Ο ήρωας του «Never look away», ο νεαρός Κουρτ Μπάνερτ, που γεννήθηκε στη Δρέσδη, είδε την αγαπημένη του θεία να καταστρέφεται ως μιαρή παράφρων από τη ναζιστική πολιτική εξυγίανσης από τους προβληματικούς πολίτες, τη χώρα του να καταστρέφεται από τον πόλεμο, τα όνειρά του για δημιουργική ζωγραφική να ακυρώνονται από τους ιδεολογικούς περιορισμούς του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και άδραξε την ευκαιρία να διαφύγει στο Δυτικό Βερολίνο στα '60s και να διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο ύφος που αναμειγνύει το τραύμα, τη μνήμη και την ενεργοποίηση της φαντασίας του φωτορεαλισμού, αντώνυμος του Γκέρχαρντ Ρίχτερ, του σπουδαιότερου Γερμανού ζωγράφου του 20ού αιώνα και ενός από τους εν ζωή τιτάνες στις εικαστικές τέχνες.
Ο σκηνοθέτης Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, μετά τη φάλτσα παρένθεση του «Τουρίστα», επέλεξε σωστά να μην κατονομάσει τον Ρίχτερ αλλά να βασιστεί σε πολλά βιογραφικά και καλλιτεχνικά στοιχεία που εξυπηρετούν τη δομή και τη ροή της ταινίας του, για να μην περιοριστεί σε μια στενή και στεγνή απαρίθμηση των γεγονότων στη ζωή του ζωγράφου κι έτσι να εγκλωβιστεί σε ένα καθαρό biopic − ο Ρίχτερ όχι μόνο δεν είχε πρόβλημα με αυτό, αλλά του πρόσφερε πληροφορίες άγνωστες και διαφωτιστικές γύρω από τις εμπειρίες και τα πρόσωπα που τον σημάδεψαν.
Ο Ντόνερμαρκ κρίνει απαραίτητο να δώσει βάρος στις διαπροσωπικές εμπλοκές για να ενσωματώσει τις επιπλοκές που προκύπτουν στη γενικότερη εικόνα μιας δυσλειτουργικής, επικίνδυνης σχιζοφρένειας της γερμανικής κοινωνίας πριν και μετά τον πόλεμο: οι έντιμοι πολίτες με συνείδηση και αρετή μοιάζουν να ασφυκτιούν από την ισοπεδωτική μειονότητα.
Έτσι, κατευθύνει το κέντρο βάρους πέρα από τη δύναμη της τέχνης ως μέσου υποσυνείδητης έκφρασης και υπερβατικού σχολίου σε ένα ευρύτερο χρονικό της γερμανικής ψυχής. Ο Μπάνερτ/Ρίχτερ γίνεται μάρτυρας συγκλονιστικών στιγμών της Ιστορίας και παρατηρητής μιας μετάβασης που του κόστισε προσωπικά.
Στον αντίποδα της παθητικής πρώτης περιόδου της ζωής του βρίσκεται ένας επιφανής γυναικολόγος, καθηγητής σε κλινική που παρακολουθεί και «εκτελεί» ασθενείς με προβλήματα, πλήρως ευθυγραμμισμένος με την εξουσία.
Ο Ζίμπαντ (Σεμπάσταν Κοχ) είναι το είδος του ανώτερου άνδρα, ένας χαμαιλέοντας που επιβιώνει περίφημα από τις δραματικές αλλαγές, ικανός να γίνει πιο κομμουνιστής από τους συντρόφους στο Ανατολικό Βερολίνο και πιο κοσμοπολίτης από τους Δυτικούς, όταν ο προστάτης του τού διαμηνύει πως δεν μπορεί πλέον να καλύπτει τις παλιές του αμαρτίες και αναγκάζεται να διαφύγει στο «πολιτισμένο» εξωτερικό.
Werk ohne Autor — Never Look Away
Η κόρη του ερωτεύεται τον Μπάνερτ και ο πεθερός, κρατώντας τα προσχήματα, κάνει ό,τι περνάει από τα έμπειρα χέρια του για να αποτρέψει το ζευγάρωμα, υπακούοντας στη ρατσιστική του ιδεολογία. Οι οικογενειακές σχέσεις καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο στην ταινία που διαρκεί 3 ώρες και συχνά συνορεύει με το ασαφές μελόδραμα μέσα στη δίνη κρίσιμων αποφάσεων.
Ο Ντόνερμαρκ κρίνει απαραίτητο να δώσει βάρος στις διαπροσωπικές εμπλοκές για να ενσωματώσει τις επιπλοκές που προκύπτουν στη γενικότερη εικόνα μιας δυσλειτουργικής, επικίνδυνης σχιζοφρένειας της γερμανικής κοινωνίας πριν και μετά τον πόλεμο: οι έντιμοι πολίτες με συνείδηση και αρετή μοιάζουν να ασφυκτιούν από την ισοπεδωτική μειονότητα.
Στις «Ζωές των άλλων» κατέγραψε την παράνοια της διχοτόμησης, την ενοχή και το άχθος της ελευθερίας της έκφρασης σε μια εποχή καταστολής και υποκρισίας. Το «Never look away», ακόμη και ως τίτλος, δηλώνει την ανάληψη ευθυνών που η αποστροφή του βλέμματος είχε αναβάλει και θάψει επί δεκαετίες.
Στη συχνά απλουστευτική, αν και δίκαιη, συλλογιστική του Γερμανού σκηνοθέτη, η τέχνη είναι η απάντηση στην (γενετική) κοινωνική παθογένεια των δυναστών συμπατριωτών του. Ο τόνος του «Never look away», ωστόσο, μαζί με τη μεγάλη διάρκεια, αποδυναμώνει τα ζωτικά του θέματα.
σχόλια