Η μόνη διάκριση ανάμεσα στους καλλιτεχνικά σιαμαίους αδελφούς Ταβιάνι, που επιβλήθηκαν ομοούσια πολύ πριν γίνουν μόδα τα αδέλφια στην καρέκλα της σκηνοθεσίας, είναι ότι είχαν διαφορετικές συζύγους. Με τον θάνατο του Βιτόριο (1929-2018) ο Πάολο έμεινε ορφανός από το ήμισυ της φωνής και της έκφρασης μισού αιώνα ταινιών υψηλής κινηματογραφικής επίδρασης και πολιτικής σημασίας.
Με το «Πατέρας Αφέντης», το «Αλονζανφάν», τη «Νύχτα του Σαν Λορέντζο» και την τελευταία τους δημιουργία, «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει», που βραβεύτηκε με τη Χρυσή Άρκτο, οι Ιταλοί κινηματογραφιστές έκαναν πράξη αυτό που δήλωσε πριν από μερικά χρόνια ο εκλιπών Βιτόριο, «το να βιώνεις την καθημερινότητα είναι τραγικό, αλλά η ζωή δεν είναι τόσο», διαφωνώντας με την παρατήρηση του Πιερ-Πάολο Παζολίνι για το έργο τους, «η αισιοδοξία σας είναι πιο τραγική από τον πεσιμισμό μου».
Οι Ταβιάνι και ο Φόρμαν είναι σπουδαίες περιπτώσεις δημιουργών, σύγχρονων και Ευρωπαίων, που εμπνεύστηκαν και διασκεύασαν λογοτεχνία από εντελώς διαφορετική εκκίνηση και στις περισσότερες από τις ταινίες τους με άλλο προορισμό, γιατί χρησιμοποιούσαν άλλη κινηματογραφική γραμματική για να καταλήξουν πάντα στην τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης.
Εξέφρασαν ποιητικά και ρευστά, με μεγαλύτερη συνέπεια από τον συνομήλικό τους Μπερτολούτσι και σίγουρα με λιγότερη αυτοαναφορικότητα από τον επίγονό τους Μορέτι, την κοινωνική μετατόπιση της χώρας τους μετά τον πόλεμο, περνώντας από τον νεορεαλισμό στο προσωπικό σινεμά του δημιουργού χωρίς εκπτώσεις στο έργο τους («αν δεν κάνουμε το σινεμά που θέλουμε, θα αγοράσουμε ένα όπλο και θα αυτοκτονήσουμε», είχαν πει νωρίς στην καριέρα τους) και χρησιμοποιώντας μακριά πλάνα και εσωτερικούς μονολόγους, ακόμη και μιας κατσίκας όταν τη βίαζε ο μικρός στην περίφημη σκηνή του «Πατέρα Αφέντη» κι εκείνη τον προειδοποιούσε: «Θα χέσω στο γάλα σου!».
Από την άλλη, ο Τσεχοσλοβάκος Μίλος Φόρμαν (1932-2018) ήταν το έμβλημα του νέου κύματος του σινεμά της χώρας του, ενός κινήματός που σάρωσε ολόκληρη την Ευρώπη και είχε γεννήσει νωρίτερα τους Γάλλους της nouvelle vague και σχεδόν την ίδια περίοδο τον νέο βρετανικό κινηματογράφο.
Λίγο μετά τον Ρόμαν Πολάνσκι μετακόμισε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, έχοντας αφήσει παρακαταθήκη δύο δυναμικά, διακριτικά, εύστοχα αριστουργήματα, το «Φωτιά... Πυροσβέστες» και τους «Έρωτες μιας Ξανθιάς» − οι υποψηφιότητες και των δύο στα ξενόγλωσσα Όσκαρ έδειξαν πως η Αμερική θα ενδιαφερόταν να τον στρατολογήσει.
Και ενώ οι Ταβιάνι δεν διέθεταν το στυλ, την προβληματική και σίγουρα την έννοια να μεταφέρουν το σινεμά τους έστω και μια ίντσα πέρα από τη Γηραιά Ήπειρο, ο Φόρμαν έσκισε διασκευάζοντας το βιβλίο του Κεν Κέισι και η «Φωλιά του Κούκου» ήταν το πρώτο αγγλόφωνο δείγμα του για το ταλέντο και τη ματιά του στο ισχυρό, αφηγηματικό δράμα και καθηλωτικές ερμηνείες.
Η αντίδρασή του για την καταπίεση στη χώρα του διαφάνηκε στην ετεροχρονισμένη διασκευή του «Hair» το 1979, μια ερωτική επιστολή στη δυτική ελευθερία και λιγότερο στον χιπισμό.
Η μεγάλη του ταινία, παρά τις συνηθισμένες αντιρρήσεις που συνοδεύουν οτιδήποτε αγαπά και ο πολύς κόσμος, παραμένει το «Amadeus», μοναδικό πάντρεμα τρομερής ακρίβειας χαρακτήρων μέσα από κινηματογραφικό πλαίσιο, διατηρώντας μια διευρυμένη θεατρικότητα (που δεν είχαν ποτέ οι Ταβιάνι), και φυσικά τη δύναμη του να αποσπά αξιοθαύμαστες ερμηνείες, κάνοντας δόκιμη και απολύτως πιστευτή τη μεγάλη χειρονομία για την κάμερα.
Οι Ταβιάνι και ο Φόρμαν είναι σπουδαίες περιπτώσεις δημιουργών, σύγχρονων και Ευρωπαίων, που εμπνεύστηκαν και διασκεύασαν λογοτεχνία από εντελώς διαφορετική εκκίνηση και στις περισσότερες από τις ταινίες τους με άλλο προορισμό, γιατί χρησιμοποιούσαν άλλη κινηματογραφική γραμματική για να καταλήξουν πάντα στην τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης.
σχόλια