Αν μου ζητούσαν να αναφέρω χωρίς πολλή σκέψη δύο ταινίες που έχω συνδέσει με θερινά σινεμά –ειδικά κατά την εφηβεία και την πρώιμη νεότητα, όταν συνδέεται κανείς πολύ πιο έντονα και ανεξίτηλα με γεγονότα και παραστάσεις–, αυτές θα ήταν οπωσδήποτε το γνωστό και αγαπητό τοις πάσι «Πάρτι» του Μπλέικ Έντουαρντς με τον Πίτερ Σέλερς και ακολούθως το «Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο» (εξαίσιος πρωτότυπος τίτλος: «Murder by Death»), πολύ λιγότερο οικείο ίσως, ειδικά σε νεότερο κοινό, παρ' ότι κάποτε παιζόταν ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι. Πρόκειται για μια «καμένη» και σούπερ camp παρωδία ταινιών τύπου Άγκαθα Κρίστι, με κεντρικούς χαρακτήρες διάφορους διάσημους ντετέκτιβ της αστυνομικής φιλολογίας (Ηρακλής Πουαρό, Μις Μαρπλ, Σαμ Σπέιντ, Τσάρλι Τσαν κ.λπ.), τους οποίους υποδύονται εξίσου διάσημα ονόματα της οθόνης, όπως ο Ντέιβιντ Νίβεν, ο Πίτερ Φολκ, η Μάγκι Σμιθ και ο Πίτερ Σέλερς (ξανά εδώ). Όλα τα λεφτά όμως είναι ο Άλεκ Γκίνες στον ρόλο του τυφλού μπάτλερ, αλλά κυρίως ο Τρούμαν Καπότε στον ρόλο του παράφρονος οικοδεσπότη, σε μια ερμηνεία όπου ο γνωστός, τόσο για το έργο του όσο και για τη φουλ ντεκαντάνς τότε κοσμική ζωή του, εκλήθη να αναπαραστήσει μια «ξεφωνημένη» εκδοχή της περσόνας του με σπαρταριστά αποτελέσματα.
Ήταν, λοιπόν, τρόπον τινά συνδεδεμένος έστω και λοξά με την καλοκαιρινή μου εμπειρία ο Τρούμαν Καπότε, πριν ακόμα διαβάσω το «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι», το «Πρόγευμα στο Τίφανις», τη «Μουσική για χαμαιλέοντες», το «Εν Ψυχρώ» και τα ρέστα (όχι πολλά, τον ρήμαξε η κοσμική ζωή) και πολύ πριν διαβάσω τα κείμενά του στην ενότητα «Greek Paragraphs» («Ελληνικές Παράγραφοι»), τα οποία, αν δεν κάνω τραγικό λάθος, δεν έχουν μεταφραστεί ποτέ στα ελληνικά. Τα ημερολογιακά αυτά αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν το 1968, αλλά γράφτηκαν μία δεκαετία πριν, όταν ο συγγραφέας τριγυρνούσε το Αιγαίο καβάλα στην «Κρεολή», την προσωπική θαλαμηγό του Νιάρχου, ενώ είχε περάσει καιρό μόνος του στο νησί της Πάρου. Γράφει διάφορα νόστιμα και αυθαίρετα σ' αυτές τις σημειώσεις: για το μελτέμι που «λυσσομανά σαν τις φωνές φαντασμάτων πνιγμένων ναυτικών ανά τους αιώνες», για το επιμελώς μεγαλωμένο νύχι στο μικρό δάχτυλο του χεριού που διατηρούν οι μορφωμένοι Έλληνες «για να δείχνουν στις κατώτερες τάξεις ότι οι ίδιοι δουλεύουν με το μυαλό, όχι με τα χέρια τους»(!;), για τις ιστορίες που αφηγείται ο Ιταλός πλοίαρχος της «Κρεολής» με τα «δραματικά μάτια και τη σκοτεινών τόνων φωνή – θα μπορούσε να είναι ηθοποιός, και όλοι οι ηθοποιοί είναι ψεύτες, δεν γνώρισα ποτέ κανένα που δεν ήταν»...
Ένας Αμερικανός γνωστός μου που έχει σπίτι πάνω από τη Λίνδο με πήγε να δω από κοντά κάτι που νομίζει ότι θα έπρεπε να ανήκει σε μένα. Κι εγώ το νομίζω. Είναι ένα μικρό πέτρινο αγροτόσπιτο που βρίσκεται μέσα σ' έναν κολπίσκο που έχει σχήμα αλογοπέταλου. Η παραλία είναι μια αμμώδης πανδαισία και τα νερά, εντελώς προστατευμένα καθώς είναι, ήρεμα σαν ζαφείρι που τρεμοπαίζει σε βιτρίνα κοσμηματοπωλείου.
