Στον Νίκο Κεσσανλή χρωστάμε πολλά. Με την καλλιτεχνική του δημιουργία απεγκλώβισε την σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα από τα αδιέξοδα της «ελληνικότητας» και την εν ολίγοις, γραφικότητα μας.
Ένας ακτιβιστής, σχολιαστής, ακαταπόνητος πρεσβευτής της καλλιτεχνικής δημιουργίας
Ο Κεσσανλής ήταν μία έντονη προσωπικότητα που ενθάρρυνε την καλλιτεχνική έρευνα, τον πειραματισμό, τη συνεργασία και την κοινωνική διάσταση της τέχνης. Ακτιβιστής, εκκεντρικός, ανήσυχος, άκρως δημιουργικός, σημαντικός καλλιτέχνης, ακαταπόνητος πρεσβευτής της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ελλάδα και της ανάγκης συνεχούς διαλόγου με τη διεθνή, αεικίνητος, επικοινωνιακός, επιθετικός σχολιαστής, κοσμοπολίτης και γενικά ένα enfant terrible της δεκαετίας του ’60.
Επηρεασμένος από τις μεθόδους έκφρασης και το πνεύμα του νέου ρεαλισμού, που ορίζεται από τη χειρονομία ιδιοποίησης του πραγματικού, ο Νίκος αισθάνεται την ανάγκη κατάργησης των ζωγραφικών στοιχείων της σύνθεσης υπέρ των έργων «ready-made». Οι κατασκευές με τα τσαλακωμένα χαρτιά, τα μεταλλικά πλέγματα και τα εκτυπώματα πανιών που είχε προηγουμένως στερεώσει σε γύψο, αποσπώνται από τον δισδιάστατο τοίχο και απελευθερώνονται τώρα στο χώρο («Χειρονομίες», «Πλέγματα»), εναποτίθενται ή κρεμιούνται, διεκδικώντας την αυτονομία τους ως γλυπτά «ready-made», αποδεσμευμένα από τις ζωγραφικές τους καταβολές.
Επιδιώκοντας να δώσει προτεραιότητα στην αντικειμενοποίηση της χειρονομίας (το τσαλάκωμα της χειρονομίας) παρά στο καθ’αυτό αντικείμενο, αναζητά εύπλαστα, ετερόκλητα φτωχά υλικά, εγκαταλελειμμένα σπαράγματα που μεταφέρουν, σαν οχήματα μνήμης, ίχνη παλαιότερων έργων, ευτελή υλικά που επιτρέπουν πολύτροπες επεμβάσεις (μεταλλικά πλέγματα, κλωστές, ξύλα, γάζες, ηλεκτρικά καλώδια, μεταλλικά φθαρμένα αντικείμενα).[…] Τα διάφανα αέρινα πλέγματα, οι γυψωμένες αυθόρμητες χειρονομίες, τα λερωμένα πανιά, τα σύρματα, οι ξεκολλημένες αφίσες και οι γυψωμένοι σάκοι, σαν «παιχνίδια» κινήσεων αρνούμενα τη ζωγραφική επέμβαση, ενισχύουν την αντικειμενοποίηση της ιδιοποιητικής χειρονομίας που εγκλωβίζει την τραυματισμένη, υπό συνεχή διέγερση, μνήμη. Το χρώμα περνά στο λευκό, η ζωγραφική πινελιά ουδετεροποιείται και εξαφανίζεται.[…]
(απόσπασμα του Γιώργου Τζιρτζιλάκη από τον κατάλογο της αναδρομικής έκθεσης του Νίκου Κεσσανλή στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 16/10 – 30/11/1997)
Υπήρξε, αδιαμφισβήτητα, καλλιτέχνης ανήσυχος, που δεν έπαψε να πειραματίζεται με τεχνικές και μεθόδους, κατόρθωσε να υπερβεί τα παραδοσιακά ζωγραφικά μέσα και να βρίσκεται στο προσκήνιο της πρωτοπορίας καθ' όλη την πορεία του, από το informel και τη mec art έως τα φωτομηχανικά του έργα σε ευαισθητοποιημένο πανί ή τσιμέντο.
Εδώ ο χειρισμός της ύλης είναι πιο δυνατός, άμεσος και διαπεραστικός. Γοητευμένος από την υποβλητικότητα των τοίχων, σαν ένα υπόστρωμα της ζωής και της ανάσας της πόλης, ο Κεσσανλής έρχεται με βίαιες χειρονομίες (gestes) να ανιχνεύσει τη νέα μητροπολιτική συνθήκη που προσδίδει στις εκτεταμένες επιφάνειές των πόλεων ένα απροσδόκητο χαρακτήρα.
