Έχουν περάσει λίγοι μήνες από την πρεμιέρα στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Βερολίνου του «Ουτόγια, July 22» από τον Νορβηγό σκηνοθέτη Έρικ Ποπ και τώρα έρχεται ο Πολ Γκρίνγκρας για να πραγματευτεί με σχεδόν τον ίδιο τίτλο το ίδιο ακριβώς θέμα, σε αγγλικά που υποκαθιστούν πολύ πειστικά τα νορβηγικά − είναι συχνό το περίεργο φαινόμενο της ταυτόχρονης εμφάνισης κινηματογραφικών διδύμων ταυτόσημης θεματικής, ειδικά όταν ένα γεγονός εξέχουσας σημασίας ωριμάζει και ζυμώνεται για την αναπαράστασή του.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης που έγινε γνωστός από το δυναμικό βεριτέ στυλ του στις καλύτερες ταινίες του Τζέισον Μπορν δεν αλλάζει ύφος όταν καταπιάνεται με αληθινά περιστατικά και, όπως στο «United 93», αλλά 10 χρόνια πριν, μετατοπίζει τον στόχο του μαεστρικά: γνωρίζοντας πως δεν χρειάζεται να τονίσει την αλήθεια, αφού αυτή ήδη υπάρχει, προχωράει σε βάθος, εξερευνώντας τις επιπτώσεις σε ένα ψευδο-δημοσιογραφικό κρεσέντο αγωνίας και κυμαινόμενων συναισθημάτων.
Είναι εξαιρετικά δύσκολη η ώσμωση του μηχανικού, σχεδόν αυτοματοποιημένου τρόπου που έχει πλέον κατακτήσει ο Γκρίνγκρας στην απεικόνιση της δράσης με την ανθρώπινη συνείδηση που επιζητά σε ένα περίτεχνο και περίτεχνο «δίκτυο» χαρακτήρων.
Και αντίθετα από την πτώση του αεροπλάνου των αερογραμμμών της United, που σήμανε και το φινάλε της ταινίας εκείνης, η μοναχική, αν και όχι τόσο απονενοημένη επίθεση του Μπρέιβικ στο νησάκι Ουτόγια έξω από το Όσλο με στόχο εφήβους που παραθέριζαν σε κατασκήνωση, καταναλώνει μόλις το πρώτο εικοσάλεπτο του δίωρου χρονικού, που συνεχίζεται συναρπαστικά και συχνά σπαρακτικά στο επώδυνο «μετά».
Είναι εξαιρετικά δύσκολη η ώσμωση του μηχανικού, σχεδόν αυτοματοποιημένου τρόπου που έχει πλέον κατακτήσει ο Γκρίνγκρας στην απεικόνιση της δράσης με την ανθρώπινη συνείδηση που επιζητά σε ένα περίτεχνο και περίτεχνο «δίκτυο» χαρακτήρων.
Απ' τη μια, ο δράστης ζητά έναν liberal δικηγόρο για να το υπερασπιστεί και αλλάζει τη νομική του θέση στο δικαστήριο, ζητώντας να κριθεί ένοχος και όχι παράφρων, ακριβώς για να δώσει παράσταση ενώπιον ενός οργισμένου κοινού που πολύ θα ήθελε να τον λιντσάρει, αλλά όφειλε να συμμορφωθεί, και στη συγκεκριμένη να ανεχτεί με πολύ μεγάλη προσπάθεια τους υπερβολικά ελαστικούς (βλέπε φιλάνθρωπα δημοκρατικούς) νόμους.
Το επίσημο τρέιλερ του «22 July»
Παράλληλα, τα θύματα και οι συγγενείς τους ξεπερνούν με κόστος και εμπόδια το σοκ, ενώ η τοπική κοινωνία αναθεωρεί προσεκτικά. «Οι καιροί είναι δύσκολοι» σχολιάζει στωικά ο δικηγόρος του Μπρέιβικ, αλλά στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται η αμηχανία ενός έθνους υπερήφανου για τη φιλελεύθερη πολιτική του και τόσο απορημένου με τον διαβολικό σπόρο που φώλιαζε στα σπλάχνα του.
