελεί τμήμα του εαυτού μου, σωματικού ή ψυχικού, δεν το φέρω μαζί μου όπως τη φάτσα μου ή τα χέρια μου, άρα η κτήση κατανοείται εύκολα και με πλήρη σαφήνεια. Όπως ξέρουμε, ο κύριος καθηγητής ξεχνάει την ομπρέλα (του), ο παππούς ψάχνει συνεχώς το τηλεκοντρόλ (του) ή την πίπα (του), η ατθίδα μπερδεύει τα καλλυντικά (της) με εκείνα της μάνας της. Κανείς όμως δεν ξεχνάει ούτε βέβαια μπερδεύει το σώμα του.
Μιλάμε για αρχέγονη συνθήκη επειδή, όσο νυσταλέος κι αν είναι ο καθένας μας, κάποτε θα διερωτηθεί ξυπνώντας από πολύχρονη νάρκη: ποιοι μου κληροδότησαν το σώμα μου; Τι μεταλλαγές υπέστη το αρχέγονο κορμί επί αλογάριαστους αιώνες και χιλιετίες μέχρι να φτάσει στη δική μου αναγνωρίσιμη μορφή;
Άλλωστε το σώμα ουδεμία σχέση έχει με όλα αυτά. Λαός ασωμάτων δεν υπάρχει, μόνο πλατεία «Ασωμάτων». Δεν είναι κάτι που το ενδύεσαι ή το απεκδύεσαι, που το ξεχνάς ή το αναθυμάσαι, που το έχεις ή δεν το έχεις, που το προβάλλεις ή το κρύβεις, τέλος πάντων δεν είναι κάτι που απέχει από το εγώ μας, όσο κι αν κρυφοπιστεύουμε ότι ο εαυτός μας διαθέτει πρωτογενή βαθύτητα, πολύ διαφορετική από την κοινή εξωτερικότητα της σάρκινης παρουσίας. Κατά συνέπεια η απορία εγείρεται φυσιολογικότατα: τι είναι το σώμα μας; Αν αποπειραθεί κανείς να απαντήσει, η ίδια η συνήθεια εμφανίζεται πανέτοιμη να του κλείσει το στόμα με δέκα παλάμες.
Πράγματι, διαρκώς μιλάμε για το σώμα μας. Ότι έχουμε παχύνει και θα πρέπει να κάνουμε κάτι· ότι ο πόνος στο δεξί μας πόδι δεν λέει να υποχωρήσει· ότι ο λαιμός μας είναι πολύ κοντός και απαιτεί ανάλογο ντύσιμο· ότι οι ζαλάδες και οι κεφαλόπονοι ευτυχώς αραίωσαν. Ειδικά οι γυναίκες –που καλλιεργούν ολόκληρη φιλολογία τόσο για το δικό τους σώμα όσο και για το σώμα των αντιζήλων τους– εκφράζονται ενίοτε σαν τους αναβάτες του ιπποδρόμου που δοξάζουν τα σωματικά χαρίσματα του αλόγου. Όσο πιο άσχημη η γυναίκα, τόσο πιο περίπλοκη και η δόξα. Ειδικά ντεσού για το στήθος· δίαιτες και στερήσεις για να γίνει το πολύ λίγο και το λίγο πολύ· επεμβάσεις στο πρόσωπο· λιποαναρροφήσεις κ.λπ. Εντούτοις, όσο κι αν αλλάζουμε κάποια σημεία του σώματος, η αρχέγονη συνθήκη δεν θίγεται ούτε κατ' ελάχιστον.
