Νίκος Παΐσιος
Επιμελητής έκθεσης, Μουσείο Μπενάκη
Ο κ. Νίκος Παΐσιος, που ανήκει στο επιστημονικό προσωπικό του Μουσείου Μπενάκη και επιμελήθηκε την έκθεση για τον Γιάννη Μόραλη, λέει σχετικά με τη δική του δουλειά και για τον καλλιτέχνη: «Οι αναδρομικές εκθέσεις στο έργο του Μόραλη ξεκίνησαν με τη μεγάλη εκείνη της Εθνικής Πινακοθήκης το 1988, δηλαδή πριν από 30 χρόνια. Όσες αναδρομικές ακολούθησαν ήταν κυρίως θεματικές, που σημαίνει ότι δεν αφορούσαν το σύνολο του έργου του.
Η τωρινή έκθεση, λοιπόν, επαναλαμβάνει κατά κάποιον τρόπο εκείνη του 1988, με την έννοια ότι μία φορά ανά γενιά θα άξιζε και θα έπρεπε να γίνεται μια επιστροφή στο έργο του μέσω μιας εκτενούς αναδρομικής παρουσίασής του. Ωστόσο, η τωρινή έκθεση δεν αποτελεί αναπαραγωγή της αρχικής. Κατά πρώτον, επειδή περιλαμβάνει έργα που έφτιαξε ο Μόραλης την εικοσαετία που ακολούθησε μετά το 1988. Περιέχει, επίσης, πραγματικά θεατρικά κοστούμια που σχεδίασε και δεν έχουν εκτεθεί μέχρι τώρα. Τέλος, περιέχει υλικό από το προσωπικό του αρχείο, το οποίο επίσης παραμένει άγνωστο για το κοινό μέχρι τώρα.
Η λογική του στησίματος της έκθεσης ακολουθεί τη χρονολογική σειρά των έργων και χωρίζεται σε ενότητες ανά δεκαετία. Η συνέχεια αυτής της παρουσίασης θα "σπάει" κατά διαστήματα με εκθέσεις μέσα στην έκθεση. Για παράδειγμα, μια τέτοια "υπο-έκθεση" θα παρουσιάζει την προετοιμασία της "Σύνθεσης Α', 1949-58", έργο με το οποίο συμμετέχει, μαζί με αρκετά άλλα, στην Μπιενάλε Βενετίας του 1958, με συνεκθέτες τους Γιάννη Τσαρούχη και Αντώνη Σώχο.
Ο στόχος της είναι να φανεί η επιμονή του Μόραλη να ελέγχει τα πάντα στο έργο του – να δει ο επισκέπτης πόσα ζωγραφικά προσχέδια και πόσα αντίστοιχα σχεδιαστικά ετοιμάζει για κάθε έργο. Υπήρχαν περιπτώσεις που έκανε και πάνω από 100 σχεδιαστικά προσχέδια μόνο για ένα έργο. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αυτής της επιμονής του σχετίζεται με το περιστέρι που εμφανίζεται σε μια γωνία της "Σύνθεσης Α', 1949-1958". Προκειμένου εκείνος να καταλάβει ακριβώς πώς θα έπρεπε να πέφτει η σκιά του, έβαλε την τότε σύζυγό του και γλύπτρια Μπούμπα Λυμπεράκη να του φτιάξει ένα πήλινο περιστέρι στο μέγεθος που εκείνος ήθελε και ζήτησε από τον Μάριο Βίττι να του το φωτογραφίσει, ώστε να καταλήξει στον υπολογισμό που αποζητούσε.
«Το μυστήριο του χαρακτήρα του ήταν, λοιπόν, αυτό: δεν μπορούσε να νιώσει σφοδρά συναισθήματα μίσους ή θυμού για άλλον άνθρωπο. Παθιαζόταν μόνο με τη ζωγραφική και το γυναικείο φύλο».
Ο Μόραλης έλεγχε πάντα με τρόπο απόλυτο τη ζωγραφική του επιφάνεια και δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Αυτή είναι ίσως η ειδοποιός διαφορά του σε σχέση με τους περισσότερους από τους ζωγράφους: τα πάντα είναι ελεγχόμενα μέχρις εσχάτων. Δεν υπάρχει κάτι το αυθόρμητο. Δεν πρόκειται για έλεγχο της σύνθεσής του από την αρχή, αλλά για έλεγχο του αποτελέσματος. Ήταν ένας σοβαρά τελειομανής άνθρωπος, κάτι που συνιστά και ελάττωμα και προτέρημα, όπως ξέρουμε.
Η πρόθεση του επιμελητικού σχεδιασμού ήταν να παρουσιαστούν όλα με χρονολογική πληρότητα και σωστή αντιστοίχιση με τη βιογραφία του. Επίσης, να παραδίδονται όλα στον θεατή, σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της Ιστορίας της Τέχνης. Αυτό σημαίνει ότι στην έκθεση αυτή ξεδιαλέγεται το μείζον από το έλασσον, αλλά ενίοτε επιλέγεται και το έλασσον, για να αξιοποιείται ως σπουδαίο κάτοπτρο που αντανακλά το μείζον.
