Ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, οι περισσότεροι 40άρηδες κριτικοί, όταν ερωτώνται για τους κορυφαίους σκηνοθέτες της γενιάς τους, δύσκολα θα αναφέρουν κάποιο άλλο όνομα πέρα από αυτό του Πολ Τόμας Άντερσον. Ίσως γιατί, σε σχέση με άλλους συνομηλίκους του, αυτός αντιστάθηκε στα κόμικς ή σε παραγγελιές, μένοντας πιστός σε ιστορίες που έγραψε ή αγάπησε τόσο ώστε να τις προσαρμόσει με τον τρόπο του στη μεγάλη οθόνη.
Στα 47 του, είναι από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που η κάθε ταινία τους μοιάζει με ειδικό γεγονός για τη χρονιά που παρουσιάζεται και στην οποία θα έπαιζαν με κλειστά μάτια οι κορυφαίοι ηθοποιοί της εποχής μας, όπως έκανε τώρα και ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις που επέλεξε το «Phantom Thread» ως την τελευταία ταινία πριν από την πολυθρύλητη αποχώρησή του από την υποκριτική.
Κατά μία έννοια, παραπέμπει στους λογοτέχνες που κυνηγούσαν το Great American Novel, κάνοντας μικρές εξαιρέσεις στις υψιπετείς τους απόπειρες. Αντίστοιχα, ο Άντερσον επιδιώκει να δώσει τη χαριστική βολή στο αμερικανικό όνειρο με μια γκράντε κινηματογραφική χειρονομία – και στο ενδιάμεσο διασκεδάζει με στυλ στο «Punch-Drunk Love».
Πώς, όμως, ένα παιδί χωρίς ακαδημαϊκή κινηματογραφική γνώση και χωρίς άλλο εναλλακτικό πλάνο στη ζωή του πέρα από το να σκηνοθετεί τις δικές του ιστορίες έφτασε σήμερα σε αυτήν τη θέση; Ξεκινώντας από το φιλμ που τον έβαλε στον χάρτη του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, το «Hard Eight», και φτάνοντας στο νέο του φιλόδοξο δημιούργημα, ανατρέχουμε σε μια πορεία 22 χρόνων, από τους πειραματισμούς στην καταξίωση, από τα βατράχια εξ ουρανού και το ασυμμάζευτο πέος του Μάρκι Μαρκ μέχρι τη φονική μπάλα του μπόουλινγκ, τους χίπις που παραντουράνε και τις κλωστές του βασιλικού ράφτη.
Κατά μία έννοια, παραπέμπει στους λογοτέχνες που κυνηγούσαν το Great American Novel, κάνοντας μικρές εξαιρέσεις στις υψιπετείς τους απόπειρες.
Hard Eight (1996)
Προερχόμενος από το μεγάλο σχολείο του Sundance, ο Άντερσον βρήκε χρηματοδότηση και ανέπτυξε μια μικρή ιστορία που είχε φτιάξει με ήρωα έναν επαγγελματία τζογαδόρο που γίνεται πατρική φιγούρα για έναν χαμένο νέο. Η ταινία του, σε αντιστοιχία με το «Bottle Rocket» που γύρισε την ίδια εποχή ένας άλλος σπουδαίος Άντερσον, ο Γουές, αν και πολύ φροντισμένη για πρώτη δουλειά, έγινε περισσότερο γνωστή μετά από χρόνια, ακολουθώντας τη δημοφιλία του δημιουργού της.
Ο Άντερσον, χωρίς την κλασική εκπαίδευση της κινηματογραφικής σχολής, είχε προπονηθεί για χρόνια πάνω στη βιντεοκάμερα, παίζοντας με την κίνηση στον χώρο, και δείχνει τα πρώτα δείγματα του ταλέντου του φιλμάροντας τον Φίλιπ Μπέικερ Χολ να ξεχωρίζει αρχοντικά στη βόλτα του μέσα σε ένα καθόλου ελκυστικό καζίνο, σε ένα από τα πρώτα του μονοπλάνα που έγιναν trademarks τα επόμενα χρόνια.