Μιλάμε για αρχέγονη συνθήκη επειδή, όσο νυσταλέος κι αν είναι ο καθένας μας, κάποτε θα διερωτηθεί ξυπνώντας από πολύχρονη νάρκη: ποιοι μου κληροδότησαν το σώμα μου; Τι μεταλλαγές υπέστη το αρχέγονο κορμί επί αλογάριαστους αιώνες και χιλιετίες μέχρι να φτάσει στη δική μου αναγνωρίσιμη μορφή; Οι ανθρωπολόγοι μιλούν για το σχήμα της λεκάνης που, όταν ήρθε η εποχή του ορθοβάμωνος ανθρώπου και της δίποδης βάδισης, αποτέλεσε στήριγμα των σπλάχνων και του κορμού εν γένει. Επιμένουν στον αντιτακτό αντίχειρα ο οποίος, όταν κατάφερε να αντιταχθεί στα υπόλοιπα δάχτυλα, έδωσε μέγιστη ώθηση στην κίνηση του χεριού και της παλάμης. Για να χρονολογήσουν την ομιλία πρέπει να εντοπίσουν και να εξηγήσουν πότε και γιατί ο κυκλικός μυς του στόματος άρχισε να συστέλλεται ώστε να καταφέρει να προφέρει φθόγγους και κατά συνέπεια κάποια ομιλία που πιθανότατα αντέγραφε τις φωνές των ζώων. Μέχρι να μας βρει και να μας ενσαρκώσει, το σώμα περιπλανήθηκε σκληρά μέσα στις δυσπαρακολούθητες χιλιετίες, από την εποχή της βραχιόνωσης (δηλαδή της αιώρησης των βραχιόνων) μέχρι τη στιγμή που τα χέρια ελευθερώθηκαν και ο εγκέφαλος γνώρισε άλλη κρανιακή χωρητικότητα. Εντούτοις, σε παρόντα χρόνο, ουδέποτε αντιμετωπίζουμε το σώμα σαν αρχαϊκό κατάλοιπο για τον απλούστατο λόγο ότι το ζούμε άμεσα· ταυτιζόμαστε μαζί του, ζούμε μαζί του, περπατάμε μαζί του, ζούμε μαζί του το σμίξιμο με τις γυναίκες, όπως άλλωστε αρρωσταίνουμε μαζί του, γερνάμε μαζί του και φυσικά πεθαίνουμε μαζί του. Άρα αυτή η προφανέστατη συμβίωση, αν γεννά κάποια απορία, αυτή δεν είναι άλλη από το δυσεξήγητο «μαζί του» που έχουμε πολλούς τρόπους να το κατονομάζουμε, αλλά ελάχιστους να εξηγούμε ή έστω να το περιγράφουμε.
Ας μιλήσουμε αρχικά για τις σωματικές ανάγκες. Ο πεινασμένος πρέπει επειγόντως να φάει και ο διψασμένος να σβήσει τη δίψα του. Ποιος είναι όμως αυτός που γεύεται το φαγητό ή σβήνει τη δίψα του; Το σώμα ή εμείς; Αν η σωματικότητα (και η οργανικότητα την οποία συνεπάγεται) συχνά αυτονομείται και λειτουργεί ερήμην του εγώ, πώς να ταυτίσουμε το εγώ με το σώμα; Οι έφηβοι για παράδειγμα ψηλώνουν στον ύπνο τους και ούτε καν ακούνε τα κόκαλά τους που υφίστανται τη διαδικασία της οστεόλυσης και της ενζυμικής δραστηριότητας. Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να διατάξει το σώμα του να μη μεγαλώνει, να μην ανασαίνει, να μην έχει σφυγμό, να μην είναι τέλος πάντων αυτό που είναι. Αν το σώμα ήταν διάφανο εκ φύσεως για το εγώ μας, θα μπορούσαμε να παρακολουθούμε τη ζοφερή επώαση των ασθενειών με εσωτερική παρατήρηση, με την άνεση –τρόπος του λέγειν– που ελέγχουμε τη μνήμη μας ή παρατηρούμε τον εαυτό μας.