Κατά τα άλλα, από την έκθεση ο επισκέπτης θα μπορεί επίσης να διακρίνει ότι ο Μόραλης υπήρξε ένας άνθρωπος μοναδικής ιδιοσυστασίας. Για παράδειγμα, οι στενές φιλικές σχέσεις του με τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι υπήρξαν πάντα εντελώς ισότιμες με εκείνες που διατηρούσε με όλους τους στενούς και αγαπητούς του φίλους. Ήταν πολύ σπάνιο την εποχή εκείνη, μέσα στην τόσο πατριαρχική δομή της κοινωνίας και ακόμα περισσότερο της συντεχνίας των εικαστικών καλλιτεχνών, να υπάρξει μια τέτοιου είδους αποδοχή και κυρίως υπέρβαση του σκοπέλου της δικής τους σεξουαλικής διαφορετικότητας. Και αυτό συνέβαινε παρά το ότι ο Μόραλης δεν διέθετε εκείνο που σήμερα θα αναγνωρίζαμε ως προωθημένη θεωρητική σκέψη, ώστε να δικαιολογείται από αυτήν η στάση του απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Ήταν ο ζωγράφος της γενιάς του που είχε το μικρότερο θεωρητικό υπόβαθρο. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είχε ακόμα και ελαττωματική εγκύκλιο παιδεία. Όμως, τα αντιστάθμιζε όλα αυτά με την τεράστια εμπειρική παιδεία του.
Η στάση του, λοιπόν, απέναντι στην ομοφυλοφιλία του Τσαρούχη και του Χατζιδάκι έχει να κάνει περισσότερο με τον χαρακτήρα του, ο οποίος, κατά βάθος, ήταν ένας πολύ ντροπαλός άνθρωπος. Πρόκειται για ένα κομμάτι του χαρακτήρα του με το οποίο αναπλήρωνε πολλά άλλα. Επίσης, υπήρξε ένας άνθρωπος ανίκανος να μισήσει. Μπορούσε να θυμώνει με πράγματα, αλλά δεν μισούσε τους ανθρώπους. Ούτε του άρεσε να κοντράρεται μαζί τους. Προτιμούσε να σιωπά. Δεν είχε ευφράδεια. Ακόμα και στα γραπτά του δεν είχε ευχέρεια, παρά το ότι αυτά μοιάζουν στον αναγνώστη τόσο σώφρονα και ξεκάθαρα. Το μυστήριο του χαρακτήρα του ήταν, λοιπόν, αυτό: δεν μπορούσε να νιώσει σφοδρά συναισθήματα μίσους ή θυμού για άλλον άνθρωπο. Παθιαζόταν μόνο με τη ζωγραφική και το γυναικείο φύλο».
Πέγκυ Ζουμπουλάκη
Γκαλερίστα
«Ο Γιάννης Μόραλης ανήκει στη χαρισματική μειονότητα των καλλιτεχνών της γενιάς του '30 και αυτή είναι η αιτία που ο ίδιος και το έργο του θα "γράφουν" στο βάθος του χρόνου. Η τωρινή έκθεση βρίσκεται κάπως πιο κοντά στον άνθρωπο πίσω από το έργο και μαζί με το έργο. Θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά ένα επιλεγμένο μέρος του πολύτιμου προσωπικού αρχείου του, το οποίο είχε την πρόνοια και την έμπνευση να δωρίσει στο ΜΙΕΤ. Ήμουν παρούσα την ημέρα που παρέδιδε το σημαντικό αυτό κομμάτι της ζωής του – γιατί δεν ήταν μόνο το έργο του σημαντικό.
Ο Γιάννης Μόραλης ήταν ένας άνθρωπος συναισθηματικός αλλά και εσωστρεφής. Ανοιγόταν σε πολύ λίγους ανθρώπους, ίσως και μετρημένους στα πέντε δάχτυλα. Αυτή η έκθεση, λοιπόν, φανερώνει τον σεμνό καλλιτέχνη με τη μεγάλη καρδιά, μια πλευρά του που λίγοι γνώριζαν. Έτσι, ο επισκέπτης της έκθεσης θα ανακαλύπτει πράγματα για την προσωπικότητα του Μόραλη και θα τα συνδέει με το έργο του.
«Όταν, τελικά, ο Γιάννης είδε την τούρτα των γενεθλίων του που είχε τη μορφή ενός γλυπτού του φτιαγμένου από σοκολάτα, ξαφνιάστηκε, είναι η αλήθεια, αλλά αμέσως πήρε ένα μαχαίρι και, λέγοντάς μου "το επάνω μέρος θέλει λίγο ίσιωμα", το ίσιωσε!».
Εγώ, ως γκαλερίστα, δούλεψα μαζί του 45 χρόνια, που τα θεωρώ όλα τους ανεκτίμητα. Αναπτύξαμε όχι μόνο μια σχέση εμπιστοσύνης αλλά κάτι πολύ παραπάνω, μια φιλία οικογενειακή. Η παρουσία του ήταν σχεδόν καθημερινή, τόσο στην γκαλερί όσο και στην οργάνωση κάθε έκθεσης, γιατί ήθελε πάντα να ελέγχει κάθε λεπτομέρεια, σε σημείο που μερικές φορές να γίνεται και κουραστικός.
