«Το ταξίδι είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από το να βλέπεις αξιοθέατα. Είναι μια συνεχόμενη αλλαγή τόσο βαθιά και μόνιμη στις αντιλήψεις σου για τη ζωή» έχει πει η ιστορικός Μίριαμ Μπέαρντ.
Στη λογική αυτή στηρίζονται ο Στέργιος και η Αλεξάνδρα, οι οποίοι αποφάσισαν να γυρίσουν τον κόσμο ταξιδεύοντας πάνω σε μια Vespa PX200. Το ημερολόγιο των ταξιδιών τους είναι γεμάτο από χιλιόμετρα διαδρομών, εικόνες, εμπειρίες, συναντήσεις, φόβους και νέα τοπία.
Η ιστορία τους ξεκίνησε το 2013, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά τυχαία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και λίγο καιρό μετά ξεκίνησαν ένα «δοκιμαστικό» στη Νότια Αφρική και το Λεσότο. Η βέσπα κατάφερε να σηκώσει τα καινούργια βάρη κι εκείνοι ανακάλυψαν πως αποτελούν μια δυνατή ομάδα. Από τότε ταξιδεύουν μαζί και σκοπός τους είναι να μη σταματήσουν, αν δεν δουν και την πιο απομακρυσμένη γωνιά της Γης.
Η ιστορία τους ξεκίνησε το 2013, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά τυχαία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και λίγο καιρό μετά ξεκίνησαν ένα «δοκιμαστικό» στη Νότια Αφρική και το Λεσότο. Η βέσπα κατάφερε να σηκώσει τα καινούργια βάρη κι εκείνοι ανακάλυψαν πως αποτελούν μια δυνατή ομάδα. Από τότε ταξιδεύουν μαζί και σκοπός τους είναι να μη σταματήσουν, αν δεν δουν και την πιο απομακρυσμένη γωνιά της Γης.
Ο Στέλιος Γκόγκος, 29 ετών, έχει σπουδάσει τεχνικός αυτοκινήτων και τα τελευταία χρόνια εργαζόταν ως σερβιτόρος σε διάφορα καφέ. «Ξεπούλησα ό,τι είχα και δεν είχα, από το παλιό μου κινητό μέχρι το ποδήλατό μου, και Κυριακή πρωί στις 27 του Οκτώβρη του 2013 ήμουν πάνω στο βεσπάκι μου με κατεύθυνση την Αφρική. Μέχρι στιγμής αυτή η περιπέτεια είναι ό,τι καλύτερο και πιο δυνατό έχω ζήσει» αφηγείται.
Συνοδοιπόρος του η Αλεξάνδρα Φεφοπούλου, 34 ετών. «Πήρα το πτυχίο μου από το τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Στη συνέχεια έκανα μεταπτυχιακό στην Κοινωνική και Ιστορική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και τώρα παλεύω ‒ελπίζω όχι μάταια‒ να τελειώσω το διδακτορικό μου στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσμπουργκ. Μου αρέσει να γνωρίζω διαφορετικούς ανθρώπους, ακόμα κι αν μου είναι αντιπαθείς, καινούργια μέρη και να βγάζω χιλιάδες φωτογραφίες.
Επίσης, μου αρέσει πολύ να περνάω χρόνο με τους ανθρώπους που αγαπώ και να κακομαθαίνω τον σκύλο μου με ασταμάτητες αγκαλιές και χάδια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής μου στην Αθήνα ήταν περίεργα. Δεν μπορώ να πω πως δεν ήταν ωραία. Είχα φίλους πραγματικούς και μια οικογένεια πολύ δεμένη. Επίσης, είχα τον καλύτερο σκύλο στον κόσμο. Ωστόσο, κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω αιχμάλωτη της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα» υποστηρίζει.
Ένα από τα ξεχωριστά ταξίδια του Στέργιου και της Αλεξάνδρας ήταν εκείνο στην Αφρική μόνο με μία βέσπα. Τις εντυπώσεις τους τις έγραψαν σε βιβλίο με τον τίτλο «Ρύζι και Χώμα - Ένα ταξίδι με βέσπα στην Αφρική». Γι' αυτό το ταξιδιωτικό ημερολόγιο μιλήσαμε με τον συγγραφέα του βιβλίου «Η χαμένη τέχνη του ταξιδιού» και καθηγητή Οικονομικής και Πολιτικής του Τουρισμού Στέλιο Βαρβαρέσο, ο οποίος μας είπε: «Μετά από μια ευτυχή σύμπτωση έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Στέργιου και της Αλεξάνδρας. Πάντα πίστευα ότι οι ευτυχείς συμπτώσεις είναι οι καλύτερες στη ζωή, το ίδιο και τώρα. Ο τίτλος του, "Ρύζι και Χώμα", λίγο περίεργος στην πρώτη ανάγνωση, αποκαλυπτικός ωστόσο στη συνέχεια, εφόσον αφορά ένα ταξίδι περιπλάνησης στη Δυτική Αφρική.
