Ένα κορίτσι που γράφει για όλα τα κορίτσια. Η Έμα είναι γεννημένη το 1989, δηλαδή είναι είκοσι εφτά χρονών σήμερα. Οπότε, δεδομένου ότι η διαδικασία της έκδοσης στις ΗΠΑ κρατά περί τον ενάμιση χρόνο (για την ακρίβεια, ο Random House αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου, έναντι 2.000.000 δολαρίων, το φθινόπωρο του 2014), έγραψε τα «Κορίτσια» ας πούμε στα είκοσι πέντε της. Ή και πιο μικρή, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι το θέμα την απασχολούσε ήδη και σε πιο πρώιμα γραπτά της, μικρά κομμάτια, fiction ή δοκιμιακά, που δημοσίευε σε λογοτεχνικά περιοδικά (στο Tin House, στο Granta, στο The Paris Review — σε μερικά από τα καλύτερα του χώρου δηλαδή) όσο ανακάλυπτε και επεξεργαζόταν τον εαυτό της, κάνοντας και διάφορα άλλα πράγματα στο μεταξύ, όπως το να προσπαθεί να γίνει ηθοποιός, να σχετίζεται με μεγαλύτερους της, να δουλεύει σαν freelance δημοσιογράφος, να σκαλίζει το παρελθόν ή απλώς να σπουδάζει. Αυτό και μόνο —η ηλικία της, το ότι είναι μικρή— δίνει μία ξεχωριστή διάσταση, έναν απολύτως άλλο αέρα στο μυθιστόρημά της — έναν αλλόκοτο αέρα. Θέλω να πω, αν είχε γράψει αυτό το βιβλίο ένας φτασμένος, παγκοσμίως γνωστός και «ευπώλητος» λογοτέχνης, στην ακμή της καριέρας του, θα το χαρακτηρίζαμε μεν και τότε ένα συναρπαστικό και μοντέρνο και καθηλωτικό ανάγνωσμα, και όλα τα άλλα, αλλά θα μας φαινόταν και αρκετά λογικό που συνέβη έτσι. Γιατί αυτό δεν είναι ένα βιβλίο που μπορεί εύκολα να γεννηθεί από το μυαλό ενός τόσο νέου: το ποσοστό των νεαρών σε ηλικία συγγραφέων που είναι σε θέση να γράψουν κάτι τέτοιο, και μάλιστα έτσι, είναι στατιστικώς ασήμαντο. (Οι σπάνιες στατιστικές αποκλίσεις πάντα, βέβαια, μας σαστίζουν και μας χαροποιούν ιδιαίτερα). Τα «Κορίτσια» δεν είναι ένα πρώτο μυθιστόρημα· δεν είναι ένα «πρωτόλειο». Ή, για να το πούμε αλλιώς: αν ξεκίνησε έτσι η Έμα Κλάιν, κανείς δεν ξέρει πού μπορεί να φτάσει. Θα το δούμε βέβαια αυτό σχετικά σύντομα: το συμβόλαιό της μιλά για ένα ακόμη μυθιστόρημα, συν μία συλλογή διηγημάτων. Και ο Random House ξέρει πού επενδύει τα λεφτά του.
Η αναπαράσταση της περιόδου —πολύ δύσκολο έργο, και κοπιώδες, δεν γίνεται ποτέ από μόνο του— είναι σχεδόν χειροπιαστή. Οι περιγραφές της φάρμας, ενός τόπου έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, τόπου σήψης, οδύνης αλλά και θρησκευτικής προσήλωσης στον ηγέτη και απόλυτου έρωτα με την αντρική εξουσία, είναι άψογες. Και ανατριχιαστικές.
