Έχω καλή μνήμη και θυμάμαι καθαρά τα πάντα από την παιδική και εφηβική μου ηλικία. Ήταν ονειρεμένα τα παιδικά μου χρόνια, υπήρχε όλη αυτή η αθωότητα της δεκαετίας του '70 και του '80. Κομοτηνή, Θράκη, πίσω από το βουνό, λίγο μακριά από το κέντρο, αρκετά μακριά από τη Θεσσαλονίκη.
Τότε οι αποστάσεις ήταν τεράστιες, γιατί δεν είχε δημιουργηθεί η Εγνατία, ήταν ένα εξάωρο ταξίδι. Πηγαίναμε όμως αρκετά συχνά: περισσότερο επισκεπτόμασταν την Καβάλα, την Αλεξανδρούπολη και την Ξάνθη.
• Και οι δυο γονείς μου είναι δάσκαλοι, συνταξιούχοι τώρα, και στα νιάτα τους διορίζονταν στα μειονοτικά σχολεία. Τότε δεν υπήρχαν νταντάδες, οι γιαγιάδες ήταν μεγάλης ηλικίας κι έτσι, μην έχοντας να μας αφήσουν κάπου, μας έπαιρναν μαζί τους, εμένα και τον αδερφό μου. Γνώριζα πομακάκια, μουσουλμανάκια, κάναμε φυσικά παρέα, οι γονείς μου είχαν σχέσεις με μουσουλμάνους συναδέλφους, ανταλλάσσαμε επισκέψεις.
Ευτυχώς που δεν με έκανε ο Θεός ενζενί ή αστραφτερά όμορφη, νομίζω ότι δεν θα είχα τη ζωή που έχω τώρα και, κυρίως, αυτή την καλλιτεχνική υπόσταση που με ευχαριστεί πολύ. Δεν είμαι από τους ηθοποιούς που ονειρεύονται ρόλους αλλά κείμενα, ωραία κείμενα, συνεργασίες και «τρικλοποδιές» στην υποκριτική μου.
Η ύπαρξη διαφορετικής θρησκείας ήταν για εμάς μια φυσική κατάσταση. Ούτως ή άλλως, είναι πολυπολιτισμική η Κομοτηνή, έχει Εβραίους, Αρμένιους, Μουσουλμάνους, Βούλγαρους, Ρώσους, απ' όλα.
Γεννήθηκα μέσα σε έναν κόσμο εξ ορισμού πολύχρωμο, πολύ νωρίς κατάλαβα ότι δεν έχουμε όλοι την ίδια θρησκεία, το ίδιο χρώμα, και αυτό για μένα είναι η κανονικότητα. Από κει και πέρα ξεκινούν όλα τα υπόλοιπα, τα υπαρξιακά ερωτήματα.
• Η εφηβεία ήταν λίγο δύσκολη. Ήμουν από εκείνους τους εσωστρεφείς εφήβους, κάπως ρομαντική. Αγαπούσα πολύ τις θετικές επιστήμες, ήμουν αποφασισμένη να γίνω ερευνήτρια του σύμπαντος ή γεωλόγος, κάτι τέτοιο.
Ήμουν από τις άριστες μαθήτριες, πρωτοδεσμίτισσα, είκοσι αγόρια στη δέσμη και δύο κορίτσια. Μεγάλωσα στον κόσμο της καφρίλας. Πέρασα σε παραϊατρική σχολή που, αν την τελείωνα, θα μπορούσα να δώσω κατατακτήριες στην Ιατρική.
• Έτσι έφυγα στα 18 για τη Θεσσαλονίκη. Το πανεπιστήμιο είχε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα που κάτι μου έκανε. Μου έλεγαν όλοι να δώσω εξετάσεις στη δραματική. Είχα κάποιες αμφιβολίες, γιατί ήμουν ένα εύσωμο κορίτσι και ήθελαν τις ψηλές και ευθυτενείς. Φοβόμουν ότι δεν θα τα καταφέρω.
