Το γλωσσικό ταμπού
Υπάρχουν λέξεις που πραγματικά δεν λέγονται με τίποτα· και δεν πρόκειται για διαγωνίσματα στην τάξη, που τα αποφύγαμε με χιλιάδες δικαιολογίες πρόκειται για τα λεγάμενα γλωσσικά ταμπού.
Η λέξη ταμπού προέρχεται από την Πολυνησία και σημαίνει καθετί που είναι ιερό, άρα και απαγορευμένο. Στην κοινή χρήση του, ο όρος αναφέρεται σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής όπου μπορεί να συναντήσει κανείς αυτό το απαγορευμένο (είτε πρόκειται για κάτι που διαπράττεται είτε για κάτι που απλώς λέγεται).
Επομένως ως γλωσσικό ταμπού νοείται η απαγόρευση να προφέρουμε λέξεις σχετικές με αντικείμενα ή πρόσωπα απαγορευμένα, δηλαδή αντικείμενα ή πρόσωπα «ταμπού».
Μπορεί να είναι ονόματα ζώων, φυτών, συμπεριφορών και πράξεων που σε κάποιον πολιτισμό φέρουν ένα ιερό βάρος, προκαλούν δέος και σεβασμό, μια βαθιά αμηχανία -και, γενικότερα, έναν μεγάλο, παράλογο φόβο- και που δεν πρέπει να αναφέρονται στη συζήτηση.
Αυτοί οι όροι αντικαθίστανται επομένως από άλλους τους λεγάμενους ευφημισμούς (από το ρήμα εύφημώ, δηλαδή προφέρω ευοίωνες λέξεις άρα αποφεύγω τις δυσοίωνες) ή περιφράσεις (από το ρήμα περιφράζω, δηλαδή «λέω κάτι περιφραστικά, με πολλές λέξεις»).
Δεδομένης της απολύτως κοινωνικής τους φύσης, τα γλωσσικά ταμπού αλλάζουν από πολιτισμό σε πολιτισμό και ανάλογα με τις ιστορικές εποχές σκεφτείτε για παράδειγμα όλες τις λέξεις που αναφέρονται στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα και που μέχρι πριν από μισόν αιώνα απαγορευόταν να προφερθούν.
Παραδείγματα; Στα αραβικά η λέπρα λέγεται «ευλογημένη αρρώστια» και ο τυφλός είναι ένας «άνθρωπος με οξείαόραση». Στα λατινικά το νεκροκρέβατο λέγεται lectus vitalis, «κρεβάτι της ζωής».
Η ιστορία ορισμένων λέξεων που συνιστούν γλωσσικά ταμπού είναι στ' αλήθεια πολύ παράξενη.
Η πόλη του Μπενεβέντο, στην Ιρπίνια, λεγόταν αρχικά Maleventum («κακός άνεμος») λόγω των ρευμάτων του αέρα: όταν οι Ρωμαίοι την κατέκτησαν το 268 π.Χ., άλλαξαν το όνομά της σε Beneventum, «καλό άνεμο», για να μην τους φέρνει κακοτυχία.
Ο άνεμος της bonaccia λεγόταν στα λατινικά malacia (και προερχόταν από την ελληνική λέξη μαλακία, που σήμαινε «μαλακότητα, τρυφερότητα»). Ωστόσο, μόλις χάθηκε το γλωσσικό αίσθημα, πίστεψαν ότι malacia προερχόταν από τη λέξη malus, «κακός», και λόγω της δεισιδαιμονίας των ναυτικών, έγινε ο άνεμος bonus, «καλός»: εξού και η μπουνάτσα που φυσάει ούρια στη θάλασσα όλων των ρομανικών γλωσσών.
Τέλος, σε κάποιους λαούς, ορισμένες λέξεις πραγματικά δεν λέγονται με τίποτα: οι Ινουίτ της Γροιλανδίας δεν μπορούν να προφέρουν το όνομα των παγετώνων, οι Αβορίγινες της Αυστραλίας το όνομα των νεκρών· ενώ στην Κίνα απαγορεύεται ακόμα και η γραφή του ονόματος του Κινέζου αυτοκράτορα και αντικαθίσταται από γραφικές παραστάσεις.
Μία από τις πιο παράξενες λέξεις είναι αυτή που περιγράφει την αρκούδα στις γερμανικές και τις σλαβικές γλώσσες: το ζώο ήταν τόσο τρομαχτικό για εκείνους τους λαούς, που δεν μπορούσαν ούτε να το ονοματίσουν από φόβο μην πεταχτεί από το δάσος στο άκουσμα του ονόματος του. Να γιατί λοιπόν στα γερμανικά η αρκούδα λέγεται Bar και στα αγγλικά bear και οι δύο λέξεις σημαίνουν «καφετί» και πρόκειται για μια αναφορά στο χρώμα του τριχώματος του ακατονόμαστου ζώου.
Στις σλαβικές γλώσσες, όπως και στα ρωσικά, η αρκούδα λέγεται medved, που κατά κυριολεξία σημαίνει «αυτό που τρώει μέλι», καθώς οι ομιλουντες εύχονταν να είναι χορτοφάγο το ζώο και να μην επιτίθεται στους ανθρώπους.
Και τι να πούμε για άλλες απολύτως politically correct εκφράσεις, όπως «προγράμματα ελάφρυνσης» (αντί για απολύσεις) μέχρι «παράπλευρες απώλειες», όταν κάνουμε πως δεν βλέπουμε και επομένως δεν μιλάμε για τις σφαγές αμάχων στη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων;
________
Aπό το βιβλίο της Andrea Marcolongo «Η υπέροχη γλώσσα» που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Πατάκη, σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου.