Το θεαματικό Manifesto του Julian Rosefeldt είναι κάτι περισσότερο από ένα installation 13 οθονών μέσα από τις οποίες ξεπροβάλλει το πολλαπλό είδωλο του χαμαιλέοντα που ακούει στο όνομα Κέιτ Μπλάνσετ. Απ’ όπου πέρασε –Μελβούρνη, Βερολίνο, Βόρεια Αμερική, απ’ όποια μεγάλη εικαστική διοργάνωση- το Manifesto προσέλκυσε το ενδιαφέρον με 13 ταινίες να προβάλλονται ταυτόχρονα σε γιγαντο-οθόνες και σε καθεμία από αυτές, η Μπλάνσετ να δίνει το δικό της ρεσιτάλ, υποδυόμενη κάθε φορά κάτι άλλο.
Ο Rosefeldt, πολυτάλαντος Γερμανός κινηματογραφιστής και καλλιτέχνης της εικόνας, εδώ και χρόνια είναι γνωστός για την αισθητική της δουλειάς του τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη. Ωστόσο, το Manifesto είναι η πρώτη μεγάλη δουλειά του στη Βόρεια Αμερική και πρακτικά εκείνη που θα ανοίξει το Sundance Film Festival τον προσεχή Ιανουάριο, τοποθετώντας τον πλέον ξεκάθαρα και απολύτως δίκαια στο προσκήνιο.
Το Manifesto αποτελείται από 12 δεκάλεπτες ταινίες και μία εισαγωγή 4 λεπτών, τον «Πρόλογο». Ήδη από τον προηγούμενο μήνα το Manifesto είναι το μεγάλο γεγονός που μονοπωλεί την αίθουσα Drill Hall στην ιστορική εγκατάσταση και κοιτίδα καλλιτεχνικών events και ανατρεπτικών εκθέσεων, στη γνωστή Armory στο Park Avenue.
Η Μπλάνσετ εδώ δεν υποδύεται χαρακτήρες: κατοικεί μέσα σ' αυτούς. Οι μεταμορφώσεις της είναι απλώς εκπληκτικές, καθώς από μία υποσιτισμένη goth rocker στο φιλμάκι "Stridentism/Creationism", γίνεται ένας αναμαλλιασμένος βρώμικος άστεγος άντρας που φτύνει λέξεις του Lucio Fontana, πάνω από τα συντρίμμια του παλιού Βερολίνου.
Σε κάθε φιλμάκι εξετάζεται ένα συγκεκριμένο είδος καλλιτεχνικών διακηρύξεων που απασχόλησαν τον 20ο αιώνα και καλύπτεται όλο το φάσμα των σπουδαίων καλλιτεχνικών κινημάτων που επηρέασαν τους ανθρώπους αυτού του αιώνα. Από το ελαχίστως γνωστό κίνημα του στριντετισμού –γνωστό, κυρίως στους ιστορικούς της λογοτεχνίας- μέχρι το κατώφλι του ντανταϊσμού και του Τριστάν Τζαρά, ο Rosefeldt λαμβάνει υπ’ όψιν τον τρόπο με τον οποίο επέδρασαν στις τέχνες φυσιογνωμίες όπως ο Μαρξ, ο Λάντερμαν, ο Ριντ, ο Κλάες Όλντενμπουργκ και φτιάχνει ένα δυνατό μείγμα των πιο αξιομνημόνευτων αφορισμών τους σε κινηματογραφική πλέον μορφή.
Για παράδειγμα, το φιλμάκι που ο ίδιος τιτλοφορεί ως «Επίλογο» δεν είναι παρά μία επιλογή από ρήσεις του Τζιμ Τζάρμους, του Λαρφς Φον Τρίερ, του Γουέρνερ Χέρτζογκ και του Λεμπέους Γουντς. Η πάντα εξαιρετική Μπλάνσετ πρωταγωνιστεί σε κάθε ένα από αυτά τα φιλμάκια, υποδυόμενη διαφορετικούς κάθε φορά χαρακτήρες. Για την ακρίβεια, δεν υποδύεται, αλλά κατοικεί μέσα σε καθέναν από αυτούς: οι μεταμορφώσεις της είναι απλώς εκπληκτικές, καθώς από μία υποσιτισμένη goth rocker στο φιλμάκι “Stridentism/Creationism”, γίνεται ένας αναμαλλιασμένος βρώμικος άστεγος άντρας που φτύνει λέξεις του Lucio Fontana, πάνω από τα συντρίμμια του παλιού Βερολίνου.