Στον δεύτερο κύκλο ήταν παρών και ο Βασίλης Παπαβασιλείου, διευθυντής τότε του ΚΘΒΕ. Έμαθα εκ των υστέρων ότι η επιτροπή ήταν έτοιμη να με κόψει επειδή ήμουν παχουλούλα και ο Παπαβασιλείου χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και είπε «όχι, δεν μπορείτε, όταν μπαίνουν καρποί στο θέατρο, να μην τους αφήνετε να ανθίσουν».
Στη σχολή οι καθηγητές μού έλεγαν να αδυνατίσω. Τελειώνοντας έχασα κάποια κιλά κι ένιωσα καλύτερα. Δεν έλαβα ποτέ αρνητικά σχόλια, ούτε λαμβάνω, ίσα-ίσα το αγάπησα πολύ αυτό το σώμα που μπορεί να κάνει πολλά πράγματα και είχα ευκαιρίες για μεγάλη γκάμα ρόλων.
Ευτυχώς που δεν με έκανε ο Θεός ενζενί ή αστραφτερά όμορφη, νομίζω ότι δεν θα είχα τη ζωή που έχω τώρα και, κυρίως, αυτή την καλλιτεχνική υπόσταση που με ευχαριστεί πολύ. Δεν είμαι από τους ηθοποιούς που ονειρεύονται ρόλους αλλά κείμενα, ωραία κείμενα, συνεργασίες και «τρικλοποδιές» στην υποκριτική μου.
• Τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής μου ζωής ήταν στο ΚΘΒΕ. Δούλεψα με τον Ρήγα, τον Μαστοράκη, τον Χατζάκη, έγιναν πολύ καλές γνωριμίες και συνέχισα να δουλεύω μαζί τους και στην Αθήνα. Ήταν δύσκολα τα πράγματα στο Κρατικό, εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο ένα θέατρο –τώρα έχουν αρχίσει να λειτουργούν μικρότερες σκηνές– και αν δεν είχες δουλειά εκεί, δεν είχες δουλειά γενικώς, έπρεπε να μεταναστεύσεις.
Είχε αρχίσει ήδη να με κουράζει η Θεσσαλονίκη – έχει πολλές ομορφιές, αλλά είναι βίαιη πόλη, έχει παλαιόθεν πολλά σκοτεινά σημεία. Τώρα που κάναμε τον Αρίστο ταξιδέψαμε στο παρελθόν, στη δεκαετία του '50 και του '60 που ανθούσε το παρακράτος. Αυτά τα φαινόμενα κάπως συντηρούνται ακόμα σε αυτή την πόλη και τα είδαμε ξανά, πρόσφατα. Ζουν και τώρα τα καταλαβαίνουμε ακόμα περισσότερο, είναι πιο φωναχτά, τότε ήταν πιο ύπουλα.
• Μετακόμισα μόνιμα στην Αθήνα το 2003, λίγο πριν από την Ολυμπιάδα, 28 χρονών. Δούλευα στο Εθνικό, το πρώτο μου σπίτι ήταν στο Θησείο, τότε που όλα ήταν πανέμορφα, πεντακάθαρα και με το ολυμπιακό όνειρο νόμιζες ότι από δω και πέρα η ζωή θα είναι υπέροχη και πολύ ευρωπαϊκή.
Γίνονταν πράγματα συνέχεια, οι συνομήλικοι έξω, να κάνουν ακροβατικά, να τραγουδάνε, να είναι χαρούμενοι, υπήρχε άνθηση στην πόλη, ελευθερία ιδεών, ομορφιά, το έβλεπες.
• Φέτος κάνουμε με τον Θεοδωρόπουλο τις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη. Άντρες, γυναίκες, όλοι συλλεκτικά κομμάτια! Είναι μια ωραία φάρσα που κάνει ο Αριστοφάνης στον Ευριπίδη. Έχω πάθει πλάκα με τα κορίτσια του Χορού, κανονικό φεστιβάλ ομορφιάς και ταλέντου.
