Απεβίωσε στις 5 Ιουλίου, σε ηλικία 63 ετών, η διάσημη Ρωσίδα ποιήτρια Ιρίνα Μπορίζοβνα Ρατουσίνσκαγια. Γεννημένη στις 4 Μαρτίου του 1954 στην Οδησσό της Ουκρανίας, όταν αυτή ακόμα αποτελούσε τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης, κόρη ενός μηχανικού και μιας φιλολόγου, αποφοίτησε από το τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου της Οδησσού το 1976 και αμέσως τοποθετήθηκε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δασκάλα. Τρία χρόνια αργότερα, το 1979 παντρεύτηκε τον επίσης φυσικό, Ιγκόρ. Ένθερμη Χριστιανή, κι ενώ ήδη είχε αρχίσει να γράφει ποίηση, εμφυσούσε τις προσωπικές της αξίες στους μαθητές της την ίδια ώρα που το κυρίαρχο σύστημα εκπαίδευσης προωθούσε τον αθεϊσμό, τον οποίο εκείνη αποστρεφόταν. Η στάση της αυτή όχι μόνο έμελλε να την οδηγήσει στην απομόνωση αλλά και στην απάνθρωπη μεταχείριση της από την πλευρά του καθεστώτος. Αντί να περιοριστούν σε μία επίπληξη εκφοβισμού από την ΚGB, ίσως και στην απόλυσή της από τη δουλειά της, η Μπορίζοβνα βρέθηκε για πολλά χρόνια μπλεγμένη σε ένα ανελέητο πόλεμο με ολόκληρο το νομοθετικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης.
Το 1981, υπέγραψε μαζί με τον σύζυγό της αίτημα του εξόριστου Ζαχάροφ και αμέσως μετά συμμετείχαν σε διαδήλωση υπέρ του. Έτσι προκάλεσαν την απόλυση του συζύγου της από τη δουλειά του και τη δεκαήμερη φυλάκιση και των δύο. Το 1982 εκείνη οδηγήθηκε εκ νέου στη φυλακή, μέχρι να δικαστεί τον Απρίλιο του 1983, με την κατηγορία «πρόκλησης με σκοπό την υπονόμευση ή την αποσταθεροποίηση του σοβιετικού καθεστώτος». Καταδικάστηκε σε επτά χρόνια εγκλεισμού σε στρατόπεδο εργασίας στη Μολδαβία και από εκεί για άλλα πέντε χρόνια σε «εκτοπισμό».
Η Ιρίνα δεν έπαψε να γράφει ακόμα και φυλακισμένη παρόλο που της στερούσαν το χαρτί. Σκάλιζε τα ποιήματα της επάνω σε σαπούνια, έκανε ό,τι μπορούσε να τα διατηρήσει στη μνήμη της, κι όταν έβρισκε χαρτί τα ξαναέγραφε από την αρχή. Με διάφορους τρόπους κατάφερνε να τα φυγαδεύει στον Ιγκόρ κι εκείνος τα προωθούσε προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Θα ζήσω και θα επιβιώσω:
Και θα μιλήσω για την πρώτη όμορφη εικόνα
Που είδα στην αιχμαλωσία.
Ένα παράθυρο καλυμμένο με πάγο! Όχι τρύπες για κατασκοπία, ούτε τοίχοι,
Ούτε κάγκελα, ούτε αυτός ο δυσβάσταχτος πόνος -
Μόνο η γαλάζια λάμψη του μικρού γυάλινου παραθύρου,
Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο - δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ κάτι πιο ωραίο!
Όσο πιο προσεκτικά κοίταζες, τόσο πιο πολύ άνθιζε
Τα αλλοπαρμένα δάση, οι φωτιές, τα πουλιά!
Πόσες φορές δεν έκανε τέτοιο σκληρό, παγωμένο καιρό
Πόσα παράθυρα δεν λαμπύριζαν μετά -
Αλλά ποτέ άλλοτε δεν έχει ξαναγίνει
Τέτοια αναστάτωση από το παγωμένο ουράνιο τόξο!