Από την άλλη βέβαια μεριά, η Κλάιν γράφει για κάτι που ξέρει πολύ καλά. Γι' αυτό που είναι, και γι' αυτό που υπήρξε: γράφει για τα κορίτσια. Και η κεντρική ηρωίδα της είναι δεκατεσσάρων ετών. Χρησιμοποιεί μεν κάποια πολύ συγκεκριμένα «δείγματα» κοριτσιών, και εν πολλοίς —και εκ των πραγμάτων, όπως αυτά εξελίχτηκαν— ξεχωριστά για κάποιους πολύ συγκεκριμένους λόγους (όχι καλούς), αλλά εντέλει μιλά για όλα τα κορίτσια. Αυτό ακριβώς που κάνει πάντα η λογοτεχνία, δηλαδή: μας μιλά για κάποιον που εντέλει είναι ο συγγραφέας, που εντέλει είμαστε εμείς και που εντέλει είναι ο κόσμος όλος. Παράλληλα λοιπόν με αυτό που ονομάζουμε γυναικείο μυθιστόρημα —και αναφέρομαι εδώ σε γυναίκες συγγραφείς όπως, για παράδειγμα, η Φερράντε και, αν θέλετε, στις συγκλονιστικές, άγριες, ασθματικές «Μέρες εγκατάλειψης» (Άγρα, 2004), μεταξύ αρκετών άλλων σπουδαίων γυναικείων βιβλίων—, η Κλάιν γράφει «κοριτσίστικο μυθιστόρημα». Γι' αυτό και το βιβλίο της πρέπει να διαβάσουν πολύ οι γυναίκες, και μακάρι και οι πολύ νέες. Μιλάει για όλες τους. Κατά τον ίδιο ακριβώς λόγο, θα ευχόμουν βαθιά να το διάβαζαν και άντρες. Θα τους έκανε καλό.
Παιδιά των μαραμένων λουλουδιών. Θέμα του μυθιστορήματος είναι η «κοινωνία» του Τσαρλς Μάνσον, το κοινόβιό του, τα μέλη της σέχτας του, η προσωπικότητα εκείνου του διαταραγμένου ανθρώπου και οι μοίρες των κοριτσιών, αλλά όχι μόνο, που γοητεύονταν από την αύρα του και τον ακολουθούσαν σε ό,τι παράλογο, γελοίο, αυτοκαταστροφικό και, εντέλει, δολοφονικό επέλεγε κάθε φορά μέσα στην τρέλα του. Τα ονόματα είναι αλλαγμένα, αλλά ο Μάνσον (που στο βιβλίο ονομάζεται Ράσελ) και η εποχή δεν είναι. Η Κλάιν έχει ψάξει επισταμένως όλες τις πηγές και όλα τα αρχεία για τη δεκαετία τού '60, και κυρίως για το τέλος της (διόλου άδοξο τέλος, αν το σκεφτεί κανείς σοβαρά και απομακρύνοντας τα πέπλα της λουλουδάτης αφέλειας από τα μάτια του). Επισταμένως: νιώθεις διαρκώς πως με κάποιον τρόπο ήταν εκεί, χρησιμοποιούσε πράγματι εκείνο το μανό, φορούσε όντως εκείνο το λερό φουστάνι με τα λουλούδια και τα λαχούρια, άκουγε για πρώτη φορά εκείνες τις νότες, ερχόταν στ' αλήθεια πρόσωπο με πρόσωπο με το κιτς των 60s και έβαζε κάτω από τη γλώσσα της εκείνα τα τρυπάκια. Η αναπαράσταση της περιόδου —πολύ δύσκολο έργο, και κοπιώδες, δεν γίνεται ποτέ από μόνο του— είναι σχεδόν χειροπιαστή. Οι περιγραφές της φάρμας, ενός τόπου έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, τόπου σήψης, οδύνης αλλά και θρησκευτικής προσήλωσης στον ηγέτη και απόλυτου έρωτα με την αντρική εξουσία, είναι άψογες. Και ανατριχιαστικές. Το θέμα, μάλιστα, της Κλάιν, κι αυτό είναι απροσδόκητο σχεδόν, δεν είναι τα καθαυτό εγκλήματα, ο φόνος της εγγύου Σάρον Τέιτ και των υπολοίπων στο σπίτι του Πολάνσκι, μολονότι και αυτά βεβαίως θα τα εξιστορήσει. Δεν είναι καν, μάλιστα, ο ίδιος ο Μάνσον. Είναι τα κορίτσια. Μας μιλά γι' αυτά. Με γνώση, ρεαλισμό, ενσυναίσθηση και αγάπη.