Ως προς αυτό, λοιπόν, θα σας διηγηθώ ένα μικρό περιστατικό. Γιορτάζαμε κάθε χρονιά τα γενέθλιά του στην γκαλερί και φροντίζαμε πάντα να υπάρχει σ' αυτήν τη γιορτή κάτι σαν μικρή έκπληξη. Και μια χρονιά η έκπληξη ήταν ότι η τούρτα των γενεθλίων είχε τη μορφή ενός γλυπτού του φτιαγμένου από σοκολάτα. Είχαμε επιλέξει το πιο απλό στη φόρμα απ' όλα του τα γλυπτά και είχαμε αναθέσει την κατασκευή της τούρτας-γλυπτού στον Στέλιο Παρλιάρο, που πιάνει καλά το χέρι του σε τέτοια πράγματα. Όταν, τελικά, ο Γιάννης Μόραλης είδε την τούρτα, ξαφνιάστηκε, είναι η αλήθεια, αλλά αμέσως πήρε ένα μαχαίρι και, λέγοντάς μου "το επάνω μέρος της σοκολάτας θέλει λίγο ίσιωμα", το ίσιωσε! Ήθελε όλα να τα προσέχει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
Θα φαντάζεστε όμως και το γέλιο που έγινε μεταξύ όλων. Εγώ του είπα: "Μα, βρε Γιάννη, θα τη φάμε, δεν θα την πουλήσουμε!". Αυτό επαναλαμβάνω ότι το αναφέρω για να δείτε πόσο πρόσεχε το έργο του και ότι καμιά φορά γινόταν λίγο υπερβολικός. Συχνά, ξέρετε, επειδή ο Μόραλης ήταν πάντα ντυμένος όπως πρέπει να είναι ντυμένος ένας κύριος και επειδή ήταν πολύ σοβαρός, οι άλλοι δεν καταλάβαιναν την οικειότητα που μπορούσε να εμπνεύσει, αλλά ούτε και αυτό που σας διηγούμαι τώρα, ότι δηλαδή μπορούσε να παρασυρθεί κάποιος μαζί του στο γέλιο».
Άννα Καφέτση
Διδάκτωρ Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης
Η κ. Άννα Καφέτση, ιδρυτική διευθύντρια του ΕΜΣΤ και νυν διευθύντρια του annexM, που είναι το νεοσύστατο κέντρο για τις εικαστικές τέχνες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, μιλά για την πρόσληψη του έργου του Γιάννη Μόραλη και για τη θέση του στην περίφημη γενιά καλλιτεχνών του '30: «Στο ερώτημα "τι είναι σήμερα για μένα ο Μόραλης", που στην ουσία σημαίνει τι μένει στον χρόνο, θα έμπαινα στον πειρασμό να απαντήσω "λίγα –κι αυτό είναι ήδη πολύ– από τα ευγενέστερα και πνευματικότερα έργα στην ελληνική ζωγραφική του 20ού αιώνα". Μιλάω για τα Επιτύμβια του '58-'63 και τα Επιθαλάμια αμέσως μετά.
Στους δύο αυτούς εικονογραφικούς κύκλους, στις καλύτερες στιγμές του δημιουργικού του μετεωρισμού, ο Μόραλης καταφέρνει αυτό που κατ' εμέ είναι η μεγάλη, η δική του στιγμή: η εικαστική σύλληψη μιας αμφισημίας, μια διαλεκτική των αντιθέτων. Το πένθος και ο έρωτας μαζί. Το μυστήριο της Ηγησούς. Το ίχνος της διαπερνά τα έργα του, για να επιστρέψει στις αρχαίες επιτύμβιες στήλες μέσα από την πολυγνώτεια λιτότητα της δικής του ζωγραφικής.
«O Μόραλης καταφέρνει αυτό που κατ' εμέ είναι η μεγάλη, η δική του στιγμή: η εικαστική σύλληψη μιας αμφισημίας, μια διαλεκτική των αντιθέτων. Το πένθος και ο έρωτας μαζί».
Αλλά υπάρχει και ο Μόραλης πριν από την αιώρηση και μετά από αυτήν. Όταν οι εικόνες του μας εγκλωβίζουν στη γοητεία του αναγνωρίσιμου και της μαστοριάς ή όταν παγώνουν μέσα σε μια προβλέψιμη ανάλαφρη ρυθμικότητα. Και γι' αυτές τις στιγμές δεν έχουμε μιλήσει ακόμα κριτικά ή, πάντως, όχι αρκετά.
Παρόλο που έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της θεωρίας και της μεταθεωρίας, κυριαρχούν οι αγιογραφίες. Να ένας από τους λόγους που περιμένουμε την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη του προσωπικού αρχείου του ζωγράφου στο ΜΙΕΤ. Τα ατέλειωτα, οι δισταγμοί, οι δοκιμές, μιλάνε μια αυθεντική γλώσσα και αφορούν ιδιαίτερα το σήμερα και τους σύγχρονους καλλιτέχνες.
Ο Γιάννης Μόραλης ως δάσκαλος και ως προσωπικότητα ευτύχησε να έχει τον σεβασμό και την αγάπη ακόμη και των πιο «αιρετικών» καλλιτεχνών της λεγόμενης γενιάς του '60 και του '70, αυτών που με το έργο τους τον αμφισβήτησαν. Κι αυτό είναι σπάνιο. Πιστεύω ότι μόνο μέσα από ένα κριτικό ξανακοίταγμα των εικαστικών μας πραγμάτων θα μπορέσουν οι σημερινοί καλλιτέχνες να φτιάξουν τους προγόνους τους και να ανοίξουν έναν δημιουργικό διάλογο μαζί τους.