Οι λέξεις που εκστομίζει εδώ δεν είναι τίποτα λιγότερο από πολεμικές διακηρύξεις. Κάθε της εμφάνιση υποστηρίζεται από υψηλού επιπέδου υποστήριξη σε κάθε φάση της παραγωγής: από το εξαιρετικό μέικ απ και τα προσεγμένα κοστούμια, μέχρι τις εκπληκτικές τοποθεσίες και την άψογη κινηματογράφηση. Άλλωστε, ο Rosefeldt είχε ισχυρό όραμα για τον χαμαιλέοντα – Μπλάνσετ, τη μόνη ίσως που θα μπορούσε να αποδώσει και να επικοινωνήσει όλους αυτούς τους αφορισμούς, ειδικά εκείνους που προέρχονται από τις δεκαετίες του ’10 και του ’20, στο σήμερα.
Σε όλα τα φιλμ, ο Rosefeldt εξερευνά όλα τα είδη των στερεοτύπων, της διαίρεσης, της παρακμής, ενώ σε ένα μεγάλο μέρος των φιλμ κυριαρχεί η αργή, σχεδόν τεμπέλικη κίνηση της κάμερας, μέσα σε χώρους γεμάτους καπνό, με την Μπλάνσετ να ξεστομίζει τα θυμωμένα μανιφέστα της με τραχιά, βρετανική προφορά, βασικά με το αξάν της εργατικής τάξης και επί της ουσίας να είναι το μοναδικό στοιχείο που κινείται γρήγορα μέσα σε όλες αυτές τις ταινίες.
Εξίσου εύστοχο είναι και το φιλμάκι με το πριβέ πάρτι της CEO, με τους μεγαλοαστούς προσκεκλημένους, ντυμένους στην πένα, ακριβώς όπως περιμένει κανείς να είναι οι άνθρωποι αυτής της τάξης. Το σκηνικό και τα έπιπλα επίσης εναρμονισμένα με αυτό που αναπαρίσταται, κάτι που φυσικά κάνει ακόμη πιο μεγάλη την έκπληξη, όταν η ευγενική οικοδέσποινα αρχίζει να εξαπολύει μανιφέστα καλλιτεχνών, όπως ο Barnett Newman και ο Wyndham Lewis.
Κάθε φιλμ κάνει παύση ακριβώς την ίδια στιγμή που η Μπλάνσετ γυρνά και κοιτά την κάμερα και με τεχνητή, σχεδόν ρομποτική φωνή λέει κάποια από τα λόγια του κάθε μονολόγου. Η στιγμή περνά και τα φιλμ συνεχίζονται το ένα μετά το άλλο, αλλά όλο αυτό στο σύνολο του συνθέτει μια μοναδική οπτικοακουστική εμπειρία. Μεταξύ των φιλμ υπάρχουν κάποια ιντερλούδια σιωπής, επίσης εξαιρετικά συντονισμένα ανάμεσα στα φιλμ, με τρόπο που δημιουργεί ένα ομοιογενές ρυθμικό αποτέλεσμα μέσα στην αίθουσα Drill Hall.
Με λίγα λόγια είναι μία παραγωγή που χρειάζεται τον κατάλληλο χώρο και τον χρόνο (περίπου 2 ώρες) και την απερίσπαστη προσοχή των θεατών, γι' αυτό και όσοι γνωρίζουν τι απαιτεί αυτό το θέαμα –και τι αποθεωτικές κριτικές έχει ήδη αποσπάσει- ελπίζουν ότι η άφιξη του στη Νέα Υόρκη θα τύχει υποδοχής σε σημείο που του αρμόζει...
