Ένα από τα καλά που έχει η Ελλάδα (και η ελληνική γλώσσα) είναι ότι αρκετά εύκολα και ίσως με περισσότερη ετοιμότητα μπορείς, αν ποτέ το θελήσεις, να ανατρέξεις στα κοιτάσματα της αρχαίας σοφίας και να βρεις μερικές «πρετ-α-πορτέ» σοβαρές απαντήσεις που θα σε γεμίσουν ικανοποιητικά με βεβαιότητες για ζητήματα που απασχολούν την ύπαρξη. Για παράδειγμα, σχετικά με το αφόρητο των γηρατειών, ο Σοφοκλής τα έχει πει όλα. Είναι εντελώς ανώφελο να ψάξει κάποιος για κάτι παραπάνω. Η αλήθεια περιέχεται ακέραιη στο περίφημο, άκρως δραματικό, κυνικό, αποκαρδιωμένο και εν τέλει συγκινητικό τρίτο στάσιμο μίας από τις πιο σκοτεινές τραγωδίες που γράφτηκαν ποτέ, του «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Και αυτό (ακολουθώντας την εμπνευσμένη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη) ξεκινά ως εξής: «Όποιος ορέγεται να ζήσει/ κι άλλο, κι άλλο, και δεν του φτάνει/ η μετρημένη του ζωή,/ αυτόν εγώ, μα την αλήθεια, τον έχω για πολύ μωρό./ Γιατί οι πολλές ημέρες που μακραίνουν/ φέρνουν τις λύπες πιο κοντά/ χαρές δεν πρόκειται να δεις/ όπου η ζωή τραβάει σε μάκρος, /πέρα απ' το θεμιτό της μέτρο./ Λυτρωτικός, μ' όλους ισότιμος,/ όταν σημάνει η ώρα του Άδη,/ προβάλλει ο θάνατος,/ και γράφει τέλος σε γάμους, μουσικές, χορούς». Δεν χρειάζεται να νιώθει κάποιος το βάρος της ηλικίας του για να πειστεί για τα παραπάνω. Αρκεί να παρατηρεί γύρω του και να διακρίνει τις περιστάσεις που επαληθεύουν αυτό που από χιλιετίες τώρα είναι διατυπωμένο και αναγνωρισμένο. Ως εκ τούτου, κάθε αντίθετη σκέψη ξαφνιάζει. Προκαλεί ένα ρήγμα στη βεβαιότητα και από τη χαραμάδα του εισβάλλει ένα αλλόκοτο φέγγος.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει με την περίπτωση του θαυμαστού Ιάπωνα ζωγράφου Χοκουσάι: θεωρούσε ότι το γήρας όχι μόνο δεν «γράφει τέλος σε γάμους, μουσικές, χορούς», όπως διατείνεται ο Σοφοκλής, αλλά ότι, αντιθέτως, είναι η μόνη φάση της ζωής κατά την οποία επιτυγχάνεται η καλλιτεχνική ολοκλήρωση και η παραγωγή έργων με ουσία. «Όταν ήμουν 50 ετών είχα ήδη τυπώσει ένα ολόκληρο σύμπαν από σχέδιά μου, όμως όσα έφτιαξα πριν από τα 70 μου τα θεωρώ όλα τους εντελώς ανάξια λόγου. Στα 75 μου, είχα μάθει τελικά δυο-τρία πράγματα για τα μοτίβα της φύσης, των ζώων, των φυτών, των δέντρων, του πουλιών, των ψαριών και των εντόμων. Όμως, μόνο όταν θα έχω φτάσει τα 80 θα δείτε –τότε, και μόνο τότε πραγματική πρόοδο στο έργο μου. Στα 90 μου, θα έχω διανοίξει πλέον έναν δικό μου δρόμο που θα οδηγεί βαθιά μέσα στα μυστήρια της ζωής. Στα 100 μου, θα είμαι πια ένας θαυμάσιος καλλιτέχνης. Στα 110 μου, ό,τι κι αν φτιάχνω –ας πούμε, μια κουκκίδα ή μια γραμμούλα–, θα ζωντανεύει με ένα αναπήδημα και κατά τρόπο που δεν θα έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν» έλεγε (σε εξωφρενικά ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά) ο Χοκουσάι. Όμως πέθανε σε ηλικία 88 ετών, το 1849. Ο θρύλος, πάντως, λέει ότι τα τελευταία του λόγια ήταν τα ακόλουθα: «Ας μου έδινε ο Ουρανός άλλα δέκα χρόνια! Μόνο τόσα φτάνουν – δεν ζητώ περισσότερα. Έστω και πέντε χρόνια ακόμη θα έφταναν για να καταφέρω να γίνω πραγματικός καλλιτέχνης!». Κι όλα αυτά από έναν άνθρωπο που γνώρισε κάθε πιθανή αναγνώριση ενόσω ζούσε και που το καλλιτεχνικό του έργο αποδεικνύεται ότι είχε, και έχει, τεράστια επιρροή.