Κάποιοι, ελάχιστοι καλλιτέχνες μας το κάνουν ήδη. Και το κάνουν μέσα από μια ανοιχτή διεθνή οπτική, που, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, στην ουσία είναι πολύ κοντά στον καλλιτεχνικό νομαδισμό της κοσμοπολίτικης γενιάς του '30. Είναι ακριβώς ο ιδεολογικός λόγος της "ελληνικότητας" των κριτικών, αλλά συχνά και των ίδιων των καλλιτεχνών, που αναπτύχθηκε παρασιτικά ερήμην των έργων, που δεν επέτρεψε να δούμε τα δημιουργικά διλήμματα και τις ταλαντεύσεις των δημιουργών της, μεταξύ αυτών και του Γιάννη Μόραλη».
Στέλιος Χαραλαμπόπουλος
Σκηνοθέτης
Ο σκηνοθέτης Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, του οποίου το ντοκιμαντέρ Γιάννης Μόραλης απέσπασε το 2005 το Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών (FIPRESCI) στο 8ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μιλά για τη γνωριμία του με τον ζωγράφο: «Το 2005, που αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε να δουλεύουμε το ντοκιμαντέρ, εκείνος ήταν ήδη 89, σχεδόν 90 ετών. Όρισε ότι θα τον επισκεπτόμαστε κάθε Δευτέρα από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα στο εργαστήριό του στη Δεινοκράτους. Πήγαινα με μικρή κάμερα και συνεργείο μόνο τριών ανθρώπων, ώστε να μη νιώθει κάποια εισβολή στον χώρο του.
Αυτό βοήθησε να αναπτυχθεί μια οικειότητα και προοδευτικά να διαλυθεί η αρχική επιφυλακτικότητά του. Εγώ, από την πλευρά μου, επιθυμούσα να μπω όσο περισσότερο γινόταν στο έργο του. Επιδίωκα, λοιπόν, να πάρω από εκείνον τα κλειδιά για την αποκωδικοποίησή του. Όμως εκείνος, όσο κι αν ήταν ανοιχτό μυαλό και ιδιαίτερα διαλλακτικός, άλλο τόσο ήταν και εξαιρετικά αρνητικός σε κάθε απόπειρα ερμηνείας του έργου του. Πίστευε αυτό που δηλώνει κάποια στιγμή στην ταινία: "Δεν πρέπει να ερμηνεύουμε τα πράγματα, γιατί τα στενεύουμε".
«"Δεν πρέπει να ερμηνεύουμε τα πράγματα, γιατί τα στενεύουμε". Aπέφευγε τη σοβαροφάνεια και τα στερεότυπα. Υπήρξε και σαρκαστικός μερικές φορές, όταν κάποιος τον αντιμετώπιζε με δέος. Κυρίως όμως ήταν απλός και σεμνός».
Κατά τα άλλα, απέφευγε τη σοβαροφάνεια και τα στερεότυπα. Υπήρξε και σαρκαστικός μερικές φορές, όταν κάποιος τον αντιμετώπιζε με δέος. Κυρίως όμως ήταν απλός και σεμνός. Δεν ξέρω αν υπήρξε πάντα έτσι ή αν αυτό οφειλόταν στη δέκατη δεκαετία της ζωής του, στην οποία εισερχόταν, ατενίζοντας στωικά πίσω του τη διαδρομή που είχε διανύσει. Το σημαντικό όμως ήταν ότι για όλα τα πράγματα και τα "μυθικά" πρόσωπα που είχε γνωρίσει στο διάβα της ζωής του μιλούσε απλά και σε τόνο απογυμνωμένο από κάθε είδους δέος με το οποίο εμείς θα μπορούσαμε να τα περιβάλλουμε. Δεν ήταν καυχησιάρης ούτε διακρινόταν ίχνος στόμφου στις αναφορές του.
Αυτή η απλότητά του, λοιπόν, έγινε για μένα η πυξίδα που με οδήγησε κινηματογραφικά στον άνθρωπο και νομίζω ότι από την ταινία προκύπτει η ζωντάνια του, το πόσο χιουμορίστας ήταν και το ότι δεν γινόταν πομπώδης όταν προσέγγιζε πολύ σοβαρά θέματα. Κατά τα άλλα, ζούσε μια ζωή πολύ προγραμματισμένη. Έτρωγε κάθε μεσημέρι την ίδια ώρα στην ταβέρνα Φιλίππου, τα Σάββατα κατέβαινε στην γκαλερί Ζουμπουλάκη και υπήρχε ταξιτζής, ο Πασχάλης, που φρόντιζε για όλες τις μετακινήσεις του.
Μέσα σε αυτό το αυστηρό πλαίσιο, στην αρχή της γνωριμίας μας ήταν πολύ τυπικός με την τήρηση της λήξης των συναντήσεών μας στις 8, επειδή, όπως έκανε κάθε βράδυ, ήθελε μετά να βάλει το ουισκάκι του και να χαζέψει τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Όταν φτάναμε στο εργαστήριό του για γύρισμα, μας έλεγε: "Παιδιά, η κατάσταση εδώ είναι λίγο δύσκολη. Ούτε καφέ δεν μπορώ να σας φτιάξω. Αλλά αν θέλετε ένα ουισκάκι...». Άρχισα, λοιπόν, να βάζω ένα ουισκάκι. Μάλιστα, επειδή δεν είχε ούτε παγάκια, αν ήθελες να προσθέσεις κάτι στο ποτό σου, έπρεπε να βάλεις λίγο νερό. Μετά από κάμποσες εβδομάδες η σχέση μας έγινε πιο θερμή κι εκείνος έσπασε τη συνήθειά του να πίνει το ουισκάκι του μετά τις 8 – άρχισε να το πίνει νωρίτερα μαζί μας. Για την παρεΐτσα.
Αυτό, λοιπόν, ήθελα κάπως να το δείξω στην ταινία κι επειδή υπάρχει πράγματι μια σκηνή όπου εκείνος εμφανίζεται με ένα ποτήρι στο χέρι, το οποίο έχει πράγματι ουίσκι, κι εγώ δεν ήθελα να το περάσει κανείς για χαμομήλι ή κάποιο άλλο ρόφημα, αποφάσισα να κάνω μία από τις ζαβολιές που συχνά γίνονται στο σινεμά και πρόσθεσα από πάνω σ' εκείνη τη σκηνή τον ήχο που κάνει ένα παγάκι μέσα σε ποτήρι. Ενώ στο ποτήρι του προφανώς δεν υπήρχε παγάκι, αφού δεν υπήρχαν παγάκια στο εργαστήριό του».
Μπία Παπαδοπούλου
Ιστορικός Τέχνης
Η Μπία Παπαδοπούλου, ιστορικός Τέχνης, επιμελήτρια εκθέσεων και γενικός γραμματέας του Ελληνικού Τμήματος της AICA (Διεθνής Ένωση Κριτικών Τέχνης), επιμελήθηκε το 2005, στη Δημοτική Πινακοθήκη Κυκλάδων, στην Ερμούπολη της Σύρου, μία έκθεση για τον Γιάννη Μόραλη, μέσω της οποίας σκιαγραφούσε τη σταδιακή πορεία του ζωγράφου από την πιστή αναπαράσταση προς τη γεωμετρική αφήγηση: «Στο ερώτημα αν η αφαιρετική ζωγραφική του Μόραλη συνδεόταν με την αφαιρετική ζωγραφική των νεότερων ζωγράφων της δεκαετίας του '70 και με εκείνη των κατοπινών η απάντηση θα ήταν αρνητική. Προσωπικά, το αποδίδω στο ότι ο Μόραλης εξακολουθούσε να έχει ένα ελληνοκεντρικό στοιχείο ακόμα και στη γεωμετρική φάση της ζωγραφικής του, το οποίο, όπως και ο ίδιος έλεγε, δεν ήταν κάτι που επιδίωκε, αλλά ζώντας στον τόπο του το στοιχείο αυτό αναδυόταν από μόνο του.
«Ήταν ο άνθρωπος που μας έβαλε μουσική μέσα στο εργαστήριο και που ξεκινούσε το μάθημα λέγοντάς μας το τελευταίο ανέκδοτο που κυκλοφορούσε».
Η γενιά του '70, όμως, αποποιούνταν ακριβώς την κληρονομιά αυτού του στοιχείου. Υπήρχε πράγματι μεταξύ του αφαιρετικού Μόραλη και των νεότερων μια αναλογία των μορφών λόγω της επιλογής της γεωμετρικής γλώσσας, αλλά το εννοιολογικό κομμάτι πίσω από τις μορφές στο έργο των νεότερων καλλιτεχνών πήγαζε από εντελώς διαφορετικές πηγές απ' ό,τι εκείνο του Μόραλη.
Η αντίδραση των καλλιτεχνών του '60 και του '70 στο ζήτημα της ελληνικότητας υπήρξε μεγάλη, ενώ ο Μόραλης δεν έπαψε ποτέ να την εκπροσωπεί πλήρως. Δεν θα ήθελα να σχηματιστεί η εντύπωση ότι οι καλλιτέχνες της γενιάς του '60 και του '70 δεν έκαναν αναφορές στην Ελλάδα, αλλά αυτές γίνονται με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι συνέβαινε με τη γενιά του '30. Οι νεότεροι αναφέρονται στον ενεστώτα χρόνο, ενώ οι παλιότεροι αναφέρονταν μόνο στην παράδοση. Αυτό, φυσικά, δεν μειώνει καθόλου την αξία του έργου του Μόραλη, ο οποίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής του και το έργο του εξακολουθεί πάντα να γοητεύει».
