Γεννήθηκε το 1928 στην Πάτρα. Η Αθηνά Κακούρη, παρόλο που θεωρείται πρωτοπόρος της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, άρχισε να γράφει ιστορικά μυθιστορήματα στη δεκαετία του 1970. Με την ευκαιρία του αφιερώματος στο σύνολο του έργου της, από το βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone, σε συνεργασία με τις με τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ και τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ συναντήσαμε την μεγάλη κυρία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε;
Πάντα είχα μια ευκολία στη γραφή και δε με τρόμαζε η ιδέα να γράψω. Η αρχή έγινε το 1949, όταν πήγα στη Μέση ανατολή. Ήταν ένα ταξίδι με πλοίο εμπορικό, σουηδικό, ένα πολύ περίεργο ταξίδι. Είχε και 4-5 καμπίνες και ταξίδευες σαν μεγιστάνας. Είχα την τύχη να ταξιδέψω λοιπόν με ένα τέτοιο πλοίο και να πάω από λιμάνι σε λιμάνι, από τη Βάρνα μέχρι το Ισραήλ. Και μετά από αυτό το ταξίδι μου φάνηκε πολύ φυσικό να γράψω χρονογραφήματα. Να γράψω αυτή την εμπειρία. Τότε έμενα στην Πάτρα, εκεί όπου έχω μεγαλώσει και στην τοπική εφημερίδα έγραφε και ο πατέρας μου χρονογραφήματα. Στην εφημερίδα ο Νεολόγος των Πατρών. Αυτή ήταν η πρώτη μου δημοσίευση.
Ήμουν βεβαία ότι θα γινόμουν αμέσως διάσημη και εκατομμυριούχος. Έγραψα λοιπόν ένα αστυνομικό διήγημα, το έστειλα και δημοσιεύθηκε. Δεν έγινα ποτέ διάσημη και εκατομμυριούχος. Αλλά πάντως μπήκα σε αυτή τη διαδικασία, τού να γράφεις και να δημοσιεύεις.
Κι έτσι αποφασίσατε να κάνετε τη γραφή επάγγελμα;
Μετά από αρκετά χρόνια, σε μια δύσκολη εποχή, που προσπαθούσα να σταθώ στα πόδια μου και μόλις είχα χωρίσει και δεν ήμουν πολύ βεβαία τι δουλειά ήθελα να κάνω, αποφάσισα να γράψω αστυνομικά. Ήμουν βεβαία ότι θα γινόμουν αμέσως διάσημη και εκατομμυριούχος. Έγραψα λοιπόν ένα αστυνομικό διήγημα, το έστειλα και δημοσιεύθηκε. Δεν έγινα ποτέ διάσημη και εκατομμυριούχος. Αλλά πάντως μπήκα σε αυτή τη διαδικασία, τού να γράφεις και να δημοσιεύεις.
Έγραφαν τότε άλλες γυναίκες αστυνομικά;
Είχε γράψει η Ελένη Βλάχου παλιότερα, αλλά όχι, νομίζω ήμουν η πρώτη που έγραφε συστηματικά. Τότε στην αρχή μου δημοσίευε ο Ταχυδρόμος. Ήταν η εποχή που διηύθυνε ο Γιώργος Σαββίδης. Ο Γιώργος ήταν ένας εξαιρετικός φιλόλογος και ο Ταχυδρόμος ήταν σε ένα επίπεδο που ούτε να το φανταστούμε έκτοτε . Ήταν και ένας πολύ καλός δάσκαλος, γιατί ήταν αυστηρός. Ακόμα και στα αστυνομικά που έστελνα μου διόρθωνε πράγματα που μου έχουν μείνει ως μαθήματα έκτοτε. Δεν ήμουν και τόσο παραγωγική, έγραφα κάθε δεκαπέντε κάθε μήνα. Δε μπορούσα περισσότερο
Στα ιστορικά μυθιστορήματα πώς περάσατε;
Κάποτε ο Σαββίδης είχε γράψει στο Βήμα αν θυμάμαι καλά ένα κομμάτι για τους νέους συγγραφείς και με είχε αναφέρει ως ταλαντούχο νέα συγγραφέα. Κάποια στιγμή ο Άλκης Αγγέλου, καθηγητής της φιλολογίας και αυτός και πολύ ενδιαφερόμενος για την ιστορία μου είπε «γιατί δε γράφετε ένα μυθιστόρημα, να δείτε αν μπορείτε να κινήσετε ανθρώπους την εποχή του Διαφωτισμού». Όταν του είπα ότι δεν ξέρω τίποτα για το Διαφωτισμό μου απήντησε με αυτό που θεωρώ εξαιρετικό: «Δεν ξέρετε ανάγνωση κυρία Κακούρη;».
