Το 1802, όταν κατακάθισε κάπως ο κουρνιαχτός της Γαλλικής Επανάστασης, οι καλόγριες του νοσοκομείου και πτωχοκομείου της Μπον αναστέναξαν ανακουφισμένες. Η σκέψη πως το πολύτιμο πολύπτυχο που είχε ζωγραφίσει ο σπουδαίος Φλαμανδός ζωγράφος Ρόχιερ βαν ντερ Βάιντεν (Rogier van der Weyden) το 1445 μπορούσε επιτέλους να βγει από την κρυψώνα του και να ξαναβρεί την θέση του πίσω από την Αγία Τράπεζα τις γέμιζε χαρά.
Η αγαλλίασή τους όμως δεν κράτησε πολύ, κι αυτό επειδή η σεμνοτυφία του 19ου αιώνα φαίνεται πως ήταν ισχυρότερη από την ελευθερία καλλιτεχνικής έκφρασης τον 15ο αιώνα. Κι έτσι, ενώ αυτό το σημαντικό έργο είχε συσκευαστεί και καταχωνιαστεί για χρόνια ώστε να μην καταστραφεί από τους επαναστάτες που, μαζί με τη μοναρχία, είχανε βάλει στο στόχαστρό τους και τη θρησκεία και τον κλήρο, η ακεραιότητα και η καλλιτεχνική του αξία απειλήθηκε μόνο από το τάγμα που ιδρύθηκε για να λειτουργήσει ως θεματοφύλακας του κληροδοτήματος του Νικολά Ρολέν.
Εκείνο όμως που προκάλεσε την αμηχανία και την αιδημοσύνη των καλογριών προφανώς και δεν ήταν οι εξέχουσες αυτές μορφές ενδεδυμένες με την προσήκουσα λαμπρότητα, αλλά η γύμνια των εκλεκτών των Ουρανών και των αμαρτωλών που έχουν καταδικαστεί στο πυρ το εξώτερο.
Ο Νικολά Ρολέν ήταν ένας πλούσιος αστός που, μέσω των γάμων και της πολιτικής του οξύνοιας, απέκτησε ακόμα περισσότερα πλούτη και ισχύ όταν διορίστηκε Καγκελάριος της Βουργουνδίας από τον Φίλιππο Γ' τον Καλό. Ο Ρολέν όμως, εκτός από ραδιούργος, ήταν και ιδιαίτερα ευσεβής. Έτσι, επειδή αγωνιούσε για τη σωτηρία της ψυχής του λίγο παραπάνω από τον μέσο άνθρωπο της Αναγέννησης εξαιτίας της πολιτικής του δράσης, αποφάσισε το 1440 να ιδρύσει ένα νοσοκομείο και πτωχοκομείο, το οποίο επρόκειτο να αποτελέσει το πρώτο πραγματικά σύγχρονο νοσοκομείο της Ευρώπης.
Οι εργασίες για την ανέγερση του κτιρίου ξεκίνησαν αφού κέρδισε την συγκατάθεση και ευλογία του Πάπα Ευγένιου Δ' και στην ιδρυτική χάρτα του ιδρύματος ανέφερε ρητά πως προχωρά στην ανέγερση «για τη σωτηρία μου, επιθυμώντας να ανταλλάξω τα επίγεια με ουράνια αγαθά... ως ευγνωμοσύνη για τα αγαθά με τα οποία ο Κύριος, πηγή κάθε πλούτου, με προίκισε, από τώρα και στον αιώνα τον άπαντα, ιδρύω ένα νοσοκομείο».
Ο Ρολέν ήταν επίσης λάτρης της ζωγραφικής. Το 1435 είχε αναθέσει στον ζωγράφο Γιαν βαν Άικ να φιλοτεχνήσει έναν πίνακα όπου θα απεικονιζόταν ο ίδιος με την Παναγία και το Θείο Βρέφος, διάσημο έργο που είναι γνωστό ως η Παρθένος του Καγκελαρίου Ρολέν και φυλάσσεται σήμερα στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
Ήταν αναμενόμενο λοιπόν ότι για την ύψιστη φιλανθρωπική παρακαταθήκη του, εκτός από την ίδρυση ειδικού τάγματος μοναχών τις οποίες ονόμασε «Νοσοκόμες Αδελφές της Μπον», θα φρόντιζε και για τη διακόσμηση του ναού του. Πράγματι, το 1443 παράγγειλε στον εκ Βρυξελλών ορμώμενο Ροχίερ βαν ντερ Βάιντεν, έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της πρώιμης φλαμανδικής ζωγραφικής, να δημιουργήσει ένα έργο για την Αγία Τράπεζα της Μπον.
