Στο ροκ ο αποκρυφισμός, ο μυστικισμός, η μαύρη μαγεία, οι πάσης φύσεως τελετουργίες και όλα τα υπόλοιπα αποτελούν, από τη γέννησή του σχεδόν μέχρι και τις μέρες μας, μία από τις συχνές-συχνότατες στιχουργικές (και όχι μόνον) αναφορές του.
Πρόκειται για ένα θέμα πολύ βαθύ και σοβαρό, πάνω στο οποίο έχει απλωθεί απίστευτη σπέκουλα. Είτε από τα ίδια τα συγκροτήματα και τους καλλιτέχνες (από τα περισσότερα δηλαδή και όχι κατ’ ανάγκην όλα), που ξέρουν ότι τέτοια πράγματα απλώς πουλάνε, είτε από διάφορους γελοίους υπερασπιστές του καλού και του αγαθού (στο εξωτερικό κυρίως, αλλά κι εδώ), που έχουν καταρτίσει μέχρι και καταλόγους με σατανιστικά (υποτίθεται) συγκροτήματα, κάπως σαν index, που πρέπει πάση θυσία ν’ αποφεύγουμε.
Σ’ αυτές τις αστείες λίστεςμπορείς να συναντήσεις ονόματα όπως εκείνα των Pink Floyd, Fleetwood Mac, Who, Led Zeppelin, Bee Gees, Rolling Stones, Queen, Santana, Beatles, Kinks και πάει λέγοντας. Όλο το ροκ δηλαδή, το οποίο συλλήβδην απορρίπτεται ως «σατανιστικό». Μάλιστα, ως «σατανιστές» αναφέρονται συχνά ακόμη και οι ABBA(!), επειδή από το 1976 και μετά το δεύτερο “B” τού ονόματός τους γραφόταν στους δίσκους τους αντεστραμμένο (κι αυτό κάτι σήμαινε για τους εχθρούς του Σατανά). Έτσι, όταν ακούτε ABBA, για καλό και για κακό ρίχνετε πού και πού κανα λιβάνισμα…
Στην ιδιωτική του ζωή ο Ένγκερ δεν παρουσιάζει καθόλου την βιαιότητα που χαρακτηρίζει τις ταινίες του. Είναι τριγυρισμένος όμως από μαγικά ξόρκια, συλλογές βιβλίων, αφισών, κόμικς και αντικειμένων της ποπ-αρτ, που αναφέρονται στη βία. Όταν δεν έχει γύρισμα βλέπει συνήθως και μελετά ταινίες στις ευρωπαϊκές λέσχες.
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό, όπως προείπαμε, για να παίζεις μαζί του ελαφρά τη καρδία, και αν το καλοεξετάσει κάποιος θα διαπιστώσει πως ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις εκείνες πάνω στις οποίες θα μπορούσε να στηθεί μια σοβαρή κουβέντα, που να έχει νόημα και να μην αποτελεί μιαν απόπειρα φτηνού εντυπωσιασμού ή φαιδρής ηθικολογίας.
Το πρόσωπο που θα μας οδηγήσει σ’ αυτό το μυστήριο, όσο και πολυδιάστατο σύμπαν δεν είναι άλλο από τον 89χρονο Kenneth Anger, τον θρυλικό αυτόν Aμερικανό σκηνοθέτη και συγγραφέα του underground, ο οποίος μέχρι πριν λίγα χρόνια γύριζε ακόμη ταινίες.
Αν και δεν υπάρχει λόγος να υποτιμήσουμε άλλες περιπτώσεις ανακατέματος του ροκ με το occult –όπως του Charles Manson (όταν το πράγμα ξέφυγε, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα), του Άγγλου σαξοφωνίστα και κιμπορντίστα Graham Bond (βρέθηκε νεκρός στον υπόγειο του Λονδίνου, κάτω από αδιευκρίνιστες ακόμη συνθήκες, το 1974 στα 36 χρόνια του), του Alejandro Jodorowsky ή τού Angus MacLise (του πρώτου ντράμερ των Velvet Underground), που πέρασε κάποτε και από τα μέρη μας, πριν πεθάνει κι αυτός στο Κατμαντού μόλις στα 41 του, το 1979– η επίδραση του Kenneth Anger σ’ αυτή τη μυστικιστική πλευρά του ροκ υπήρξε και είναι αποφασιστική.