Μια συνθήκη που στις μέρες της οξείας οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής κρίσης που διανύουμε, αποκτά εμφατικό χαρακτήρα. Στα έργα αυτά ο καλλιτέχνης δεν αναπαριστά απλά τη πολυστρωματική και άμορφη πραγματικότητα της μεγαλούπολης αλλά συνδιαλέγεται και κατά κάποιο τρόπο συμμετέχει σ’ αυτήν πολλαπλασιάζοντας τα συναισθήματα και τις δυνατότητες κριτικής πρόσληψης. Διακρίνουμε σήμερα στις χειρονομίες (gestes) αυτές του Κεσσανλή έναν βιωματικό και προδρομικό χαρακτήρα καθώς και ένα διάλογο με τις μεταβολές της καλλιτεχνικής αφαίρεσης στα τέλη της δεκαετίας του 1950, μια εποχή που αρχίζουν να γίνονται ορατά τα ίχνη της αχανούς εξάπλωσης των μεγαλουπόλεων και των «μοντέρνων τρόπων ζωής».
Η δεύτερη έκθεση θα ακολουθήσει λίγο αργότερα το Μάιο και θα λέγεται «Οι φίλοι». Είναι αφιερωμένη στον κύκλο έργων του καλλιτέχνη που ο Γάλλος κριτικός της τέχνης Pierre Restany αποκάλεσε mec art, στην ουσία στις φαντασμαγορίες της ταυτότητας, τις σκιές και τις απαθανατίσεις των φίλων του καλλιτέχνη.
Μια ζωή γεμάτη πνοή και δημιουργικότητα
O Νίκος Κεσσανλής γεννήθηκε το 1930 στη Θεσσαλονίκη. Το 1944 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και σπούδασε ως το 1948 στο εργαστήριο του Γιάννη Σπυρόπουλου, με τον οποίο η γνωριμία υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα καλλιτεχνική του εξέλιξη. Το 1948 γράφτηκε στην ΑΣΚΤ, στο εργαστήριο του Γ. Μόραλη, ενώ το διάστημα 1952-56 μαθήτευσε στο εργαστήριο του Νίκου Νικολάου.
Τα πρώτα του έργα, κυρίως ελαιογραφίες, ακολουθούν τη μετακυβιστική, ακαδημαϊκή διδασκαλία που κυριαρχούσε στην ΑΣΚΤ. Το 1952 με υποτροφία του Ιταλικού Ινστιτούτου Αθηνών μετέβη στη Ρώμη για να σπουδάσει συντήρηση στη Σχολή Συντήρησης Έργων Τέχνης της Ρώμης.
Ο Κεσσανλής ήδη από τα πρώτα του έργα της ρωμαϊκής περιόδου, την ενότητα Λουλούδια και παγόνια, ήρθε σε ρήξη με την παραδοσιακή απεικονιστική αντίληψη, συμπορευόμενος δυναμικά με τις σύγχρονες καλλιτεχνικές αναζητήσεις.
Προσεγγίζοντας τον προβληματισμό της άμορφης τέχνης και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού δημιούργησε από τα τέλη της δεκαετίας του '50 τους Τοίχους, μια σειρά εκθέσεων από επικολλήσεις, εκδορές, επάλληλες επιστρωματώσεις πυκνής χρωματικής μάζας, 0504200725612που προκύπτουν ως προϊόντα αυτόματης γραφής και παρορμητικών χειρονομιών.
Το 1959 κέρδισε το Α΄Βραβείο Amedeo Modigliani στο Λιβόρνο, ενώ το 1961 έλαβε τιμητικό έπαινο στην Biennale του Σάο Πάολο και το Βραβείο Premio Lissone. Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι των «Νέων Ρεαλιστών» και του θεωρητικού τους Pierre Restany, με τους οποίους συνδέθηκε στενά. Από το 1961 άρχισε να οικειοποιείται objects trouvé –θραύσματα αστικού και βιομηχανικού πολιτισμού που φέρουν έκδηλες χειρονομιακές επεμβάσεις. Η σειρά των Χειρονομιών παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην έκθεση Νέες περιπέτειες του αντικειμένου στην γκαλερί J στο Παρίσι σε επιμέλεια P. Restany. Όριο των αναζητήσεών του αυτών υπήρξε η προκλητική Μεγάλη λευκή χειρονομία με την οποία παρενέβη στο φουαγιέ του θεάτρου La Fenice στην έκθεση Τρεις προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική του Restany.
