Πηγαίνοντας στη Λευκωσία από το πλησιέστερο αεροδρόμιο της Λάρνακας, συναντάς πολυάριθμες μεγάλες διαφημιστικές πινακίδες, χαμηλή βλάστηση και διάσπαρτα εξοχικά σπίτια. Από την πρώτη στιγμή, η οδήγηση στη δεξιά πλευρά σε προϊδεάζει για το αποικιακό παρελθόν του νησιού.
Μετά από λίγη ώρα φτάνω στην τελευταία διχοτομημένη πρωτεύουσα της Ευρώπης. Στην αρχαιότητα η πόλη της Λευκωσίας ονομαζόταν «Λήδρα» και αποτελούσε ένα από τα βασίλεια της Κύπρου. Η σύγχρονη Λευκωσία συνδυάζει αρμονικά το ισχυρό ιστορικό παρελθόν της με την έντονη κίνηση μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Διακρίνεται για τα στοιχεία βυζαντινής, γοτθικής, ενετικής, οθωμανικής αλλά και βρετανικής αποικιακής αρχιτεκτονικής.
Η πράσινη γραμμή, με μήκος 300 χλμ., χωρίζει το νησί της Αφροδίτης στα δύο, όπως και την πόλη της Λευκωσίας, καθιστώντας την τη μόνη διχοτομημένη πρωτεύουσα κράτους στον κόσμο σήμερα. Από το 1963 η περιοχή ελέγχεται από τους κυανόκρανους των Ηνωμένων Εθνών, ενώ πινακίδες προειδοποιούν για την απαγόρευση εισόδου των πολιτών στην περιοχή ‒ η διέλευσή τους επιτρέπεται μόνο από συγκεκριμένα συνοριακά περάσματα.
Μια κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της ανατολικής Μεσόγειου, πλούσια σε ιστορία και πολιτισμό. Η καρδιά της πόλης «χτυπά» εντός των τειχών που έχτισαν τον 16ο αιώνα οι Βενετοί και περιλαμβάνει ενδιαφέροντα μουσεία, σημαντικά αξιοθέατα, ξακουστές βυζαντινές εκκλησιές, υπέροχα μεσαιωνικά και νεοκλασικά κτίρια, στενά γραφικά δρομάκια, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί τη ρομαντική ατμόσφαιρα του παρελθόντος.
Στη Λευκωσία συνυπάρχει το παλιό με το καινούργιο, το χθες με το σήμερα, η Ανατολή με τη Δύση και το μοντέρνο με το αρχαίο. Τις μέρες της επίσκεψής μου ο καιρός ήταν μουντός, ενώ η έντονη υγρασία υπενθύμιζε διαρκώς ότι βρίσκεσαι σε μια μεσογειακή πόλη.
Ένας τόπος πολύχρονων συγκρούσεων, αντιθέσεων, βίας. Η πρωτεύουσα αυτή έχει χαραγμένες στην ιστορία της πολλές ημερομηνίες. Μία απ' αυτές είναι η 15η Ιουλίου 1974, οπότε έγινε το πραξικόπημα εναντίον του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Η κίνηση αυτή έμελλε να αποβεί μοιραία για το μέλλον του νησιού, αφού πέντε μέρες αργότερα η Τουρκία, επικαλούμενη το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων, εισέβαλε σ' αυτό, καταλαμβάνοντας το 36,2%.
Στις διαδρομές που κάνω στην πόλη θαυμάζω την πλούσια νεοκλασική αρχιτεκτονική των διώροφων και τριώροφων κατοικιών με τα μεγάλα μπαλκόνια και τα ψηλά παράθυρα, τα ενετικά και οθωμανικά μνημεία αλλά και την υπό διαμόρφωση πλατεία Ελευθερίας, η οποία, όταν ολοκληρωθεί –σε σχέδια της Zaha Hadid‒, θα συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης.