Είχα λοιπόν τότε μια ευκαιρία, γιατί βρέθηκα στην Αμερική με τις βιβλιοθήκες ανοιχτές, προσιτές –ήμουν στην Φιλαδέλφεια και η βιβλιοθήκη ήταν γεμάτη με βιβλία πολυτιμότατα- και καταπιάστηκα να διαβάσω.
Πόσα χρόνια κράτησε αυτή η προετοιμασία;
Μου κράτησε πολλά χρόνια. Πιστεύω ότι για να εμπνευστείς κάτι πρέπει να ξέρεις. Από το άγνωστο δε μπορείς να εμπνευστείς απολύτως τίποτα. Αυτή ήταν η δική μου αντίληψη. Έπρεπε λοιπόν να ξέρεις πώς κατοικούσαν, πώς ταξίδευαν ας πούμε από την Αθήνα στα Γιάννενα, τι ρούχα φορούσαν, πώς μιλούσαν. Δεν είχα άλλο τρόπο παρά το διάβασμα για να αποκτήσω τη γνώση που θα με οδηγούσε σε κάποια πλοκή, άλλη παρά να αποδελτιώσω όλους τους περιηγητές. Αλλά όταν είσαι άπειρος και δεν έχεις πάει στα πανεπιστήμια, γιατί εγώ δεν σπούδασα τίποτα, δε ξέρεις τις μικρές τεχνικές. Όμως καμία δουλειά δε σου πάει χαμένη ακόμα και τα λάθη που έκανα τότε με βοήθησαν σε άλλα πράγματα που έκανα αργότερα. Κάπως έτσι ξεκίνησα. Έφτιαξα μια πλοκή στο μυαλό μου που παραήταν μεγάλη, ένα μεγάλο ζυμάρι που δεν ήξερα πώς να το ζυμώσω. Και τόκοψα στη μέση και έφτιαξα δυο μυθιστορήματα, το ένα συνέχεια του άλλου. Μιλάμε για της τύχης το μαχαίρι και η σπορά του ανέμου. Η προπαρασκευαστική μελέτη για τα έργα «Της τύχης το μαχαίρι» και «Η σπορά του ανέμου» απαίτησε περίπου μια δεκαετία.
Ένας συγγραφέας όταν γράφει για την ιστορία, τη βλέπει να επαναλαμβάνεται;
Δεν είμαι βεβαία ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, νομίζω ότι γίνονται δυο πράγματα: αφενός υπάρχουν τάσεις. Από τη στιγμή που πατάει η Αγγλία το πόδι της στην ανατολική Μεσόγειο δε θέλει να το ξεκολλήσει με τίποτα. Και πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας. Οτιδήποτε θα κινηθεί κατά τρόπο ανεξάρτητο θα έχει ένα βασικό αντίπαλο. Η τάση της Ρωσίας να κατεβεί επίσης στην Ανατολική Μεσόγειο είναι από αιώνες και συνεχίζεται και σήμερα. Οι συγκρούσεις είναι προβλέψιμες. Η Γαλλία είναι παρούσα προσπαθώντας να βρει και εκείνη ένα πάτημα. Υπήρχε και η Τουρκία. Αυτές είναι τάσεις που πάνε πολύ περισσότερο από μια γενεά και καλό είναι να τις θυμόμαστε και να τις ξέρουμε. Δεν ξέρω αν άλλοι τις θυμούνται ίσως άλλα κράτη γύρω μας έχουν στερεότερες διοικήσεις.
Εννοώ και τα περιστατικά, όπως καταγράφετε τα Λαυρεωτικά στον «Χαρταετό».
Ναι, αυτές ήταν οι πρώτες αρχές ενός χρηματιστηρίου. Αγγίζει λιγάκι αυτή η ιστορία του τότε χρηματιστηρίου πολύ βασικότερες ρυτίδες της ψυχής όλων των ανθρώπων γιατί τα ίδια φαινόμενα της άπειρης παλαβομάρας τα είδαμε όταν έγινε η φούσκα του χρηματιστηρίου πάρα πολύ αργότερα. Σου έλεγαν: αν τα ξέραμε τότε... Μα όλοι τα ξέραμε.
Πιστεύω ότι για να εμπνευστείς κάτι πρέπει να ξέρεις. Από το άγνωστο δε μπορείς να εμπνευστείς απολύτως τίποτα. Αυτή ήταν η δική μου αντίληψη.
Εκτός από την ιστορική τοποθέτηση έχουμε και την καταγραφή της ελληνικής κοινωνίας στα βιβλία σας, την ανάπτυξή της...
