Δύο ποιήματα του φίλου Πέτρου Μπιρμπίλη στο άδειο σπίτι της μάνας του
"Πιο εύκολο σήμερα"
Παρά τη σκόνη
και τον καύσωνα
ήταν πιο εύκολο σήμερα
γιατί ήσουν εκεί
- είπα να σε φέρω
για να 'χω παρέα -.
- Αυτό κράτα το για να με θυμάσαι, είπες
Πήρα το κέντημα
το 'χες κεντήσει κάτι απογεύματα
- πάνε πολλά χρόνια-
και το έβαλα στο χάρτινο κουτί.
- Αυτές οι παλιατζούρες
από καιρό είχαν πάψει να υπάρχουν
έπρεπε να έχουν πεταχτεί
δώσ'τα στον παλιατζή.
- Άνω κάτω τα κάναμε, αναστέναξες
αλλά όπου να 'ναι τελειώνεις
Άντε, να ησυχάσεις.
Από τα οικογενειακά άλμπουμ
κάτι φωτογραφίες
ξεκόλλησαν
και σκορπίστηκαν στο πάτωμα.
Όταν κλείδωσα σε πήρα μαζί μου
δεν θα σε άφηνα εκεί.
Το σπίτι μας δεν υπάρχει
μάνα μου
πήρε τη θέση του μια γέφυρα
προσωρινή.
Αδειάζει το σπίτι της μάνας μου
Τώρα που αλλάξαμε τα λάστιχα
το αμάξι τσουλάει πιο άνετα
Αφότου βάψαμε τους τοίχους του σπιτιού
-όλους μέσα σε μιά μέρα -
δεν διακρίνεται η φθορά.
Το γκρίζο που είχε αρχίσει να κιτρινίζει
έγινε πάλι καθαρό, αληθινό γκρίζο
Οι λαμαρίνες του αμαξιού
δεν έχουν πλεον χτυπήματα
ούτε γρατσουνιές
και τα δυο παντελόνια που σέρνονταν
τα κόντυνε ο ράφτης.
Ο καναπές, τα στρωματα, τα μαξιλάρια,
οι κουρτίνες κατεβαίνουν απο τις σκάλες
και τραβάνε το δρόμο τους.
Αδειάζει το σπίτι της μάνας μου.