Ο Χολ, ο Τζον Σ. Ράιλι και ο αγαπημένος του ηθοποιός, ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, γίνονται οι πρώτοι από τους μόνιμους συνεργάτες του τα επόμενα χρόνια, όπως και το «μάτι» όλης σχεδόν της καριέρας του, ο διευθυντής φωτογραφίας Ρόμπερτ Έλσγουιτ, τον οποίο θα κρατήσει σχεδόν για μια 20ετία. Η σχέση του Χολ με τον Ράιλι εγκαινιάζει την ανάγκη των ηρώων του Άντερσον να ανήκουν σε κάποιας μορφής οικογένεια, κάτι που φάνηκε πολύ περισσότερο στην επόμενη ταινία του.
Boogie Nights (1997)
Ο Άντερσον δημιούργησε καλό όνομα με την πρώτη του ταινία ως ένας αφοσιωμένος νεαρός που γράφει, σκηνοθετεί και τελειώνει εγκαίρως τη δουλειά του και η New Line δέχτηκε να χρηματοδοτήσει την επόμενη ταινία του με θέμα τη χρυσή εποχή του πορνογραφικού σινεμά. Ήρωάς της μια παραλλαγή του Τζον Χολμς, ο αντιστοίχως προικισμένος Ντερκ Ντίγκλερ, που τον πρωτοεμπνεύστηκε το 1988 για μια ταινία μικρού μήκους γυρισμένη με βιντεοκάμερα, του οποίου η άνοδος και η πτώση παρασύρουν μια ευμεγέθη κοινότητα, μια παρέα απόκληρων που ζει το όνειρό της.
Σε αυτήν τη μεγάλη παρέα ο Άντερσον θα τιμήσει με τον τρόπο του το μέρος όπου ανδρώθηκε και δεν θα ήθελε να αφήσει ποτέ, το San Fernando Valley, και θα αναμετρηθεί για πρώτη φορά τόσο έντονα με τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες πίσω από την κάμερα. Το «Boogie Nights», αντιστοίχως με το θέμα του, διακατέχεται από έναν οργασμικό ρυθμό με εντυπωσιακά μονοπλάνα και φρενήρες μοντάζ, με τον Άντερσον να αντεπεξέρχεται στη δυσκολία του ensemble film έχοντας μόνιμα για κέντρο βάρους κάποιον από τους ήρωες της παρέας σε σκηνές όπου νομίζεις ότι βασιλεύει το χάος, δείχνοντας ξεκάθαρα σε ποιον θέλει να μοιάσει. Ο θαυμασμός του για το σινεμά του Άλτμαν και τους πειραματισμούς του στα '70s, με το πλατύ κάδρο του να προσπαθεί να χωρέσει ομάδες ανθρώπων, μετουσιώνεται στοχευμένα στην οθόνη με ντελιριακές σκηνές που περιγράφουν την απόλυτη ευδαιμονία, οδηγώντας την πλοκή και τον ρυθμό του στην κατακόρυφη πτώση.
Στη μεγάλη πορνογραφική οικογένεια ανήκουν πάλι ο Χολ με τον Ράιλι, η Τζούλιαν Μουρ (συγκλονιστική στη σκηνή όπου ο πορνό παρτενέρ της χύνει κατά λάθος μέσα της κι εκείνη τον παρηγορεί μητρικά) και ο πρώην ράπερ Μάρκι Μαρκ που μετατρέπεται στον αξιοσέβαστο ηθοποιό Μαρκ Γουόλμπεργκ, όχι όμως ο Μπαρτ Ρέινολντς που δεν ανέχτηκε την υπέρμετρη φιλοδοξία ενός πιτσιρικά σκηνοθέτη και συγκρούστηκε πολλές φορές μαζί του.
Αποθεωτικές κριτικές, βραβεία, καλή πορεία στις αίθουσες, υποψηφιότητα για Όσκαρ δεύτερου ρόλου για τον άλλοτε κραταιό πρωταγωνιστή του «Όταν ξέσπασε η βία», τρελές πωλήσεις του σάουντρακ με επαναφορά της disco και ο Άντερσον, πριν καν φτάσει τα 30, νιώθει βασιλιάς. Άρα έτοιμος για πιο περιπετειώδη εγχειρήματα, καθ' οδόν προς το Great American Film.
Magnolia (1999)
Όταν είσαι μεγάλο στούντιο και λες σε έναν νεαρό σκηνοθέτη πως έχει χρήματα και ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει, αντιλαμβάνεσαι το ρίσκο που εμπεριέχει μια τέτοια απόφαση. Αυτό διεμήνυσε η New Line στον Άντερσον και ο τελευταίος έγραψε σε χρόνο ρεκόρ την ταινία με την οποία ήλπιζε ότι θα ξεπερνούσε, πολύ νωρίς στην καριέρα του, τον Άλτμαν.