Τα ποιήματα εκείνα έκαναν μεγάλη εντύπωση διεθνώς. Μέσα από ένα προσωπικό ιδίωμα, βρίσκοντας χαρά στις απλούστερες εμπειρίες, είχε καταφέρει να αποδώσει την ατμόσφαιρα του στρατοπέδου με πρωτοφανή τρόπο. Η αναπάντεχη της απελευθέρωση στις 10 Οκτωβρίου 1986, την ίδια μέρα που όλα τα ΜΜΕ ήταν στραμμένα στο Ρέικιαβικ, στη Συνάντηση Κορυφής μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν και του προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ήταν απολύτως προγραμματισμένη από τον τελευταίο ώστε να αποδείξει στη Δύση ότι είχαν γίνει σαφείς κινήσεις να βελτιωθεί η κατάσταση στην πατρίδα του και να ολοκληρωθεί με κάθε δυνατό τρόπο η Περεστρόικα.
Η φήμη της στη Δύση βρισκόταν στα ύψη, και τη δεδομένη στιγμή αποτελούσε τη πιο διάσημη αντιφρονούσα του «σιδηρού παραπετάσματος». Καθώς οι φήμες την ήθελαν σχεδόν νεκρή από τη διαβίωσή της κάτω από τις χειρότερες συνθήκες στη φυλακή, τα νέα δεν ήταν απλώς ευχάριστα αλλά πράγματι προέβαλαν μια άλλη, ενισχυμένη εικόνα του σοβιετικού καθεστώτος στον «ελεύθερο κόσμο».
Το 1988, ελεύθερη πια, εξέδωσε το εξαιρετικό της βιβλίο «Γκρι, το χρώμα της ελπίδας» όπου περιέγραφε τις συνθήκες της «μικρής ζώνης» του στρατοπέδου, της περιορισμένης ζώνης κράτησης της, που ήταν κάτι σαν φυλακή μέσα στη φυλακή, ειδικά σχεδιασμένη για τις πιο διακεκριμένες γυναίκες από τους αντιφρονούντες της εποχής. Στο βιβλίο σκιαγραφούσε τις απάνθρωπες συνθήκες του στρατοπέδου με χιούμορ αλλά και διορατικότητα, όπου η κάθε κρατούμενη βοηθούσε και στήριζε η μία την άλλη. Ανάμεσα στις φιλίες εκείνης της περιόδου ήταν και η Λάγκλε Παρέκ η οποία λίγα χρόνια αργότερα αποτέλεσε την πρώτη υπουργό Εσωτερικών της ελεύθερης Λιθουανίας.
Η διεθνής αποδοχή την οδήγησε στην απόφαση να μεταναστεύσει άμεσα στο εξωτερικό, αρχικά στη Βρετανία και τη διετία 1987-1989 στις ΗΠΑ, όπου το Πανεπιστήμιο Northwestern του Ιλινόι την κάλεσε ως τιμώμενη προσκεκλημένη. Το 1988, η σημαντική Σκοτσέζα συνθέτρια Σάλι Μπίμις συμπεριέλαβε ποίηση της στον κύκλο τραγουδιών της «No, I’m Not Afraid», κάνοντας το έργο της ακόμα πιο διάσημο στη αγγλοσαξονικό κόσμο.
Παρόλο που οι γιατροί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατο να κάνει παιδιά, το 1993 η Μπορίζοβνα γέννησε δίδυμα, τον Σεργκέι και τον Όλεγκ. Καθώς τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγος της ήθελαν τα παιδιά τους να μεγαλώσουν ως Ρώσοι, το 1998 επέστρεψαν στη Μόσχα και όσο περίμεναν το καθεστώτος Γιέλτσιν να αποκαταστήσει την υπηκοότητά της, ζούσαν με τα δικαιώματα που λάμβανε διεθνώς από τα βιβλία της. Συγχρόνως συνέχισε να γράφει -ακόμα και τηλεοπτικά κωμικά σκετς- ενώ εμφανιζόταν σε αναγνώσεις ποίησης. Σχεδίαζε να γράψει ένα σατιρικό μυθιστόρημα όταν διαγνώστηκε με καρκίνο. Η Ιρίνα διατήρησε μέχρι τέλους τη χριστιανική της πίστη και τις αξίες που την ενέπνευσαν, ακόμα κι όταν η Ρωσία και ο υπόλοιπος κόσμος έπαψε να τις βρίσκει τόσο συναρπαστικές.
Στοιχεία από την εφημερίδα Guardian
σχόλια