Υπάρχουν στιγμές κατά τη διάρκεια κάθε φιλμ, όπου σκοπίμως απειροελάχιστοι ήχοι ακούγονται άκρως ενισχυμένοι, έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να ακούσει ένα ποδοβολητό ή μαχαιροπίρουνα να χτυπούν στο πιάτο, όπως συμβαίνει στο φιλμάκι “Pop Art”, ή το πώς γρατζουνάνε τα μολύβια των μαθητών το χαρτί στο άλλο φιλμ “Film/Epilogue”, όλα να δίνουν μια άλλη αίσθηση ηχητικής, ενώ στην αρχή μέσα στην αίθουσα τυχαίοι ήχοι μπορεί να αποπροσανατόλιζαν την προσοχή.
Φυσικά στον τρόπο πρόσληψης του συγκεκριμένου installation παίζει ρόλο και ο τόπος, στον οποίο λαμβάνει χώρα: λόγου χάριν, στη Μελβούρνη το Manifesto εκτυλισσόταν σε μία τεράστια αίθουσα «ντυμένη» με μοκέτες, με τέτοια διαρρύθμιση που καθιστούσε αδύνατο το να παρακολουθήσει ο θεατής μονομιάς όλες τις ταινίες. Αναγκαστικώς, οι θεατές κάθονταν κάτω για να απολαύσουν το θέαμα. Και παρά το ότι ακούγονταν οι ήχοι από τα άλλα φιλμ, ήταν εύκολο να εστιάσει κανείς στην εικόνα που βρισκόταν μπροστά του και τους ήχους του φιλμ που εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε. Οι θεατές έμεναν, η προσοχή τους δύσκολα αποσπάτο από αυτό που μαινόταν μπροστά τους.
Στο Βερολίνο, το ίδιο δρώμενο διαδραματίστηκε σε έναν συμβατικό μουσειακό χώρο. Οι οθόνες ήταν μικρότερες, όπως και τα ηχεία και πάλι βρίσκονταν κρεμασμένοι πάνω από τους θεατές. Ωστόσο, η αίσθηση πουη δημιουργούσε όλο αυτό ήταν οικεία. Όμως στον χώρο της Armory αυτό που ταυτόχρονα είναι σπουδαίο είναι και το μεγάλο πρόβλημα του δρώμενου.
Όλα εκτυλίσσονται σε έναν γιγαντιαίο χώρο και τα φιλμς, που τώρα προβάλλονται μέσα από πολλαπλές γιγαντο-οθόνες είναι κάτι το θεσπέσιο. Οι στιγμές που η Μπλάνσετ μιλά κοιτώντας απευθείας την κάμερα είναι συγκλονιστικές. Το υπερμεγεθυμένο μέσα από τις οθόνες πρόσωπο της κυκλώνει τους θεατές και τα μανιφέστα που «φτύνει» είναι κοφτά και δυνατά.
Όμως, το ξύλινο πάτωμα και η αψιδωτή οροφή κάνουν τον κάθε ήχο να αντανακλά με τρόπο που αποσπά την προσοχή και καθιστά ακόμη πιο δύσκολο το να συγκεντρωθεί ο θεατής στις παύσεις και τις σιωπές, που μεσολαβούν μεταξύ των φιλμ. Οι επισκέπτες έχουν τον χρόνο να τσεκάρουν κινητά και μέιλς, είναι κάτι που αφαιρεί από τη μυσταγωγία που έτσι κι αλλιώς κρύβει το συγκεκριμένο, πολύπλοκο υπερθέαμα.
Με λίγα λόγια είναι μία παραγωγή που χρειάζεται τον κατάλληλο χώρο και τον χρόνο (περίπου 2 ώρες) και την απερίσπαστη προσοχή των θεατών, γι’ αυτό και όσοι γνωρίζουν τι απαιτεί αυτό το θέαμα –και τι αποθεωτικές κριτικές έχει ήδη αποσπάσει- ελπίζουν ότι η άφιξη του στη Νέα Υόρκη θα τύχει υποδοχής σε σημείο που του αρμόζει…
Με στοιχεία από Ηyperallergic