Η ζωή στην πόλη είναι πολύ θορυβώδης. Κάθε σημείο και γωνιά της αποτελεί κι ένα ταξίδι στον χρόνο: οι κεντρικοί πεζόδρομοι Λήδρας και Ονασαγόρου, η κίνηση στους δρόμους, τα ωραία καφέ και τα μοντέρνα κτίρια, τα εμπορικά μαγαζιά και τα χαμάμ, η οδός Πύθωνος με τα τεράστια γκραφίτι αλλά και η Λαϊκή Γειτονιά που δημιουργήθηκε με στόχο τη διατήρησης της παράδοσης της παλιάς Λευκωσίας.
Οι βόλτες στη Λευκωσία δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις. Μια άλλη ημερομηνία-σταθμός στην Ιστορία της ήταν το βράδυ της 21ης Δεκεμβρίου 1963, όταν από ένα φαινομενικά ασήμαντο επεισόδιο ξέσπασαν διακοινοτικές ταραχές μεγάλης έντασης και έκτασης, με την Τουρκία να απειλεί με επέμβαση στη Μεγαλόνησο.
Ύστερα από συμφωνία Ελλήνων, Τούρκων και Άγγλων δημιουργείται η Πράσινη ή Παρεμβαλλόμενη Γραμμή του ΟΗΕ στην Κύπρο ως το όριο μεταξύ των ελεύθερων και των κατεχόμενων από την Τουρκία περιοχών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η οριοθέτηση της διαχωριστικής γραμμής ανατέθηκε στον Βρετανό υποστράτηγο Πίτερ Γιανγκ, ο οποίος τη χάραξε πάνω στον χάρτη με πράσινο μολύβι κι έτσι τη γνωρίζουμε σήμερα ως «πράσινη». Σκοπός της είναι να αποτρέψει την κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, εξού και η φύλαξή της ανατέθηκε στους κυανόκρανους του ΟΗΕ.
Με μήκος 300 χλμ., χωρίζει το νησί της Αφροδίτης στα δύο, όπως και την πόλη της Λευκωσίας, καθιστώντας την τη μόνη διχοτομημένη πρωτεύουσα κράτους στον κόσμο σήμερα.
Από το 1963 η περιοχή ελέγχεται από τους κυανόκρανους των Ηνωμένων Εθνών, ενώ πινακίδες προειδοποιούν για την απαγόρευση εισόδου των πολιτών στην περιοχή ‒ η διέλευσή τους επιτρέπεται μόνο από συγκεκριμένα συνοριακά περάσματα.
Περπατώ κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής στην πόλη της Λευκωσίας. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει στη δεκαετία του '60. Οδοφράγματα, τείχη από σκουριασμένα βαρέλια και τσουβάλια με άμμο, φυλάκια, σημαίες που κυματίζουν, παλιές επιγραφές, κλειστά, ερειπωμένα καταστήματα, ξεραμένα δέντρα και αναχώματα.
Δύο από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης, τα οποία οριοθετούν τις διαδρομές στην παλιά πόλη της Λευκωσίας, αποτελούν οι Πύλες Πάφου και Αμμοχώστου. Η πρώτη ήταν μία από τις τρεις εισόδους στα τείχη που έχτισαν οι Ενετοί γύρω από την πόλη.
Ο δρόμος που άρχιζε ακριβώς έξω από την πύλη οδηγούσε νοτιοδυτικά προς την Πάφο, απ' όπου πήρε και το όνομά της. Χτίστηκε το 1567 και ήταν γνωστή ως Πύλη του San Domenico επειδή αντικατέστησε μια παλιότερη πύλη των φράγκικων τειχών που λεγόταν Porta di San Domenico από το αβαείο του San Domenico που βρισκόταν εκεί κοντά.
Η πύλη είναι πολύ απλά ένα άνοιγμα στον τοίχο με θολωτή σκεπή. Κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής, το 1878, μέρος των τειχών μεταξύ της πύλης και του Προμαχώνα Bastion κατεδαφίστηκε για να γίνει ένα νέο άνοιγμα.
