Στις αρχές της νέας χιλιετίας η μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης περνούσε μια άβολη, μεταβατική περίοδο. Η πρώτη μεγάλη ψηφιακή απελευθέρωση της πληροφορίας είχε συμβεί ήδη με το Napster, οι τιμές των CDs είχαν αυξηθεί δραματικά και η βιομηχανία βρισκόταν στα πρόθυρα μιας μεγάλης αλλαγής. Παράλληλα, το επιθετικό gentrification περιθωριακών, καλλιτεχνικών περιοχών της μητρόπολης (λ.χ. East Village, Williamsburg) οδήγησε στην απότομη άνοδο των ενοικίων, την ίδια στιγμή που ροκ κλαμπ και άλλα ανεξάρτητα στέκια ξεριζώνονταν. Μέσα σε αυτήν τη βίαιη πραγματικότητα γεννήθηκε και άνθησε το τελευταίο αυθεντικό ροκ κίνημα με πρωταγωνιστές τους Strokes, τους Interpol, τους Yeah Yeah Yeahs και πολλούς άλλους.
Το συναρπαστικό αυτό χρονικό καταγράφει και εξερευνά στο νέο της απολαυστικό βιβλίο η συγγραφέας Lizzy Goodman με τίτλο «Meet me in the bathroom: Rebirth and rock and roll in New York City 2001-2011», το οποίο κυκλοφόρησε τον φετινό Μάιο από την Dey Street Books. Ένα κατόρθωμα διεισδυτικής δημοσιογραφίας, το οποίο συγκεντρώνει στις 600 σελίδες του πάνω από 200 συνεντεύξεις από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας: μουσικούς, όπως ο Moby, ο Mark Ronson και ο Jack White, δημοσιογράφους, κριτικούς, ιδιοκτήτες δισκογραφικών, bloggers, DJs, φωτογράφους, μέχρι και groupies. Η Αμερικανίδα συγγραφέας μεγάλωσε στο New Mexico, σπούδασε δημοσιογραφία και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1999, βουτώντας βαθιά στην εποχή της. Μπορεί στο συγγραφικό της ντεμπούτο να καταπιάστηκε με τη Lady Gaga, αλλά σε αυτήν τη δεύτερη προσπάθειά της ενέδωσε στη νοσταλγία της για εκείνη την περίοδο και μετά από 6 χρόνια έρευνας και συνεντεύξεων κατάφερε να συγκεντρώσει το υλικό που χρειαζόταν για να αφηγηθεί αυτό το τόσο ελκυστικό rock'n'roll παραμύθι που «σχεδόν με σκότωσε», όπως δήλωσε στο Pitchfork.
Ο εναλλακτικός τίτλος του βιβλίου ήταν «The last real rock stars», γιατί οι Strokes κυρίως έμοιαζαν οι τελευταίοι πραγματικοί ήρωες μιας γενεαλογίας εμβληματικών ροκ μορφών που τρέλαιναν το κοινό, τα live τους γίνονταν αμέσως sold out και προκαλούσαν χαμό, πριν από την επέλαση της διαδικτυακής εποχής.
Κατά τραγική ειρωνεία, κομβικό συμβάν για τη θεαματική έκρηξη της σκηνής ήταν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με τον Tunde Adebimpe, μέλος των Tv On The Radio και ένα από τα πολλά πρόσωπα που φιλοξενούν οι σελίδες του βιβλίου, μετά την τρομοκρατική ενέργεια, η επιχείρηση «εξευγενισμού» σταμάτησε απότομα και η τοπική ανεξάρτητη μουσική σκηνή άρχισε να αναπνέει μέσα από φτηνές αποθήκες και διαμερίσματα, σε ένα πλαίσιο πειραματισμού και ανακάλυψης. Επιπρόσθετα, το σοκ που προκάλεσε η επίθεση διέλυσε οποιαδήποτε διάθεση κυνισμού απέναντι στο νέο κίνημα. Έτσι, μία σειρά από μπάντες, με μπροστάρηδες τους Strokes, άρχισαν να ξεπετάγονται και να ηλεκτρίζουν το κοινό με έναν rock'n'roll ήχο έντονα επηρεασμένο από τα '70s (από μπάντες όπως οι Velvet Underground, οι Television και οι Ramones). Παράλληλα, ένας άλλος ροκ ήχος, πιο χορευτικός και ηλεκτρονικός, άρχισε να πρωταγωνιστεί εξίσου, με ονόματα που προέρχονταν από τη δισκογραφική DFA, όπως οι Rapture και οι LCD Soundsystem. Τα συγκροτήματα έκαναν επιτυχία, πουλούσαν δίσκους και η απήχησή τους στο κοινό ήταν τόση, όση ελάχιστα εναλλακτικά ροκ ονόματα έχουν πετύχει μέχρι σήμερα.