Επόμενο στάδιο της εργασίας του αποτέλεσε η επέμβαση στη δομή της εικόνας μέσω των πειραματισμών με φωτομηχανικές αναπαραγωγές. Με τις Φαντασμαγορίες της ταυτότητας συμμετείχε το 1965 στην έκθεση Hommage a Nicephore Niepce στην γκαλερί J που σηματοδότησε την αρχή της Mec art (Μηχανικής τέχνης).
Διευρύνοντας τις αναζητήσεις με φωτομηχανικά μέσα άρχισε από το 1966 τις αναμορφώσεις με ράστερ και τα Φωτοαναμορφωτικά σχέδια, στα οποία παραμόρφωνε την κανονικότητα του εικονιζόμενου θέματος μέσω των μετατοπίσεων του φακού και επεμβάσεων κατά την αναπαραγωγή της εικόνας. Στη συνέχεια, στις Αναμορφώσεις σε τρεις διαστάσεις τα δομικά στοιχεία της εικόνας αποσυναρμολογούνται και αναπτύσσονται στον χώρο σε μνημειακές συνθέσεις. Τις δυνατότητες αποδόμησης της εικόνας επέκτεινε στις Μεταδομές, που δημιουργήθηκαν από επεμβάσεις, επιζωγραφίσεις σε φωτογραφίες αναπαραγωγών κλασικών έργων.
Από τη δεκαετία του '80 ανανέωσε το ζωγραφικό του ύφος με τους Τοίχους. Προσωπογραφίες και τα Παλίμψηστα που κορυφώνονται με το έργο Η ταφή του κόμη Οργκάθ, θέτοντας ξανά στο επίκεντρο θραύσματα της προσωπικής του μυθολογίας. Το 1996 επανεκτύπωσε φωτογραφίες των προηγούμενων σειρών σε Τσιμέντα.
Ο Κεσσανλής πραγματοποίησε πολυάριθμες ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στην Ιταλία, ενώ συμμετείχε σε πλήθος ομαδικών. Το 1988 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Biennale της Βενετίας. Το 1981 εξελέγη καθηγητής στην ΑΣΚΤ και από το 1991 διετέλεσε πρύτανης επιτυγχάνοντας την αναδιαμόρφωση και την ανανέωση της Σχολής. Πέθανε στην Αθήνα το 2004.
Υπήρξε, αδιαμφισβήτητα, καλλιτέχνης ανήσυχος, που δεν έπαψε να πειραματίζεται με τεχνικές και μεθόδους, κατόρθωσε να υπερβεί τα παραδοσιακά ζωγραφικά μέσα και να βρίσκεται στο προσκήνιο της πρωτοπορίας καθ' όλη την πορεία του, από το informel και τη mec art έως τα φωτομηχανικά του έργα σε ευαισθητοποιημένο πανί ή τσιμέντο.
Ένας δάσκαλος που έβλεπε πολύ μακριά
Πληθωρικός και ευφυής, επέμεινε αφάνταστα και πίστεψε όσο κανένας την εγκατάσταση της ΑΣΚΤ στα Ελληνικά Υφαντήρια Σικιαρίδη, στο οικόπεδο εκεί, αγκαλιά με τα ωραία απομεινάρια του τεράστιου εργοστασίου.
Χρόνια μετά, ο ίδιος ήταν πολύ υπερήφανος όχι μόνο για τη Σχολή αλλά και για την καλύτερη καλλιτεχνική βιβλιοθήκη που διαθέτει αυτή τη στιγμή η χώρα μας, την βιβλιοθήκη της Σχολής, μια βιβλιοθήκη που συμβάλει στην ευρύτερη ενίσχυση της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.
Αυτή τη στιγμή στη βιβλιοθήκη της Καλών Τεχνών υπάρχουν 57.000 τόμοι βιβλίων, 412 τίτλοι ελληνικών και ξένων περιοδικών, 550 χαρακτικά, 2.700 διαφάνειες και περίπου 3.000 CD ROM και DVD. Η πρόσβαση στις συλλογές της Bιβλιοθήκης είναι ελεύθερη σε όλους. Εξαιρούνται οι συλλογές των παλαιών και πολύτιμων βιβλίων καθώς και εκείνες του οπτικοακουστικού-ηλεκτρονικού υλικού (βιντεοκασέτες, CD-ROM), στις οποίες η πρόσβαση παρέχεται μέσω του προσωπικού της Βιβλιοθήκης.