Πολλοί θεωρούν ότι ο ιμπρεσιονισμός γεννήθηκε χάρη στα ερεθίσματα που πρόσφερε η τέχνη του Χοκουσάι στους Γάλλους καλλιτέχνες που συνέλεγαν τις ξυλογραφίες του και άλλες εκτυπώσεις έργων του, οι οποίες άρχισαν να φτάνουν στην Ευρώπη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Στον Μονέ, για παράδειγμα, η επιρροή αυτή ξέφευγε από τα όρια των τελάρων που ζωγράφιζε και διείσδυε στην ίδια την καθημερινή ζωή του με ποικίλους τρόπους – π.χ. οι κήποι στο περίφημο σπίτι του στο Giverny της βόρειας Γαλλίας είχαν διαμορφωθεί με πρότυπο τους γιαπωνέζικους κήπους, ενώ η σύζυγός του, εντός οικίας, φορούσε κιμονό.
Στα έργα του αναγνωρίζει κανείς μια μακάβρια, υπομανιακή πτυχή, μια προτίμηση για τον παρωδιακό και πολύ συχνά ακραίο πριμιτιβισμό, μια πρόθεση να ξύσει ουλές, αδιαφορώντας για το τι θα συμπαρασύρουν καθώς θα γίνονται πληγές που ματώνουν.
Ωστόσο, και παρά το ότι ο Κατσουσίκα Χοκουσάι, όπως είναι το πλήρες όνομά του, υπήρξε ο πρώτος Ιάπωνας καλλιτέχνης που γνώρισε διεθνή καταξίωση, ο ίδιος έζησε όλη του τη ζωή (1760-1849) υπό τις συνθήκες του εθνικού απομονωτισμού της Ιαπωνίας, ο οποίος έληξε το 1858, αφού διήρκεσε πάνω από δύο αιώνες. Επιπλέον, και παρά το ότι η τέχνη του αγαπήθηκε πολύ στην Ιαπωνία, δεν έτυχε ποτέ αποδοχής από τους ιθύνοντες του αυτοκρατορικού παλατιού, οι οποίοι την έκριναν προβοκατόρικη και χυδαία. Στην πραγματικότητα, ήταν πρωτοποριακή όσο δεν τον χωρά ο νους και ανεξάντλητα επινοητική, σε σημείο που και σήμερα να αναρωτιέται κάποιος από πού αντλούσε τόση έμπνευση. Το 1804 δημιούργησε το πορτρέτο ενός βουδιστή ιερωμένου, το οποίο ζωγράφισε με σκούπες που βουτούσε μέσα σε κουβάδες με μελάνι – λέγεται ότι είχε συνολικό μήκος 180 μέτρα. Μια άλλη ανεκδοτολογική ιστορία λέει ότι κέρδισε τον διαγωνισμό ζωγραφικής που αθλοθέτησε ένας μεγάλος άρχοντας, ζωγραφίζοντας σε ένα μακρύ χαρτί μια γαλάζια καμπύλη και στη συνέχεια, αφού βούτηξε τα πόδια ενός κοτόπουλου μέσα σε μπογιά, το κυνήγησε ώστε αυτό να πατά κάθε τόσο στο γαλάζιο και να αφήνει κόκκινα αποτυπώματα. Με αυτό τον τρόπο δημιούργησε τη σύνθεση «Ξερά φύλλα σφενδάμου στα νερά του ποταμού Τατσούτα».