Μέχρι τα μέσα της περασμένη δεκαετίας, σύμφωνα με το βιβλίο της Goodman, η σκηνή είχε φτάσει στην κορύφωσή της, αλλά πολύ σύντομα η ουσία της άρχισε να εξαφανίζεται. Πολλοί λόγοι συνέβαλαν σε αυτό το γεγονός. Κάποιοι σχετίζονται με το πάγιο πρόβλημα όσων γίνονται ξαφνικά ροκ σταρ και δεν μπορούν να διαχειριστούν τη φήμη τους, ορισμένοι με τη διάχυση της πληροφορίας μέσω του Διαδικτύου και άλλοι με τον αναπόφευκτο gentrification που υπέστησαν οι γειτονιές όπου χτυπούσε η καρδιά των εξελίξεων. Τελικά, το βιβλίο αναφέρεται στην επόμενη γενιά των συγκροτημάτων της Νέας Υόρκης με έδρα το Μπρούκλιν, όπως οι Vampire Weekend, οι Grizzly Bear και οι Dirty Prοjectors, τα οποία αντιμετώπιζαν το ροκ με έναν πιο ακαδημαϊκό και αποστασιοποιημένο τρόπο. Καταλήγει στην τελευταία συναυλία των LCD Soundsystem, στο Madison Square Garden, το 2011.
Μεγάλη αίσθηση έχει προκαλέσει η εμπορική επιτυχία του βιβλίου. Έχει πουλήσει πάρα πολλά αντίτυπα για μουσικό χρονικό ενός συγκεκριμένου κεφαλαίου της ιστορίας της μουσικής που φαινομενικά δεν συγκεντρώνει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον όσο άλλα, προγενέστερα. Μεγάλα μουσικά, και όχι μόνο, sites, όπως αυτό της «Guardian», το Pitchfork και το Spin, έχουν πάρει συνέντευξη από τη συγγραφέα κι έχουν χαρακτηρίσει το εγχείρημά της το πιο ζωντανό, έντονο και εκρηκτικό μουσικό βιβλίο των τελευταίων χρόνων, ενώ το «Rolling Stone» το έχει τοποθετήσει ήδη στο πάνθεον της σχετικής κατηγορίας εκδόσεων.
Γεννιέται, λοιπόν, το εύλογο ερώτημα: γιατί γοητεύει τόσο πολύ ένα τόσο πρόσφατο κομμάτι της μουσικής ιστορίας;
Την καλύτερη απάντηση δίνει η ίδια η συγγραφέας, εξηγώντας σε μια συνέντευξή της πως ο εναλλακτικός τίτλος του βιβλίου ήταν «The last real rock stars», γιατί οι Strokes κυρίως έμοιαζαν οι τελευταίοι πραγματικοί ήρωες μιας γενεαλογίας εμβληματικών ροκ μορφών που τρέλαιναν το κοινό, τα live τους γίνονταν αμέσως sold out και προκαλούσαν χαμό, πριν από την επέλαση της διαδικτυακής εποχής. Είναι, με άλλα λόγια, η τελευταία ροκ σκηνή που συνοδεύτηκε από μια νέα πραγματικότητα, γεμάτη παράνομα downloads, υπηρεσίες streaming και ατελείωτης κατανάλωσης πληροφορίας, από την οποία όμως χάθηκε η ουσία: η αυθεντική επαφή με τη μουσική και τα είδωλά της.