Αν ερωτηθούν οι περισσότεροι θα απαντήσουν πως το crowdfunding ως μορφή συμμετοχικής χρηματοδότησης είναι μία σχετικά πρόσφατη επινόηση. Όλοι είμαστε εξοικειωμένοι πια με την εναλλακτική αυτή συγκέντρωση πόρων στην οποία συνεισφέρει μεγάλος αριθμός ατόμων προκειμένου να ολοκληρωθούν και να παρουσιαστούν στο κοινό έργα καλλιτεχνών, να διεξαχθούν επιστημονικές έρευνες ή να υλοποιηθούν προγράμματα κοινωνικής και περιβαλλοντικής φύσεως, κλπ. Στην πραγματικότητα όμως η ιδέα αυτή ήταν σε εφαρμογή εδώ και αιώνες και απλά την εποχή του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης γιγαντώθηκε και διευκολύνθηκε η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων.
Οι πρώτοι που ζήτησαν την βοήθεια του κοινού ήταν εκδότες, φιλόσοφοι και λογοτέχνες που μέσω της εκδήλωσης ενδιαφέροντος και της προαγοράς κατόρθωναν να εκδώσουν τα πονήματα τους και τα χνάρια τους ακολούθησαν άλλοι καλλιτέχνες. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αλλά λιγότερο γνωστές ιστορίες επιτυχημένου crowdfunding αφορά και ένα παγκοσμίως γνωστό μνημείο που έχει ταυτιστεί με ένα από τα ισχυρότερα έθνη στον κόσμο και κοσμεί το λιμάνι της par excellence μητρόπολης του δυτικού κόσμου: το Άγαλμα της Ελευθερίας.
Όλοι έχουν δει έστω και μία φορά – είτε από κοντά, είτε σε ταινία, καρτ ποστάλ, περιοδικό κλπ – την γιγαντιαία γυναίκα με τον πυρσό που αποτελεί το άτυπο σήμα κατατεθέν της Νέας Υόρκης, ωστόσο το φιλόδοξο αυτό εγχείρημα δεν θα έβλεπε ποτέ το φως της ημέρας αν ο δημιουργός του δεν ήταν εκτός από γλύπτης και ικανότατος, διορατικός crowdfunder.
Η επινοητικότητα και οι συνεχείς κρούσεις του Μπαρτολντί είχαν ως αποτέλεσμα στα τέλη του 1875 να έχει συλλεχθεί το ποσό των 400.000 φράγκων. Η συνολική δαπάνη για την κατασκευή του αγάλματος ξεπέρασε τελικά το 1 εκατομμύριο φράγκα και μόλις το 1880 εξασφαλίστηκε όλο το απαραίτητο ποσό.
Το έναυσμα για την δημιουργία του πασίγνωστου πια γλυπτού έδωσε στον γλύπτη Μπαρτολντί μία συζήτηση με τον Γάλλο νομικό και πολιτικό Εντουάρ Ρενέ ντε Λαμπουλέ. Λέγεται πως ήταν κατά την διάρκεια ενός δείπνου που έλαβε χώρα την 21η Απριλίου 1865, όταν ο Ντε Λαμπουλέ διατύπωσε την ιδέα πως αν επρόκειτο να ανεγερθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα μνημείο για την εκατονταετηρίδα από την Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας (1776), τότε θα έπρεπε να είναι δώρο του γαλλικού λαού προς τον αμερικανικό ως ένδειξη φιλίας. Η ιδέα ενθουσιάζει τον Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί ο οποίος -βασιζόμενος στην κατασκευαστική δεινότητα και την μηχανική ιδιοφυΐα του Γκυστάβ Άιφελ- οραματίζεται ένα μεγαλειώδες άγαλμα που θα πρέπει στα σίγουρα να ξεπερνά τα 50 μέτρα!
Η μεταπολεμικής αστάθεια στο εσωτερικό της Γαλλίας, δεν επιτρέπει την έναρξη της υλοποίησης αυτού του σχεδίου πριν το 1875. Η κατασκευή όμως ενός τόσο μεγαλειώδους γλυπτού απαιτεί ένα υπέρογκο ποσό που δεν μπορεί και δεν προτίθεται να διαθέσει το Γαλλικό Κράτος, γεγονός που οδηγεί τον Μπαρτολντί και την Επιτροπή Γαλλοαμερικανικής Φιλίας στην αναζήτηση τρόπου προκειμένου να το συγκεντρώσουν. Αρχικά διοργανώνεται ένας λαϊκός έρανος όπου οι Γάλλοι πολίτες καλούνται να προσφέρουν τον οβολό τους. Δημοσιεύονται σχετικά άρθρα στον Τύπο καθώς επίσης οργανώνεται και μια λοταρία. Όταν όμως το ποσό που συγκεντρώνεται είναι εμφανές πως δεν επαρκεί, ο καλλιτέχνης αποφασίζει να γίνει πιο εφευρετικός ώστε να πείσει τους συμπολίτες του να φανούν πιο γενναιόδωροι.