Με φόντο και πάλι την αγαπημένη του κοιλάδα του San Fernando, ο Άντερσον ένωσε ιστορίες ετερόκλητων χαρακτήρων, έχοντας στον νου τους παπάδες που μπορούσε πια να κάνει στα γυρίσματα, ξεχνώντας όμως για πρώτη φορά τόσο πολύ το περιεχόμενο. Όντως, τα μονοπλάνα του «Magnolia» είναι τα πιο εφετζίδικα της καριέρας του και μοιάζουν με προϊόν αυτοϊκανοποίησης.
Επίσης, δεν έδωσε την απαραίτητη βαρύτητα στο ότι ο Άλτμαν ναι μεν παρουσίασε τις ικανότητές του στο να σκηνοθετεί μεγάλες ομάδες ανθρώπων στα '70s, αλλά λίγα χρόνια νωρίτερα το είχε ξανακάνει πολύ πετυχημένα, πρώτα στο ενδοκινηματογραφικό παιχνίδι «Ο Παίκτης» (1992) και μετά στα «Στιγμιότυπα» (1993), με τα οποία τούτο το φιλμ μοιάζει διαολεμένα.
Το μεγάλο μπάτζετ έφερε στην παρέα μέχρι και τον Τομ Κρουζ, που πήρε υποψηφιότητα για Όσκαρ μαζί με το σενάριο του Άντερσον, οι συνήθεις ύποπτοι Χολ, Ράιλι, Χόφμαν, Μέισι και Μουρ ήταν πάλι εκεί, αλλά το τελικό αποτέλεσμα υποδηλώνει πως ο Άντερσον δεν είναι ακόμη έτοιμος για τη μεγάλη αμερικανική ταινία που φαίνεται πως σκαρώνει στο μυαλό του.
Ακόμη κι έτσι, η συνέντευξη της ρεπόρτερ με τον Τομ Κρουζ παραμένει επιτυχημένη στον σχεδιασμό της, άβολα απολαυστική και μια μεγάλη ευκαιρία για τον top gun να ξεγυμνωθεί, την ίδια χρονιά που επιτέλους εκτέθηκε καλλιτεχνικά (και ευεργετικά) από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ στα «Μάτια ερμητικά κλειστά».
Punch-Drunk Love (2002)
Η αδιάκοπη εργασία των τεσσάρων προηγούμενων χρόνων, απαραίτητο διαβατήριο για να βρεθεί από την αφάνεια στην πρώτη γραμμή, έφερε την ανάγκη για ένα δημιουργικό διάλειμμα και κυρίως για αναζήτηση άλλων μονοπατιών στην καριέρα του.
Αρχικά σκηνοθετεί τρία βιντεοκλίπ της συντρόφου του Φιόνα Απλ, προσπαθώντας με διάφορα ευρήματα να φέρει τις τεχνικές του είδους πιο κοντά στο σινεμά και όχι το αντίθετο, αφήνοντας στην άκρη το κοφτερό μοντάζ για χάρη μεγάλων πλάνων. Το πιο εντυπωσιακό που έκανε όμως ήταν να πραγματοποιήσει μια υπόσχεση που έδωσε σε συνέντευξη την εποχή που προωθούσε τη «Μανόλια»: «Θα ήθελα να κάνω μια κωμωδία με τον Άνταμ Σάντλερ».
Το αστείο έγινε πραγματικότητα με την πιο προσωποκεντρική του ταινία ως τότε, το παραμυθένιο «Punch-Drunk Love», στο οποίο όλοι του οι συνεργάτες ψάχνουν μαεστρικούς τρόπους να αποσπαστούν από τα στερεότυπα της ρομαντικής κωμωδίας και να φλερτάρουν με το offbeat. Ο μόνιμος συνεργάτης του στη μουσική Τζον Μπράιον γράφει κομμάτια που νομίζεις ότι παρεκκλίνουν από τον ρυθμό που θα έπρεπε να είχαν, ο Έλσγουιτ κυνηγάει τον Σάντλερ που κινείται παράλληλα με την οθόνη αντί να πάει επιτέλους μπροστά στη ζωή του, ενώ ο τελευταίος, με το έντονο μπλε σακάκι του, μοιάζει η σωστότερη επιλογή για τον ρόλο, αψηφώντας τον χώρο και τον χρόνο στην προσπάθειά του να εξαφανιστεί από το ασφυκτικό περιβάλλον που του δημιουργεί πρώτα η πολυμελής οικογένειά του (και ο Άντερσον μεγάλωσε με οκτώ αδέρφια) και μετά ένας απίθανος villain με τη μορφή του Χόφμαν, που είναι πάλι εδώ.