Όταν ολοκληρώθηκε το έργο το αποτέλεσμα ήταν εκθαμβωτικό. Ο βαν ντερ Βάιντεν είχε δημιουργήσει ένα πολύπτυχο ύψους 2,2 και μήκους 5,5 μέτρων που αποτελούνταν από 15 πίνακες σε 9 πάνελ και απεικόνιζε την Ημέρα της Κρίσεως. Στην κλειστή εκδοχή του, όπως δηλαδή το έβλεπαν οι τρόφιμοι του ιδρύματος κατά την διάρκεια της εβδομάδας, είναι ορατά τα έξι εξωτερικά πάνελ. Αυτά είναι ζωγραφισμένα με σκοτεινά χρώματα και απεικονίζουν τον Ρολέν και τη σύζυγό του, τη σκηνή του Ευαγγελισμού, τον Άγιο Σεβαστιανό και τον Άγιο Αντώνιο. Οι θρησκευτικές μορφές εδώ είναι ένα υπέροχο παράδειγμα της τεχνικής γκριζάιγ (grisailles), μιας τεχνικής που βασίζεται στην μονοχρωμία και επιδιώκει να μιμηθεί το αισθητικό αποτέλεσμα της γλυπτικής.
Τις Κυριακές και τις γιορτές το πολύπτυχο είναι ανοικτό και η δεσπόζουσα μορφή είναι ο Χριστός. Ντυμένος με πορφυρό μανδύα που αφήνει να φαίνονται τα στίγματά του, κάθεται επάνω σε ένα ουράνιο τόξο, πατά σε μία σφαίρα που συμβολίζει τον κόσμο και καθοδηγεί τους εκ δεξιών του στον Παράδεισο και τους εξ αριστερών του στην Κόλαση. Στα πόδια του, σε ρόλο συμπαραστάτη γονατίζουν η Παρθένος Μαρία και ο Ιωάννης Βαπτιστής.
Η δεύτερη εξίσου εντυπωσιακή μορφή είναι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ως ψυχοστάτης: κρατάει μία ζυγαριά για να κρίνει τις ψυχές και φέρει φτερά παγονιού, γεμάτα μάτια για να βλέπει τις αμαρτίες των ανθρώπων. Τα επάνω πάνελ κοσμούν τέσσερις πάλλευκοι άγγελοι, με τα όργανα βασανιστηρίου του Ιησού ανά χείρας για να θυμίζουν το μαρτύριο του γιου του Θεού για τη σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής ενώ οι Δώδεκα Απόστολοι απεικονίζονται κατά την ιταλική σχολή, καθιστοί και να συζητούν μεταξύ τους, αντί για την γαλλική που τους θέλει όρθιους και σιωπηλούς.
Οι άλλες μορφές του πολύπτυχου όμως παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς οι άνδρες που αναπαρίστανται είναι ο Πάπας Ευγένιος Δ', ο Επίσκοπος του Ωτάν και γιος του Ρολέν, ο Φίλιππος Γ' ο Καλός και ο ηλικιωμένος άνδρας πρέπει να είναι ο ίδιος ο Ρολέν. Οι γυναίκες από την άλλη πλευρά είναι η τρίτη σύζυγος του Ρολέν, η Ισαβέλλα της Πορτογαλίας και σύζυγος του Φιλίππου Γ' και η νεαρά με τον κόκκινο μανδύα εικάζεται πως είναι η κόρη του Ρολέν.
Εκείνο όμως που προκάλεσε την αμηχανία και την αιδημοσύνη των καλογριών προφανώς και δεν ήταν οι εξέχουσες αυτές μορφές ενδεδυμένες με την προσήκουσα λαμπρότητα, αλλά η γύμνια των εκλεκτών των Ουρανών και των αμαρτωλών που έχουν καταδικαστεί στο πυρ το εξώτερο. Οι είκοσι περίπου μορφές που κατευθύνονται με ανακούφιση στις πύλες του Παραδείσου ή οδηγούνται πανικόβλητες στην Κόλαση απεικονίζονται ολόγυμνες κι αυτό όλως παραδόξως θεωρείται απαράδεκτο 4 αιώνες μετά την δημιουργία του έργου. Οι καλόγριες του τάγματος της Μπον παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους και καλούν έναν ντόπιο ζωγράφο, τον Μπερτράν Σεβώ, να τις καλύψει για να μην θίγεται το ήθος των ευσεβών.
Ο Σεβώ, συνειδητοποιώντας την καταστροφική απαίτηση της ηγουμένης παίρνει κάποια μέτρα προστασίας του αρχικού έργου πριν ξεκινήσει να «ντύνει» τους γυμνούς. Περνάει ένα διαφανές βερνίκι τον πίνακα ώστε να διασωθεί η αυθεντική εκδοχή του πολύπτυχου, γεγονός που επέτρεψε και την αποκατάσταση του έναν περίπου αιώνα αργότερα. Πριν όμως απελευθερωθούν από τα δεσμά της αιδημοσύνης, οι μεν ενάρετοι «φόρεσαν» έναν ταπεινό μανδύα και οι κολασμένοι τυλίχθηκαν σε αδηφάγες φλόγες για 100 χρόνια. Πολύ μικρό διάστημα αν αναλογιστεί κανείς την αιώνια καταδίκη της ψυχής τους από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ.