Ο Νικόλαος Γύζης γεννήθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου, τον Μάρτιο του 1842. Ο πατέρας του Ονούφριος ήταν ξυλουργός και με τη σύζυγό του Μαργαρίτα είχαν αποκτήσει έξι παιδιά. Το 1850 η οικογένεια έρχεται στην Αθήνα και μικρός Νικόλαος εκδηλώνει την αγάπη του για το σχέδιο. Αν και ο πατέρας του είναι διστακτικός, η μητέρα του από διαίσθηση του συμπαραστέκεται κι εκείνος αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα στο Σχολείον των Τεχνών, πρώτα σαν ακροατής και από το 1854 μέχρι το 1864 ως σπουδαστής.
Το 1862 ο φίλος και συμπατριώτης του Νικηφόρος Λύτρας τον συστήνει στον πλούσιο και φιλότεχνο Τηνιακό Νικόλαο Νάζο, ο οποίος θα θέσει το νεαρό ζωγράφο υπό την προστασία του και θα φροντίσει να του εξασφαλίσει μία υποτροφία από το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Ο Λύτρας αναχωρεί για το Μόναχο το 1865 και αρχικά μαθητεύει κοντά στον Hermann Anschutz και τον Alexander von Wagner, ενώ το 1868 γίνεται δεκτός στην τάξη του Karl von Piloty, χάρη στο έργο του «Ο Ιωσήφ στη φυλακή», το οποίο και θα δωρίσει σε ένδειξη ευγνωμοσύνης στο Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου.
Συχνάζει στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου και την Παλαιά Πινακοθήκη όπου μαγεύεται από τον Ρέμπραντ και μυείται στην καλλιτεχνική ζωή από τον Λύτρα –δε θα αργήσει να γίνει δεκτός στον κύκλο του Leibl και να συνδεθεί φιλικά με τους ζωγράφους Franz von Defregger και Eduard Kurzbauer, που τον αγαπούν για τον ευθύ του χαρακτήρα και την φιλοπαιγμοσύνη του.
Η οικογένεια και τα βιώματά της είναι το κύριο θέμα των ηθογραφιών του, ενώ ιδιαίτερη σημασία ο ζωγράφος έδινε στην απόδοση των παιδιών. Λιγοστοί είναι οι πίνακες που απεικονίζουν περιθωριακούς τύπους της κοινωνίας, καθώς και εκείνοι που αναφέρονται στην Τουρκοκρατία, με το «Κρυφό Σχολειό» να κυριαρχεί ανάμεσά τους –πολεμικά γεγονότα ο Γύζης δε ζωγράφισε ποτέ.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του και αφού έχει πάρει μέρος με επιτυχία σε εκθέσεις στο Μόναχο και τη Βιέννη, το 1872 επιστρέφει στην Αθήνα και μετατρέπει το πατρικό του σπίτι στην οδό Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Φιλοτεχνεί τα πορτρέτα των γονιών του, ζωγραφίζει κυρίως στα Μέγαρα, ενώ κάνει πολλές σπουδές εσωτερικών χώρων και αντιπροσωπευτικών ελληνικών τύπων –όλο αυτό το υλικό θα το χρησιμοποιήσει αργότερα στη Γερμανία.
Το 1873 ταξιδεύουν στη Μικρά Ασία μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα και ζωγραφίζουν θέματα καθοριστικά για την καλλιτεχνική τους εξέλιξη. Η Ανατολή μπορεί να μην έστρεψε τον Γύζη στον οριενταλισμό με τις απεικονίσεις χλιδής, προσέθεσε, όμως, το ελληνικό γαλάζιο στο χρωματολόγιό του και έφερε στο προσκήνιο το φως, το οποίο στο εξής θα διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του –«Τα αρραβωνιάσματα των παιδιών» και το «Σκλαβοπάζαρο» είναι από τα σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου.