Εδώ είναι και ο Άλτμαν πάλι, με σωστό τρόπο αυτήν τη φορά, τη χρήση του τραγουδιού «He needs me» από το «Ποπάι» που συνδέει τις δύο, εντελώς αλλόκοτες για το είδος στο οποίο ανήκουν, ταινίες. Αν εξαιρέσουμε τη φωνακλάδικη σκηνή του στον τηλεφωνικό θάλαμο στη Χαβάη, ο Σάντλερ για πρώτη και μοναδική φορά δεν θυμίζει τον στερεότυπο μπουνταλά των προσωπικών οχημάτων του. Επιτέλους, παίζει. Και παίζει καλά, και σκοτεινά και αυθεντικά τρυφερά.
Όσο για το τελευταίο αγκάλιασμά του με την Έμιλι Γουότσον, εκεί που ξεκινάει ουσιαστικά η συμβίωσή του μετά από τους επεισοδιακούς αναγνωριστικούς γύρους, ο Άντερσον ανοίγει πόρτα στην αλά Άντερσον κομεντί – μόνο που δεν βρήκε χρόνο ή έμπνευση για να το ξαναδοκιμάσει.
There Will be Blood (2007)
Δεν είναι τυχαίο που αυτή είναι η πιο χρονικά αποστασιοποιημένη ταινία του Άντερσον σε σχέση με τις υπόλοιπές του – απέχει πέντε χρόνια από την προηγούμενη και άλλα τόσα από την επόμενη. Είναι η σημαντικότερη ταινία της καριέρας του και αυτό οφείλει να το αναγνωρίσει ακόμη και κάποιος που δεν την εκτιμά, καθώς δημιουργήθηκε ως ιδέα, αναπτύχθηκε στο μυαλό του και γυρίστηκε έτσι ώστε να είναι το magnum opus του και μια στροφή σε πιο μεγαλόπνοα θεάματα, στην κιουμπρική λογική της απόλυτης ταινίας δημιουργού που παίρνει χρόνια για να γίνει πραγματικότητα, αλλά καθορίζει το είδος της στο μέλλον.
Σύμμαχός του σε αυτό το εγχείρημα ένας εξίσου φιλόδοξος ηθοποιός, ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που βλέποντας να μη συγκινείται τελικά κανείς από τον «Χασάπη Μπιλ» του στις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» του Σκορσέζε, μελέτησε σκληρά και υπηρέτησε με πάθος τη μορφή του Ντάνιελ Πλέινβιου, στο βλέμμα του οποίου αντανακλώνται τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε η Αμερική του 20ού αιώνα.
Ο Άντερσον φεύγει από τη λογική του roller coaster και χρησιμοποιεί εδώ τη βιρτουοζιτέ του για να χτίσει μια πιο αργή και επική ατμόσφαιρα, συνοδευόμενος από συνθέσεις που μοιάζουν περισσότερο με ηχητικά εφέ από τον κιθαρίστα των Radiohead Τζόνι Γκρίνγουντ, με τον οποίο ξεκινά μια μακρόχρονη συνεργασία και φιλία.
Το φιλμ του έχει μια πολυσύνθετη κλιμάκωση, από την περιουσία του Πλέινβιου, τη μορφή της χώρας που μετατρέπει τις ξερές εκτάσεις της Καλιφόρνιας σε οργανωμένες πολιτείες, αλλά ακόμη και του ίδιου του μέσου με μια αφήγηση που ξεκινά ως βωβό σινεμά και καταλήγει σε υπερστυλιζαρισμένα μονοπλάνα στα οποία ο μυθικός πετρελαιάς πρωταγωνιστής πίνει το μίλκσεϊκ του Πολ Ντέινο (εκπληκτική και παραγνωρισμένη ερμηνεία), έχοντας πριν ξεφορτωθεί φίλους, συνεργάτες, απατεώνες, ανταγωνιστές και τον υιοθετημένο γιο του, ζώντας σε ένα δικό του Xanadu.
Ο Άντερσον έχασε άδικα το Όσκαρ από τους Κοέν, η ταινία του όμως σήμερα βρίσκεται σε όλες τις λίστες με τα καλύτερα του αιώνα μας και αναμφίβολα είναι το σημείο καμπής της καριέρας του, η επιβεβαίωση πως μπορεί να αφηγηθεί μια ιστορία χωρίς αξεσουάρ, με βάθος και επίπεδα, χωρίς φυσικά να προδώσει το χαρακτηριστικό ύφος του.
Και βέβαια, στο κέντρο της ταινίας δεσπόζει η απαράμιλλη απόδοση του ρόλου από τον Ντέι Λιούις που εδώ ντριμπλάρει τον απατεώνα ευαγγελιστή του Μπερτ Λάνκαστερ στον Έλμερ Γκάντρι, κλείνει το μάτι στον τρομακτικό, αγέρωχο Ρόμπερτ Μίτσαμ στη «Νύχτα του Κυνηγού» και ορμάει στην καρδιά του κτήνους, και της υποκρισίας, με την καθαρή συνείδηση ενός καθαρά ασυνείδητου ανθρώπου-συμβόλου της απληστίας.
The Master (2012)
Το 2007, οι δημιουργοί μπορούσαν ακόμη να πείσουν ένα στούντιο να επενδύσει στην ιδέα τους μόνο και μόνο με το βάρος του ονόματός τους. Τα στούντιο όμως ανακάλυψαν τους υπερήρωες, τα franchises και τις tent-pole ταινίες και έκλειναν πόρτες και τηλέφωνα όποτε άκουγαν για δημιουργικό όραμα.
Έτσι, το «Master», αν και χτίστηκε στο μυαλό του Άντερσον νωρίτερα, πήρε καιρό να στηθεί ως οργανωμένη παραγωγή χάρη στην οξυδέρκεια και τα χρήματα της Μέγκαν Έλισον (αυτή είναι η μοναδική της ταινία ως παραγωγού, που έχασε χρήματα, αλλά θα την έχει για πάντα παράσημο στο παλμαρέ της). Η ταινία σηματοδότησε την επιστροφή του σκηνοθέτη στο αγαπημένο του θέμα, την ατομική ανάγκη του να ανήκεις σε κάτι συλλογικό, είτε αυτό είναι οικογένεια, ομάδα, θρησκεία ή κοινωνική τάξη.
Ο Άντερσον έθεσε ως θεμελιώδες χρονικό όριο το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και πάνω στη «χαμένη» μορφή του Χοακίν Φίνιξ οικοδομεί το προφίλ του νέου της εποχής που ψάχνει τη μεγάλη αγκαλιά και τη βρίσκει στη διφορούμενη προσωπικότητα ενός μοντέρνου κήρυκα, βασισμένου στη λογική των σαϊεντολόγων. Είναι όμως έτσι;
Η σχέση των δύο παρουσιάζεται ως ένας συνεχής αγώνας με μεγάλα σε διάρκεια και αυστηρά πλάνα που τους δείχνουν, μεταξύ άλλων, να κυλιούνται στο έδαφος εναλλάσσοντας την κυρίαρχη θέση, ώστε να αναρωτιόμαστε τελικά ποιος είναι ο master και ποιος ο servant σε μια ιστορία που μπορεί και να μην έγινε ποτέ, αφού τελειώνει εκεί όπου άρχισε και μέσα σε αυτήν μπαίνουν απίθανες ονειρικές σεκάνς όπως αυτή του μυστηριώδους τηλεφώνου σε άδειο και ανώνυμο σινεμά όπου ο Φίνιξ βλέπει τον Κάσπερ το φαντασματάκι.
Για δεύτερη συνεχόμενη φορά, μια δεσποτική παρουσία κυριεύει την οθόνη, με την ερμηνεία ζωής του Χόφμαν λίγο πριν από τον τραγικό θάνατό του, την Έιμι Άνταμς ως λαίδη Μάκβεθ θρονιασμένη δίπλα του για να ελέγχει γλυκομίλητα την κατάσταση και τον Φίνιξ άριστα προσαρμοσμένο στη μεταπολεμική χίμαιρα, διατηρώντας πάντα τη μοντέρνα, μίνιμαλ προσέγγισή του στην υποκριτική. Ένα αριστούργημα σε 70 μμ.