Με ανάλογο τρόπο υπήρξε ξεχωριστός και ως ιδιοσυγκρασία. Ήταν ένας άνθρωπος μεγαλύτερης –ηρωικότερης– κλίμακας από αυτήν που προΰποθέτει η ζωή για μια απλή επιβίωση. Αποβλήθηκε από τη σχολή στην οποία μαθήτευε επειδή αμφισβητούσε τα όρια της τέχνης που εκείνη του έθετε και ξεκίνησε να πειραματίζεται εμπνεόμενος συχνά από δυτικά πρότυπα (κυρίως ολλανδικές χαλκογραφίες που είχαν απομείνει στην Ιαπωνία από την εποχή πριν από την ηθελημένη απομόνωσή της). Στη διάρκεια της ζωής του άλλαξε πολλές φορές το όνομά του, κάτι που ήταν μεν συνηθισμένο για τους Ιάπωνες ζωγράφους, αλλά στην περίπτωσή του συνέβη καθ' υπερβολήν. Μία από τις 30 τουλάχιστον ονομασίες του, την οποία υιοθέτησε προς το τέλος της ζωής του, ήταν «ο γέρος που είναι τρελαμένος με την τέχνη».
Ανάλογος ήταν και ο ρυθμός παραγωγής έργων (υπολογίζεται ότι φιλοτέχνησε περί τα 30.000), αλλά και ο ρυθμός με τον οποίο άλλαζε στυλ και τεχνικές στη ζωγραφική του. Το 1814 δημοσίευσε την πρώτη συλλογή του από manga (μια λέξη που σημαίνει «τυχαία σχέδια» και σήμερα χρησιμοποιείται για τα περίφημα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια, επειδή αυτά κατάγονται από τα manga του Χοκουσάι). Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και το «Όνειρο της συζύγου του ψαρά», το οποίο τα τελευταία χρόνια η ποπ κουλτούρα έχει αναδείξει σε σπουδαίο εικόνισμά της και δείχνει ένα υπερμέγεθες χταπόδι να ασελγεί με τα οκτώ πόδια και το στόμα του πάνω σε μια γυμνή γυναίκα (η οποία βρίσκεται σε έκσταση και δεν θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι πρόκειται για τη σύζυγο του ψαρά). Παρ' όλα αυτά, το έργο του Χοκουσάι, που θεωρείται το πλέον αναγνωρίσιμο, είναι το «Μεγάλο κύμα έξω από το Καναγκάουα» που φιλοτεχνήθηκε το 1830 και ανήκει στην περίφημη σειρά «100 απόψεις του όρους Φούτζι».
Όλα τα παραπάνω θα ήταν μια στυγνή παράθεση εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών, αν δεν χρησίμευαν για μια πλήρη αντιστοίχισή τους με ένα σύγχρονο ιερό τέρας των ιερών τεράτων, τον Γερμανό καλλιτέχνη Georg Baselitz. Αν υποθέσουμε ότι μια απροσδιόριστη δύναμη μας επέβαλλε να μετρήσουμε με τα δάχτυλα του ενός μόνο χεριού τους Γερμανούς ζωγράφους που υπήρξαν οι σημαντικότεροι στη διαμόρφωση της τέχνης αυτής της χώρας από το 1950 και μετά, σε κάθε πιθανή εκδοχή ο Baselitz θα συμπεριλαμβανόταν στην πεντάδα.
Γεννήθηκε το 1938, στο κρατίδιο της Σαξονίας, το οποίο μεταπολεμικά ανήκε στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR). Βίωσε, δηλαδή, την απομόνωση από ένα ευρύτερο φάσμα ερεθισμάτων και έναν πιεστικό έλεγχο, κόντρα στην ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης. Όπως έχει πει (σε εξωφρενικά ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά): «Πρώτα είχαμε τους ναζί και μετά τους κομμουνιστές». Άλλαξε το πραγματικό του όνομα σε Baselitz (ονομασία που προέρχεται από το Deutschbaselitz, που ήταν η πόλη καταγωγής του). Αποβλήθηκε από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Ανατολικού Βερολίνου λόγω «πολιτικής ανωριμότητας», και γράφτηκε στην αντίστοιχη του Δυτικού Βερολίνου (ευνοήθηκε από το γεγονός ότι δεν είχε υψωθεί ακόμη το Τείχος του Βερολίνου, όταν συνέβη το περιστατικό). Επηρεάστηκε από την επαφή του με τη «δυτική τέχνη» του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, που δυνάμωνε τότε στον αντίποδα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Νωρίτερα είχε αναζητήσει έμπνευση στη ζωγραφική των νοσηλευόμενων σε ψυχιατρικά άσυλα που συγκεντρώνει η συλλογή Prinzhorn, καθώς επίσης και στον ανυπότακτο και ριζοσπαστικό χαρακτήρα των έργων και της σκέψης του Aντονέν Αρτώ.
Εν κατακλείδι, η πορεία του Georg Baselitz είναι χαρακτηριστική για κάποιον που καθοδηγείται από ιδέες τις οποίες είτε έχει συλλάβει πρωτογενώς ο ίδιος είτε τις οικειοποιείται σε τέτοιο βαθμό, που τις νιώθει ως αποκλειστικά εκπορευόμενες από αυτόν. Στα έργα του αναγνωρίζει κανείς μια μακάβρια, υπομανιακή πτυχή, μια προτίμηση για τον παρωδιακό και πολύ συχνά ακραίο πριμιτιβισμό, μια πρόθεση να ξύσει ουλές, αδιαφορώντας για το τι θα συμπαρασύρουν καθώς θα γίνονται πληγές που ματώνουν. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι το έργο του επικεντρώνεται στη «γερμανική κατάσταση», στο τι σημαίνει να είναι κανείς Γερμανός που προσπαθεί να συγκαλύψει ή να ξεχάσει ή, έστω, να υπερβεί τα τραύματά του, αφού για κείνον είναι προτιμότερο, σε κάθε περίπτωση, να αντικρίζει κάποιος τη γάγγραινά του και τα χρώματά της. Για τον Baselitz προέχει η ιδιοσυγκρασιακή ματιά του, με τον δυναμισμό, την επιθετικότητα και την ψυχραιμία της ενώπιον της πιθανότητας να αποδειχτεί προβοκατόρικη. Όλα αυτά μοιραία τον μπλέκουν σε συγκρούσεις της κατηγορίας «μόνος εναντίον όλων». Φυσικά, τον οδηγούν και στο να στρέφεται ενάντια στο ίδιο του τον εαυτό, κανιβαλίζοντας μοτίβα και παραδοχές που του επέβαλε η ιστορία της ίδιας της τέχνης του. Μερικοί τον μέμφονται για όλα αυτά και για τον ακατάπαυστο πειραματισμό του. Θεωρούν αδυναμία του το «αταξινόμητο» της δουλειάς του και μερικές φορές υποκρισία την αυτοαμφισβήτησή του. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι μέχρι σήμερα, που είναι 79 χρονών, έχει πολλές φορές καταφέρει να κόψει την ανάσα του κοινού με το έργο του και να αγαπηθεί πολύ, για όλα όσα έχει επίσης μισηθεί.