Η Ελλάδα τον απογοητεύει και τον Μάιο του 1874 επιστρέφει οριστικά στο Μόναχο. Η «Εφημερίδα» θα γράψει τον Ιούλιο: «Η αναχώρησις των κ.κ. Λύτρα και Γύζη, ως εκπροσωπούντων έναν των κλάδων της εν Ελλάδι καλλιτεχνίας, δεν έπρεπε, και δικαίως, να θεωρηθεί ως συνήθης δύο ανθρώπων αναχώρησις, αλλά ως προς ώρας απ’ Αθηνών απομάκρυνσις της Τέχνης».
Τον Σεπτέμβριο του 1876 ταξιδεύει στο Παρίσι με τον Νικηφόρο Λύτρα αλλά, όπως ταπεινά δηλώνει, το Παρίσι δεν είναι γι’ αυτόν. Τον Απρίλιο του 1877 έρχεται στην Ελλάδα για να παντρευτεί την Άρτεμη Νάζου, την κόρη του προστάτη του –μετά από ένα σύντομο γαμήλιο ταξίδι θα επιστρέψουν στο Μόναχο, όπου θα ζήσουν αρμονικά για όλη του τη ζωή και θα αποκτήσουν τέσσερις κόρες και έναν γιο. Επιστρέφοντας στο Μόναχο ο Γύζης αρχίζει να συμμετέχει συστηματικά στις ετήσιες και τις διεθνείς εκθέσεις του Glaspalast. Το 1878, στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού, όπου συμμετείχε στο γερμανικό τμήμα, κερδίζει το τρίτο βραβείο, ενώ το 1879, στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου, διετέλεσε μέλος της κριτικής επιτροπής. Από το 1878 μέχρι το 1880 εργάζεται πάνω στο περίφημο έργο «Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας» που κοσμούσε την οροφή του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών στο Kaiserslautern και καταστράφηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1880 ανακηρύχτηκε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου, το 1882 έγινε αναπληρωτής καθηγητής της και το 1888 εξελέγη τακτικός καθηγητής. «Με ονομάζουν όλοι κύριε Προφέσορ, και εγώ, λησμονών ότι είμαι ο ίδιος τοιούτος, κυττάζω εις το πλάγι μου, μήπως ιδώ κανέναν άλλον», θα γράψει σε μία από τις περίφημες επιστολές του προς τον Νικόλαο Νάζο.
Ως γνήσιο τέκνο της Σχολής του Μονάχου ο Γύζης ασχολήθηκε με την ηθογραφία, τη νεκρή φύση και το πορτρέτο, όμως ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 θα στραφεί προς τα ιδεαλιστικά - αλληγορικά θέματα επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Συμβολισμό, εκφράζοντας με τον δικό του, ιδιαίτερο, τρόπο το νέο πνεύμα της εποχής.
Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο ζητά το 1887 από τον Γύζη αλλά και από τον Ιακωβίδη με την ίδια(!) ακριβώς επιστολή να σχεδιάσουν τη σημαία του. Ο Γύζης αναλαμβάνει το έργο, φροντίζοντας να συζητήσει τα σχέδιά του με τον Ιακωβίδη, τον οποίο εκτιμά ιδιαίτερα. Το λάβαρο, που είναι επηρεασμένο από τα γλυπτά του ναού της Αφαίας, δε θα αρέσει σε όλους: «χονδροειδές εικόνισμα» και «ακαλαίσθητο κακοτέχνημα» είναι κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που ο ζωγράφος θα αντιγράψει στις σημειώσεις του.
Το 1888 το έργο του «Πνεύμα της Τέχνης» χρησιμοποιείται σαν διαφημιστική αφίσα του Καλλιτεχνικού Συνδέσμου του Μονάχου, ενώ το 1892 κερδίζει χρυσά μετάλλια στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου και στη Μαδρίτη. Το 1895 επισκέπτεται για τελευταία φορά την Ελλάδα, όπου όλοι τον αντιμετωπίζουν με δέος και το 1896 σχεδιάζει το Δίπλωμα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Από το 1895 μέχρι το 1899 ασχολείται με τη μεγάλη ιδεαλιστική σύνθεση «Η Αποθέωση της Βαυαρίας» για την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης. «Θα έκαμνα, εννοείς, με πολύ πλέον ευχαρίστησιν την αποθέωσιν της Ελλάδος, αλλά μόνος μου δεν ημπορώ να την αποθεώσω, αφού οι περισσότεροι την ξεθεώνουν…», εξομολογείται. Η φήμη του απογειώνεται αλλά το έργο θα έχει την ίδια μοίρα με την οροφογραφία στο Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών του Kaiserslautern.