Χοντρικά τον Kenneth Anger τον ξέρουμε στην Ελλάδα από το βιβλίο του «Η Βαβυλώνα του Χόλλυγουντ» (1959), που εκδόθηκε κάποια στιγμή και στη γλώσσα μας [Θαυματρόπιο, 1983 / Αιγόκερως, 1984/ Αιγόκερως 2002], ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα γύρω από τα παρασκήνια τής μήτρας τού κινηματογράφου, με τον Anger να τραβά την κουρτίνα και να περιγράφει σκάνδαλα, όργια, περίεργους θανάτους, βιασμούς, αυτοκτονίες, δολοπλοκίες, την αντικομμουνιστική υστερία και οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να προσβάλλει την κυρίαρχη ηθική. Βεβαίως κάποιοι, πολλοί, λίγοι, δεν έχει σημασία, γνωρίζουμε τον Anger και από ορισμένες ταινίες του, όπως το “Lucifer Rising” για παράδειγμα ή τον ξέρουμε ως μιαν επιρροή του David Lynch ή του John Waters.
Σ’ ένα από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» [#2, Οκτώβριος 1969] ο Αμερικανός σκηνοθέτης και συγγραφέας Sheldon Renan (δικό του το βιβλίο “An introduction to the American underground film” στις νεοϋορκέζικες εκδόσεις E.P. Dutton & Co. από το 1967) σημείωνε για τον Kenneth Anger:
«Ο Ένγκερ είναι κινηματογραφιστής, αλλά αυτοαποκαλείται μάγος. Ο κινηματογράφος είναι γι’ αυτόν το μέσο με το οποίο μπορεί να κάνει μαγείες, εννοώντας πως οι ταινίες του είναι κατά βάση μαγικές επικλήσεις. Το 1962, έτος που κατά τους μυστικιστές λήγει η χριστιανική εποχή και αρχίζει μια νέα όπου κυριαρχεί η ειδωλολατρία, γύρισε την πιο γνωστή ταινία του “Ο σκορπιός εγειρόμενος”, για να μεταδώσει το ξέσπασμα και τον εξαγνισμό της παλιάς, αρρωστημένης από την αμαρτία γενιάς, στην καινούργια εποχή που ανατέλλει. Είδε τα ροκ συγκροτήματα, τη χρήση ναρκωτικών, τη γενιά των μοτοσικλετιστών, τη χρήση από τους τηνέιτζερς ναζιστικών συμβόλων κ.λπ. σαν μια ισχυρή απόδειξη των υποθαλπομένων δαιμονικών δυνάμεων.(…)
Ο “Σκορπιός” είναι ένα πορτρέτο βίας και μια θεαματική επίκληση και ύμνος στο θάνατο.(…)
Μετά το “Σκορπιό” γύρισε τον “Λούσιφερ εγειρόμενο” (1966) τη “θρησκευτική μου ταινία”, όπως την ονομάζει ο ίδιος.
Στην ιδιωτική του ζωή ο Ένγκερ δεν παρουσιάζει καθόλου την βιαιότητα που χαρακτηρίζει τις ταινίες του. Είναι τριγυρισμένος όμως από μαγικά ξόρκια, συλλογές βιβλίων, αφισών, κόμικς και αντικειμένων της ποπ-αρτ, που αναφέρονται στη βία. Όταν δεν έχει γύρισμα βλέπει συνήθως και μελετά ταινίες στις ευρωπαϊκές λέσχες».