Ένας καλλιτέχνης στα μάτια όλων μας, στην καρδιά της Αθήνας
Άνδρες και γυναίκες περιμένουν στην ουρά, χειρονομούν, φωνάζουν και παρατηρούν... Αυτή τη σκηνή μπορούν να τη δουν, αλλά και να τη "θαυμάσουν" καθημερινά όσοι περνούν από το σταθμό του Μετρό της Ομόνοιας. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, όμως αυτή η σκηνή απεικονίζεται στο έργο "Ουρά" του Νίκου Κεσσανλή.
Το έργο του τοποθετήθηκε το 2000 στο πρώτο επίπεδο του σταθμού, ενός από τους πολυπληθέστερους ως προς τη χρήση σταθμούς του Μετρό. Ο χαρακτήρας του σταθμού αλλάζει αισθητά, καθώς πρόκειται για ένα έργο "καθημερινής δράσης" που συνδέεται με χαρακτηριστικές σκηνές ανθρώπων που περιδιαβαίνουν τον σταθμό. Από τεχνική άποψη, ο καλλιτέχνης ακολούθησε το ίδιο σύστημα που μεταχειρίζεται για 40 χρόνια. Πάνω σε "τελλαρωμένο" ύφασμα καλυμμένο με τρεις επιστρώσεις, μία τελευταία επίστρωση από ευαισθητοποιημένο χρώμα φωτοχρωμίας δίνει την ευκαιρία, με την κλασσική μέθοδο της φωτογραφίας, να απεικονισθούν διάφορες μορφές και σχήματα.
Mec-art
Ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής Ντένης Ζαχαρόπουλος με αφορμή ένα κείμενό του για την Μάγδα Κοτζιά, την εκδότρια του Εξάντα, περιγράφει και τη γέννηση της Mec Art.
«Η Μάγδα Κοτζιά, είναι γνωστή για την ίδρυση των αντισυμβατικών εκδόσεων Εξάντας. Το 1968, λόγω της χούντας αυτοεξορίστηκε όπως πολλοί άλλοι Έλληνες στο Παρίσι. Εκεί, όπως λέει ο Ντένης Ζαχαρόπουλος: «Μέσα σ 'αυτό το κλίμα, μαζί με τον Καστοριάδη, τον Αξελό, τον Πουλαντζά, θα γνωρίσει τον Νίκο Κεσσανλή και τη Χρύσα Ρωμανού, και σε συνέχεια τον σημαντικό τεχνοκριτικό Pierre Restany, που συγκεντρώνει γύρω του όλες τις πρωτοποριακές τάσεις του Παρισιού και της Ευρώπης κι έχει βέβαια ιδιαίτερη σχέση με κάποιους σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Νίκος, ο Κανιάρης κι ο Δανιήλ, τους όποιους παρουσιάζει στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1964, σαν απάντηση στην αμερικάνικη ποπ. Στη συνέχεια φτιάχνει με τον Κεσσανλή την ομάδα του Mec Art, συγκεντρώνοντας καλλιτέχνες που κάνουν πολύ διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους αλλά με κοινό τόπο το ότι δουλεύουν με μηχανικά μέσα και όχι με τα χέρια.
Από εκείνη την περίοδο και μετά ο Κεσσανλής, μέσα στους πολλούς πειραματισμούς, μαζί με τη Χρύσα και την Μάγδα Κοτζιά αγοράζουν ένα τεράστιο επαγγελματικό μηχάνημα παραγωγής μεταξοτυπιών. Η χούντα που βρίσκει τον Νίκο και τη Χρύσα στο Παρίσι ωθεί μια σειρά από καλλιτέχνες να έρθουν σε επαφή μαζί τους για πολιτικούς λόγους.