Παύλος Σάμιος
Καθηγητής ΑΣΚΤ
Ο Παύλος Σάμιος, καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (Εργαστήριο αρχαίας και βυζαντινής ζωγραφικής), υπήρξε απόφοιτος του εργαστηρίου του Γιάννη Μόραλη: «Τελειώνοντας το προκαταρκτικό τμήμα της Σχολής, βρέθηκα σ' εκείνο το πολύ μικρό εργαστήριο που είχε πάντα πολλούς φοιτητές και αυτόν τον άνθρωπο, τον Μόραλη, που αγαπούσε αμέσως τα παιδιά και τα πλησίαζε. Μ' εμένα ειδικά είχε μια πολύ καλή σχέση, που με τα χρόνια έγινε κοντινή και την οποία διατηρήσαμε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στο εργαστήριο, το μάτι του διέκρινε αμέσως το πώς θα έπρεπε να προχωρήσεις ένα έργο σου. Ταυτόχρονα, όμως, σε άφηνε να δουλεύεις ελεύθερα, επειδή δούλευε κι εκείνος μαζί σου, παρακολουθώντας σε από κοντά. Αυτά ήταν δύο μοναδικά προτερήματά του ως δασκάλου. Είχε τον δικό του τρόπο να σου εξηγεί πάντα τι δεν ήταν σωστό. Και έπαιρνε το μπλοκ με το μολύβι για να σου δείξει. Δεν έμενε στο να σου μιλάει μόνο θεωρητικά. Πέρα από αυτά, όμως, ήταν χαρά του να είναι κοντά μας και μετά την αποφοίτηση. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει έκθεση κάποιο από τα παιδιά που βγήκαν από το εργαστήριό του και να μην είναι παρών! Από κάποιο σημείο και μετά εγκατέλειπε τη θέση του δασκάλου και αντιμετώπιζε τους φοιτητές του συναδελφικά. Ήταν, επίσης, ο άνθρωπος που μας έβαλε μουσική μέσα στο εργαστήριο και που ξεκινούσε το μάθημα λέγοντάς μας το τελευταίο ανέκδοτο που κυκλοφορούσε».
Χρόνης Μπότσογλου
Καθηγητής ΑΣΚΤ
Ο Χρόνης Μπότσογλου, καθηγητής της ΑΣΚΤ από το 1989 μέχρι το 2008 και πρύτανής της κατά την περίοδο 2001-2006, υπήρξε μαθητής του Γιάννη Μόραλη την περίοδο 1960-1965: «Τότε όλοι ήθελαν να είναι στο εργαστήριο του Μόραλη κι εγώ θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που τον είχα δάσκαλο. Πιστεύω ότι έχει επηρεάσει εν μέρει την παλέτα μου. Επίσης, επειδή έστηνε τα μοντέλα με καθαρό τρόπο, μου έμαθε να βλέπω καθαρά το αντικείμενό μου. Και, φυσικά, θα θυμάμαι πάντα μια ιστορία από την εποχή της δικτατορίας. Είχε έρθει διαταγή από το υπουργείο Παιδείας να εκφωνηθεί λόγος για την 25η Μαρτίου. Είναι κάτι που δεν ήταν στις παραδόσεις της σχολής. Ο Μόραλης σηκώθηκε πρωί και μπήκε στο εργαστήριό του μόλις άνοιξε. Μόνο ένας μαθητής ήταν εκεί. Κάτι είπε. Όταν ο μοναδικός μαθητής ρωτήθηκε τι είπε, ο δάσκαλος απάντησε: "Κάτι έλεγε, αλλά δεν κατάλαβα τίποτα"».
Ρένα Παπασπύρου
Καθηγήτρια ΑΣΚΤ
Η Ρένα Παπασπύρου, εικαστικός και ομότιμη καθηγήτρια της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, αποφοίτησε από το εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη το 1960:
«Έμαθα από τον Μόραλη κάτι διαχρονικό: τις συγκριτικές-αναλυτικές σχέσεις. Μας δίδαξε πάρα πολύ καλά τις σχέσεις του θέματος, την αξιολόγηση και τη χρήση τους. Για παράδειγμα, όταν η άσκηση ήταν εκ του φυσικού, ο Μόραλης μας μάθαινε να ιεραρχούμε τις αξίες των χρωμάτων και να κλιμακώνουμε το χρώμα. Μπορεί να ακούγεται σαν κάτι το εύκολο ή το αυτονόητο, αλλά στην πραγματικότητα είναι πάρα πολύ δύσκολο και στη σύλληψη και στην εφαρμογή του. Απλό μεν, αλλά πάρα πολύ δύσκολο. Και είναι σαν την πρόσθεση. Αν μάθεις μια φορά να προσθέτεις, μετά κάνεις κάθε πιθανή πρόσθεση. Ο Μόραλης ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε να βάζω ραχοκοκαλιά στο έργο μου. Είναι κάτι που κράτησα και αξιοποιώ και που δεν θα είχα άλλον τρόπο να το μάθω. Και όλα αυτά συνέβησαν αφήνοντάς με να κάνω ό,τι ήθελα, ενόσω φοιτούσα στο εργαστήριό του. Θεωρώ ότι η δουλειά μου η προσωπική ξεκίνησε ήδη από τότε. Υπήρξε πολύ αξιόλογος δάσκαλος, συνεπής, σοβαρός και, κυρίως, ήξερε τι έλεγε. Το πόσο σοβαρό είναι να ξέρεις τι λες και να μην αερολογείς για να γεμίσεις τον διδακτικό χρόνο το διαπίστωσα αργότερα, προσωπικά, και από άλλη θέση. Κατά τα άλλα, ήταν "homme du monde", ένας άνθρωπος με πολύ καλή κοινωνική συμπεριφορά. Ισορροπημένος, με πολύ κοφτερό μάτι, ακόμα πιο κοφτερό μυαλό και πολύ προσεκτικός σε όλα. Το χαριέστατο που είχε το ανακαλύψαμε όταν πια αποφοιτήσαμε και τον συναντούσαμε εκτός σχολής. Εκεί μπορούσε να σου πει τέλεια ανέκδοτα, με πολύ χαριτωμένο τρόπο. Δεν ξέρω τι συνέβαινε με τις κατοπινές γενιές φοιτητών του, αλλά εγώ όσα ανέκδοτα άκουσα από τον Μόραλη, τα άκουσα στο Brazilian στη Βουκουρεστίου, σε διάφορα πάρτι και εγκαίνια.