Το "Ρύζι και Χώμα" είναι ένα βιβλίο δρόμου με χώρο δράσης τη Δυτική Αφρική, που υπογράφουν δύο νέοι άνθρωποι, ο Στέργιος Γκόγκος και η Αλεξάνδρα Φεφοπούλου. Ο Στέργιος, ο πρωταγωνιστής του ταξιδιού, και η Αλεξάνδρα, η πρωταγωνίστρια της συγγραφής του βιβλίου. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραλείψω τον μεγάλο πρωταγωνιστή του ταξιδιού, χωρίς τον οποίο δεν θα υπήρχε αυτό το ταξίδι ή, τουλάχιστον, δεν θα ήταν το ίδιο, τη βέσπα του Στέργιου, τον Κίτσο.
Στέργιος και Κίτσος φεύγουν από τη Θεσσαλονίκη ή, καλύτερα, φεύγουν μακριά από την Ελλάδα της κρίσης για να περιπλανηθούν κατά μήκος της Δυτικής Αφρικής, από την Ταγγέρη έως το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, φορτωμένοι με πολλά όνειρα. Αυτά τα όνειρα είναι το σημαντικότερο αντίβαρο που αντισταθμίζει τα πενιχρά οικονομικά του Στέργιου, εφόσον οι οικονομίες του είναι ό,τι έχει εξοικονομηθεί από τη σκληρή δουλειά του ως σερβιτόρου στη Σαντορίνη.
Εδώ ο Στέργιος, ένας νέος άνθρωπος, συγκρούεται με την παγιωμένη άποψη του Έλληνα ότι θα πρέπει να έχεις χρήματα για να ταξιδέψεις, και τελικά βγαίνει νικητής. Μας διαψεύδει, ευτυχώς, και φεύγει ενθουσιασμένος και χαρούμενος για ένα ταξίδι που δεν έχει ημερομηνία επιστροφής. Φεύγει χωρίς πολύ προγραμματισμό, αφήνει το ίδιο το ταξίδι να τον καθοδηγήσει και να τον οδηγήσει».
Κατά τον συγγραφέα Στέλιο Βαρβαρέσο ο Στέργιος, με τον τρόπο του ταξιδιού του, ασπάζεται το πιστεύω δύο μεγάλων ταξιδιωτών, του Φρανκ Τσάτελ και του Πάτρικ Λι Φέρμορ.
Σε τι γλώσσα γελούν οι άνθρωποι; Σε τι γλώσσα αγαπούν; Όπου κι αν πήγα, όποιον και να συνάντησα στον καινούργιο μου δρόμο, κάπως κατάφερα και τον κατάλαβα. Και με κατάλαβε κι εκείνος"
«Ο Φρανκ Τσάτελ, κληρικός και ταξιδιώτης, έγραψε το 1923 το βιβλίο "Ο ευτυχής ταξιδιώτης - Ένα βιβλίο για φτωχούς". Σ' αυτό υποστηρίζει ότι "την πραγματική χαρά του ταξιδιού τη βιώνει μόνο όποιος αρκείται να ταξιδεύει σαν φτωχός.
Στην πραγματικότητα, το ταξίδι δεν απαιτεί χρήματα, μόνο ελεύθερο χρόνο. Όποιος διαθέτει ένα μικρό εισόδημα μπορεί να ταξιδεύει συνεχώς". Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ τόνιζε ότι "οι ξένοι που αποκτούν τη μεγαλύτερη εκτίμηση για την Ελλάδα είναι οι μοναχικοί, που τα ταξίδια τούς οδηγούν από τύχη, φτώχεια ή περιέργεια στις ταπεινές και απόκρυφές παρυφές της ελληνικής ζωής".