Το μηχάνημα και το ατελιέ λειτουργεί από το 1968 και μετά στο 100, rue de l'Ouest, όπου δημιουργούνται έργα μέσα από την συνεύρεση ενός πολύ μεγάλου μέρους των αντιστασιακών διανοουμένων, ελλήνων και ξένων. Τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας, ο Μάης του '68, η αντίσταση δίνουν στην αφίσα ένα σημαντικό ρόλο. Η αφίσα μπαίνει στη ζωή των ανθρώπων ξανά για πολιτικούς λόγους και σε αντίθεση με την αμερικάνικη ποπ, όπου η αφίσα παίζει τον ρόλο της εικόνας, στην ευρωπαϊκή τέχνη η αφίσα αποτελεί πολιτικό γεγονός. Η ποιητική της πολιτικής συγκεντρώνει όλο και περισσότερο τους καλλιτέχνες γύρω και για πολύ διαφορετικούς λόγους από τη Mec Art και το μηχάνημα στο ατελιέ του Νίκου.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, μέσα από αυτούς τους πειραματισμούς, αυτούς τους προβληματισμούς διανοούμενων και καλλιτεχνών από διαφορετικές τάσεις προκύπτει σιγά σιγά η ιδέα, πέρα από την προσωπική δουλειά του καθενός και πέρα από τις αμιγώς πολιτικές χρήσεις της μεταξοτυπίας και της αφίσας που τυπώνονται κατά κόρον στο ατελιέ του Νίκου, να δημιουργηθεί μια σειρά από έργα ιδίου μεγέθους (51 Χ 67 εκ.) που θα στηρίξουν οικονομικά τη λειτουργία του εργαστηρίου αλλά και τον αγώνα των Ελλήνων αντιστασιακών. Έχουν περάσει χρόνια από την έναρξη της δικτατορίας στην Ελλάδα και οι συνθήκες γίνονται όλο και δυσκολότερες».
Ο παππούς του καλλιτέχνη Νικόλαος Κεσσανλής (1859-1931)
Ο ζωγράφος και αγιογράφος Νικόλαος Κεσσανλής, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1859. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στη Ρώμη. Εργάστηκε στην Ιταλία και στη Γαλλία. Επέστρεψε στη γενέτειρά του Κωνσταντινούπολη, όπου παράλληλα με τη φιλοτέχνηση έργων δίδασκε και τεχνικά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Στη Θεσσαλονίκη, όπου μετοίκησε αργότερα, ίδρυσε εργαστήριο Καλών Τεχνών, ενώ δίδασκε και στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων. Ο ακαδημαϊκός ρεαλισμός και η ακρίβεια στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, επαναλαμβάνονται στη ζωγραφική του.
Τα έργα του, προσωπογραφίες, ιστορικές σκηνές και θρησκευτικές παραστάσεις, κοσμούν τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, την Πινακοθήκη Δήμου Θεσσαλονίκης, το Πολεμικό Μουσείο, αλλά και πολλές εκκλησίες.
Το ταλέντο του Νικόλαου Κεσσανλή, κληρονομήθηκε αναμφίβολα από τον εγγονό του, ο οποίος φέρει και το όνομά του (Νίκος Κεσσανλής 1930-2004).
Από μια συνέντευξη με τον Τάκη Μαυρωτά στο Βήμα
Το Ελληνικό Κράτος στηρίζει τους καλλιτέχνες; Προβαίνει συστηματικά σε αγορές έργων τέχνης;
«Δεν νομίζω ότι το Ελληνικό Κράτος αγοράζει έργα τέχνης. Ακούω συνέχεια ένα αιώνιο ζητιανιλίκι: Φέρτε μας ένα έργο. Χαρίστε μας κάποιο έργο. Δεν υπάρχουν έργα μου στην Ελλάδα πέρα από τη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης γιατί δεν τα χαρίζω. Αυτό δεν γίνεται γιατί είμαι επαγγελματίας. Δεν είμαι αιθεροβάμων που πετάω στα σύννεφα. Έχω έξοδα και δεν καταλαβαίνω τον άλλο που ζητά το στάρι σου γιατί λέει ότι έχει μεγαλύτερη αποθήκη. Δεν υπάρχει μέριμνα για τους καλλιτέχνες πέρα από τη συμμετοχή τους στη Μπιενάλε. Αυτή δεν είναι πολιτιστική πολιτική για ένα Κράτος».
Ένας αποχαιρετισμός στον Νίκο Κεσσανλή και τη Χρύσα Ρωμανού στις 7.4.06
Από το μπλογκ locandiera.bloghttps://locandiera.blogspot.com/spot.gr: Ένας αποχαιρετισμός, αφήγηση, μνημόσυνο. Μερικά αποσπάσματα:
H Xρύσα κι ο Νίκος μαζί ξανά
Έγραφε η Ναυτεμπορική πως η Χρύσα Ρωμανού έχασε τη μάχη με τον καρκίνο. Δεν ήταν αυτό η αιτία της αναχώρησής της, όμως. Ήταν που δεν άντεχε απ’ όταν έχασε το Νίκο της. Το Νίκο Κεσσανλή. Τους χάσαμε και τους δυό μες σε τόσο λίγο χρόνο. Κι ας μη τους χάσαμε. Ποτέ δεν ξεχνάς τους δασκάλους σου. Ούτε κείνους που σου ’δειξαν ένα πρότυπο της αγάπης.
