'Ετσι εξηγούνται όλα;
Ο αριστεριστής
"Θα πάρουμε εκδίκηση για τους πατεράδες μας..."
Για τη χρήση του θυμού στις πολιτικές οργανώσεις της άκρας αριστεράς "στα χρόνια του Μάη του '68".
Από την κοινωνιολόγο Florence Johsua
(επιθεώρηση Politix, 2013)
Η ιστορία της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Νεολαίας (JCR) είναι ταυτόσημη με εκείνη των ρευμάτων αμφισβήτησης που εμφανίστηκαν γύρω από το Μάη το '68. [...] Το άρθρο αυτό αναλύει, μέσα από το πρίσμα μιας κοινωνιολογίας που ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα που γεννιούνται στη συλλογική δράση, τον ρόλο των συναισθημάτων οργής και της επιθυμίας για εκδίκηση όπως εκφράστηκαν μέσα από ένα συγκεκριμένο τμήμα της μεταπολεμικής γενιάς στη Γαλλία, από νέους άνδρες και νέες γυναίκες εβραϊκής καταγωγής (από την ανατολική Ευρώπη οι περισσότεροι), οι οποίοι γεννήθηκαν τα τελευταία χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ή και λίγο μετά την Απελευθέρωση. Θα αναδειχθούν έτσι καλύτερα οι λογικές συγκρότησης της "επαναστατικής κομμουνιστικής" τους στρατευσής: μίας στράτευσης που δημιούργησε μια οργάνωση κι ένα πολιτικό ρεύμα που άφησαν το στίγμα τους στα "χρόνια του '68" στη Γαλλία, καθώς και στην κοινωνική και πολιτική ιστορία αυτού του τόπου για σχεδόν μισό αιώνα.
Η JCR ιδρύθηκε τον Απρίλη του 1966 από μια εκατοστή αγωνιστές που διαγράφτηκαν από την 'Ενωση Κομμουνιστών Φοιτητών (UEC) και την Κομμουνιστική Νεολαία (JC), μερικές δεκάδες μέλη της οργάνωσης νεολαίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSU) και μερικούς παλιούς αγωνιστές του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI). Προέρχεται ουσιαστικά από μια αριστερή αντιπολίτευση, από ένα ρεύμα που συγκροτήθηκε στα πλαίσια της UEC στη βάση της αντίθεσης στο σταλινισμό -ορίζοντας την ΕΣΣΔ ως ένα "εργατικό κράτος γραφειοκρατικά εκφυλισμένο", και μιας καταγγελίας της θέσης του ΚΚΓ για στον πόλεμο της Αλγερίας που θεωρήθηκε χλιαρή. 'Ετσι, από την αρχή ήδη, ο αντισταλινισμός και ο διεθνισμός αποτελούν συστατικά της ταυτότητας της JCR. Κατά την ιδρυσή της, χαρακτηρίζεται από μία πολύ ισχυρή κοινωνική ομοιογένεια, καθώς αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από φοιτητές και μαθητές. Το 1969, οι δύο αυτές κατηγορίες αντιπροσωπεύουν ακόμη το 70% των μελών, ενώ οι εκπαιδευτικοί το 20% και οι μισθωτοί το 10%. Ο μέσος όρος ηλικίας την ίδια χρονιά είναι 20 ετών. Αυτή η οργάνωση νεολαίας έχει όμως και ένα άλλο χαρακτηριστικό, που αφορά την πολύ σημαντική αναλογία αγωνιστών με εβραϊκή καταγωγή. Οι αγωνιστές αυτοί προέρχονται οι περισσότεροι από εβραϊκές οικογένειες που μετανάστευσαν στη Γαλλία για να σωθούν από τις αντισημιτικές διώξεις. Οι οικογένειές τους βίωσαν οι ίδιες, και συχνά φέρουν τραύματα από την καταδίωξη και την γενοκτονία των Εβραίων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μελέτη της προσωπικής διαδρομής αυτών των αγωνιστών αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας καταγωγής, οικογενειακών ιστοριών και την κοινωνικοποίηση μέσα σε κοινές δομές, έχοντας για βάση μία εμπειρία ζωής που δημιούργησε συναισθήματα βιωμένα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και κοινά μεταξύ των μελών τους: αισθήματα φόβου, αγανάκτησης και οργής, και εντέλει μια επιθυμία για εκδίκηση την οποία αυτή η κοινότητα εμπειριών πυροδότησε ανάμεσα στους "επιζώντες" αυτούς της δεύτερης γενιάς.