Κάποια στιγμή, στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Κουμπάρη έγινε μια μικρή έκθεση με έργα του για εξώφυλλα δίσκων και βιβλίων. Με προσκάλεσαν, λοιπόν, να πάμε στα προ-εγκαίνια της έκθεσης για τους Φίλους του Μουσείου Μπενάκη που γίνονταν την παραμονή των επίσημων εγκαινίων. Πήγα επειδή στα εγκαίνια των εκθέσεων του Μόραλη ήταν πάντα τόσο πολύς ο κόσμος, που δεν μπορούσες να δεις τα έργα. Διαπιστώσαμε, βέβαια, ότι ήταν μια κρεμάλα σκέτη, με όλους τους υπερ-υπερήλικες επισκέπτες. Ο Μόραλης τότε ήταν 80. Τον παίρνω, λοιπόν, τηλέφωνο τη μέρα των εγκαινίων κι εκείνος μου λέει: "Με παίρνεις να μου πεις ότι δεν θα έρθεις!". "Μα, πήγα χθες το βράδυ" κάνω να δικαιολογηθώ εγώ. Και τότε μου λέει: "Βρε, με τα ΚΑΠΗ πήγες;". Ενώ εκείνος, όπως είπα, ήταν 80 τότε! Το διανοείστε; Ήταν όμως χαριτωμένος και είχε πάντα πλάκα. Το χιούμορ και το charme του έμειναν πάντα άφθαρτα».
Αντωνάκης
Εικαστικός
Ο Αντωνάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε ζωγραφική και φωτογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο Γ' Εργαστήριο ζωγραφικής με καθηγήτρια τη Ρένα Παπασπύρου και Fine Art Media στο πρόγραμμα MFA του Slade School of Fine Art του UCL στο Λονδίνο. Η δουλειά του περιλαμβάνει ζωγραφική, φωτογραφία, κολάζ, κεραμικά και βίντεο και έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στην τελευταία ατομική του έκθεση με τίτλο «Release the Kraken», στην Eleftheria Tseliou Gallery στην Αθήνα, το 2017, παρουσίασε μια σειρά από ζωγραφικά έργα, σπουδές τηλεοπτικών σκηνικών (κυρίως αμερικανικών σειρών της δεκαετίας του '80 αλλά και ελληνικών, όπως οι «Τρεις Χάριτες»). Και ενώ θεματικά μεταχειρίζεται ιδέες που παραπέμπουν στην pop art, το ζωγραφικό του έργο αναφέρεται εν πολλοίς σε ένα μεγάλο κομμάτι του μοντερνισμού.
Είναι ο μόνος καλλιτέχνης της γενιάς του που κάνει μια τόσο ευθεία αναφορά στο έργο του Μόραλη, για τον οποίο λέει: «Δεν μπορώ να εντοπίσω τίποτα το περίσσιο, όχι μόνο στο κάθε έργο του αλλά και στη ζωή του, στις κουβέντες του, στον τρόπο που περπατούσε, που ντυνόταν, που εξιστορούσε γεγονότα. Όλα αυτά τα γνωρίζω μέσα από ντοκιμαντέρ και αφηγήσεις άλλων που τον ήξεραν. Δεν κατάφερα να τον συναντήσω όσο ζούσε, ίσως να είναι και καλύτερα έτσι, μάλλον θα του έλεγα καμιά σαχλαμάρα, πως είναι το πρότυπό μου – πιστεύω πως θα τον ενοχλούσε. Βέβαια, θα ήθελα πολύ να μπορούσα να του πω πως για μένα η δουλειά του είναι η καλύτερη συμβουλή, η πιο κατάλληλη, αυτή που με κάνει να θέλω να γίνω πιο ακριβής και πιο μετρημένος. Είναι μεγάλη υπόθεση να μην αφήνεις τίποτα να περισσεύει ποτέ, το θεωρώ το πιο δύσκολο κατόρθωμα.
Δεν με ενδιαφέρει μόνο το πώς εργαζόταν αλλά και το πώς ζούσε, πώς έβλεπε. Λιτός και τακτικός, σαν να ήξερε πάντα τι θα κάνει, τι θέλει να κάνει, από την αρχή ως το τέλος. Γίνεται αυτό; Να ξέρει κάποιος, πάντα, τι θα αφαιρέσει; Ζηλεύω την ψυχραιμία που φαίνεται να διέθετε. Σαν να μην τον ένοιαζε και πάρα πολύ, σαν να ήταν συνεχώς ευχαριστημένος, εφόσον έκανε πάντα ακριβώς αυτό που ήθελε. Τέτοια φαντάζομαι ώρες-ώρες και δεν ξέρω και αν είναι σωστό να το πω, αλλά, όταν στο ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου τον άκουσα να λέει (καθώς σχολίαζε την κατάντια της πλατείας Ομονοίας) "αυτό είναι ωραίο κτίριο, μοντέρνο" και κατάλαβα πως εννοούσε το Hondos Center, επιθύμησα πραγματικά να μάθω να κοιτάζω γύρω μου όπως κι εκείνος, να μπορέσω να βλέπω καθαρά».