Η Πύλη Αμμοχώστου, η πιο σπουδαία από τις πύλες της ενετικής Λευκωσίας, άνοιγε στον δρόμο που οδηγούσε στο πιο σημαντικό λιμάνι του νησιού, στην Αμμόχωστο, απ' όπου πήρε και το όνομά της. Αρχικά ήταν γνωστή ως Πόρτα Τζουλιάνα προς τιμήν του Giulio Savorgnano, του μηχανικού που σχεδίασε και έχτισε τα ενετικά τείχη τον 16ο αιώνα.
Η πύλη έχει μια εντυπωσιακή πρόσοψη και αποτελείται από ένα αψιδωτό πέρασμα με ένα δωμάτιο με θόλο διαμέτρου 10,97 μέτρων. Και στις δύο πλευρές του περάσματος υπάρχουν ορθογώνια δωμάτια για τους φρουρούς. Η πύλη σήμερα είναι Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Λευκωσίας.
Ο περισσότερος κόσμος κινείται στον πεζόδρομο της οδού Λήδρας. Κάποτε ονομαζόταν Μακρύδρομος, αφού ήταν ο μακρύτερος δρόμος της πρωτεύουσας, που συνέδεε την πλατεία Μεταξά (Ελευθερίας) με την πλατεία Σεραγίου. Κάνω μια στάση στο Μουσείο-Παρατηρητήριο Λήδρα στον Πύργο Σιακόλα, ένα από τα ψηλότερα κτίρια της πόλης. Από τον εντέκατο όροφο ατενίζω τη μοναδική θέα σε όλη την Λευκωσία.
Στην Παλιά Πόλη μπορεί κανείς να δει από ψηλά το αρχιεπισκοπικό μέγαρο, την εκκλησία Φανερωμένης, το γυμνάσιο Φανερωμένης, τον πολυσύχναστο πεζόδρομο της Λήδρας, την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Τρυπιώτη, ενώ στο κατεχόμενο μέρος της Λευκωσίας διακρίνονται η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, τζαμιά με ψηλούς μιναρέδες και το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας, εμβληματικό σημείο της Νεκρής Ζώνης.
Στη συνέχεια, αφού περπατώ κατά μήκος της οδού Λήδρας, αναλογίζομαι ότι αυτός ο δρόμος φέρει τη ζωντανή ιστορία του άλυτου κυπριακού προβλήματος. Αφού περνώ το Μνημείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δείχνω την ταυτότητά μου στις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Κατεχομένων και σε λίγα λεπτά βρίσκομαι στην τουρκοκυπριακή πλευρά.
Οι πρώτες εικόνες θυμίζουν πόλεις της Μέσης Ανατολής. Η καθημερινότητα εδώ κινείται με άλλους ρυθμούς και τα μέρη στα οποία περιδιαβαίνεις παραπέμπουν σε εντελώς διαφορετικό κράτος. Γυναίκες με μαντίλες, μουσουλμανικοί χώροι, υπαίθρια αγορά με καταστήματα, παλιές πολυκατοικίες, απλωμένα ρούχα και εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα.
Κατευθύνομαι προς τον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας, ο οποίος σήμερα έχει μετατραπεί στο Τέμενος Σελιμιέ. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο και αρχαιότερο γοτθικό ναό της Κύπρου. Ο σχεδιασμός του παραπέμπει στον γοτθικό γαλλικό ρυθμό με επιδράσεις από τη λατινική ανατολική τέχνη. Είναι χτισμένος από πωρόλιθο Κερύνειας και στο παρελθόν υπήρξε χώρος στέψης των Λουζινιανών βασιλιάδων αλλά και χώρος ταφής πολλών απ' αυτούς.
Μετά την κατάληψη της Λευκωσίας από τους Οθωμανούς μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Στον προαύλιο χώρο του πινακίδες σε ενημερώνουν ότι δεν επιτρέπεται η είσοδος με υποδήματα ‒ δίπλα υπάρχουν βρύσες για το πλύσιμο των ποδιών αλλά και σημεία για να αφήσεις τα παπούτσια σου. Η προσθήκη, δε, των δύο μιναρέδων είναι ορατή σε όλη τη Λευκωσία.