Ο Γκρίνγκρας δεν είναι ο σκηνοθέτης που θα ηθικολογήσει, προτιμώντας να μιλά με λόγια σημασίας και εικόνες δύναμης − να προλαβαίνει τα χτυπήματα αντί να τα επιβάλει στον θεατή, εμμένοντας στο μέγεθός τους. Η βαρύτητα του συμβάντος όχι μόνο δεν του διαφεύγει αλλά είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το ουσιαστικό πένθος που δημιούργησε η πληγή του θανάτου δεκάδων νέων παιδιών με ιδεαλισμό και άγουρα πολιτικά όνειρα (πολλά, γόνοι πολιτικών οικογενειών και έτοιμα να στρατευτούν και αυτά) από έναν σύγχρονο ναζιστή, έναν φιλάρεσκο, επικίνδυνο και καλά διαβασμένο λύκο με τη μάσκα του ευγενικού σκανδιναβικού αμνού.
Πάνω απ' όλα, το «22 July» θέτει τις σωστές ερωτήσεις για ένα μείζον θέμα σε εξέλιξη στη Νορβηγία και σε ολόκληρη την Ευρώπη, παίρνοντας αφορμή από μια απρόσμενη τραγωδία που δίχασε και αναστάτωσε όσο καμία άλλη.
Με το «Sunset», ο Λάσλο Νέμες καταπιάνεται κι αυτός με τη διάλυση της ευρωπαϊκής ιδέας της ένωσης των λαών κάτω από κοινά συμφέροντα και ιδανικά, αλλά το κάνει με έναν φαντασματικό, καλλιτεχνικότερο τρόπο, ταξιδεύοντας πάνω από έναν αιώνα πριν στην προπολεμική Βουδαπέστη. Όπως και στον πολυβραβευμένο «Γιο του Σαούλ», τοποθετεί την κάμερά του στον ώμο και στο πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας, αφήνοντας τους υπόλοιπους χαρακτήρες να μπαίνουν και να βγαίνουν από το οπτικό της πεδίο, επιλέγοντας την υποκειμενική άποψη.
Η Ίρις Λέιτερ επιστρέφει στην πόλη που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει όταν ήταν παιδί γιατί κάηκε το πατρικό της και πέθαναν οι εύποροι γονείς της, ψάχνοντας επίμονα τον αδελφό της σε μια πόλη αστικής κομψότητας και καλών τρόπων. Κάτω από τη διακοσμητική πολυτέλεια και τις αριστοκρατικές συνήθειες (η Ίρις ζητά εργασία σε ένα κατάστημα που εμπορεύεται ακριβά καπέλα, αλλά την απορρίπτουν χωρίς προφανή αιτία), ελλοχεύει η απορρύθμιση και η αταξία – ή, τουλάχιστον, υπονοείται το ράγισμα της φτιασιδωμένης βιτρίνας που ήταν η Κεντρική Ευρώπη στην αυγή του Μεγάλου Πολέμου.
Η αγωνιώδης περιήγηση της όμορφης κοπέλας στην αχλή της μνήμης της γεννά περισσότερο την αίσθηση μιας αμφισημίας: τα νοσταλγικά χρώματα της σέπιας που κυριαρχούν παραχωρούν τη θέση τους σε ένα απειλητικό ηλιοβασίλεμα, το λυκόφως μιας αυτοκρατορίας σε πήλινα πόδια.
Το διφορούμενο της υπόθεσης ενισχύεται από την αμφιβολία γύρω από την ταυτότητα της Λέιτερ: είναι όντως η γυναίκα που νομίζει πως είναι, υπάρχει ή όχι ο αδελφός που δεν είδε ποτέ ή είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο;
Η ίδια ψευδαίσθηση, στο μάξιμουμ, χαρακτήρισε τον εφιάλτη του «Σαούλ» κάτω από συγκεκριμένο πλαίσιο ωστόσο και με συνεχή τη ματιά στον κοντινό ορίζοντα του θανάτου. Στο «Sunset» ο Νέμες επαναλαμβάνει την τεχνική των εξαντλητικών μονοπλάνων και του βιρτουόζικου personal point of view, αν και επιχειρεί κάτι πιο σύνθετο και κρυφό στην ουσία του θέματος που θίγει.
Είναι ένας αναμφισβήτητος τεχνίτης με όραμα που βάζει ψηλά τον πήχη και συνεχίζει την ευρωπαϊκή παράδοση των μεγάλων masters, όσο κι αν η δεύτερή του ταινία δεν ενθουσίασε, κυρίως αγγλοσάξονες κριτικούς, στο 75ο Φεστιβάλ Βενετίας.
Τρέιλερ του «Sunset»
σχόλια