Ένας από τους πρώτους Έλληνες, που είχαν γράψει για τον Kenneth Anger (και είχαν δει ταινίες του) ήταν ο Ροδόλφος Μορώνης, δημοσιογράφος-συγγραφέας και σήμερα αντιπρόεδρος του ΕΣΡ. Σ’ ένα άρθρο του για τον underground κινηματογράφο στο περιοδικό «Δημιουργίες» [#9, Δεκέμβριος 1970] διαβάζουμε:
«(…)Το 1953 στην Ιταλία ο Anger γυρίζει μια ωραιότατη “Φούγκα ύδατος και φωτός” μονταρισμένη πάνω στις “4 Εποχές” του Βιβάλντι. Επιστρέφει στο Λος Άντζελες και γυρίζει τα “Εγκαίνια του Δώματος της Ηδονής”, που είχα την ευκαιρία να δω στις Βρυξέλλες το 1958 ή ’59 κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Πειραματικού Κινηματογράφου. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ εκτός από το θέμα του (ένα μπαλ μασκέ που καταλήγει σε όργιο) είναι ότι η προβολή γινόταν από τρεις μηχανές σε τρεις οθόνες – μια μεγάλη στη μέση και δύο μικρότερες δεξιά και αριστερά. (…)
Ταξίδια συνεχή μεταξύ Λος Άντζελες-Ευρώπης και ταινίες πολλές καλύπτουν την δραστηριότητα τού Άνγκερ τα τελευταία δέκα χρόνια.(…)
Βία, αχαλίνωτος ερωτισμός, ομοφυλοφιλικός συχνά, μαύρο χιούμορ και απαισιοδοξία χαρακτηρίζουν το έργο του, που, από καθαρά τεχνικής πλευράς, πρέπει να θεωρείται σαν ερευνητής των δυνατοτήτων του μοντάζ».
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα κάπως από την αρχή…
Ο Kenneth Anger πιθανώς να έστριψε προς τον αποκρυφισμό, όταν, το 1947, γνώρισε τον Harry Smith, μια σημαδιακή προσωπικότητα του αμερικανικού underground (για τον οποίον έχουμε γράψει αναλυτικά εδώ).
Ο Smith που μεγάλωσε μέσα σ’ ένα αποκρυφιστικό περιβάλλον (οι γονείς του ήταν Θεοσοφιστές, διαδίδοντας ο ίδιος πως ήταν γιος του Aleister Crowley – αργότερα βεβαίως θα γίνει μέλος της Ordo Templi Orientis, ενώ θα φιλοτεχνήσει και το “The Book of the Law” του Crowley, πάνω στο οποίο στηρίζεται η λατρεία της Thelema) δούλευε τότε στο San Francisco Museum of Art, ζητώντας από τον Anger να του στείλει τις ταινίες του, προκειμένου να συμπεριλαμβάνονταν κι εκείνες στον σχετικό κατάλογο.
Να και μία επιστολή, όπως την αντιγράφουμε από το βιβλίο τού Scott McDonald “Art in Cinema, Documents Toward a History of the Film Society” [Temple University Press, Philadelphia 2006]:
July 28, 1947
Kenneth Anger
2021 Holly Drive
Hollywood 28 California
Dear Kenneth
(…) Would it be possible for you to send up all of your work for previewing on next Saturday? We are going to be looking at a number of film at that time for program selection, all of which has to be done by the first week in August. We are most anxious to see all of your earlier films, as well as the FIREWORKS, of which we have heard many enthusiastic reports.(…) We are going to have the works of the Whitneys (σ.σ. James και John), Fischinger, Arledge, and a number of others, and would like very much to be able to add your productions to our catalogue.(…)
Yours very sincerely,
Harry E. Smith
Art in Cinema Society
San Francisco Museum of Art
Υπάρχει, πάντως, κι ένα ακόμη πρόσωπο από το οποίο ξεκινούν πολλά (ή τα πάντα), κι αυτό δεν είναι άλλο από τον ερευνητή-αεροναυπηγό του California Institute of Technology Jack Parsons (1914-1952), τον τελευταίο χρηματοδότη των περιπετειών του Aleister Crowley.
Ο Parsons το 1942 είχε επιλεχθεί από τον ίδιον τον Crowley να ηγηθεί του παραρτήματος τής Ordo Templi Orientis (της θρησκευτικής οργάνωσής του) στην Καλιφόρνια, υπό την ονομασία Agapé Lodge.
Όπως διαβάζω στο περιοδικό “Classic Rock” (issue 96, Summer 2006) στο κείμενο τού Christopher Knowles “Symphony for the Devil”, o Kenneth Anger είχε έρθει σ’ επαφή με τον Parsons και τη συζυγό του Marjorie Cameron κάνοντας παρέα μαζί τους μέχρι και το 1952, όταν ο Parsons θα σκοτωθεί μετά από κάποια «ύποπτη» έκρηξη στο εργαστήριό του. Μάλιστα, μέσω αυτών ο Anger θα γνωρίσει και την Jane Wolfe, μια θρυλική ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου, που είχε αναδειχθεί ως η καλύτερη «μαθήτρια» τού Aleister Crowley. (Η Wolfe είχε ζήσει από το 1920 έως το ’23 στην Cefalù της Σικελίας, στο ορμητήριο του Crowley, έχοντας εγκαταλείψει έκτοτε την κινηματογραφική καριέρα της).