Σήμερα, οι τοιχογραφίες, ο πλούσιος γλυπτός διάκοσμος που απεικόνιζε σκηνές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη αλλά και τα αγάλματα που περιείχε έχουν καταστραφεί, ενώ το ίδιο έχει συμβεί και με τα ταφικά μνημεία των Λουζινιανών βασιλιάδων. Το τέμενος ονομάστηκε Σελιμιέ προς τιμήν του Σουλτάνου Σελίμ Β'.
Λίγο πιο πέρα βρίσκεται το Μπουγιούκ Χαν ή Μεγάλο Χάνι. Πιθανολογείται ότι χτίστηκε το 1572 από τον Μουζαφέρ Πασά, μπεηλέρμπεη της Κύπρου. Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο με τετράγωνη αυλή και ένα οκταγωνικό μικρό τέμενος με τρούλο στο κέντρο.
Στον πάνω όροφο βρίσκονταν οι ξενώνες και κάτω αποθηκευτικοί χώροι και καταστήματα. Στο χάνι αρχικά έμεναν περιπλανώμενοι έμποροι, ταξιδιώτες και προσκυνητές. Σήμερα, συναντάμε πολλά καταστήματα με χειροποίητα προϊόντα, μικρά εργαστήρια και εστιατόρια. Ανεμιστήρες σε πλήρη λειτουργία, μικρά ραδιόφωνα για ενημέρωση και φωτογραφίες του Κεμάλ Ατατούρκ ‒ καθόλου του Ταγίπ Ερντογάν.
Στους παράπλευρους δρόμους την ηρεμία διαταράσσουν οι φωνές των μουεζίνηδων από τα ηχεία των τζαμιών. Οδεύω προς την πλατεία Σεραγίου. Κατά τον Μεσαίωνα η πλατεία αυτή αποτελούσε μέρος της πλατείας του παλατιού των Λουζινιανών βασιλιάδων της Κύπρου.
Τα χρόνια της οθωμανικής περιόδου μετονομάστηκε σε Σεράι και αποτελούσε το κονάκι-αρχοντικό του πασά, του εκάστοτε διοικητή της Κύπρου. Το παλάτι κατεδαφίστηκε το 1910 και στη θέση του ανεγέρθηκε ταχυδρομείο, αστυνομικός σταθμός και δικαστήρια. Σήμερα είναι γνωστή ως πλατεία Ατατούρκ και θεωρείται η πιο σημαντική πλατεία της κατεχόμενης Λευκωσίας.
Επόμενος σταθμός, η Εκκλησία της Αγίας Κατερίνης, ένα από τα σημαντικότερα γοτθικά μνημεία της Λευκωσίας, χτισμένη το 1362. Μετά την κατάληψή της από τους Οθωμανούς μετατράπηκε σε τέμενος αφιερωμένο στον Χαϊδάρ Πασά, ενώ σήμερα λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο.
Ώρα για επιστροφή από το ίδιο πέρασμα. Λίγο πριν πλησιάσω το φυλάκιο, διακρίνω δίπλα μου μια πόρτα ανοιχτή που οδηγούσε στη Νεκρή Ζώνη. Αποφασίζω να μπω και αντικρίζω εικόνες που προκαλούν δέος: μια ακατοίκητη ζώνη, ένας κενός τόπος, ερειπωμένα κτίσματα, χωμάτινοι και χορταριασμένοι δρόμοι και ξερή γη. Δίπλα μου, παντού χαρακώματα και συρματοπλέγματα.
Μια περιοχή-φάντασμα όπου ο χρόνος έχει παγώσει. Δύο Τουρκοκύπριοι που έκαναν εργασίες στον χώρο μού ζήτησαν να απομακρυνθώ αμέσως, φωνάζοντας. Στη συνέχεια, δύο ευγενέστατοι κυανόκρανοι των Ηνωμένων Εθνών με ενημέρωσαν για την επικινδυνότητα του σημείου.