Το σημείο όμως που ξαναδιαβάζω τακτικά –κάθε καλοκαίρι, σαν μια ελαφρώς ψυχαναγκαστική τελετουργία– είναι εκείνο που περιγράφει ένα ιδανικό πέτρινο σπίτι σ' έναν απόμερο γαλάζιο κολπίσκο στη Ρόδο:
«Το μόνο σκηνικό που με κάνει να πλήττω είναι αυτό που δεν μου προκαλεί την επιθυμία να κάνω κτήμα μου κάποιο κομμάτι του: συνήθως, αν ένα μέρος μού προκαλεί την παραμικρή ανάταση, αμέσως σκέφτομαι να αγοράσω γη και να χτίσω ένα σπίτι εκεί. Πόσες εκατοντάδες ιδιοκτησίες έχω χτίσει στο μυαλό μου! Τώρα όμως κάτι σοβαρό προέκυψε. Ένας Αμερικανός γνωστός μου που έχει σπίτι πάνω από τη Λίνδο με πήγε να δω από κοντά κάτι που νομίζει ότι θα έπρεπε να ανήκει σε μένα. Κι εγώ το νομίζω. Είναι ένα μικρό πέτρινο αγροτόσπιτο που βρίσκεται μέσα σ' έναν κολπίσκο που έχει σχήμα αλογοπέταλου. Η παραλία είναι μια αμμώδης πανδαισία και τα νερά, εντελώς προστατευμένα καθώς είναι, ήρεμα σαν ζαφείρι που τρεμοπαίζει σε βιτρίνα κοσμηματοπωλείου. Με διαβεβαιώνουν ότι θα μπορούσε να γίνει δικό μου με τρεις χιλιάδες δολάρια: μια επιπλέον επένδυση πέντε-έξι χιλιάδων θα έβαζε το σπίτι σε μια εξαίσια τάξη. Είναι μια προοπτική που τσιγαρίζει τη φαντασία. Τις νύχτες σκέφτομαι "ναι, θα το κάνω", το πρωί όμως ανακαλώ – η πολιτική, η θνητότητα, άβολες συναισθηματικές δεσμεύσεις, οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας, ένα τρισεκατομμύριο δυσκολίες. Κι όμως, θα έπρεπε να έχω το κουράγιο. Ποτέ δεν θα ξαναβρώ κάτι τόσο ιδανικό».
Στην επόμενη παράγραφο, ο Τρούμαν Καπότε προσγειώνεται απότομα στο Σύνταγμα, όπου παραδίδεται σε ασκήσεις άγριου εξωτισμού (φουσκωμένου στάνταρ, με λεπτή γκέι εικονογραφία και απολαυστικά bitchy σχόλια, σαγηνευτικά πάντως) και σε κάνει να θες να διακτινιστείς στην πλατεία Συντάγματος εξήντα χρόνια πριν, όταν βρισκόταν εκεί η αδελφή της Tallulah Bankhead (η οποία ήταν μια σούπερ καλτ μορφή από αριστοκρατική οικογένεια, μοναδικά ταλαντούχα ηθοποιός, ιδιαίτερα όμορφη, εκρηκτική προσωπικότης, τρομερά ευφυής και ευφραδής, κάτι σαν Ντόροθι Πάρκερ των σταρ του Χόλιγουντ) ανάμεσα σε ξεπεσμένους κοσμοπολίτες, τυχοδιώκτες πάσης φύσεως και κοσμοπολίτικα «τσόλια»:
«Εγκατέλειψα το γιοτ στη Ρόδο και πέταξα το πρωί για την Αθήνα. Τώρα, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, κάθομαι μόνος σ' ένα υπαίθριο καφέ στην πλατεία Συντάγματος. Δεν έχει πολλούς θαμώνες, αν και αναγνωρίζω ανάμεσά τους κάποια που είχα δει πριν από χρόνια στην Ταγγέρη, όταν παρίστανε τη βασίλισσα του Σιάμ (στη βερσιόν καλλονής του αμερικανικού Νότου): είναι η Eugenia Bankhead, η ακόμα πιο φλύαρη αδελφή της Tallulah. Φιλονικεί με τον νέγρο συνοδό της. Τώρα που το σκέφτομαι, πολλοί από τους περιφερόμενους ανά τον κόσμο που κατέληγαν στην Ταγγέρη συχνάζουν πλέον στην Αθήνα. Στον δρόμο απέναντι από δω που κάθομαι μπορώ να δω κάθε λογής hustler, από μπρατσαράδες του λιμανιού μέχρι στρουμπουλές Αιγύπτιες κουκλίτσες με κυματιστές πλατινένιες περούκες. Κάνει τρομερή ζέστη και η πανταχού παρούσα λευκή σκόνη της Αθήνας ψεκάζει τον αέρα, καλύπτοντας τον δρόμο αλλά και το τραπεζομάντιλό μου, όπως η χλωμή τραχιά κρούστα πάνω σε μια χολική γλώσσα. Θυμάμαι το πέτρινο σπίτι στον γαλάζιο κόλπο. Μόνο αυτό όμως θα κάνω για πάντα. Θα το θυμάμαι». (Αδύνατον να βρω ικανοποιητική ελληνική λέξη για το hustler που να ανταποκρίνεται στο περιθωριακό δέος που κουβαλά ο πρωτότυπος όρος – προτάσεις δεκτές.)
Και μετά, σύμφωνα με τον αστικό θρύλο, έσκασαν και οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι της μπιτ φιλολογίας στην Αθήνα και ρήμαξαν τα φαρμακεία... Τρία χιλιάρικα όμως εκείνο το σπίτι στον γαλάζιο κόλπο, ε; Και πολλά ήταν ίσως, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Κοέν αγόρασε το δικό του στην Ύδρα λίγα χρόνια μετά με 1.500 δολάρια. Τώρα, και δύο μηδενικά να προσθέσεις δεν παίρνεις ούτε κοτέτσι – στη Λίνδο και στην Ύδρα ειδικά. Τι να απέγινε, άραγε, το ιδανικό καλοκαιρινό σπίτι του Καπότε; Ποιος ξέρει, πιθανόν να το πήραν παραμάζεμα κι αυτό διάφοροι Pink Floyd που έχουν αγοράσει προ πολλού τη μισή Λίνδο. Όπως είχε γράψει κάποτε και ο Καββαδίας σε μία από τις επιστολές του προς τον Καραγάτση, «επί των ερειπίων, στα παλιά ρεζιλίκια χτίζονται πολυτελείς πολυκατοικίες».