Οι περισσότερες παίζουν μουσικά όργανα, ακορντεόν, κιθάρες, λαούτα, πνευστά, από όμποε και κλαρινέτο μέχρι γκάιντα, τραγουδούν εξαιρετικά. Λες, δεν μπορεί, είναι τόσο όμορφη, ψηλή, ταλαντούχα, παίζει τόσα όργανα, ε, θ' ανοίξει το στόμα της και κάτι δεν θα πάει σωστά. Κι εκεί μένεις άφωνος.
• Εδώ και δέκα χρόνια μένω στα Πετράλωνα. Τρελαίνομαι για το ιστορικό κέντρο, όχι όμως για το Κολωνάκι. Με πνίγει, μου φαίνεται κλειστοφοβικό, σαν να μη βλέπω πολύ τον ήλιο. Λόγω της επαρχίας, θέλω να βλέπω ορίζοντα. Εδώ, αν νιώσω μια δυσφορία, στα δέκα λεπτά είμαι πάνω στον λόφο και βλέπω όλη την Αθήνα.
Στην αρχή, όταν αισθανόμουν μοναξιά, γιατί δεν είχα γνωστούς, έβγαινα από το Θησείο, έκανα βόλτα σε όλο το τετράγωνο και άνοιγε η ψυχή μου. Ευτυχώς, μας σώζει κάπως ο τουρισμός, γιατί ακόμα και τα Πετράλωνα είναι σε παρακμή. Κυκλοφορώ στα πεζοδρόμια και ντρέπομαι. Είναι απαράδεκτη η κατάσταση στο κέντρο, όλα παρατημένα, αλλά και οι ίδιοι οι δημότες σε μια θλίψη, δεν νοιάζονται τι γίνεται πέρα από την πόρτα του διαμερίσματος και της αυλής τους.
Ανά τρία μέτρα βρίσκεις περιττώματα ζώων, δεν βλέπω κανέναν να βγάζει βόλτα τον σκύλο του με σακουλάκι. Δέκα χρόνια πριν, ο Δήμος Αθηναίων είχε βάλει σε κάθε κολονίτσα ένα σταντ με σακουλάκια. Εξαφανίστηκαν όλα. Γι' αυτό τότε υπήρχε εκείνος ο μεγάλος ενθουσιασμός, ότι πάμε να εκπολιτιστούμε, ένας καλός δυτικός αέρας μάς ενέπνεε.
• Με εξοργίζει η αγένεια. Χρησιμοποιώ τον ηλεκτρικό, το μετρό, οι άνθρωποι μπουκάρουν στις πόρτες, λες και δεν υπάρχει κανένας εκτός από την αφεντομουτσουνάρα τους. Με ενοχλεί που δεν λέμε «σας παρακαλώ, μπορώ να περάσω», απλώς σκουντάμε με δύναμη και φόρα.
Πετάνε τα σκουπίδια στους δρόμους, λες «συγγνώμη, σας έπεσε αυτό», «ε, δεν πειράζει, σκουπίδι είναι». Πειράζει και θα σε πειράζει σε λίγο πάρα πολύ! Έξαλλη γίνομαι.
• Δεν αισθάνομαι ότι στο θέατρο κάνω ψυχοθεραπεία, το σιχαίνομαι όταν το ακούω, αυτό το «γίνομαι καλύτερος άνθρωπος, λύνω τα προβλήματά μου». Ίσως να ισχύει για τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, όχι για τους επαγγελματίες. Οι επαγγελματίες εκφράζουν, οι ερασιτέχνες εκφράζονται. Όμως μέσω της τέχνης αυτής πιστεύω ότι γινόμαστε ερευνητές της ανθρώπινης ύπαρξης.
Θες, δεν θες, διαβάζεις, μορφώνεσαι, μελετάς σε βάθος, θα ακούσεις μια μουσική για να σε εμπνεύσει, θα δεις έναν πίνακα, θα πας στους κλασικούς.
• Θα παντρευτώ αρκετά σύντομα. Ποια είναι η εικόνα της απόλυτης ευτυχίας; Ένα μπάνιο στη θάλασσα με τις δυο μικρές ανιψιές μου, τον καλό μου, με γεμιστά και καρπούζι και μια ωραία μουσική.