Θεωρούν αδυναμία του το «αταξινόμητο» της δουλειάς του και μερικές φορές υποκρισία την αυτοαμφισβήτησή του. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι μέχρι σήμερα, που είναι 79 χρονών, έχει πολλές φορές καταφέρει να κόψει την ανάσα του κοινού με το έργο του και να αγαπηθεί πολύ, για όλα όσα έχει επίσης μισηθεί.
Μετά την έκθεση «Inbetween» το καλοκαίρι του 2015, στον χώρο της Συλλογής Γιώργου Οικονόμου, στο Μαρούσι, όπου παρουσιάστηκαν μαζί έργα των Georg Baselitz και Paul McCarthy, η τωρινή παρουσίαση της γκαλερί Gagosian αποτελεί τη δεύτερη φορά, μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, που βλέπουμε έργα του στην Αθήνα. Αυτό το ρεκόρ δεν είναι καθόλου κακό. Αλλού, αν έβλεπαν έργα του να εκτίθενται με τέτοια συχνότητα, θα πέταγαν τη σκούφια τους απ' τη χαρά τους.
Τα έργα που εκτίθενται τώρα προέρχονται από μια σειρά, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην ίδια γκαλερί στη Νέα Υόρκη, το 2015. Πρόκειται για σχέδια και ας σημειωθεί, επί τη ευκαιρία, ότι τα σχέδια γενικότερα αποτελούν σημαντική μερίδα του συνολικού όγκου της δουλειάς του Baselitz. Για τη σειρά αυτή εμπνέεται από μια ιδιόρρυθμη στιγμή του Χοκουσάι, ο οποίος, το 1842, σε ηλικία 82 ετών, έστειλε στον τυπογράφο του κάποια έργα του που είχε φιλοτεχνήσει περί τα 40 χρόνια νωρίτερα και τα οποία σημείωνε ότι θεωρεί ασκόπως επαναλαμβανόμενα, ανεπίδεκτα λύσεων και, τελικά, ανώριμα. Στον φάκελο όπου τα είχε βάλει ο Χοκουσάι, σχεδίασε μια μάλλον ηθελημένα πρόχειρη και λίγο στραβή ολόσωμη εικόνα του ίδιου να φιγουράρει σαν κακό ή άτακτο παιδί. Μέσω αυτής της μορφής ο Baselitz «επισκέπτεται» τον Χοκουσάι ή ο Χοκουσάι «επισκέπτεται» τον Baselitz – αν και δεν έχει τόση σημασία η κατεύθυνση από ή προς την οποία επιτυγχάνεται η «επίσκεψη», γιατί, απ' ό,τι φαίνεται, αυτό που προέχει τελικά είναι η υπαινισσόμενη ταύτισή τους.
Πρόκειται για δίπτυχα, στη δεξιά πλευρά των οποίων ο Baselitz αντιγράφει με διάφορους τρόπους εκείνο το σχέδιο που είχε κάνει τότε ο Χοκουσάι για τον εαυτό του, ενώ στην αριστερή πλευρά αντιγράφει μοτίβα δικών του έργων από διάφορες δεκαετίες, πολύ συχνά χρησιμοποιώντας, εκτός από τα μελάνια, επιστρώσεις από χρώμα ακουαρέλας.
Μεταξύ αυτών των σχεδίων συχνά επιλέγει αναποδογυρισμένες ανθρώπινες φιγούρες, οι οποίες είναι από τις πλέον αναγνωρίσιμες μορφές που επαναλαμβάνονται στο έργο του, με τις οποίες θεωρείται ότι εισήγαγε κατά την πορεία του την ιδέα της αντίθεσής του στην αναπαράσταση και στο αφηγηματικό περιεχόμενο της ζωγραφικής.