Το 1954 ο Anger ξεκινά το φιλμ “Inauguration of the Pleasure Dome”, που θα ολοκληρώσει κατά κύματα, έχοντας ως πρωταγωνιστές, ανάμεσα σε άλλους, την Anaïs Nin, την Marjorie Cameron και τη… μουσική τού Leoš Janáček (“Glagolitic Mass”). Όλο το φιλμ είναι κατά βάση μια μαγική τελετουργική όπερα (πόσο κοντά ή λιγότερα κοντά στην συμβολιστική του Crowley θα σας γελάσω).
Η πρώτη, όμως, ταινία τού Anger καθαρού αποκρυφιστικού περιεχομένου πρέπει να ήταν η μικρού μήκους “Thelema Abbey” (1955), που αναφερόταν στο Αββαείο της Thelema, το εντευκτήριο (ας το πούμε έτσι) που είχε ιδρύσει ο Aleister Crowley στη Σικελία το 1920.
Περαιτέρω λατρευτικά στοιχεία συνυπάρχουν με ομοερωτικά και ποικίλα φετιχιστικά (σχετικά με τη μηχανόβια υποκουλτούρα, το μαύρο δερμάτινο ντύσιμο, τα ναζιστικά σύμβολα, και τον Χριστό) στο 28λεπτο “Scorpio Rising” (1963-64), το soundtrack του οποίου περιλαμβάνει τραγούδια με τους Ricky Nelson, Elvis Presley, The Crystals, Surfaris, Bobby Vinton (το “Blue velvet” είναι σαν να προέρχεται από ρετάλι του David Lynch) κ.ά.
Στο “Lucifer Rising”, πάντως, που ξεκίνησε να γυρίζεται το 1966, για να ολοκληρωθεί το 1972 (αν και η μουσική στην τελική της μορφή δεν μπήκε πριν το 1979) το πράγμα, η σχέση δηλαδή του ροκ με τον αποκρυφισμό αποκτά το πιο καθαρό της πρόσωπο.
Όλα ξεκινούν το 1967, όταν ο Anger είχε πλέον εγκατασταθεί στο Σαν Φρανσίσκο, παρακολουθώντας το live των Orkustra στην Glide Memorial Church, την 24/2/1967 (αναφερόμαστε στο τριήμερο happening, υπό την επωνυμία Invisible Circus, που είχαν σπονσοράρει η hippy ακτιβιστική κομμούνα των Diggers κ.ά. στο διάστημα 24-26/2/1967).
Οι Orkustra, ή Electric Chumber Orkustra όπως λέγονταν στην αρχή, ήταν ένα από τα πιο προχωρημένα ροκ γκρουπ της εποχής κι οι εμφανίσεις τους δίπλα στους Big Brother & The Holding Company και τους Grateful Dead, ήδη από το 1966, τους έδιδαν ιδιαίτερη ώθηση.
Μέλη τους ήταν ο Bobby Beau Soleil ηλεκτρικές κιθάρες, μπουζούκι(!), o David La Flamme βιολί (ιδρυτικό μέλος των Dan Hicks and His Hot Licks και των It’s A Beautiful Day), ο Jamie Leopold μπάσο (κι αυτός στους Dan Hicks and His Hot Licks), ο Henry Rasof στο όμποε και ο Terry Wilson στα ντραμς και τα κρουστά (λίγο αργότερα στους ηγετικούς Charlatans).
Εκεί λοιπόν, στο live του Invisible Circus, υποθέτω ανάμεσα σε κομμάτια όπως το “Flash Gordon” (με το ηλεκτρικό μπουζούκι στην εισαγωγή να θυμίζει Ελλάδα όσο τίποτ’ άλλο – Μίκη Θεοδωράκη ας πούμε!) ή το “Punjab’s barber” και τις απαγγελίες ποιημάτων από τον Michael McClure και την Lenore Kandel ο Kenneth Anger είπε στον Bobby BeauSoleil: “you are Lucifer!”.
(Ακούμε και διαβάζουμε τις liner notes τού LP της Orkustra “Light Shows for the Blind”, που είχε εκδώσει η Ελβετική RD Records το 2006).
