Βγαλμένος από τη μήτρα του κόσμου, όπου βρισκόταν η καρδιά κάθε Ινδιάνου, και ποτισμένος με το περήφανο σθένος του αετού ήρθε στον κόσμο ο Τζερόνιμο, ο ατρόμητος αρχηγός της φυλής Τσιρικάουα των Απάτσι που έμεινε στις μνήμες για τις μάχες που έδωσε κόντρα στους χλωμούς λευκούς και στους Μεξικανούς τον 19ο αιώνα, ξεσηκώνοντας κάθε λογής ανένταχτους, πολεμιστές και στρατηλάτες. Από αυτόν εμπνεύστηκε τις αιφνίδιες επιθέσεις του αντάρτικου ο Τσε Γκεβάρα και την εικόνα του αγέρωχου πολεμιστή και σαμάνου είχαν κρεμασμένη στα δωμάτιά τους οι πλήθος ανυπότακτοι και παράξενοι ποιητές.
Στο βιβλίο Τζερόνιμο - Η Αυτοβιογραφία, που κυκλοφόρησε από εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου, ο αναγνώστης ανιχνεύει τα δωρικά σπέρματα της τιμής του πολεμιστή, ο οποίος μιλάει όλο περηφάνια για την ξακουστή και αγέρωχη φυλή του. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά τον θάνατο του περίφημου αρχηγού των Απάτσι, οι λόγοι που επαναφέρουν στο προσκήνιο το όνομα του Τζερόνιμο είναι περισσότεροι από ποτέ: η φύση εγκαταλείπεται στο έλεός της και στα ίδια μέρη όπου οι Ινδιάνοι ανέπνεαν αέρα ελευθερίας ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ απειλεί να υψώσει ένα τείχος διαχωρισμού και μίσους. Λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία του Τραμπ και μετά τις εξαγγελίες του για το τείχος που προτίθεται να χτίσει στα σύνορα με το Μεξικό, ο αναγνώστης έχει κάθε λόγο να ανατριχιάζει με τις αφηγήσεις του Τζερόνιμο για τις σφαγές που έλαβαν χώρα στην περιοχή γύρω από τα σύνορα και στην έρημο της Αριζόνας από τους χλωμούς λευκούς, για τις προδοσίες και τις παραβιάσεις των συμφωνιών ειρήνης –όπως μετά από εκείνη που είχε αποπειραθεί να κλείσει ο αρχηγός της φυλής Μάνγκους-Κολοράδο το 1863, ο οποίος δολοφονήθηκε από τον στρατηγό Ουέστ, παρ’ ότι είχε διαμηνύσει ότι προσέρχεται στις συζητήσεις ως ειρηνοποιός–, για τις άνανδρες επιθέσεις στα γυναικόπαιδα, για τα στρατόπεδα υποχρεωτικής διαμονής, για τα καλαμποκάλευρα που τους έδιναν ποτισμένα με στρυχνίνη.
Λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία του Τραμπ και μετά τις εξαγγελίες του για το τείχος που προτίθεται να χτίσει στα σύνορα με το Μεξικό, ο αναγνώστης έχει κάθε λόγο να ανατριχιάζει με τις αφηγήσεις του Τζερόνιμο για τις σφαγές που έλαβαν χώρα στην περιοχή γύρω από τα σύνορα και στην έρημο της Αριζόνας από τους χλωμούς λευκούς, για τις προδοσίες και τις παραβιάσεις των συμφωνιών ειρήνης
Αλλά ο Τζερόνιμο είχε ήδη βιώσει από νεαρός την αδικία: μια αιφνιδιαστική επίθεση στο χωριό του από τους Μεξικανούς τον άφησε πολύ νωρίς ορφανό από μητέρα, χωρίς σύζυγο και με σκοτωμένα τα δυο του παιδιά. Έκτοτε μετατράπηκε από γενναίο πολεμιστή των Απάτσι Τσιρικάουα στον αιμοχαρή Ινδιάνο που αρνιόταν διαρκώς να παραδώσει τα όπλα. Σύμφωνα με τις αυτοβιογραφικές περιγραφές του, ο ίδιος πήρε τα ηνία όταν του παρέδωσε την αρχηγία ο Μάνγκους-Κολοράδο και οδήγησε πεζή τους έξι ακολούθους του σε μια σειρά από πετυχημένες επιδρομές στα βουνά της Σιέρρα δε Σαουρίπα. Έκτοτε, θα είναι ο πετυχημένος αρχηγός και θα αποδειχθεί ότι είχε δίκιο να μην υποχωρήσει, τότε τη δεκαετία του 1860, παρά τις υποδείξεις του πεθερού του Κοτσίσε (ο Τζερόνιμο ξαναπαντρεύτηκε αρκετές φορές, ενώ μας πληροφορεί ότι οι Ινδιάνοι μπορούσαν να συντηρούν παράλληλα μέχρι δύο γυναίκες). Για μια εικοσαετία, από το 1860 έως το 1880, θα επιμείνει στο αντάρτικο, παρασέρνοντας μαζί του αρκετούς πολεμιστές. Ωστόσο, οι απώλειες είναι τραγικές: μια επίθεση στα βουνά του Κάσα Γκράντε και στο «Σκο-λάτα» από τους Μεξικανούς τον αναγκάζουν να υποχωρήσει, αλλά δεν το βάζει κάτω. Το 1884 καταφέρνει, για μια ακόμα φορά, και παρά τη συμφωνία ειρήνης που είχαν υπογράψει οι Τσιρικάουα αναγκαζόμενοι να ζήσουν ως αιχμάλωτοι σε στρατόπεδο, να παρασύρει μαζί του πολλούς Απάτσι, πείθοντάς τους ότι το άρωμα της ελευθερίας ταιριάζει καλύτερα σε ανθρώπους που θεωρούσαν ατιμωτικό το να βρίσκονται μακριά από την πατρίδα. Οι περιοχές υποχρεωτικής εγκατάστασης, όπως αυτή που τους είχαν ορίσει μετά την τελευταία τους ήττα το 1881, δεν ήταν γι’ αυτούς μόνο μια φυλακή αλλά οριστικός θάνατος, καθώς κάθε απομάκρυνση από την πατρίδα ισοδυναμούσε με αφανισμό: «Για τον Ινδιάνο, η προσκόλληση του ανθρώπου στη γενέθλιά γη του δεν αποτελούσε ρομαντική πανάκεια αλλά ζωτική ανάγκη. Ο άνθρωπος αρρώσταινε και στο τέλος πέθαινε –το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί σε έναν ολόκληρο λαό– αν αποκοβόταν από τη γη του, που ήταν γι’ αυτόν η πηγή της ζωής» σημειώνει ο Φρέντερικ Τέρνερ στην κατατοπιστικότατη εισαγωγή του.
Ενδεικτικό είναι ότι ο κύκλος της ζωής αρχίζει και τελειώνει για τον Τζερόνιμο στη γενέθλια γη της Αριζόνα. Από κει ξεκινά την ιστορία του, μετά την επική και άκρως ποιητική κοσμογονία που παραθέτει στην αυτοβιογραφία του, και εκεί καταλήγει με την επιστολή που στέλνει στον Πρόεδρο Ρούσβελτ, παρακαλώντας τον να τον αφήσει να επιστρέψει στη Μάνα Γη: «Η Αριζόνα είναι η γη μου, η γενέτειρά μου, η γη των προγόνων μου, και ζητώ τώρα την άδεια να επιστρέψω στα βουνά της. Αν αυτό συμβεί, θα πεθάνω ήσυχος, νιώθοντας ότι ο λαός μου, ζώντας στα πάτρια εδάφη του, θα πλήθαινε, αντί να λιγοστεύει, όπως συμβαίνει τώρα, κι ότι το όνομά μας δεν θα σβήσει». Οι Τσιρικάουα, μέλος της οποίας ήταν ο Τζερόνιμο, ήταν δεμένοι κυριολεκτικά με δεσμούς αίματος με τη γη τους και τη Φύση, χωρίς τις μετέπειτα εμμονές του ιδεαλισμού και του πατριωτισμού, κι αυτό φαίνεται από τη στιγμή που έρχονταν στον κόσμο. Όταν γεννιούνταν, η μητέρα φρόντιζε να τυλίξει τον πλακούντα τους γύρω από ένα δέντρο, δηλώνοντας έτσι την αιώνια σύνδεση με τον τόπο. Αυτός ήταν ιερός για πάντα τόσο για τους ίδιους όσο και για τους απογόνους τους. Η γη έφτιαχνε τους δεσμούς και η ινδιάνικη κουλτούρα εμφυσούσε την ελευθερία.