Η ελληνική κοινωνία βρίσκω ότι είναι από αυτά τα πράγματα τα πολύ συγκινητικά και μυστηριώδη. Παρά την διάλυσή της, όταν έμεινε με μόνο συνεκτικό κρίκο τη θρησκεία, και αυτό διότι ευνοούσε τους Τούρκους, εξακολούθησε να ανθεί. Αυτό βρίσκω ότι είναι ένα από τα φαινόμενα που πρέπει να εξετάζουμε και να μελετάμε. Εμένα μου προκαλεί ένα δέος. Αυτός ο κόσμος είναι εξαιρετικά παράταιρος μεταξύ του, οι Επτανήσιοι με τους απέναντί τους Ακαρνάνες, οι Μικρασιάτες, οι Γιαννιώτες. Το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι ο ελληνικός λαός είναι τέτοιο θαυμάσιο υλικό που λιγάκι, -αν έχει κάποιον από πάνω να τον νοιάζεται-, αποδίδει αμέσως καρπούς σαν ένα ευφορότατο έδαφος. Λίγο νερό να του ρίξεις.
Ποιά πιστεύετε ότι είναι η τραγικότερη στιγμή μας στον 20ο αιώνα;
Νομίζω η φοβερότερη και τραγικότερη αλλά συγχρόνως και πολύ θαυμαστή στιγμή είναι μετά την μικρασιατική καταστροφή, στις αρχές του 30 όπου συρρικνωμένοι εδώ και υπό τη διοίκηση του νέου ελληνικού κράτους υπάρχουν τρεις διαφορετικοί κόσμοι. Οι παλαιοελλαδίτες που έχουν ήδη ζήσει τα 60 χρόνια του Γεωργίου Α’, χρόνια σχετικής ευνομίας μέσα στα οποία δημιουργήθηκαν και ορισμένες παραδόσεις διοικήσεως, οι νέες χώρες, -ό,τι αποκτήθηκε μετά τους βαλκανικούς πολέμους- και οι Μικρασιάτες που αισθάνονται Έλληνες. Και ο πόλεμος έρχεται και είναι μπροστά τους.
Στις ιστορίες σας υπάρχουν πάντα γυναίκες που κινούν το νήμα της κοινωνίας, θα μου μιλήσετε γιαυτές;
Η θέση της γυναίκας στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο δευτερεύουσα ή ανύπαρκτη. Διότι στα ναυτικά νησιά και σε όλες τις περιοχές από όπου μετανάστευαν αυτός που έμενε πίσω ήταν η γυναίκα και εκ των πραγμάτων είχε τα πράγματα στα χέρια της. Αυτό δεν πρέπει να το παραγνωρίσουμε. Και σήμερα, σε πολλές οικογένειες που δεν είναι αστικής καταγωγής, το σημαντικό πρόσωπο είναι αυτή, η γυναίκα, η οποία σε πολλές περιπτώσεις εργάζεται από το πρωί μέχρι το βράδυ και ο άντρας της κάθεται. Είναι αυτή το πρόσωπο που παίρνει αποφάσεις. Αυτό ως προς την οικογένεια. Κατά το τέλος του 19ου αιώνα αυτό που γίνεται στην Ελλάδα είναι ότι αλλάζει ραγδαία και η θέση της μέσα στην κοινωνία. Υπάρχει η πρωτοποριακή σκέψη του να ιδρυθούν σχολεία όπως το Αρσάκειο, το οποίο εκπαίδευε δασκάλες. Άρα εργαζόμενες. Και η επιτυχία του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα είναι ταχύτατη.
Παρακολουθείτε την διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία;
Λόγω του «1821», του βιβλίου μου, επισκέπτομαι πολλά σχολεία. Αυτό που βλέπω είναι ότι την ιστορία από τα σχολικά βιβλία την μαθαίνεις μόνο παπαγαλία, μόνο αν αποστηθίσεις. Κατάλαβα ότι τα παιδιά σιχαίνονται την ιστορία και καλά κάνουν. Τα βιβλία τους βρίθουν λαθών, πραγματολογικών, όχι ιδεολογικών. Είναι λίθοι πλίνθοι και κέραμοι και καλείσαι να τα συνθέσεις. Όταν είσαι δώδεκα χρονών πώς είναι δυνατόν να καλείσαι να συνθέσεις τέτοια πράγματα; Είναι πέρα από τη δυνατότητα ενός παιδιού. Και τι υποκρισία ταρτουφική είναι αυτή ότι «σε αφήνω ελεύθερο να το συνθέσεις». Παιδαγωγικά είναι στραβό και στην πραγματικότητα δε μπορεί να γίνει. Είναι κρίμα. Για εμάς ήταν κάτι ευχάριστο, η ιστορία, το καταλαβαίναμε. Δεν έμπαιναν όλα στο μυαλό μας. Γιατί έχει άλλα προβλήματα η ελληνική ιστορία, αλλά πέντε πράγματα μας έμεναν.
