Έλλην στην Αμερική, και πριν από το Αμέρικα, Αμέρικα αποτελούσε κλισέ το οποίο ταυτιζόταν με τον πεντάρφανο μέτοικο που πατούσε πόδι πέραν του Ατλαντικού, έπλενε πιάτα, γινόταν εστιάτορας, έκανε οικογένεια, ενίοτε σπούδαζε και, στην καλύτερη περίπτωση, γινόταν επιχειρηματίας, σταδιοδρομούσε σε κάποιο πανεπιστήμιο ή έμπαινε στην πολιτική. Δεν διαθέτουμε σοβαρά βιβλία γι' αυτή την εθνική περιπέτεια -χωρίς να ξεχνάμε τον Καζάν-, κατά συνέπεια η μαρτυρία του Πολύδωρου Σωπασή ιδρύει παράδοση στο είδος της. Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει πριν από 15 χρόνια και πέρασε ακοίταχτο· τώρα, χάρη στον Φώντα Λάδη, επανέρχεται στα γεμάτα και διεκδικεί τη θέση του (Ο νόμος των παρανόμων, εκδ. Πύλη).
Φευγάτος από την Κρήτη, ατίθασος και «καλό παιδάκι» όπως λένε, χωρίς να το πολυκαταλάβει βρίσκεται στη Νέα Υόρκη (το Νεοβόρακο, που έλεγαν παλιά) και αρχίζει από το μηδέν σε ηλικία δεκαεννέα ετών. Δεν έχει συγγενείς, εκτός από τον αδερφό του, δεν έχει φίλους, γνωριμίες, γυναίκα, ιδιαίτερες ικανότητες, δεν ξέρει ακόμη τη γλώσσα - είναι ξένος στα ξένα, παραδομένος στην τύχη του και στο ατομικό του μυθιστόρημα. Οι δουλειές του ποδαριού δεν του έλεγαν τίποτα, ωσότου άνοιξε η πύλη της μαφίας. Κερδίζει την εμπιστοσύνη του υποκόσμου, αρχίζει να οπλοφορεί και τελικά κάνει αδρή χρήση των όπλων. «Θέλω, μου είπε, να κάνεις ένα μαγαζί σουρωτήρι. Να το γεμίσεις τρύπες με το αυτόματο. Τι λες; Θα τα καταφέρεις;». Ο Σωπασής θα τα καταφέρει βέβαια, θα διαθέτει ταχυβόλο αυτόματο ούζι, θα διαπρέψει στους εκβιασμούς, στις προστασίες, ακόμη και στη σκοποβολή κατά ανθρώπινου στόχου.
«Είχα αρχίσει να κάνω πλούσια ζωή. Γυρνούσα στα καλύτερα μπαρ, έτρωγα στα καλύτερα εστιατόρια και πήγαινα στα μεγαλύτερα καζίνα της Αμερικής. Είχα δίπλα μου τις ομορφότερες γυναίκες που κυκλοφορούσαν. Είχα φτάσει να χαλάω μέχρι και ένα εκατομμύριο τη βραδιά στη διασκέδαση και στα χαρτιά»
Χρυσές μέρες για τον ξενιτεμένο Κρητικό; «Είχα αρχίσει να κάνω πλούσια ζωή. Γυρνούσα στα καλύτερα μπαρ, έτρωγα στα καλύτερα εστιατόρια και πήγαινα στα μεγαλύτερα καζίνα της Αμερικής. Είχα δίπλα μου τις ομορφότερες γυναίκες που κυκλοφορούσαν. Είχα φτάσει να χαλάω μέχρι και ένα εκατομμύριο τη βραδιά στη διασκέδαση και στα χαρτιά». Όμορφο παραμύθι, καθώς ο άγγελός του τον ετοιμάζει για τη μεγάλη δοκιμασία. Θα κατηγορηθεί για φόνο, θα συλληφθεί, θα αναθεματίσει τους ρουφιάνους που τον κάρφωσαν και τελικά η απέραντη Αμερική θα στενέψει απελπιστικά στις διαστάσεις του κελιού. Όταν ο αφηγητής γράφει επιτέλους τη φράση: «Τι γύρευα εγώ, ένας Έλληνας, σε ένα ξένο κράτος, με ξένους ανθρώπους;», καταλαβαίνουμε ότι άρχεται εσωτερικά το δράμα του. Τέρμα η ελευθερία, η μεγάλη ζωή, το χρήμα και η ηδονή - ο Σωπασής καλείται πια να πληρώσει την μπάνκα και να πιαστεί από ό,τι πιο ανθεχτικό διαθέτει. Θα αντέξει το νεφρό του; Θα αντιμετωπίσει την ανθρωποφαγική ζωή της φυλακής; Θα έχει τα άντερα για να μη συντριφτεί από τους λυκάνθρωπους που τον περιτριγυρίζουν; Αυτή είναι η ουσία της μαρτυρίας του.