Επιλέγει να κατασκευάσει αρχικά το χέρι που κρατά τον πυρσό ώστε να το εκθέσει στην Έκθεση της Εκατονταετηρίδας στην Φιλαδέλφεια τον Σεπτέμβριο του 1876. Καταβάλοντας 50 σεντς, οι επισκέπτες μπορούσαν με τη χρήση μιας σκάλας να σκαρφαλώσουν στο μπαλκόνι του πυρσού και να τον περιεργαστούν ενώ διατίθονταν προς πώληση και φωτογραφίες, αφίσες και μακέτες. Δύο χρόνια αργότερα, στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού που πραγματοποιείται στο Πεδίον του Άρεως, ο Μπαρτολντί κάνει τα αποκαλυπτήρια του κεφαλιού της Ελευθερίας και όσοι το επιθυμούν μπορούν πληρώνοντας ένα αντίτιμο να εισχωρήσουν στο κεφάλι και να επισκεφθούν το διάδημα της απολαμβάνοντας της θέα από τα 43 μέτρα ύψος.
Ο Μπαρτολντί δημιούργησε χρηστικά αναμνηστικά προϊόντα, όπως για παράδειγμα χαρτοκόπτες με την μορφή του αγάλματος της Ελευθερίας, τα οποία πουλούσε, ενώ επίσης αποφάσισε να διοργανώνει επισκέψεις με εισιτήριο στο παρισινό ατελιέ όπου μαζί με τους μαραγκούς, γυψαδόρους, σιδεράδες και τους άλλους συνεργάτες του κατασκευάζουν το άγαλμα. Στους επισκέπτες παρουσιάζονται μακέτες και κομμάτια του έργου που έχουν ήδη κατασκευαστεί και φροντίζει ώστε όσοι ενδιαφέρονται να ξεναγούνται με τρόπο που να τους επιτρέπει να κατανοήσουν τα διαφορετικά στάδια της κατασκευής αυτού του κολοσσιαίου μνημείου.
Όμως η πιο ενδιαφέρουσα και καινοτόμος ιδέα του Μπαρτολντί προκειμένου να εξάψει το ενδιαφέρον του κοινού και να συλλέξει τους πόρους που χρειαζόταν για την ολοκλήρωση του αγάλματος ήταν η κατασκευή ενός διοράματος. Επρόκειτο για μία μακέτα που πρόβαλλε την άποψη της Νέας Υόρκης από το κατάστρωμα πλοίου και στην αποβάθρα παρουσιαζόταν το Άγαλμα της Ελευθερίας όπως θα το έβλεπε κανείς όταν θα είχε ολοκληρωθεί και θα φώτιζε την θαλάσσια είσοδο της πόλης! Τα πλήθη συρρέουν να απολαύσουν το θέαμα και να αφεθούν στην ψευδαίσθηση ενός ταξιδιού στον χρόνο και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και παρεμπιπτόντως καταθέτουν το κατιτίς τους υπέρ της ανέγερσης.
Η επινοητικότητα και οι συνεχείς κρούσεις του Μπαρτολντί είχαν ως αποτέλεσμα στα τέλη του 1875 να έχει συλλεχθεί το ποσό των 400.000 φράγκων. Η συνολική δαπάνη για την κατασκευή του αγάλματος ξεπέρασε τελικά το 1 εκατομμύριο φράγκα και μόλις το 1880 εξασφαλίστηκε όλο το απαραίτητο ποσό.
Ο λαός της Γαλλίας βρίσκεται επιτέλους στην ευχάριστη θέση να προσφέρει το Άγαλμα της Ελευθερίας (ή όπως πραγματικά ονομάζεται «η Ελευθερία φωτίζοντας τον κόσμο») στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την 28η Οκτωβρίου 1886 έπειτα από μια μεγαλειώδη παρέλαση πραγματοποιείται στην Νέα Υόρκη η τελετή των αποκαλυπτηρίων. Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η πιο επιτυχημένη καμπάνια crowdfunding του 19ου αιώνα, που κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα σύμβολο άρρηκτα συνδεδεμένο με την αμερικανική κουλτούρα.