[Ο Daniel Bensaïd γεννήθηκε στην Τουλούζη το 1946. Η μητέρα του, προερχόμενη από μία ταπεινή οικογένεια μικρών βιοτεχνών του faubourg Saint-Antoine, ξεκίνησε σαν μαθητευόμενη μοδίστρα σε ηλικία 14 ετών αφότου έλαβε το απολυτήριό της, και πήγε στο Οράν να βιοποριστεί. Εκεί συναντάει έναν νεαρό άνδρα, Εβραίο, σερβιτόρο και πρωταθλητή της ερασιτεχνικής πυγμαχίας, τον Haïm Bensaïd. Παρά την αντίθεση της αποικιοκρατικής συνομοταξίας των Γάλλων της Αλγερίας, παντρεύονται και εγκαθίστανται μερικά χρόνια αργότερα κοντά στην πόλη της Τουλούζης για να αναλάβουν το Μπαρ των Φίλων. Στις 29 Δεκεμβρίου του 1943, ο Haïm Bensaïd συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο. Το πιστοποιητικό της "φυλετικής καθαρότητας", που λαμβάνει η γυναίκα του από μία γενναιόδωρη ενορία, του σώζει τη ζωή (ο ίδιος παραμένει στο στρατόπεδο του Drancy μέχρι την Απελευθέρωση). Είναι ένας από τους ελάχιστους επιζώντες της οικογένειάς του. Τα αδέρφια του, René και Jules, και τα παιδιά του τελευταίου, Roger και Reine, συλλαμβάνονται με τη σειρά τους με την ομάδα 87 και δεν επιστρέφουν. Ο Jules φαίνεται πως πέθανε στο Νταχάου, ενώ ο René ξυλοκοπήθηκε μάλλον μέχρι θανάτου στη Φυλακή του Αγίου Μιχαήλ στην Τουλούζη.]
Εκτός από το νεαρό της ηλικίας των μελών της, η JCR παρουσιάζει μία ακόμη έντονη ιδιαιτερότητα ήδη από την ιδρυσή της, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται καθ 'όλη τη διάρκεια των πρώτων ετών της υπαρξής της:
"[Η JCR] αριθμούσε στις τάξεις της ένα δυσανάλογο ποσοστό νεαρών αγωνιστών εβραϊκής καταγωγής. 'Ηταν η γενιά των Recanati, Cyroulnik, Najman, Cucharts, Harrari, Rzepsky, Rubinstein, Landau, Czalcsinsky, Milewsky, Rogozinsky, Pieckny, Weisgal, Zeliksonn, Maler, Rotman, Baruch, Meyer, Rosenfeld, Rosvègue, Rosenzweig, Meyer, Mikhaïlovitch, Blum, Roterdam, Barsony, Tauber, Treiner, Johsua, Chaouat, Hassoun, Slyper, Dreyfus, Trat, Godchau, Sidi, Cohen, Bénichou, Samary, Bortein, Weber, Krivine... 'Ηταν οι περισσότεροι γιοί και κόρες επιζησάντων.
Το φαινόμενο είναι ακόμη πιο εμφανές στο επίπεδο της ηγεσίας της οργάνωσης, εφόσον "σε ένα σύνολο δώδεκα μελών του πολιτικού γραφείου της Ligue όταν πρωτοιδρύθηκε, υπήρχαν, εκτός από τον Daniel Bensaïd, άλλοι δέκα Εβραίοι με καταγωγή από την ανατολική Ευρώπη κι ένα μόνο μέλος μη Εβραίος. Οι νέοι αγωνιστές της JCR αποτελούν στην αρχή μια ομάδα με οικογενειακές, κοινωνικές και προσωπικές διαδρομές πολύ ιδιαίτερες και με έντονες αναλογίες.
Η φωνή που απέκτησαν οι αγωνιστές της JCR μέσω της πολιτικής τους στράτευσης μπορεί εξάλλου να θεωρηθεί ως μια υπονόμευση σε σχέση με την υποχρεωτική πολιτική και ηθική ουδετερότητα που οφείλει ο "μετανάστης" να τηρεί. Ο κριτικό-κοινωνικός ακτιβισμός τους θα μπορούσε κάτω απ' αυτό το πρίσμα να ιδωθεί σαν ένας τρόπος που επιτρέπει να ξεφύγει κανείς από μια κατάσταση αποκλεισμού διεκδικώντας μέσω της ανατρεπτικής δράσης την δικαιωματική συμμετοχή στην κοινότητα. Για να κατανοηθούν οι συνθήκες που ευνοούν τη ρήξη τους, πρέπει πάντως να πάρουμε σοβαρά υπόψη τον ρόλο που διαδραματίζει η ιδιαίτερη κοινωνική τοποθέτηση αυτών των "εκτοπισμένων ανθρώπων", οι οποίοι στερήθηκαν μιας κατάλληλης θέσης στον κοινωνικό χώρο και ενός καθορισμένου τόπου στις κοινωνικές ταξινομήσεις, είτε ανήκουν στην πρώτη γενιά μεταναστών, είτε στη δεύτερη. Η διπλή τους εξωτερική σχέση, όσον αφορά τον τόπο προέλευσης και τον τόπο άφιξης, τους θέτει σε μεγάλο βαθμό έξω από τις κοινωνικές υπαγορεύσεις που τέμνουν και ιεραρχούν το κοινωνικό σώμα σε ένα σύνολο κατηγοριών που κληρονομούνται, ενσωματώνονται, μετατρέπονται ένα συμπαγές σώμα και ως εκ τούτου γίνονται αόρατες σε όσους αποτελούν το αντικειμενό τους. Η ατυπική αυτή κοινωνική θέση βοηθάει στο να γίνει αντιληπτή η αυθαιρεσία του κοινωνικού κόσμου και οι κατατάξεις του, όπως και οι λογικές κυριαρχίας που τις διέπουν, συμβάλλοντας στην δημιουργία "υποκειμενικών ρωγμών" σε σχέση με αυτό που θεωρείται "αυτονότητο".