Επιστροφή στην ελεύθερη Λευκωσία. Επιλέγω τη διαδρομή προς τον Άγιο Κασσιανό. Είναι μεσημέρι, η ζέστη αφόρητη και το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι η απόλυτη ησυχία που επικρατεί. Ο αναπλάσεις κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής στόχο έχουν να κάνουν πιο φιλική την περιοχή. Όμως οι αναμνήσεις παραμένουν ζωντανές.
Ώρα 16:00. Οι προσευχές του μουεζίνη από το γειτονικό τζαμί δημιουργούν ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Κάποιοι ξυλουργοί εξακολουθούν, μετά από πολλά χρόνια, να εργάζονται, να ακούν και να θυμούνται, αντίθετα από τους νέους, οι οποίοι θα σου πουν ότι έχουν κουραστεί από τη χρόνια διαμάχη για το Κυπριακό.
Φτάνω στη συνοικία του Αγίου Κασσιανού, η οποία πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο ναό που σήμερα βρίσκεται στην Πράσινη Γραμμή και είναι χτισμένος το 1854 πάνω σε μικρότερο του 1780 ‒ μια τοποθεσία με ανατριχιαστικές μνήμες και βιώματα. Στενά δρομάκια, ολάνθιστες κατοικίες, τα ιστορικά κτίρια του ναού της Χρυσαλινιώτισσας και του Πολιτιστικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Κύπρου, γνωστού ως αρχοντικό της Αξιοθέας, και τα σχολεία του Αγίου Κασσιανού.
Κάθομαι στην αυλή του ναού και συνομιλώ με έναν ηλικιωμένο κύριο ο οποίος μου αφηγείται την ιστορία της περιοχής και κάνει λόγο για τις «σφαίρες του θανάτου». Όταν τον ρωτώ τι εννοεί, μου απαντά ότι σ' αυτή την εγκλωβισμένη περιοχή της Νεκρής Ζώνης έχουν σημειωθεί πολλές δολοφονίες στρατιωτών.
Ο Τρύφωνας Τρύφωνος σκοτώθηκε τον Δεκέμβρη του 1983 στο φυλάκιο του Αγίου Κασσιανού ‒μόλις είχε αναλάβει υπηρεσία‒ από όπλο Τούρκου σκοπού, χωρίς αιτία. Τον Ιούλιο του 1988 ο λοχίας Ευαγόρας Ευαγόρου δολοφονήθηκε στην ίδια περιοχή τη στιγμή που εισερχόταν στην ουδέτερη ζώνη και πλησίαζε τουρκικό φυλάκιο για να δώσει ένα ραδιοφωνάκι ως δώρο στον Τούρκο σκοπό.
Εκεί σκοτώθηκε και ο Μιχαλάκης Σοφοκλέους. Η αιτία; Ο 19χρονος στρατιώτης μπήκε στη Νεκρή Ζώνη για να δώσει τσιγάρα στον Τούρκο εθνοφρουρό. Όπως θα μου πει ο ηλικιωμένος κύριος με δάκρυα στα μάτια και τη φωνή να σπάει, «εδώ οι άνθρωποι κρύβουν πολλές ιστορίες».
Την επόμενη μέρα επιλέγω το πέρασμα από το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλλας. Αφού περνώ τους ελέγχους, διακρίνω τη διαρκή παρουσία του ΟΗΕ αλλά και τις εγκαταλελειμμένες κατοικίες με τα συρματοπλέγματα να εμποδίζουν την είσοδο σε αυτές.
Εντός της περιοχής του ελέγχου του ΟΗΕ υπάρχει το Σπίτι της Συνεργασίας, ένας χώρος δραστηριοτήτων που απευθύνεται και στις δύο κοινότητες, δίνοντας τη δυνατότητα εκμάθησης της ελληνικής και της τουρκικής γλώσσας αλλά και οργανωμένων ξεναγήσεων σε ενδιαφέροντα σημεία της Λευκωσίας.
Μια μεγάλη αναρτημένη φωτογραφία περιγράφει τις δολοφονίες του Τάσου Ισαάκ και του Σολωμού Σολωμού το 1996. Λίγο πιο πέρα, στέκομαι στην προτομή της κυράς της Λαπήθου, μιας εμβληματικής μαίας από την Κερύνεια, η οποία κατά την εισβολή έσωσε τη ζωή δώδεκα εγκλωβισμένων στρατιωτών.