«Αποδείχτηκε μαύρος ο δρόμος που ξεκινούσε». Οι φυλακές, ως γνωστόν, προστατεύουν τους έξω από τους μέσα, αλλά οι μέσα δεν προστατεύονται από κανέναν, απεναντίας, παραδίδονται στο νόμο του ισχυροτέρου, σε εξουθενωτικούς εξευτελισμούς, σε συντριβή της προσωπικότητας, σε κάθε λογής παλιανθρωπιά και ηθική εκμηδένιση. Μιλάμε συνήθως για αποβράσματα της κοινωνίας, για κατακάθια, εγκληματικές φύσεις, ανθρώπους του σχοινιού και του παλουκιού, αιμοπότες κανονικούς, οι οποίοι, στη φυλακή, δεν μπαίνουν για να σωφρονιστούν αλλά για να αφήσουν ξεκαπίστρωτα τα σκοτεινά τους ορμέμφυτα.
Έχοντας αρνηθεί να πάει στο σχολείο, ο νεαρός κατάδικος θα αναγκαστεί να παραδεχθεί ότι η φυλακή είναι πανεπιστήμιο. Και μάλιστα με πολλά παραρτήματα. Έχουμε και λέμε: Ελμύρα, Νάπανα, Άττικα (γνωστή από το κινηματογραφικό έργο), Κόμστοκ, Γκριν Χέβεν (πράσινος παράδεισος), Κλίντον, Όμπερν. Η «καλή διαγωγή» στη φυλακή αφορούσε μια και μόνη αρχή - μην υποκύψεις, μη νικηθείς, μη σμπαραλιάσεις το μέσα σου και βέβαια μην παραδοθείς στα ναρκωτικά. Ο Σωπασής -αυτή είναι η περηφάνια του- έγινε ο «τρελός Έλληνας» με το όνομα γιατί ήταν σκέτο φαρμάκι. Οι περισσότεροι στη φυλακή οπλοφορούσαν, άρα όποιος ήθελε να τον σέβονται (φοβάμαι, σημαίνει η λέξη) όφειλε να οπλοφορεί. «Όταν δουν ότι έχεις καρδιά, είσαι τολμηρός και δεν μασάς τίποτα, δείχνουν γύρω σου σεβασμό και κανείς δεν σου μιλά».
Μόνο που εκτός από τους κατάδικους υπήρχε και το ζήτημα των φυλάκων, που ήταν χειρότεροι από τους φυλακισμένους. Όλα αυτά τα γνωρίζουμε από τα άφθονα κινηματογραφικά έργα και δεν χρήζουν σχολίων. Μας ενδιαφέρει όμως το φρόνημα του αλύγιστου νεαρού που κάθε τόσο κλεινόταν στην απομόνωση όπου, θαμμένος σχεδόν, έπρεπε να πιάσει ψιλοκουβέντα με το μέσα του και ό,τι υγιές νάμα διέθετε. Δεν γίνεται να έχεις τη φυλακή εναντίον σου, να απειλείσαι μονίμως, να περνάς δύο χρόνια (αν αθροιστούν οι μέρες) στην απάνθρωπη απομόνωση και να μην έχεις την αυταπάτη έστω μιας παρήγορης εσωτερικής φωνής. «Αμέσως ήρθε στο νου μου η λαχτάρα να βρισκόμουν στην πατρίδα μου και να ξεκίναγα μια καινούργια ζωή, ξεγράφοντας ό,τι είχα ζήσει στην Αμερική. Από τους δικούς μου, ο μόνος που δεν ήξερε τίποτε ήταν η μάνα μου και, αν ήταν δυνατόν, θα προτιμούσα να μην το μάθαινε ποτέ».
Το ευτύχημα με αυτήν τη μαρτυρία είναι ότι ο Σωπασής δεν έχει σχέση με τη φιλολογική κοκεταρία. Ό,τι γράφει είναι μεστό μαρτυρολόγιο. Από το κολαστήριο θα αποφοιτήσει με άριστα, θα επιστρέψει στην πατρίδα του και στην οικογένεια. Με απογοήτευση ο αναγνώστης μαθαίνει από τον προλογιστή ότι ο Σωπασής συνεχίζει τη ζωή στη φυλακή - στις φυλακές Αλικαρνασσού και μετά στα Ζωνιανά, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας των Τρικάλων. Οι μισοί καλοί...
σχόλια