Δείξαμε πως πολλές από τις προσωπικές διαδρομές των αγωνιστών της JCR φέρουν την σφραγίδα αυτής της τραγωδίας. Σύμφωνα με τον Daniel Bensaïd, ιδρυτικό μέλος της JCR και ηγέτης της LCR μέχρι την απαγορευσή της: "Πρόκειται πιθανόν για ένα από τα μυστικά της ατρόμητης ετοιμότητας της ομάδας μας περιφρούρησης στη δεκαετία του '70. Ο πόλεμός μας δεν είχε τελειώσει." Διαβλέπει μία αιτιώδη σχέση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά της στρατολόγησης στην LCR κι εκείνα της ακτιβιστικής δράσης εντός της στην δεκαετία του '70, όπως η μαχητικότητα και η προσφυγή σε βίαιες δράσεις. Η ανάλυση του ερευνητικού μας υλικού επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό την υπόθεση αυτή, αν και υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη, ξεκινώντας από τις ιδιαιτερότητες της γαλλικής συγκυρίας στις δεκαετίες '50-'60, που συμβάλλουν στην εξήγηση της διαμόρφωσης της σχέσης με τη βία έτσι όπως εκφράστηκε στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων. Πρέπει επίσης να αποσαφηνίσουμε για ποιούς λόγους και με ποιούς τρόπους οι οικογενειακές και προσωπικές αυτές διαδρομές μπόρεσαν να υπαγορεύσουν ένα συγκεκριμένο τύπο ακτιβιστικής πρακτικής, και γιατί όσοι γνώρισαν αυτές τις οικογενειακές διαδρομές βρήκαν στην JCR ένα πλαίσιο ακτιβισμού που ταίριαζε εξαιρετικά με τις αρχικές τους διαθέσεις.
[Adrien Cravelszky: "Αρχίζουμε να απαγορεύουμε την δημόσια έκφραση της άκρας δεξιάς στα σχολεία, και πέφτει πολύ ξύλο. Υπήρχε ασφαλώς πολύ βαθιά η ιδέα ότι έπρεπε να κανονίσουμε τους λογαριασμούς μας με όλους αυτούς που δεν είχαν πληρώσει. Εξάλλου, την εποχή εκείνη, όταν δίναμε ο αδερφός μου κι εγώ μάχες με την άκρα δεξιά, έβλεπα απεναντί μου περισσότερο τα SS παρά νεαρούς Γάλλους. Όλο αυτό δημιουργούσε μία βία που παρέμενε πολιτική, και αποκτούσε ίσως έτσι ένα πιο σημαντικό ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Με την ευκαιρία της συγκρότησης μίας ομάδας περιφρούρησης που θα εμπόδιζε μια ομάδα της άκρας δεξιάς να εισβάλλει μπροστά στο lycée Voltaire στο Παρίσι το 1964, ο Adrien Cravelszky προσεγγίζει τον Alain Krivine, καθηγητή ιστορίας τότε στο συγκεκριμένο λύκειο, επειδή, τη μέρα εκείνη, "οι φασίστες απειλούσαν με επίθεση [...] και τι να δω: ο καθηγητής με δερμάτινα γάντια έτοιμος να χτυπηθεί με τους φασίστες! [...] Αρχίζουμε λοιπόν και συζητάμε, συναντιόμαστε, βρίσκόμαστε σε συγκεντρώσεις." Και μέσα απ' αυτό γνωρίζει άλλα μέλη της αριστερής αντιπολίτευσης μέσα στην UEC.]