Γι’ αυτό και οι μάχες των Ινδιάνων κατά των χλωμών λευκών αποκαλύπτουν τη συμβολοποιημένη δύναμη που είχε γι’ αυτούς η Γη και όχι την επεκτατική τους τάση: αδιαφορώντας παντελώς για τα καπιταλιστικά αγαθά, παρά μόνο όσο τα χρειάζονταν για την επιβίωσή τους, οι «ερυθρόδερμοι» πάλευαν πρωτίστως για την περηφάνια και την αξιοπρέπεια. Ασφαλώς και επιδόθηκαν κι αυτοί σε λεηλασίες, τις οποίες δεν αρνείται ο Τζερόνιμο στη βιογραφία του, αλλά το έκαναν με σεβασμό στους άγραφους κανόνες του πολέμου και του ιερού. «Ο πόλεμος είναι υπόθεση ιερή και θρησκευτική» λέει σε κάποιο σημείο της βιογραφίας του και τέτοια σημασία έχει κάθε κίνηση, από τον πολεμικό χορό μέχρι τις ιαχές, «συνοδευόμενες από τουφεκιές», γύρω από τη φωτιά. Αποφεύγει, ωστόσο, να παραθέσει περιττές κομπορρημοσύνες στις περιγραφές που να εξηγούν γιατί και πώς η φυλή τον αναγόρευσε σε σαμάνο. Ο Φρέντερικ Τέρνερ, ο οποίος έγραψε την εισαγωγή, επισημαίνει σε σχετική υποσημείωση πως ένας αρχηγός όπως ήταν ο Τζερόνιμο «φρόντιζε να περιορίζεται στα γεγονότα, ειδάλλως κινδύνευε να τον αντικρούσουν και να τον γελοιοποιήσουν οι αυτόπτες μάρτυρες». Πάντως, ο ίδιος ο Τζερόνιμο, στο τέλος της αυτοβιογραφίας, παραδέχεται το λάθος του να συμβιβαστεί και να παραδώσει οριστικά τα όπλα το 1886 στον υπολοχαγό Τσαρλς Γκέιτγουντ, μην μπορώντας να βλέπει άλλο τους πολεμιστές του να ζουν στην ανέχεια. Δεν κατάφερε ποτέ να ταυτιστεί με τη ζωή των λευκών, παρ’ ότι κατέληξε να βαπτιστεί χριστιανός, να υπογράφει αυτόγραφα έναντι αμοιβής, να εμφανιστεί στην Παγκόσμια Έκθεση του 1904 στο Σεν Λιούις και να γίνει μια καρικατούρα προς καπιταλιστική εκμετάλλευση και τέρψη των θεατών. Παρ’ όλα αυτά, η αυτοβιογραφία του, όπως επισημαίνει και ο Τέρνερ, είναι «η φωνή ενός ανθρώπου που έχει τα πόδια του ριζωμένα στο χώμα της Μητέρας Γης του, τα χέρια του ορθάνοιχτα για να δέχεται την εποχική ευλογία του ανέμου, του ήλιου και της βροχής, την καρδιά του ταπεινή μπροστά σε μια άγρια φύση την οποία θεωρεί απροσμέτρητη επειδή είναι, πράγματι, απροσμέτρητη».
σχόλια