Σε όλη αυτήν την έκταση κυριαρχούν οι φωτογραφίες του αιματηρού παρελθόντος με τους κυανόκρανους, τους αγνοούμενους και τους νεκρούς που έπεσαν υπέρ της πατρίδας.
Τις ημέρες που ήμουν στη Λευκωσία τα πρωτοσέλιδα μιλούσαν για τους δεκάδες τάφους αγνοουμένων, οι οποίοι θα ανοιχτούν σε διάφορες περιοχές με σκοπό να ληφθεί γενετικό υλικό για την ταυτοποίηση των λειψάνων. Από το 2016 έως και σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί ανασκαφές σε 23 πιθανούς χώρους ταφής εντός στρατιωτικών ζωνών στα κατεχόμενα και έχουν εντοπιστεί οστά που αντιστοιχούν σε 32 άτομα.
Το ξενοδοχείο «Λήδρα» χτίστηκε το 1946 και είναι βασισμένο σε σχέδια βενετσιάνικων αρχοντικών. Έως το 1974 ήταν το μεγαλύτερο και πολυτελέστερο ξενοδοχείο της Λευκωσίας. Μετά την τουρκική εισβολή παρέμεινε στη Νεκρή Ζώνη και έκτοτε φιλοξενεί το αρχηγείο της ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο. Μάλιστα, στις αίθουσές του διεξάγονται κατά καιρούς συνομιλίες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Το 2003 οι κατοχικές αρχές προέβησαν σε διάνοιξη των οδοφραγμάτων και από τότε έχει καθοριστεί ως σημείο διέλευσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων διαμέσου της Πράσινης Γραμμής.
Επιστρέφοντας στη Λευκωσία, πηγαίνω προς τα Φυλακισμένα Μνήματα. Όπως διαβάζω στο ενημερωτικό σημείωμα: «Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59 για την απαλλαγή της Κύπρου από τον βρετανικό ζυγό, οι αποικιοκράτες κατασκεύασαν στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας ένα μικρό κοιμητήριο που έμεινε στην Ιστορία με την ονομασία Φυλακισμένα Μνήματα. Είναι ένας στενός χώρος δίπλα από τα κελιά των μελλοθανάτων και την αγχόνη, περιτριγυρισμένος από ψηλούς τοίχους, με τεμάχια γυαλιών στο πάνω μέρος τους. Εδώ αποφασίστηκε, επί κυβερνήτη Τζον Χάρντιγκ, να θάβουν τους απαγχονιζόμενους καθώς και ηγετικές μορφές της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) που σκοτώνονταν σε μάχες, για να μη μετατρέπονται οι κηδείες τους σε μαζικά συλλαλητήρια και μαχητικές διαδηλώσεις. Στα Φυλακισμένα Μνήματα είναι θαμμένοι δεκατρείς ηρωομάρτυρες, από τους οποίους οι εννιά εκτελέστηκαν με απαγχονισμό στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας, τρεις έπεσαν στο πεδίο της μάχης και ένας πέθανε σε στρατιωτικό νοσοκομείο, μετά τον τραυματισμό του σε μάχη».
Η ώρα της επιστροφής στην Ελλάδα ήρθε. Κουβαλώ μαζί μου ιστορίες ανθρώπων, που έσβησε ο χρόνος. H Λευκωσία παραμένει μια διχοτομημένη πόλη με επώδυνες αναμνήσεις και έντονα βιώματα.
Η Κύπρος είναι ένα νησί με πολλούς αγώνες για ελευθερία και ανεξαρτησία. Ένας όμορφος τόπος με ανεξίτηλες μνήμες, ενδιαφέρουσα Ιστορία και σπουδαίο πολιτισμό. Αλλά κι ένα μέρος, όπου, όπως γράφει ένα γκραφίτι στο κέντρο της πόλης, δανειζόμενο τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη: «[...] το θαύμα λειτουργεί ακόμη».