"Μέσα στην οργάνωση, η επιθυμία της εκδίκησης πλαισιώνεται από μία ομάδα περιφρούρησης. Συγκροτείται από την αρχή και θεωρείται ένα αγωνιστικό καθήκον όπως όλα τα άλλα: ο καθένας αναλαμβάνει να εξασφαλίσει την υπεράσπιση της ομάδας. Γίνεται μικτή ήδη από το 1971, κάτι που διαφοροποιεί την LC από πολλές άλλες πολιτικές οργανώσεις της άκρας αριστεράς, όπου η Ο.Π. παραμένει αποκλειστικά ανδρική υπόθεση. Βρίσκεται εξάλλου κάτω από τον άμεσο έλεγχο της πολιτικής του ηγεσίας (...) Η ομάδα περιφρούρησης γίνεται ένα μέσο νομιμοποίησης της νέας οργάνωσης μέσα στο πολιτικό πεδίο, και διαφοροποίησης σε σχέση με τις άλλες οργανώσεις της άκρας αριστεράς. Η ομάδα που σχηματίστηκε μέσα από τις μάχες με τους ακροδεξιούς θα προσχωρήσει εν μέρει στην JCR όταν αυτή θα ιδρυθεί. "Γίναμε ένας πυρήνας που έδωσε μία αύρα στην JCR όταν μπήκαμε. 'Ηταν μια οργάνωση που πραγματοποιούσε αυτά που έλεγε και που δημιουργούσε τις συνθήκες του συσχετισμού δυνάμεων για να υποστηρίξει αυτά που έλεγε."
Η δράστηριότητα της Ο.Π. θα ξεπεράσει γρήγορα το αγωνιστικό καθήκον υπεράσπισης της οργάνωσης για να εφαρμόσει μία επιθετική βία απέναντι στην άκρα δεξιά. Λειτουργεί επίσης και σαν μία απόδοση «ταυτότητας» με την έννοια ότι ενεργοποιεί και επανεργοποιεί καθημερινά τις σχέσεις αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη, όπως παρατηρεί ο Marc Danencier: "'Ηταν κι αυτό η Ο.Π., δεν αφήναμε κανέναν πίσω μας (...) Καταφθάναμε είκοσι και φεύγαμε είκοσι. Κυνηγούσαμε τους φασίστες στη σχολή του Assas, και είμασταν είκοσι όταν επιστρέφαμε, ούτε δεκαοκτώ ούτε δεκαεννιά!" ]
Η γαλλική πολιτική συγκυρία των δεκαετιών '50 και '60 είναι αυτή που εξηγεί κυρίως πως η βία αυτή θα διοχετευτεί και θα μετατραπεί σε πολιτική δράση. Στην περίοδο εκείνη του ψυχρού πολέμου, ο αντικομμουνισμός διαπερνά όλες τις σφαίρες του κρατικού μηχανισμού παρέχοντας πιο ειδικά έναν οδικό χάρτη στο έργο της αστυνομίας. Δικαιολογεί τη χρήση μιας κατασταλτικής αστυνομικής στρατηγικής διατήρησης της τάξης που έχει στόχο τους κομμουνιστές όπως και τους αγωνιστές κατά της αποικιοκρατία και υπέρ της ανεξαρτησίας, μέσω μιας επαναλαμβανόμενης, θεσμοθετημένης, διαδεδομένης και εντέλει επιδεινούμενης χρήσης της καταστολής από τα όργανα της τάξης. Ωστόσο, "το καθεστώς και οι προσανατολισμοί του επιδρούν πάνω στη δομή των διαδηλώσεων". Η διαμόρφωση της σχέσης με τη βία όπως αυτή εκδηλώνεται στις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις είναι τότε διάχυτη και πρέπει να αναλυθεί ως το αποτέλεσμα μιας συγκρουσιακής κλιμάκωσης και μιας τακτικής προσαρμογής των αντιπάλων του καθεστώτος στην όξυνση της κρατικής καταστολής. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 εκδηλώνεται η ακραία βία του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού τόσο στην Αλγερία όσο και στην μητροπολιτική επικράτεια η οποία εμφανίζεται ως ένα από τα πεδία όπου συνεχίζεται ο πόλεμος, με την έννοια της σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα που αντιπαρατίθενται πάνω στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Αλγερίας. Η περίοδος χαρακτηρίζεται από μία πόλωση της πολιτικής δραστηριότητας. Το αποδεικνύει η ίδρυση, το Φλεβάρη του 1961, της Μυστικής 'Ενοπλης Οργάνωσης (OAS), αλλά και οι αντιδράσεις απόρριψης που προκαλούνται μέσα στον πληθυσμό, καθώς και η συνακόλουθη πολιτικοποίηση που συντελείται μεταξύ εκείνων που αντιτίθενται στην "γαλλική Αλγερία", ειδικά μέσα στους κύκλους των φοιτητών και μαθητών. (...)
Florence Johsua (επιθεώρηση Politix, 2013)
Μτφ. Σ.Σ.