Inherent Vice (2014)
Με δεδομένη πια τη σκηνοθετική πρόοδο, την ολική αποδοχή των κριτικών της γενιάς του που τον τοποθετούν στην κορυφή των εν ζωή σκηνοθετών αλλά και την επιθυμία, που αγγίζει την ανάγκη, όλων να συνεργαστούν μαζί του, ο (για τους φίλους) PTA αποφασίζει να γίνει πιο γρήγορος και να μετατρέψει τις ιδέες του σε ταινίες.
Με αυτά τα θεμέλια δεν είναι τυχαίο που το εξαιρετικά busy, ζαλιστικό και ηθελημένα αποπροσανατολιστικό «Έμφυτο Ελάττωμα», αν και όχι ξεκάθαρα κωμωδία, είναι μακράν η πιο διασκεδαστική ταινία του, με αλησμόνητες σκηνές παροξυσμού και ηθοποιούς που δεν φοβούνται να βγουν εκτός ελέγχου για χάρη του offbeat αποτελέσματος – χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εδώ ο Τζος Μπρόλιν.
Το αδύνατο για κινηματογραφική μεταφορά ομώνυμο μυθιστόρημα του Τόμας Πίντσον έγινε για τον Άντερσον άλλη μια ωδή στην αγαπημένη του Καλιφόρνια, θέτοντας τα '70s ως το χρονικό σημείο της τελικής μάχης μεταξύ των ονειροπόλων και των εξουσιαστών, με τον Φίνιξ να προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ έρωτα, ναρκωτικών και μιας οργανωμένης πλάνης στην οποία μπλέκονται κατασκευαστές και πολιτικοί.
Ο Άλτμαν είναι ξανά εδώ (υπάρχουν πολλά ψήγματα από το υπέροχο «The long goodbye», φαινομενικά ψυχεδελικά και χύμα, αν και πιο τακτοποιημένα, παρά τον όγκο των πληροφοριών και των χαρακτήρων) και ο Άντερσον, ακόμα και όταν χάνει τον έλεγχο, πράγμα όμως σχεδόν επιβεβλημένο για τέτοιο φιλμ, φτιάχνει μνημειώδεις σκηνές δημιουργικής ασάφειας με νοσταλγική και ρομαντική διάθεση χάρη στη χημεία του Φίνιξ με τη Γουότερστον.
Από τα cameos ξεχωρίζει αυτό του Έρικ Ρόμπερτς που, ζαλισμένος από την αγωγή που παίρνει, βλέπει τον Φίνιξ ως ένα φάντασμα του παρελθόντος της χώρας, αποκαλώντας τον little hippie και ζητώντας να αφήσει τις μεγάλες δουλειές για τους σκληρούς και νηφάλιους. Τέλος, για πρώτη φορά ο Άντερσον αναλαμβάνει και τη διεύθυνση φωτογραφίας. Είναι πια ένας ολοκληρωμένος auteur.
Phantom Thread (2017)
Το κύκνειο άσμα του Ντάνιελ Ντέι Λιούις είναι, ευτυχώς, ένα αθόρυβο αριστούργημα του Πολ Τόμας Άντερσον, η τρυφερή ιστορία μεταξύ ενός σκληρού άνδρα, του Ρέινολντς Γούντκοκ, ο οποίος ντύνει διακεκριμένες κυρίες, μέλη της βασιλικής οικογένειας και επιφανείς γυναίκες της καλής κοινωνίας της μεταπολεμικής Αγγλίας, και μιας κοπέλας ελκυστικής και πεισματάρας που γίνεται μούσα και σύντροφός του, παρά τη χρόνια, ριζωμένη πεποίθησή του πως η εργένικη ζωή τού ταιριάζει απόλυτα.
Η αδελφή του Γούντκοκ (εξαίσια η Λέσλι Μάνβιλ) μετράει την κάθε κίνηση του αυστηρού και τελειομανούς couturier, τον γνωρίζει καλύτερα και επιβλέπει τον Οίκο τους και την αρχικά ευχάριστη αλλά στη συνέχεια ανησυχητικά αποσταθεροποιητική προσθήκη της νεαρής Άνα που ταράζει τους δεδομένους κύκλους στη συντηρητική, μονομανή, σχεδόν ασκητική εξάρτηση του κομψού «τοτέμ» με την υψηλών απαιτήσεων εργασία του.