Θα μπορούσε να ήταν ένα άγριο θρίλερ, αλλά αυτό εδώ είναι ένα μυθιστόρημα για τα κορίτσια: για τον ψυχισμό και τη σεξουαλικότητά τους, για το πώς βλέπουν τα αγόρια και τους άντρες και για το πώς τους φέρονται τα αγόρια και οι άντρες, για το πώς προσεγγίζουν το ίδιο τους το φύλο, για το πώς αναγνωρίζουν μία σύντροφο και μια φιλενάδα ή σύμμαχο, για το πώς αναζητούν την ταυτότητά τους σε μία δομή καθαρά ανδροκρατούμενη: «Η Σούζαν όμως δεν είχε τίποτ' άλλο: είχε παραδώσει στον Ράσελ ολόκληρη τη ζωή της, που πια είχε γίνει κάτι σαν αντικείμενο, ένα πράγμα που εκείνος μπορούσε να γυρίζει στις παλάμες του ζυγίζοντας το βάρος του. Η Σούζαν και τα άλλα κορίτσια είχαν χάσει την κριτική ικανότητά τους, έτσι πλαδαρός και άχρηστος που είχε καταντήσει ο μυς του αχρησιμοποίητου εγώ τους. [...] Ήξερα ότι απλώς και μόνο το να είσαι κορίτσι ακρωτηρίαζε την ικανότητά σου να πιστέψεις στον εαυτό σου».
Πήρα την ομορφιά της προσωπικά. Η Έμα Κλάιν, δίνοντας τον λόγο στην ηρωίδα της, την Ίβι Μπόιντ (που μάλιστα, σε εμβόλιμα κεφάλαια που διαδραματίζονται σήμερα, έχει πια μεγαλώσει και κοιτά το παρελθόν με άλλη ματιά, ωριμότερη και πιο ψύχραιμη), επιλέγει συχνά να γράφει ελλειπτικά, παραλείποντας, με μια εφηβική συγγραφική αψάδα, υποκείμενα, κατηγορούμενα ή ρήματα. Δεν επινόησε η ίδια αυτό το στιλ, φυσικά, αλλά το κάνει έξοχα, και καθόλου κουραστικά — γιατί θα μπορούσε να καταντήσει κουραστικό. Και δεν το κάνει πάντα, γι' αυτό και οι έντονες αναπνοές που δίνει έτσι στο βιβλίο της σε παρασύρουν στον ρυθμό τους. Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη περισσότερο από καθετί άλλο είναι η παρατηρητικότητά της. Η παρατηρητικότητα είναι μέγα προσόν για έναν πεζογράφο, και αυτή η νεαρή Καλιφορνέζα απλώς είναι εξπέρ σ' αυτό, άγνωστο πώς. Μέτρησα πέντε ή έξι αναφορές σε δόντια, φέρ' ειπείν, στο πώς —για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα— κολλά και μένει για λίγο επάνω τους το φτηνό κρασί, ας πούμε: αυτά είναι πράγματα που δύσκολα παρατηρεί κανείς, μολονότι μπορεί, δι' αυτών, να δώσει χρώμα σε μία σκηνή ή να προσδώσει βάρος και αληθινή υπόσταση σε ένα χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που θα μπορούσε να διδαχτεί (και είμαι σίγουρος πως θα γίνει κάποια στιγμή αυτό) σε σχολή δημιουργικής γραφής — για προχωρημένους.
Τέλος, δεν διαβάζουμε κάθε μέρα κάτι τέτοιο: «Αυτό έκανα κι εγώ με την Ταμάρ — ανταποκρίθηκα στα σύμβολά της, στο χτένισμα και στα ρούχα και στη μυρωδιά του L'Air Du Temps που φορούσε, λες και επρόκειτο για σημαντικά δεδομένα, γνωρίσματα που αντικατόπτριζαν κάτι από τον εσώτερο εαυτό της. Πήρα την ομορφιά της προσωπικά». Και χαιρόμαστε που τα διαβάζουμε εδώ. Και σε μία πολύ καλή, πολύ επινοητική μετάφραση.
σχόλια