Ο Στέργιος, μπολιασμένος με τα πιστεύω του Τσάτελ και του Φέρμορ, ακολουθεί τα χνάρια τους. Ταξιδεύει με λίγα χρήματα, μόνος του, έξω από ομάδες, με φίλους που φτιάχνει από μόνο του το ταξίδι, με πολύ ελεύθερο χρόνο, μεγάλη δόση περιέργειας και πολλές αναζητήσεις, για να ανακαλύψει τις ταπεινές και απόκρυφες παρυφές της αφρικανικής ζωής.
Όμως αυτή η απλή και χιλιοδοκιμασμένη συνταγή απαιτεί ξεβόλεμα, εσωτερικά και εξωτερικά ξεκαθαρίσματα, πολλά όνειρα. Δεν γίνεται να ταξιδεύει κάποιος μόνος του, χωρίς ημερομηνία επιστροφής, δίχως να είναι ή τρελός ή ονειροπόλος. Και ο Στέργιος μοιάζει μ' έναν ονειροπόλο Τζακ Κέρουακ που πήδαγε στα βαγόνια των τρένων για να ανακαλύψει την Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ, με τη μόνη διαφορά ότι αυτός καβαλάει τη βέσπα του, τον Κίτσο, για να ανακαλύψει τη Δυτική Αφρική» επισημαίνει.
Στη συνέχεια αναρωτιέται: «Ποιος έχει διαβάσει τους "Αλήτες του Ντάρμα" και το "Στον Δρόμο" του Κέρουακ και δεν έχει σκεφτεί, έστω και για μια στιγμή, να τα παρατήσει όλα, να τα διαλύσει όλα, να φορτωθεί έναν σάκο και να φύγει, να χαθεί;».
Και συμπληρώνει: «Κάθε άνθρωπος κρύβει καλά μέσα του, επιμελώς θα έλεγα, ουτοπίες και πολλά όνειρα που ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν μια δίοδο προς τα έξω, όπως κάνουν και οι ήρωες του "Δρόμου" του Κέρουακ, οι "ιεροί προσκυνητές" του.
»Το ίδιο κάνει και ο Στέργιος, κόντρα στους χαλεπούς καιρούς της κρίσης, των μνημονίων, της μιζέριας και των παγιωμένων αντιλήψεων. Φορτώνει τα λίγα υπάρχοντά του στον Κίτσο και φεύγει. Απλώς φεύγει, γίνεται κοινωνός της αρχαιότερης δραστηριότητας του ανθρώπου, του ταξιδιού. Από τη Θεσσαλονίκη στην Ταγγέρη, από την Ταγγέρη στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπου γνωρίζει την Αλεξάνδρα, και από το Κονγκό στη Νότια Αφρική».
«Το βιβλίο ομολογώ ότι με συνεπήρε όχι μόνο γιατί αγαπώ τα ταξίδια ή επειδή είναι ένα ακόμα ταξιδιωτικό βιβλίο που φωτίζει τη φτωχή ελληνική ταξιδιωτική βιβλιογραφία αλλά γιατί στις σελίδες του κρύβεται η φρεσκάδα δύο νέων ανθρώπων, η διορατική και προβληματισμένη ματιά τους για τη γη της Αφρικής και τους ανθρώπους της. Ο Στέργιος βλέπει πίσω από τα πράγματα, διεισδύει, δεν κοιτάζει απλώς τις εικόνες που περνούν από μπροστά του, βιώνει το δράμα των πρώην αποικιών.
Ο Στέργιος και ο Κίτσος, διασχίζοντας τη Δυτική Αφρική, διασχίζουν την αφρικανική πραγματικότητα. Το "Ρύζι και Χώμα" δεν είναι ένα βιβλίο περιγραφής ενός εικοσαήμερου οργανωμένου και προστατευμένου ταξιδιού, όπου προέχουν η ασφάλεια και η ημερομηνία επιστροφής, ενός ταξιδιού όπου αναγκαστικά συνυπάρχεις συχνότατα με ανθρώπους που δεν ταιριάζουν τα χνότα σας.
O Στέργιος δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία τουριστών που, επιστρέφοντας στον τόπο τους, έχουν άποψη για έναν κόσμο που δεν πρόλαβαν καν να κοιτάξουν, να καταλάβουν, να νιώσουν, να δουν. Πρόκειται για μια δεκαπεντάμηνη, μοναχική κατά βάθος περιπλάνηση ενός νέου ανθρώπου και μιας μηχανής που επιθυμούν να φτάσουν κάπου, παίρνοντας κουράγιο ο ένας από τον άλλο, συμπάσχοντας, μόνοι σ' ένα άγνωστο περιβάλλον, με φιλίες που φτιάχνονται στους χωματόδρομους και συντηρούνται μέσα από το δέσιμο και τις εμπειρίες που απλόχερα προσφέρει ο δρόμος» αναφέρει ο κ. Βαρβαρέσος.