Τα έργα αυτής της σειράς (καθώς και μερικά άλλα ανάλογου μεγέθους, που συμπληρώνουν την παρουσίαση) στέκονται αγέρωχα σαν τον σαμουράι που αψηφά τον θάνατο. Μοιάζουν να επιπλέουν πάνω στο κατά βάθος ασημένιο γκρι των τοίχων της γκαλερί. Σαν νουφαρόφυλλα σε αδιατάρακτη λιμνούλα κήπου στο Κιότο, προβάλλουν την ήρεμη βεβαιότητά τους ότι είχε δίκιο ο Χοκουσάι να ελπίζει πως θα κατακτήσει την καλλιτεχνική τελειότητα μόνο αν φτάσει τα 110 χρόνια ζωής. Ότι είχε δίκιο να διεκδικεί τον χρόνο. Στηρίζουν εκείνο το «κι άλλο, κι άλλο, και δεν του φτάνει» του Σοφοκλή, που είναι ένα από τα θεμελιώδη δράματα που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση.
Αξίζει, με αυτή την ευκαιρία, να σημειωθεί και το ακόλουθο περιστατικό με τον αγγλόφιλο Γερμανό κόμη Christian Duerckheim. (Δεν πρόκειται για παρανόηση ή σαμποτάζ από τον «δαίμονα του τυπογραφείου»! Υπάρχει πράγματι αγγλόφιλος Γερμανός κόμης και είναι βιομήχανος και συλλέκτης σύγχρονης τέχνης).
Αυτός, λοιπόν, δώρισε το 2013 στο Βρετανικό Μουσείο 34 έργα σύγχρονης τέχνης Γερμανών καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται 17 έργα του Baselitz. Στη δωρεά αυτήν ο Georg Baselitz πρόσθεσε, το 2015, με δική του πρωτοβουλία και δαπάνη, ένα σχέδιο από τη σειρά με τη φιγούρα του Χοκουσάι, που εκτίθεται τώρα στην γκαλερί Gagosian στην Αθήνα.
Από αυτή την κίνηση είναι εύλογο να συμπεράνουμε ότι η συγκεκριμένη σειρά έργων έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Κι αν έχει κάποιος ακόμα πιο γερά νεύρα, θα μπορούσε να πει ότι με τη δωρεά του αυτή ο Baselitz γίνεται ένας Οιδίπους επί Κολωνώ, ο οποίος με λύπη του γνωρίζει, όπως φαίνεται από την τραγωδία, τον χώρο όπου θα πεθάνει. («τον χώρο τώρα θα σου δείξω πάραυτα και μόνος μου,/ δίχως κανέναν οδηγό, εκεί που πρέπει να πεθάνω».)
Κι επειδή το Βρετανικό Μουσείο είναι μια τεράστια κιβωτός, δεδομένου ότι η συλλογή του των σχεδίων μόνο αριθμεί περί τα 50.000 κομμάτια, επιβεβαιώνονται για τον Οιδίποδα- Baselitz τα λόγια που λέει η Αντιγόνη στην έξοδο της τραγωδίας: «[...] αφού μήτε του Άρη ο πόλεμος τον σκότωσε/ μήτε της θάλασσας το κύμα τον κατάπιε./ αλλά τον έκρυψαν πλάκες αόρατες,/ κι άφαντος θάνατος τον πήρε, [...]». Κι εδώ, αυτό μάλλον σημαίνει ότι αφού τον κρύβουν οι αόρατες πλάκες των άλλων σχεδίων της συλλογής και είναι άφαντος ο θάνατος που τον πήρε, τότε το πιθανότερο είναι ότι κατάφερε να κατακτήσει την αθανασία κι έτσι έχει άπειρο χρόνο για να τελειοποιηθεί ως καλλιτέχνης, όχι πλέον μέσα του, αλλά στις συνειδήσεις τις δικές μας και των κατοπινών γενεών.
Info:
Georg Baselitz
Recent Works on Paper
February 8 - March 24, 2017
3 Merlin Street
Athens 10671
T. 30.210.36.40.215
Ώρες: Τρ. - Παρ. 11:00 - 18:00, Σαβ. 11:00 - 15:00