Εντούτοις, παρά τις τεχνικές της σύγχρονης ιατρικής που έχει καταστήσει τη σύγχρονη σωματικότητα οιονεί διάφανη, παρότι κατά κάποιον τρόπο ζούμε το δράμα του σώματος όπως και το σώμα ζει το δράμα του εγώ, ουδεμία ταύτιση μπορεί να υποστηριχτεί. Μάλιστα, ρωτάμε κάποιον φίλο που πάσχει από αιφνίδιο ή χρόνιο νόσημα για την κατάσταση της υγείας του σαν να πρόκειται για κάτι έτερο του εγώ και της βουλήσεώς του, περίπου σαν να τον πυροβολούν από κάποια διπλανή στέγη ή κάποιες αόρατες δυνάμεις να του έχουν στήσει παγανιά. Έχει λοιπόν ενδιαφέρον ο τρόπος που το εγώ αντιμετωπίζει την όποια ασθένεια και η σχέση του σώματος με αυτή τη γειτνίαση που εντέλει μπορεί να εξελιχθεί σε πλήρη ταύτιση (κάτω από το χώμα). Μήπως πάντα κρατά μιαν απόσταση από το σώμα –ακόμη και στις πιο θερμές στιγμές ψυχοσωματικής έξαρσης– η οποία μειούται όσο η ασθένεια θεριεύει για να καταλήξει τελικά σε πανωλεθρία του εγώ το οποίο παραδίδει το πνεύμα (του) όσο και το σώμα (του); Αν υποθέσουμε ότι το σώμα μάς ανήκει, ότι είναι δικό μας με μύχιο τρόπο, τότε γιατί αρνούμαστε ότι και η ασθένεια είναι δική μας, καταδική μας μάλιστα; Γιατί την αντιμετωπίζουμε σαν ξένο μπελά που πρέπει να φύγει από πάνω μας;
Όσο κι αν προσπαθούμε να εμβαθύνουμε στην ψυχοσωματική συνθήκη περιέργως πώς παραμένουμε δέσμιοι του προφανούς. Παρακολουθούμε τους ανθρώπους στον δρόμο, τα μεγάλα πλήθη που κατακλύζουν τις μεγαλουπόλεις, τον πρώτο τυχαίο διαβάτη που περνάει πλάι μας, τον εαυτό μας στη βιτρίνα της τραπέζης· όλοι έχουν σώματα, γι' αυτό άλλωστε είναι ορατοί· μεριμνούν για τις ανάγκες τους με τον φυσικότερο τρόπο του κόσμου. Σπεύδουν στα εστιατόρια για να κορέσουν την πείνα τους· κάνουν ουρές στους κινηματογράφους για να μη χάσουν μιαν πολυδιαφημισμένη ταινία· σουλατσάρουν στα πολυκαταστήματα για να βρουν το αγαπημένο τους ένδυμα. Αν τους ρωτήσουμε για τη σχέση του εγώ (τους με το σώμα (τους), είναι βέβαιο ότι θα μας πάρουν για τρελούς. Και δεν θα έχουν άδικο. Εφόσον ουδέποτε διαπίστωσαν κάποιο σχίσμα ανάμεσα στο σώμα και τη συνείδηση, δεδομένου μάλιστα ότι η σωματικότητά τους ταυτίζεται με μιαν ασύνειδη αντίσταση έναντι της ζωής, των άλλων και ενίοτε του ίδιου τους του εγώ, θα έφταναν να πουν ότι είναι πρώτα το σώμα τους και κατόπιν οτιδήποτε άλλο.
Μάλιστα, αν θυμηθούμε τις ζοφερές περιπτώσεις ανθρώπων που έμειναν ανάπηροι χάνοντας ένα ή περισσότερα μέλη του σώματος (τα δυο τους χέρια για παράδειγμα κομμένα στο ύψος των ώμων), η σχέση με το σώμα λαμβάνει τότε άλλη τροπή. Είναι ισοβίως αναγκασμένοι να ζήσουν με λειψό σώμα, σκέτο κούτσουρο, νιώθοντας παραταύτα την αίσθηση των αποκοπέντων μελών του καίτοι αυτά δεν υπάρχουν. Εντούτοις αν το σώμα και το εγώ μπορεί να θεωρηθούν επάλληλα, η μερική απώλεια του ενός πόλου δεν σημαίνει ότι αντιστοιχεί σε απώλειες του άλλου. Κομμένα πόδια; Κομμένα χέρια, μύτες και αυτιά; Αφαιρεθείσα χολή, κήλη, νεφρό, μάτι; Αυτό που απέμεινε στον άνθρωπο επιμένει να επιβιώνει κι ας νιώθει κωλοσούρτης, μονόφθαλμος, ανίκανος να εγερθεί, να φροντίσει τον εαυτό του, να νιώσει επιτέλους σαν τους άλλους ανθρώπους. Μάλιστα, επιμένει μανιακά, παράδειγμα ο Χώκινγκ όπου το λίγο που διασώθηκε από το κορμί του δεν τον εμπόδισε να γίνει αυτός που έγινε και να θέλει να ταξιδέψει στη θετή του πατρίδα, το Διάστημα.