Το 1899 παίρνει μέρος στην Πανελλήνια Έκθεση της Αθήνας με το έργο «Η Δόξα των Ψαρών» και ένα χρόνο αργότερα παρουσιάζονται στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι ο «Νέος Αιώνας» και η «Εαρινή Συμφωνία». Ο ζωγράφος σχεδιάζει να ζωγραφίσει τα θρησκευτικά οράματα «Ο Θρίαμβος της Θρησκείας» και «Ιδού ο Νυμφίος», η μοίρα όμως έχει άλλα σχέδια: αρρωσταίνει από λευχαιμία και πεθαίνει στις 4 Ιανουαρίου 1901 σε ηλικία 59 ετών στο Μόναχο, όπου και ετάφη. Σε γράμμα του τα Χριστούγεννα του 1900 έγραφε: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!»
Από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της «Σχολής του Μονάχου», ο Νικόλαος Γύζης δεν επηρέασε μόνο την πορεία της ελληνικής τέχνης αλλά κατέχει σημαντική θέση και στη γερμανική ιστορία της τέχνης του 19ου αιώνα. Οι ηθογραφίες του υπερβαίνουν την απλή διήγηση, το ιδεαλιστικό, αλληγορικό και θρησκευτικό του έργο, ωστόσο, είναι εκείνο που αναδεικνύει το διαμέτρημά του.
Λάτρης της μουσικής, συνήθιζε να ζωγραφίζει υπό τους ήχους της και η επίδρασή της είναι ορατή σε έργα όπως η «Εαρινή Συμφωνία» και ο «Χορός Των Μουσών». «Όταν ο Πήγασος μου θέλη καμμία φορά να ξεκουρασθή επιστρέφει τις τον Όλυμπον. Eκεί είδα πολλούς· όχι μόνον τους θεούς της Eλλάδος αλλά όλους τους εξόχους άνδρας (…). Kαι το μεγαλοπρεπέστερον, εις υψηλότερον μέρος καθήμενος ο Beethoven έπαιζεν εις όργανον την χιλιοστήν συμφωνίαν του», γράφει.
Το έργο του υπήρξε πολύπλευρο, στο επίκεντρο ωστόσο πάντα βρισκόταν ο άνθρωπος. Η οικογένεια και τα βιώματά της είναι το κύριο θέμα των ηθογραφιών του, ενώ ιδιαίτερη σημασία ο ζωγράφος έδινε στην απόδοση των παιδιών. Λιγοστοί είναι οι πίνακες που απεικονίζουν περιθωριακούς τύπους της κοινωνίας, καθώς και εκείνοι που αναφέρονται στην Τουρκοκρατία, με το «Κρυφό Σχολειό» να κυριαρχεί ανάμεσά τους –πολεμικά γεγονότα ο Γύζης δε ζωγράφισε ποτέ. Επιδιώκοντας να ανανεώσει την ηθογραφία χρησιμοποίησε αρχαιοελληνικά θέματα με τις Νύμφες, τους Κενταύρους, τους Σάτυρους και τους ερωτιδείς να πρωταγωνιστούν.
Στα ιδεαλιστικά του έργα κατοικούν μυστηριώδεις γυναικείες μορφές που φέρουν τα ονόματα Τέχνη, Μουσική, Άνοιξη, Αρμονία, Ιστορία, Φήμη, ενώ τα θρησκευτικά του οράματα είναι δηλωτικά της υπαρξιακής του αγωνίας και εικονογραφούν την πάλη του Καλού με το Κακό. Αν και γνώρισε την αναγνώριση και τη δόξα, ο Νικόλαος Γύζης διατήρησε τη σεμνότητά του, μαζί με μια αίσθηση καλλιτεχνικής ανεπάρκειας, που συνδέεται με τη μεγάλη του αγάπη για τη μουσική: «Πόσον πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός», δήλωνε στο Νικόλαο Νάζο το 1875.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 4.1.2018