Όπως επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Beau Soleil στο “Classic Rock” (issue 96, Summer 2006):
«Ο Kenneth με είδε με την Orkustra στο Invisible Circus, σ’ ένα event που πραγματοποιούσαν οι Diggers, οι Mime Troupe και η Sexual Freedom League. Στo χώρο βρίσκονταν 8-9 γυμνόστηθα κορίτσια που λικνίζονταν, χορεύοντας χορούς της κοιλιάς. Οι υπεύθυνοι ήθελαν εκείνη την ώρα, άπαντες, να κάνουμε έρωτα – κι εγώ έδωσα μια μικρή παράσταση μ’ ένα από κείνα τα κορίτσια. Και ο Kenneth συντονίστηκε σ’ αυτό. Τότε ήταν, μετά το τέλος του gig, όταν μου είπε ‘Είσαι ο Εωσφόρος’. Δεν ήξερα γιατί πράγμα μιλούσε. Ούτε ήξερα ποιος ήταν. Μου εξήγησε. Ήθελε να κάνει ένα φιλμ, που θα είχε τίτλο ‘Lucifer Rising’ και με ήθελε για πρωταγωνιστή».
Ο Beau Soleil εμφανίστηκε στο φιλμ, πριν τον πιάσουν (εννοείται), ως μέλος της «οικογένειας» τού Charles Manson, για τη δολοφονία του Gary Hinman ενός δάσκαλου μουσικής και έμπορου LSD την 27/7/1969, γράφοντας εν τέλει (κρατείστε αυτό το «εν τέλει») και το original soundtrack, όντας στη φυλακή (στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70). Πολύ ενδιαφέρον electronic-rock soundtrack, κάτι ανάμεσα σε Pink Floyd, Ash Ra Tempel, Tangerine Dream και τα σχετικά, το οποίο έχει κυκλοφορήσει κάμποσες φορές. (Προτιμότερη είναι, ίσως, η έκδοση στην αμερικανική Arcanum Entertainment, το 2004).
Είχαν προηγηθεί, όμως, άλλα γεγονότα…
Ενώ το “Lucifer Rising” ξεκίνησε να ετοιμάζεται το 1966, την επόμενη χρονιά η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε επειδή, κατά τον Anger, o Beau Soleil είχε βουτήξει το πρωτογενές υλικό. (Σε μια συνέντευξή του, στο ίδιο τεύχος του “Classic Rock”, ο Beau Soleil το αρνείται κατηγορηματικά).
Το αποτέλεσμα τούτου ήταν ο Anger να εγκαταλείψει την Αμερική.
Πριν όμως είχε συμμετάσχει σε μια κορυφαία δράση της αντικουλτούρας, τον Εξορκισμό του Πενταγώνου, τον Οκτώβριο του 1967, που είχε αποκτήσει μεγάλες διαστάσεις μέσα στο αντιπολεμικό κίνημα.
Όπως έγραφε και ο Norman Mailer στις «Στρατιές της Νύχτας» [Νέοι Στόχοι, 1971]:
«21 Οχτωβρίου 1967, Ουάσιγκτων, ΗΠΑ, Πλανήτης Γη. Εμείς οι Λεύτεροι, όλων των χρωμάτων του ουράνιου τόξου, στ’ όνομα του Θεού, του Ρα, του Ιεχωβά, του Άνουβη, του Οσίριδος, του Τλάλοκ, του Κετσαλκότλ, του Θωθ, του Φθα, του Αλλάχ, του Κρίσνα, του Σάνγκο, του Σιμέκ, του Σουκού, του Ολίσα-Μπούλου-Ούα, του Ίμαλς, του Ορισάου, του Ουντουντούα, της Κάλι, του Σίβα-Σάκρα, του Μεγάλου Πνεύματος, του Διονύσου, του Ιαβέ, του Θωρ, της Ίσιδος, του Ιησού Χριστού, του Μετρέυα, του Βούδα, του Ράμα εξορκίζουμε και αποδιώχνουμε το κακό που έχτισε και αιχμαλώτισε το πεντάγωνο της δύναμης κι έχει διαστρεβλώσει τη χρήση του στις ανάγκες της ολοκληρωτικής μηχανής και του παιδιού της, της υδρογονικής βόμβας, κι έχει κάνει τους ανθρώπους του πλανήτη Γη, τον αμερικάνικο λαό και τα πλάσματα των βουνών, των δασών, των ποταμών και των ωκεανών, να υποφέρουν φριχτό πνευματικό και σωματικό μαρτύριο και το ατελείωτο βασανιστήριο της επικρεμάμενης απειλής μιας απόλυτης καταστροφής».
Ο Anger, όντας δηλωμένος αποκρυφιστής, μπορεί να δυσαρεστήθηκε από την κοινωνικοπολιτική τροπή που έπαιρνε ο Εξορκισμός (στον οποίο συμμετείχαν χιλιάδες ειρηνιστές διαδηλωτές, hippies και άλλοι), αλλά όπως διαβάζουμε στο συλλογικό τόμο “Spirit Possession Around the World” [ABC-CLIO, Santa Barbara, 2015]… «αργότερα θα ισχυριστεί πως είχε διεισδύσει επιτυχώς στο Πεντάγωνο και πως είχε αφήσει μαγικά φυλακτά στα δωμάτια 93 ανδρών, έχοντας εξηγήσει πως αυτό ήταν μια μαγική επίθεση στον Άρη, το θεό του πολέμου και κυβερνώσα θεότητα της Αμερικής».
Το 1968 βρίσκει τον Kenneth Anger στο Λονδίνο, όπου επιχειρεί να γυρίσει μία νέα ταινία που θα είχε τίτλο “Invocation of My Demon Brother”.
Γνωρίζεται με τους Mick Jagger και Keith Richards σ’ ένα λονδρέζικο πάρτι, κάτω από την επίδρασή του οι Rolling Stones ηχογραφούν το “Sympathy for the devil” τον Ιούνιο του ’68 (το ισχυρίζεται ο Anger αυτό και μάλλον έχει δίκιο), ενώ ο Jagger θα γράψει το soundtrack της (11λεπτης) ταινίας – ένα μονότονο, σαν λούπα, synth-based κατασκεύασμα, που κόβεται πού και πού από κάτι ξεκάρφωτες κρουστές ομοβροντίες. Πρόκειται απλώς για ό,τι πιο ακραίο βγήκε ποτέ από την παρέα των Rolling Stones.
Στην ταινία εκτός από τους Jagger και Richards εμφανίζονταν ακόμη ο Bobby Beau Soleil ως Εωσφόρος και ο Anton La Vey (ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Σατανά, που ήταν και μουσικός).
Η φιλία του Jagger με τον Anger θα πάρει την κατιούσα μετά τα γεγονότα στο Altamont, την 6/12/1969 και το φόνο του 18χρονου μαύρου Meredith Hunter (από τους Hell’s Angels, τους σεκιουριτάδες των Rolling Stones), που σχετιζόταν (έτσι λένε) με το “Sympathy for the devil”.
Για την ολοκλήρωση, πάντως, του “Lucifer Rising” ο Kenneth Anger θα πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο το 1970, θα περάσει και από την τότε Δυτική Γερμανία για την αναζήτηση φυσικού ντεκόρ, και φυσικά θα χρειαστεί η διανομή των Marianne Faithfull, Donald Cammell (συν-σκηνοθέτης της «Παράστασης» μαζί με τον Nicolas Roeg και γιος –κατά τον Jimmy Page– ενός κολλητού τού Aleister Crowley) και Chris Jagger (αδελφός του Mick), για να πάρει η ταινία τη μορφή που έχει από το 1972 κι εντεύθεν.
Όμως, η ιστορία ούτε εδώ έχει τέλος…
Το 1971 (πριν ετοιμαστεί το “Lucifer Rising” δηλαδή), ο Kenneth Anger θα γνωρίσει σ’ ένα ταξίδι του στο Λονδίνο τον Jimmy Page. Είχαν βρεθεί κι οι δυο τους σε μια δημοπρασία αντικειμένων που σχετίζονταν με τον Aleister Crowley. Όπως θυμάται ο Anger (πάντα από το “Classic Rock”):
«Συναντηθήκαμε να "χτυπάμε" το ίδιο βιβλίο σε μια δημοπρασία του Sotheby’s, και βεβαίως ο Page κέρδισε. Με ρώτησε τότε αν ήθελα να ρίξω μια ματιά στη συλλογή του. Δέχτηκα. Πήγα στο σπίτι του, στο Kent, και είδα μια τρανή σειρά από βιβλία».
Λέει ο Page:
«Ο Anger ήταν πιο κατατοπισμένος από μένα στα θέματα περί τον Crowley. Επίσης, είχε εμπλακεί σε ορισμένες επανατυπώσεις των πρώτων εκδόσεων των βιβλίων του, κι ήταν πολύ πεπειραμένος στο θέμα. Είχα ακούσει κι εγώ αυτές τις ιστορίες, πως είχε πετάξει ένα τούβλο από το παράθυρο τού σπιτιού τού Mick Jagger, όταν κάποια στιγμή τσακώθηκαν, είχα ακούσει δηλαδή ότι ο θυμός του θα μπορούσε να ήταν ενοχλητικός, όμως εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα μαζί του μέχρι ενός σημείου».
Σε ποιο σημείο αναφέρεται ο Page; Στο γεγονός ότι συνέθεσε, πρώτος αυτός, το soundtrack του “Lucifer Rising”, δίχως εν τέλει να χρησιμοποιηθεί η μουσική του από τον Anger. Υπήρξε, προφανώς, μία μεταξύ τους παρεξήγηση. Η ταινία είχε διάρκεια περί τα 29 λεπτά, ο Page είχε συνθέσει 22 λεπτά μουσικής μέσα σε τρία χρόνια (1973-76), λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων με τους Led Zeppelin (όπως παραδέχτηκε και ο Anger αργότερα), ο Anger ήθελε ν’ ακούγεται μουσική καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ… και κάπως έτσι επήλθε η ρήξη.
Υπάρχει ένα λέγε-λέγε και στο “Classic Rock”, όπως και στο διαδίκτυο, που αν και ενδιαφέρον, δεν έχει νόημα να το αναπαράγουμε πλήρως.
Η ουσία είναι πως η μουσική του Page, που δεν είχε καμία σχέση (ως αίσθηση) μ’ εκείνην του Beau Soleil δεν μπήκε στην ταινία – επισήμως τουλάχιστον, μια και κυκλοφορεί μια version τού φιλμ με το 23λεπτο OST του Page. (Βεβαίως, δεν ξέρω αν πρόκειται για πρωτογενές υλικό, ή για μεταγενέστερο μοντάζ, καθότι το soundtrack του Page κυκλοφορεί σε δίσκο, από την Boleskine House, ήδη από το 1987 και, εννοείται, πως υπάρχει από χρόνια και σε CD).
Όπως λέει ο ίδιος ο Jimmy Page (πάντα από το “Classic Rock”), ο οποίος, ας το πω, συνέθετε τη μουσική, δίχως να έχει δει το φιλμ:
«Είχα μιαν ιδέα γύρω από τι ήθελε ο Anger. Έτσι ανέπτυξα αυτό που ξέρετε, στο δικό μου στούντιο, μεταχειριζόμενος διάφορα όργανα και εφφέ. Είχα ήδη την tampura, ένα ινδικό όργανο που παράγει ένα μεγαλοπρεπή βόμβο, και που το είχα φέρει από τα ταξίδια μου στην Ινδία. Ένα κι ογδόντα ψηλό και με πραγματικά βαθειά, τερατώδη θα έλεγα αντήχηση. Αυτό ήταν το πρώτο που σκέφτηκα. Εντελώς υπνωτικό και εκστατικό. Είχα επίσης ένα βουδιστικό τραγούδι, που ήταν κάπως κακοφτιαγμένο – κάθε τι δηλαδή δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως εμφανίστηκε στο σάουντρακ. Έπαιξα tabla drums, όχι τόσο καλά μπορώ να πω, αλλά το εφφέ τους ήταν πραγματικά καλό. Έτσι κάπως το πράγμα άρχισε να αναπτύσσεται. Είχα επίσης συνθεσάιζερ και μέλοτρον. Και προς το τέλος υπάρχει κι ένας ακουστικός 12χορδος καταρράκτης, μαζί μ’ εκείνες τις κόρνες, που ηχούν κάπως σαν τις κόρνες του Αρχάγγελου Γαβριήλ. Ήταν πράγματι ένα καλό κομμάτι».
Αλήθεια.
Occult music για τις άνυδρες νύχτες που θα έρθουν.