Το πρωταρχικό σε αυτό το ζήτημα αφορά τον διαχωρισμό της εσωτερικής οργανικής φύσης (που κατά κανόνα ανήκει στους γιατρούς) από την εξωτερικότητα του κορμιού την οποία θεωρούμε καταδική μας, οικεία εικόνα, παράφραση του εγώ μας και ισόβια μοίρα. Στις φωτογραφίες, όπου τουλάχιστον για ένα δέκατο του δευτερολέπτου βλέπουμε τον εαυτό μας μας τρίτο πρόσωπο, αναγνωρίζουμε κάτι οικείο. Εκεί είναι το σώμα που απαθανατίζεται· άνευ διαστάσεων, άνευ υλικής αντιστάσεως η στιβάδα των φωτοχημικών αντιδράσεων (ή η πάλαι ποτέ θρυλική άσφαλτος της Ιουδαίας του Νισεφόρ Νιέπς) δεν σχηματίζει είδωλο. Στις ομαδικές φωτογραφίες ο καθένας γυρεύει πρώτα πρώτα τον εαυτό του ρωτώντας χαρακτηριστικά: «Πού είμαι εγώ, ρε μαλάκα;» Η ταύτιση με τη θωριά δεν επιδέχεται εξαίρεση, καίτοι συμβαίνει συχνά να νιώθει κανείς κάτι σαν παγερό σοκ αναγνωρίζοντας την παρουσία του. «Είμαι εγώ; Μα πώς είμαι έτσι;» Σε κάθε παρόμοια αμφιβολία μας μένει η εντύπωση ότι στιγμιαία τουλάχιστον νιώθουμε να «βγήκαμε» από το σώμα μας καθώς μάλιστα το τότε και το τώρα συνεπάγονται δύο σώματα ή αλλιώς δύο ηλικίες.
Αντίθετα, εκείνο που δεν αλλάζει, δεν λέγεται, δεν εκφράζεται ούτε μεταδίδεται είναι η ενδοσωματική συνθήκη μας, το ανεξήγητο γεγονός ότι είμαστε όντα ενδόβια, ότι ζούμε μέσα στη σάρκα μας και συχνά υπεράνω της σάρκας μας. Ειδικά στην ανθρώπινη ψυχοσωματική συνθήκη η σχέση με το σώμα αποδεικνύεται δραματική τόσο στην προφάνειά της όσο και στην εσώτερη και ανεξιχνίαστη λειτουργία της. Μάλιστα, για να γίνουμε σαφέστεροι οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η λέξη «σχέση» παραείναι ρηχή για να την πάρουμε στα σοβαρά. Παραδόξως, αντικρίζοντας έναν άνθρωπο έχουμε την αρχαΐζουσα εντύπωση –πώς αλλιώς να το πούμε;– ότι ενδοβιεί στο σώμα του, ότι ζει μέσα στη σωματικότητά του, ενίοτε ότι κρύβεται μέσα στο κορμί του, τέλος ότι είναι το ίδιο το σώμα του αλλά και (κάτι) παραπάνω από το σώμα του. Πρόκειται για αληθινό θαύμα, για μια διφορούμενη πραγματικότητα όπου η εσωτερικότητα ενσαρκούται και η εξωτερικότητα εξαϋλώνεται πνευματικά. Άλλωστε το πλέον έκτακτο που συνιστά μάλιστα καθημερινό γρίφο είναι το γεγονός ότι πάσα σωματική παρουσία ουδέποτε εκλαμβάνεται ως νέτα σκέτα σαρκική∙ κάθε χειρονομία, κάθε μορφασμός, το απλό πετάρισμα των ματιών παραπέμπουν αινιγματικά σε κάτι εσώτερο που μετέρχεται τη σωματικότητα ως ανεξήγητο σκήνωμα.