Γνώρισα τη Χρύσα και το Νίκο της στη Βαρκελώνη. Εκείνος ήταν πρύτανης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τη Χρύσα μου τη σύστησαν ως τη σύζυγό του. Αργότερα, εκείνη την πρώτη μέρα, μου ’παν πως η Χρύσα ήταν κι η ίδια εικαστικός σημαντική.
Η Χρύσα που γνώρισα τότε ήταν η ίδια πάντα. Όπως κι ο Νίκος που γνώρισα. Συνήθως αυτό που μου συμβαίνει με τους ανθρώπους είναι πως ξεκινάω με μια πρώτη γνώμη κι ύστερα προστίθενται κι άλλα στοιχεία, πλουτίζουν οι εικόνες τους και αποκαλύπτεται η πολυπλοκότητά τους. Δεν ήταν έτσι με τη Χρύσα και το Νίκο. Από την αρχή ήταν πολύπλοκοι αλλά με έναν ευρύ κι ανοικτό τρόπο που τους έκανε απτούς. Γενναίοι και γενναιόδωροι προς τον κόσμο και προς τον καθένα. Σοβαροί και σίγουροι, γεμάτοι χιούμορ. Με μια ζηλευτή σχέση, μια μοναδική αγάπη να τους δένει. Αυτά όμως τα ανακάλυψα μετά τα εγκαίνια......
Ο Κεσσανλής είχε πάθει γαστρορραγία λίγες μέρες πριν γνωριστούμε. Οπότε, ήταν σε αυστηρή δίαιτα. Η οποία δίαιτα απαγόρευε το ουίσκυ. Η Χρύσα, κέρβερος της αγάπης της, δεν τον άφηνε να πιεί. Μα εκείνος κατέβηκε στο λόμπυ του ξενοδοχείου, δήθεν να μας πει κάτι για την Μπιενάλλε Σχολών Καλών Τεχνών που μας έφερνε εδώ, και παρήγγειλε τσάκα τσάκα ένα ουίσκυ. Χαιρόταν το βαρύ κρυστάλλινο ποτήρι, το χρώμα, την πρώτη γουλιά, σαν άτακτο παιδί που είχε κάνει σκασιαρχείο. «Μη το πείτε στη Χρύσα» μας είπε και τα ματάκια του είχαν υγρανθεί και γελούσαν. Τον μάλωσα και ανησυχούσα, όπως όλοι μας, αλλά, ε, δε θα τον καρφώναμε κιόλας. Κι ύστερα κατέβηκε η Χρύσα και παριστάναμε ότι το ουίσκυ είναι αλλουνού (δικό μου, νομίζω, αλλά δεν είμαι και σίγουρη). Κι εκείνη ήξερε και του μούτρωσε λιγάκι αλλά μετά έκανε πως τον πίστεψε και δεν τον ξανάφησε απ τα μάτια της.
Ήταν ειλικρινείς. Σχεδόν ωμοί. Με όμορφο τρόπο αν και κάποτε σοκαριστικό για τους τυπολάτρες... Ήταν κοσμοπολίτες, αλλά με περηφάνεια για τη ρίζα τους. Είχαν καταπληκτικό χιούμορ. Όσο τους έζησα μαζί, μάθαινα αυτή την ομορφιά της αγάπης τους και την ομορφιά του καθενός τους χωριστά.
Στα εγκαίνια της Μπιενάλλε ήταν πολύ περήφανος. Πολύ περήφανος. Οι δύο απόφοιτοί της σχολής στην οποία πρυτάνευε, η Άντζυ κι ο Γίγας, είχαν κλέψει την παράσταση. Την πρώτη μέρα κιόλας ερχόταν ξένα πανεπιστήμια να τους ζητήσουν να συνεχίσουν εκεί. Κι ο Κεσσανλής έγινε καλά. Έλαμπε ολόκληρος, είχε όρεξη για νυχτερινή ζωή, καλό φαί και προπαντός καλή παρέα να μοιραστεί όλα αυτά κι όλα τα άλλα των χρόνων της πρώτης δημιουργίας. Πάντα ήταν φωτεινός, αυτή τη λάμψη πάντα την έβλεπα, μα σε κάποιες στιγμές ήταν ήλιος σκέτος.
