Γιος πλούσιου βιοτέχνη, ο νεαρός Ρενέ σε ηλικία 14 ετών βιώνει μια τραυματική εμπειρία: η μητέρα του αυτοκτονεί πέφτοντας στον ποταμό Σαμπρέ και η οικογένειά της βιώνει την κοινωνική ταπείνωση. Λέγεται ότι ο Ρενέ ήταν μπροστά όταν την ανέσυραν από το νερό, με τη μορφή της καλυμμένη από το φόρεμά της, εικόνα που συναντάμε συχνά αργότερα στο έργο του.
Από το 1916 έως το 1918 σπουδάζει στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, ενώ εγκαταλείπει το σχολείο θεωρώντας το χάσιμο χρόνου. Οι πίνακές του είναι επηρεασμένοι από τον κυβισμό, που χάρη στον Πάμπλο Πικάσο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής εκείνη την περίοδο.
Το 1922 παντρεύεται την παιδική του φίλη, Ζορζέτ Μπερζέ, που θα παραμείνει η μούσα του για όλη του τη ζωή. Για να ανταποκριθεί στα οικογενειακά έξοδα ο Μαγκρίτ σχεδιάζει αφίσες, διαφημίσεις ακόμα και ταπετσαρίες με τριαντάφυλλα. Το 1926 υπογράφει συμβόλαιο με την Galerie la Centaure των Βρυξελλών και πλέον αφοσιώνεται στη ζωγραφική.
Μπορεί να μην επιθυμούσε να ξεχωρίζει, ωστόσο ο Μαγκρίτ κατάφερε να επηρεάσει όχι μόνο συγκεκριμένους καλλιτέχνες αλλά και τον λαϊκό πολιτισμό και ολόκληρο τον κόσμο της τέχνης, χάρη στη μοναδική του ικανότητα να παρουσιάζει με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάτι συνηθισμένο.
Πειραματιζόμενος με διάφορες μορφές τέχνης, συνειδητοποιεί ότι ο σουρεαλισμός τον εκφράζει περισσότερο: «Το να είσαι σουρεαλιστής σημαίνει ότι απαγορεύεις στον εγκέφαλό σου να θυμάται όσα έχεις δει και ότι είσαι πάντα σε επιφυλακή για αυτό που ποτέ δεν υπήρξε», θα πει χαρακτηριστικά. Το 1925 ζωγραφίζει τον πρώτο του σουρεαλιστικό πίνακα: ο «Χαμένος Αναβάτης» είναι ένα θέμα στο οποίο ο ζωγράφος θα επανέλθει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της καριέρας του, παρουσιάζοντάς το σε διάφορες παραλλαγές.
Το 1927 πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες, η οποία περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία έργων, καθώς ο Μαγκρίτ εκείνη την περίοδο της ζωής του ζωγράφιζε σχεδόν έναν πίνακα την ημέρα. Οι κριτικοί είναι εξαιρετικά επιθετικοί και ο ζωγράφος πικραμένος και απογοητευμένος μετακομίζει στο Παρίσι.
Γνωρίζεται και γίνεται φίλος με τον Αντρέ Μπρετόν, την κεντρική φυσιογνωμία του κινήματος του σουρεαλισμού, και εντάσσεται στην ομάδα του. Επηρεασμένος από τον ντε Κίρικο –μπροστά σε έργο του οποίου, το 1925, έβαλε τα κλάματα– αρχίζει να ζωγραφίζει ερωτικά αντικείμενα μέσα σε ονειρικό περιβάλλον.
Για τον Μαγκρίτ, αυτό που κρύβεται είναι πιο σημαντικό από ό,τι είναι ορατό – αυτό ήταν αλήθεια τόσο για τους φόβους του όσο και για τον τρόπο που απεικόνιζε το μυστηριώδες. Καλύπτοντας πρόσωπα, κεφάλια και σώματα δεν επιδίωκε τόσο να κρύψει, όσο να δείξει την αποξένωση, κάτι που έκανε από πολύ νωρίς. «Ό,τι βλέπουμε κρύβει ένα άλλο πράγμα, πάντα θέλουμε να δούμε τι είναι κρυμμένο πίσω από αυτό που βλέπουμε», θα γράψει.
Όταν η Galerie la Centaure κλείνει και το συμβόλαιό του παύει να ισχύει, ο Μαγκρίτ επιστρέφει στη διαφήμιση και τις Βρυξέλλες, όπου και θα παραμείνει κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής του Βελγίου στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Χάνει την επαφή με τον Μπρετόν και ως αντίδραση στο ζοφερά συναισθήματα που του προξενεί η γερμανική κατοχή, υιοθετεί το 1943-44 ένα ζωηρόχρωμο ζωγραφικό στυλ, γνωστό ως «περίοδος Ρενουάρ», ενώ για λίγο θα πειραματιστεί και με ένα ακραίο είδος ζωγραφικής, με ωμές θεματικές, που διακωμωδούσε τους φοβιστές και ο ίδιος το ονόμασε «Vache» (αγελάδα).
«Αυτή την αίσθηση χάους και αμφισβήτησης των πάντων, που προωθεί ο σουρεαλισμός, κατάφεραν να τη μεταδώσουν επιτυχέστερα αυτοί οι ανόητοι οι Ναζί. [...] Αντί, λοιπόν, της διάδοσης του πεσιμισμού, εγώ –πλέον– προτείνω την αναζήτηση της ευθυμίας», λέει γι΄αυτήν του τη μεταστροφή. Την ίδια εποχή, για να επιβιώσει, θα πλαστογραφήσει με ιδιαίτερη επιτυχία έργα των Σεζάν, Πικάσο και Βαν Γκογκ, ενώ λέγεται ότι το ίδιο έκανε και με χαρτονομίσματα.