Όμως, θεωρεί ότι η πρωταγωνίστρια του συγγραφικού ταξιδιού είναι η Αλεξάνδρα. «Με τον Στέργιο βρίσκονται για πρώτη φορά στο Κονγκό και χάνονται στη συνέχεια για να ξανασυναντηθούν τυχαία στο Γιοχάνεσμπουργκ. Ο τρόπος γραφής της είναι φρέσκος, λιτός, ευαίσθητος, ανεπιτήδευτος, προβληματισμένος για όσα συμβαίνουν στις χώρες της Δυτικής Αφρικής, στις χώρες όπου η αποικιοκρατία άφησε πολλές ανοιχτές πληγές.
Το βιβλίο υμνεί την άδολη φιλία, εκείνη που φτιάχνουν στον δρόμο, αβίαστα, ταξίδι και ταξιδιώτης. Έτσι, μέσα από τις σελίδες του βρίσκονται, χάνονται, για να ξαναβρεθούν κάπου αλλού, οι συνοδοιπόροι του ταξιδιού, ο Στέργιος, ο Λίαμ, ο Στίβεν, ο Φράνσις, ο Θάνος.
Δημιουργεί συγκίνηση με την παράθεση μικρών ιστοριών που πλάθονται αυθόρμητα στις συναντήσεις του Στέργιου με τους φιλόξενους κατοίκους των αφρικανικών χωριών, όπως και με τις αναφορές σε αγαπημένους ανθρώπους που έμειναν πίσω, γονείς, αδέλφια, φίλους, και δημιουργεί προβληματισμό με τις συχνές αναφορές στη μνημονιακή Ελλάδα.
Στην περιπλάνησή του προς το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, στους χωματόδρομους της Δυτικής Αφρικής, ο Στέργιος έπεσε πολλές φορές, αλλά πάντα σηκωνόταν και συνέχιζε προς την επίτευξη του στόχου, ίσως και την εκπλήρωση του ονείρου. Όμως σε κάθε πέσιμο έτρωγε και λίγο χώμα. Πολλά τα πεσίματα, πολύ και το χώμα, όπως και το ρύζι που έφαγε, η φθηνή, συνηθισμένη τροφή των φτωχών Αφρικανών» τονίζει.
«Στην Ελλάδα της κρίσης, προπάντων κοινωνικής, τα όνειρα των περισσοτέρων έχουν κλειστεί για τα καλά σε ντουλάπια. Ο Στέργιος είναι ένα ζωντανό παράδειγμα για το τι μπορεί να καταφέρει ένα νέος άνθρωπος που έχει όνειρα κι ελπίζει, ενάντια στις βεβαιότητες των συνομηλίκων του, που συχνά το βλέμμα τους για τη ζωή μοιάζει να έχει κοντύνει και φτάνει να ορίζεται από τα 30 εκατοστά που απέχει από τα μάτια τους η οθόνη του κινητού τους.
Ενάντια σε μια συμβατική και μίζερη καθημερινότητα, όπου οι άψυχες, "άγνωστες" λέξεις, μνημόνια, αγορές, φόροι, κούρεμα, κατασχέσεις, δάνεια, δόσεις, κατέχουν την κύρια πλέον θέση στο λεξιλόγιο του Έλληνα. Αλλά ποια κοινωνία μπορεί να κάνει όνειρα, να ελπίζει στο μέλλον, με τόσο φτωχό, ψυχρό, ανορθόδοξο και απάνθρωπο λεξιλόγιο, ένα λεξιλόγιο απ' όπου απουσιάζουν οι λέξεις "ελπίδα", "όνειρα", "ζωή";
Αυτό το καταφέρνει, κόντρα στα παραπάνω, η Αλεξάνδρα με τη γραφή της. Κρατώ έντονα ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου, από την τελευταία σελίδα: "Σε τι γλώσσα γελούν οι άνθρωποι; Σε τι γλώσσα αγαπούν; Όπου κι αν πήγα, όποιον και να συνάντησα στον καινούργιο μου δρόμο, κάπως κατάφερα και τον κατάλαβα. Και με κατάλαβε κι εκείνος"».
Info:
Γνώρισε την Αλεξάνδρα, τον Στέργιο και τη βέσπα τους τον...Κίτσο
σχόλια