Το ίδιο βράδυ μας πήγε να μας κάνει το τραπέζι στην καλύτερη πιτσαρία της Βαρκελώνης. Ε, αφου ήθελε ιταλικό! Περάσαμε υπέροχα, έτσι κι αλλοιώς, με μνήμες από το Μάη του 68, τότε που ο φτασμένος Νίκος κι η φιλόξενη Χρύσα τάιζαν και πότιζαν την εν Παρισίοις αντιστασιακή Ελλάδα, με κουτσομπολιά μεγάλων της τέχνης, πόσους δεν είχε γνωρίσει!, με μπόλικες πίτσες, μακαρονάδες και κρασί…
Όμως δεν είναι αυτό που θυμάμαι περισσότερο. Περισσότερο θυμάμαι το βλέμμα της Χρύσας. Πως τον κοίταζε. Πώς να σας πω; Μια γυναίκα που στέκεται στα πόδια της, που έχει χτίσει, έχει γίνει αποδεκτή, έχει αγαπηθεί απ αυτόν που έχει αγαπήσει, μια γυναίκα του αυτεξουσίου, κοιτά εκείνον που του παραδόθηκε και που τον αγαπά και είναι περήφανη για τη δημιουργία του και όλος ο κόσμος της είναι αυτός ο ένας όχι από ανάγκη αλλά ως η αποκάλυψη της ωραιότητας του σύμπαντος κόσμου. Πώς να σας πω; Πως; Αυτό το βλέμμα δεν μπορώ να το ιστορήσω. Ελπίζω στους ποιητές που έρχονται.
Ήταν ειλικρινείς. Σχεδόν ωμοί. Με όμορφο τρόπο αν και κάποτε σοκαριστικό για τους τυπολάτρες… Ήταν κοσμοπολίτες, αλλά με περηφάνεια για τη ρίζα τους. Είχαν καταπληκτικό χιούμορ. Όσο τους έζησα μαζί, μάθαινα αυτή την ομορφιά της αγάπης τους και την ομορφιά του καθενός τους χωριστά. Έβλεπα πόσο η σχέση αυτή η μοναδική τους κράτησε νέους κι αγωνιστές. Τον τρόπο που η Χρύσα τον προστάτευε, τον φρόντιζε, τον αγαπούσε. Τον τρόπο που γύριζε σε κείνην για να στηριχθεί ή για να τη στηρίξει. Χωρίς ποτέ, ούτε στιγμή, να εκπέσουν σε μικροαστισμό.
Ξαναβρεθήκαμε όταν ο δάσκαλος ήταν πολύ άρρωστος. Δεν έβλεπε πολύ κόσμο. Σκεφτόταν να πάει να τον δουν γιατροί στο Παρίσι. Πήρα τηλέφωνο και πήγα. Με μάλωσαν που δεν πήρα το παιδί μαζί. Δεν ήθελα να τους κουράσει, εξήγησα – δε μπορούσα να πω τίποτε χειρότερο. Η Χρύσα τον φρόντιζε κι εκείνος αφηνόταν με ανακούφιση πια, χωρίς τάση για σκανταλιές. Αυτοσαρκαζόμενος μου είπε «κάποτε έπεφτα πάνω στα έργα μου από άποψη, τώρα πέφτω γιατί δεν με κρατάνε τα πόδια μου». Όμως ζωγράφιζε, πάλι, συνεχώς. Ποτέ δε σταμάτησε να ζωγραφίζει. Είχε κι ένα γείτονα φίλο που τον βοηθούσε.
Ύστερα βρεθήκαμε μόνο με τη Χρύσα. Χωρίς το Νίκο της. Στην κηδεία η Χρύσα είχε γείρει. Είχε γεράσει. Είχαν ξαφνικά έρθει τα χρόνια στην πλάτη της, βαριά κι ασήκωτα. Και δεν είχε κανέναν να τα μοιραστεί. Μας αναζήτησε και μας φίλησε, όμως. Τα μάτια της, τα τεράστια μάτια της κι η γενναιότητά της είναι οι τελευταίες μνήμες.