Το 1947 ξεκινά η συνεργασία του με τον γκαλερίστα Αλέξανδρο Ιόλα, τον «αγαπημένο φίλο», όπως τον αποκαλεί, που θα τον εκπροσωπήσει μέχρι το θάνατό του. «Η πλειοψηφία των έργων του απευθύνεται σε Βέλγους πελάτες, αλλά ο Αλέξανδρος Ιόλας συνεχίζει να προωθεί τον Μαγκρίτ μέσω εκθέσεων στην Ευρώπη και την Αμερική», διαβάζουμε σε ενημερωτική πινακίδα στο Μουσείο Μαγκρίτ στις Βρυξέλλες, όπου φιλοξενούνται μερικοί από τους πιο γνωστούς πίνακες του ζωγράφου.
Ο Μαγκρίτ θα παραμείνει στις Βρυξέλλες μέχρι το τέλος της ζωής του, διατηρώντας το σουρεαλιστικό του στυλ, από το οποίο σπάνια απομακρύνθηκε, ενώ θα ασχοληθεί και με τη γλυπτική. Πολλές φορές επιστρέφει στα ίδια θέματα και δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει διάσημα έργα ζωγραφικής, τα οποία αναδημιουργεί – χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι «Το Μπαλκόνι» του Μανέ, το οποίο ξαναζωγραφίζει αντικαθιστώντας τις φιγούρες του έργου με φέρετρα.
Ο Μαγκρίτ είχε χιούμορ, παρότι ήταν πεσιμιστής. Του άρεσε να εικονογραφεί γρίφους και ποτέ δεν έδινε ερμηνείες για τα έργα του: «Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι – προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: "Tι σημαίνει αυτό;" Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι – είναι απλά άγνωστο».
Από τα πιο διάσημα αινίγματά του είναι το έργο του 1928 με τίτλο «Η προδοσία των εικόνων» που απεικονίζει μια ξύλινη πίπα σε μονόχρωμο μπεζ φόντο, ενώ από κάτω φιγουράρει με καλλιτεχνικά γράμματα η φράση «Αυτή δεν είναι μια πίπα!». Ο Μισέλ Φουκώ, ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς της σημειολογίας και γλωσσολογίας, θα δώσει τον ίδιο τίτλο σε ένα από τα διασημότερα δοκίμιά του, όπου ασχολείται με το «φαίνεσθαι» και το «είναι». «A, η διάσημη πίπα. Πόσοι με κατηγόρησαν γι' αυτήν! Και όμως, αν σας ζητούσα να μου τη γεμίσετε, θα τα καταφέρνατε; Όχι, είναι απλά ένα σύμβολο, δεν είναι; Συνεπώς, αν κάτω από τη ζωγραφιά μου είχα γράψει "Αυτή είναι μία πίπα", θα είχα πει ψέματα!», είναι το χαρακτηριστικό του σχόλιο.
Ο ζωγράφος που ζωγράφιζε με κουστούμι και γιλέκο, σαν τους άντρες με τα καπέλα που συναντάμε στους πίνακές του, δεν ήταν καθόλου εύκολο να γίνει αποδεκτός από την καλλιτεχνική ελίτ της εποχής του, πόσο μάλλον που ουσιαστικά δεν συσχετίστηκε με κανένα κίνημα, καθώς ασκούσε σκληρή κριτική ακόμα και στους σουρεαλιστές, ιδιαίτερα στον Μπρετόν. «Ο άνθρωπος με το καπέλο είναι ο Κος Μέσος Όρος σε όλη την ανωνυμία του [...] Κι εγώ φοράω καπέλο. Δεν έχω καμιά ιδιαίτερη επιθυμία να ξεχωρίσω από το πλήθος», γράφει.
Μπορεί να μην επιθυμούσε να ξεχωρίζει, ωστόσο ο Μαγκρίτ κατάφερε να επηρεάσει όχι μόνο συγκεκριμένους καλλιτέχνες αλλά και τον λαϊκό πολιτισμό και ολόκληρο τον κόσμο της τέχνης, χάρη στη μοναδική του ικανότητα να παρουσιάζει με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάτι συνηθισμένο, ικανότητα που έκανε το έργο του εξαιρετικά δημοφιλές, ειδικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος του έργου του έχει κλαπεί και χρησιμοποιηθεί σε βιβλία, έντυπες διαφημίσεις και με πολλούς άλλους τρόπους, λόγω του ξεχωριστού του στυλ. Ο χαρακτηρισμός «Πάπας της ποπ-αρτ» που του αποδόθηκε δεν τον χαροποίησε ιδιαίτερα, καθώς τη θεωρούσε φθηνή: «Πρόκειται για στυλ διαθέσιμο σε κάθε επιτυχημένο διακοσμητή παραθύρων», θα πει χωρίς να μασήσει τα λόγια του.
Ο Μαγκρίτ πέθανε από καρκίνο στο πάγκρεας στις 15 Αυγούστου 1967 και τάφηκε στις Βρυξέλλες. Το έργο του μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι στην επικαιρότητα, στην πατρίδα του και σε όλο τον κόσμο. Δεν εισήγαγε απλώς ένα νέο ύφος, ήταν ηγέτης του σουρεαλιστικού ύφους και καθιέρωσε έναν εντελώς νέο τρόπο να βλέπουμε την τέχνη, με τους πίνακες και τα γλυπτά που δημιούργησε κατά τη διάρκεια της καριέρας του.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 21.11.2017