Ως ετεροθαλές flip side του «Punch-Drunk Love», η «Αόρατη Κλωστή» σκάβει βαθιά για να βρει το νήμα του έρωτα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους, καθώς και να υφάνει το στόφα που θα τους κρατήσει μαζί, σε πείσμα των αντίθετων ενδείξεων.
Λυρικά και υπομονετικά, ο Πολ Τόμας Άντερσον, ωριμότερος, πλήρης εικαστικών λύσεων και εκφραστικών μέσων, το καταφέρνει συγκινητικά με τη δύναμη του βλέμματος, την καθηλωτική μουσική επένδυση του Τζόνι Γκρίνγουντ και ένα αναπάντεχο twist, που στην αρχή φαίνεται σαν περιστασιακό καπρίτσιο, αλλά στο φινάλε φωτίζει την αθέατη πλευρά της ψυχής των δύο ηρώων που επί δύο ώρες αντιμάχονται το πρωτόκολλο και τις εμμονές τους – ο Γούντκοκ με την παγιωμένη εικόνα που έχει για τον εαυτό του και το status του και η Άνα με την ιδεοληψία της για την αποκλειστικότητα της αγάπης και την «οικόσιτη» ευτυχία.
Απλά κι ωραία, ο Άντερσον δεν φλασάρει, δεν πειραματίζεται, δεν παρεκκλίνει. Φέρνει στο προσκήνιο έναν χαρακτήρα που δεν θέλει να πολυφαίνεται, που αρκείται σε μια ρουτίνα ποιότητας, λακωνικό, αθόρυβα δανδή, ιδιότροπο και διακριτικό, απότομο και αυτόνομο, με καταλύτη μια φρέσκια, αδούλευτη, μηδενικής καταγωγής, αλλά αριστοκρατικής όψης κοπέλα, ένα άψυχο μοντέλο στην αρχή, που σταδιακά αποκτά πνοή και εκφράζει μια ενοχλητική άποψη στη συνέχεια, τον σπόρο που ο δημιουργός πρώτα ηράσθη, μετά απώθησε και στο τέλος εκτίμησε στην πραγματική του διάσταση, έκπληκτος για την ανακάλυψη της σκοτεινής ηδονής που τόσα χρόνια απωθούσε σαν να πενθούσε παρατεταμένα και να αντιδρούσε με αποστειρωμένη εργασιομανία.
Το κάνει με γούστο, σεβασμό στη λεπτομέρεια κι ένα πάντρεμα του πάθους με μια συνεχή αίσθηση απώλειας σε ολόκληρη την ταινία, σαν γλυκόπικρο οιωνό του κινηματογραφικού αντίο του Ντέι Λιούις, δραματικά σπαρμένου στον στεγνό καμβά του Γούντκοκ.
Ειδικά στη σκηνή που ο τσαντισμένος ράφτης, αυτός ο λάτρης της χρωματικής αρμονίας και της παλαιάς κοπής ενός ισορροπημένα αξιοπρεπούς αποτελέσματος, αποφασίζει να διεκδικήσει τη διψασμένη για γλέντι σύζυγό του σε ένα πάρτι μεταμφιεσμένων με μεθυσμένους που φορούν φρικτής αισθητικής κοστούμια, η απέχθειά του για το θέαμα και η απορία για τα όρια και τις αντοχές του γίνονται ανάγλυφες και αφοπλιστικές σε μια καμπή που προμηνύει ανατροπή.
Κι αν η τελευταία ανάμνηση από τον μέγιστο Ντέι Λιούις, σε μια ακόμη αξέχαστη ερμηνεία που ανακεφαλαιώνει το πάθος του Τόμας από την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», σε ώριμη παραλλαγή και μια βεβαιότητα της ματαιότητας, μακριά από το μίλκσεϊκ του Πλέινβιου και τις τσεκουριές του Χασάπη, θα είναι η εικόνα του Γούντκοκ όταν κατεβαίνει απρόθυμα τις σκάλες της έπαυλης για να ανεχτεί μετά βίας την έκπληξη της Άνα, φορώντας μενεξεδιές πιτζάμες, με μαύρο γιλέκο, άψογα στερεωμένο σακάκι και εσπαντρίγιες χωρίς κάλτσες, τότε, χαλάλι του!
Το τρέιλερ της ταινίας «Αόρατη Κλωστή»
σχόλια