Τους αγαπάω μαζί. Τη Χρύσα και το Νίκο. Ήταν άπιστοι, αλλά ευτυχώς υπάρχει Θεός κι έτσι τώρα ξαναβρίσκονται μαζί και είναι ευτυχισμένοι. Κι αυτή τη στιγμή, που ο Νίκος διαβάζει τα περί Θεού ρίχνει δυό βρισιές- ζεϊμπέκικο στην μπλογκοπίστα και γελάει και ίσως θέλει πάλι "να πιάσει ένα σπρέυ και να γράψει 666". Η Χρύσα τον κοιτάει. Με κείνα τα μάτια. Με κείνον τον τρόπο. Χαμογελάω κι έχω έναν κόμπο στο λαιμό.
To χρώμα, έκφραση της γύρω ζωής.
H Ελένη Βακαλό για τον Κεσσανλή σε ένα κείμενο του 1955
[•••] Ο Κεσσανλής, στη σειρά των πινάκων του, βλέπουμε να μελετά τα δύσκολα χρώματα, όπως π.χ. το πράσινο (στους πίνακές του στον κήπο), που η κατάκτησή του χρειάζεται ιδιαίτερη πείρα. Μελετά διαδοχικά τις αρμονίες των ψυχρών και τις αρμονίες των θερμών. Προσπαθεί να ξαναβρεί την αίσθηση του χώρου. Κοιτάζει τα στοιχεία που του δίνουν οι ζωγράφοι που αγαπάει.
Μελετά μεθόδους τεχνικής παλιές, γιατί εκτιμά το υλικό και ξέρει ότι τα αποτελέσματα ορισμένου είδους ζωγραφικής εξαρτώνται και από το ορισμένο είδος του υλικού που χρησιμοποιεί. Έτσι, μελετώντας τα Φαγιούμ, εισχωρεί στα μυστικά της εγκαυστικής, για να προχωρήσει μετά στην πηγή της μεθόδου αυτής, στη ζωγραφική πάνω σε μάρμαρο, και να δει πώς ζωγράφιζαν οι αρχαίοι πάνω στα αγάλματα. 'Ίσως οι μελέτες αυτές του Κεσσανλή να μην είχαν πέρα από την έρευνα άλλο νόημα, αν δεν βλέπαμε ότι, μ' αυτές, η ζωγραφική του ολοένα πλουτίζεται, φθάνοντας σε πιο σύνθετα εκφραστικά αποτελέσματα (όπως στα στερεά πορτρέτα του με εγκαυστική και στη μεγάλη του σύνθεση με το άγαλμα) κι αν, ακόμη, οι γνώσεις αυτές δεν έρχονταν σε συνέπεια με ό, τι επιδιώκει σύμφωνα με τη ζωγραφική ιδιοσυγκρασία του ο Κεσσανλής.
Γιατί ο νέος αυτός ζωγράφος κάνει μια στροφή, από τη γενική τάση προς την απλούστευση, σε μια ζωγραφική πλουτισμένη από στοιχεία διακοσμητικά, από λεπτομέρειες ποιητικές, από θέματα δηλωτικά, ζητά να δει το χρώμα σε ύλη, τη σύνθεση σε χώρο, να δει το γενικό αποτέλεσμα όχι μόνο ζωγραφικά, αλλά και σαν μια διήγηση όπου τα στοιχεία τα ζωγραφικά, και ιδίως οι χρωματικές αξίες στις οποίες επιμένει, θα συντείνουν στην αποκάλυψη της συγκίνησης μαζί με την περιγραφή της. 'Έτσι, στο χώρο των θεμάτων κινείται σε μια επίσης πλούσια κλίμακα, χρησιμοποιώντας λυρικά στοιχεία διαφόρων ειδών, μέχρι και κάποιου συμβολισμού στους δύο τελευταίους μεγάλους πίνακές του.
Εδώ, νομίζουμε, χρειάζεται τώρα κάποια παράλληλη προσπάθεια για το ξεκαθάρισμα της «ποιητικής» του, ας πούμε, αφού την θέλει «σκοπό» της ζωγραφικής, τόσο στα μέσα που θα κρατήσει, όσο και στη μορφή που θα την τοποθετήσει. [...] Ο Κεσσανλής, σχηματισμένος στην Ελλάδα, συνειδητά και έντονα πρόβαλε ανάμεσα στους νέους την ανάγκη πάλι να μην είναι το χρώμα μόνο μια αφηρημένη αξία αισθητικής, αλλά το κυριότερο εκφραστικό μέσο της ποίησης του ζωγραφικού έργου, και να μην είναι επίσης η ποίηση αυτή κάτι το αφηρημένο και το ερμητικό, αλλά έκφραση της γύρω ζωής...
σχόλια