Τι σας ρωτούν όταν πηγαίνετε στα σχολεία;
Θα σας απαντήσω γενικώς για το κοινό που συναντώ. Στις παρουσιάσεις έρχονται νέοι άνθρωποι και μεγαλύτεροι, κυρίως γυναίκες, οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο. Ο «Χαρταετός» είχε πολλούς άντρες αναγνώστες και τα «Πριμαρόλια» γιατί είναι βιβλία για οικονομικά θέματα, για κρίσεις οικονομικές και τους άρεσαν. Μιλώντας για τα παιδιά, η εντύπωσή μου είναι ότι τα παιδιά είναι διψασμένα για κάτι που θα τους είναι κατανοητό και αγαπητό. Και αυτό δε τους προσφέρεται. Ή τους προσφέρεται σε λίγες περιπτώσεις. Δεν ξέρω πόσο παρακινούνται να διαβάζουν, αλλά και στη δική μου εποχή δε διάβαζαν πολύ. Αλλά αυτό δε με ενδιαφέρει. Η δουλειά του δασκάλου είναι να τους περάσει γνώσεις έτσι ή αλλιώς. Υπάρχουν και φορές που βλέπω καλή ποιότητα στα παιδιά και πολύ ξώφαλτσα το δάσκαλο. Είναι και αυτό μέσα στα φυσικά πράγματα.
Τι πιστεύετε ότι προσφέρει η ιστορία ως εφόδιο;
Θα σας πω δυο πράγματα. Είχα ένα δάσκαλο τον καιρό της κατοχής που μας δίδασκε ιστορία και αυτός μας είπε να κάνουμε τη δίκη της ιστορίας, το λέω και το ξαναλέω γιατί σκέφτομαι ότι κάποιος δάσκαλος θα το διαβάσει και θα το κάνει και εκείνος. Έβαλε τέσσερα παιδιά που θα είχαν το κατηγορητήριο και άλλα τόσα την υπεράσπιση, η τάξη ήταν οι ένορκοι και κείνος έκανε τη σύνοψη. Από τότε η τάξη αυτή κατάλαβε ένα πράγμα. Ότι τα πάντα στηρίζονται στην ιστορία. Δε μπορείς ούτε καφέ να ψήσεις αν δε ξέρεις πώς τον έψηναν πριν. Αν δεν πας πίσω δεν κάνεις τίποτα και αν δεν ξέρεις τα προηγηθέντα είναι σαν να έχεις βλάβη στο μυαλό. Η ιστορία δεν είναι βαρετή, είναι απαραίτητη και όταν είσαι και μια μικρή χώρα πρέπει να την ξέρεις, όπως ξέρεις τα χαρτιά της ιδιοκτησίας σου που έχεις στο συρτάρι σου. Η ιστορία δεν είναι ούτε το τιμόνι, ούτε τα πανιά, ούτε η πυξίδα, ούτε οι χάρτες ενός πλοίου. Είναι το έρμα. Χωρίς αυτό το πλοίο θα ανατραπεί.
Το θέμα του τελευταίου σας βιβλίου;
Το τελευταίο μου βιβλίο λέγεται Ξιφίρ Φαλέρ. Η ιδέα μου αρχικά ήταν ότι πρέπει να γίνει μια τριλογία. Η «Θέκλη» είναι η ιστορία των βαλκανικών πολέμων του 12-13, το Ξιφίρ Φαλέρ είναι το τι συμβαίνει προτού να γίνει η επανάσταση του Βενιζέλου και το τρίτο θα έπρεπε να είναι από την εποχή που επικρατεί πλέον ο Βενιζέλος και τι συμβαίνει μέχρι τις εκλογές του 20. Γιατί νομίζω κανείς δε μπορεί να καταλάβει τις εκλογές του 20 αν δεν έχει καταλάβει τι συνέβη πριν. Πικρές και δύσκολες εποχές. Το τρίτο βιβλίο δε νομίζω να μπορέσω να το γράψω ποτέ μου. Είναι τόσο πικρό και νομίζω ότι χάραξε τόσο βαθιά την πληγή ώστε δε μπορεί να επουλωθεί. Ίσως είναι η ηλικία μου που με κάνει να βλέπω τα πράγματα πιο πεσιμιστικά από όσο αν ήμουνα πενήντα.
Υπάρχει κάτι που σας απασχολεί συνεχώς;
Τώρα στα γεράματα βασανίζω το μυαλό μου με το πως θα κάνω την ιστορία κατανοητή όταν μιλώ σε νεότερους ανθρώπους.
Πληροφορίες:
Σήμερα 24 Φεβρουαρίου, στις 7 το απόγευμα, στο βιβλιοπωλείο, Free Thinking Zone, η συγγραφέας Αθηνά Κακούρη θα συναντήσει τους νέους της αναγνώστες και θα μιλήσει με τον Παρασκευά Καρασούλο και τη Στέλλα Κάσδαγλη και το κοινό.
σχόλια