Χριστίνα Μόραλη
Κεραμίστρια
Η Χριστίνα Μόραλη είναι κεραμίστρια και ανιψιά του ζωγράφου: «Ο θείος μου γεννήθηκε σε μια οικογένεια με 4 παιδιά, 2 αγόρια και 2 κορίτσια. Πρώτη γεννήθηκε η θεία μου, που ζει ακόμα και είναι 104 ετών. Μετά ο Γιάννης. Στη συνέχεια, η θεία μου που έχει πεθάνει. Και τελευταίος ο πατέρας μου, ο οποίος είναι εν ζωή και 97 ετών, πρώην ναύαρχος και πάντα ο "μικρός του μαγαζιού", αυτός που εκτελούσε όλα τα καθήκοντα, ειδικά για τον θείο μου, με τον οποίο ήταν πάρα πολύ δεμένοι. Δεν είναι τυχαίο που τελικά τον όρισε και εκτελεστή της διαθήκης του.
Από τα 4 αδέλφια προέκυψαν μόνο 2 παιδιά, εγώ και ο εξάδελφός μου ο Κωνσταντίνος, γιος του Γιάννη Μόραλη και της Μπούμπας Λυμπεράκη, ο οποίος ζει εδώ και πολλά χρόνια στη Γαλλία. Εκείνος είναι ζωγράφος κι εγώ κεραμίστρια. Δεν είμαστε όμως οι μόνοι που ασχολούμαστε με την τέχνη. Το μικρόβιο κυκλοφορούσε πάντα στην ευρύτερη οικογένεια, μεταξύ θείων, μακρινότερων εξαδέλφων κ.λπ. Ωστόσο, ως καλλιτέχνις που είμαι ποτέ δεν ένιωσα να έχω τον σπουδαίο και αυστηρό καθηγητή ζωγραφικής μέσα στο σπίτι.
Ο Γιάννης ήταν πάντα πολύ σωστός στο πώς παρενέβαινε στη δουλειά σου. Ερχόταν, μόνο αν του το ζητούσες εσύ. Και πιστεύω πως κάπως έτσι πρέπει να ήταν και ως δάσκαλος, με αποτέλεσμα να τον λατρεύουν οι φοιτητές του. Εγώ, βέβαια, τον "γίγαντα" Γιάννη Μόραλη τον έβλεπα από μέσα προς τα έξω – το θεωρούσα πάρα πολύ φυσικό να βρίσκεται γύρω μου και κοντά μου. Σίγουρα είχα κι εγώ έναν θαυμασμό για κείνον, αλλά δεν μου συνέβαινε αυτό που συνέβαινε σε όσους έβλεπαν τον γίγαντα απ' έξω προς τα μέσα, οι οποίοι, μαζί με τον θαυμασμό, ένιωθαν και αγωνία.
Όταν, λοιπόν, εγώ είχα ανάγκη τη βοήθειά του, ο Γιάννης ήταν πάντα εκεί και οι παρατηρήσεις που μου έκανε ήταν τόσο εύστοχες, που ακόμα και σήμερα, όταν κάνω κάποιο έργο, αναρωτιέμαι: "Άραγε, τι θα έλεγε τώρα ο Γιάννης;". Μολονότι εγώ και τ' αδέλφια του όλα τον αποκαλούσαμε κυρίως Γιαννάκη. Αυτό ήταν το όνομά του για την οικογένεια. Ο Γιαννάκης. Κατά τα άλλα, μια πολύ χαριτωμένη δυναμική αναπτυσσόταν μεταξύ του πατέρα μου και του Γιάννη, την οποία πιστεύω πως πάντα θα θυμάμαι.
Σχετίζεται με το ότι ο πατέρας μου ήταν κυρίως "χαλαρός", σε αντίθεση με τον θείο μου. Για τον λόγο αυτό ο πατέρας μου συχνά έλεγε: "Εγώ θα έπρεπε να είμαι ο καλλιτέχνης κι εκείνος θα έπρεπε να είναι ο στρατιωτικός!". Ένα παράδειγμα τέτοιου περιστατικού είναι η περίπτωση όταν ο Γιάννης νοσηλευόταν στο νοσοκομείο και είχε παραγγείλει στον πατέρα μου να του φέρει κάποια μετρητά. Κι όταν ο πατέρας μου το έκανε, ο Γιάννης, μετρώντας τα, του έκανε παρατήρηση επειδή στη δεσμίδα που του είχε δώσει τα χαρτονομίσματα δεν ήταν όλα τοποθετημένα με την ίδια φορά. Ωστόσο, κι ενώ ο θείος μου είχε αυτή την προσήλωση στην τάξη των πραγμάτων, υπήρχαν στιγμές που αποδεικνυόταν ότι ήταν και χαλαρός!
Εκείνο, όμως, που εγώ πιστεύω ότι τον χαρακτήριζε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο ήταν ότι υπήρξε νέος όλη του τη ζωή, μέχρι και τη μέρα που, στα τελευταία του, έπεσε στο κρεβάτι για να πεθάνει! Ζωγράφιζε μέχρι το τέλος του και δεν ξεχνούσε ποτέ. Του έδωσε η ζωή αυτό το μεγάλο δώρο. Ακόμα και ο θάνατος τον βρήκε σε μια κατάσταση ηρεμίας. Και για τον λόγο αυτό πιστεύω ότι στη ζωή τού δόθηκαν τα πάντα! Πέθανε σαν να άνοιξε την πόρτα της ζωής και να έφυγε. Υπάρχει πιο ωραίο πράγμα;»