Γεννήθηκα το 1953 στη Συκιά Λακωνίας, έναν ακίνητο κόσμο χωρίς διεξόδους και διαφυγές. Στην ηλικία των έξι ετών ήρθαμε οικογενειακώς στην Αθήνα, στα Κουπόνια, μαζί με τα στρωσίδια και τις κότες μας. Το πέρασμα του Ισθμού ήταν η πρώτη επαφή με τα θαύματα του κόσμου. Όποιες εμπειρίες θυμάμαι από το χωριό είναι μόνο καλοκαιρινές.
Τα παιδικά μου χρόνια στη Λακωνία ήταν μέσα σ' ένα καλύβι, χωρίς θέα, και γύρω μόνο ελιές και συκιές. Σκαρφάλωνα στα δέντρα, μάζευα τα αυγά, φρόντιζα τα ζώα και κυνήγαγα τα πουλιά με τα δόκανα. Πότε δεν ένιωσα το αίσθημα της πλήξης κι αυτό οφείλεται στην αγάπη εκείνων των ανθρώπων. Γνώρισα τη μικροαστική στέρηση ή το μέτρημα των πραγμάτων, ποτέ τη φτώχεια. Τα καλοκαίρια αυτά ήταν για μένα μια παρατεταμένη χαρά. Αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας –δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά– αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, όμως δεν τον νοσταλγώ.
• Ο πατέρας μου ήταν ιερέας, ενώ η μητέρα μου –κόρη ιερέα– η οικοδέσποινα του σπιτιού. Αυτή η γυναίκα ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Μ' έναν ευγενικό χαρακτήρα, χωρίς κανένα χωριάτικο στοιχείο να διακρίνεται πάνω της. Μάλιστα, όταν ήρθαμε στην Αθήνα, τη θυμάμαι ως τον πιο αντισυμβατικό και μοντέρνο άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου.
Σήμερα επικρατεί η πεπλανημένη άποψη ότι η πίστη είναι ένα καταφύγιο που σε προφυλάσσει από τον πόνο. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η πίστη είναι ταυτόχρονα παρηγοριά και αγωνία. Ποιος μπορεί να νιώσει τι σημαίνει η σιωπή του Θεού, εκτός από τον πιστό; Ένα πάρα πολύ οδυνηρό συναίσθημα.
Βέβαια, ο πρώτος καιρός ήταν ζόρικος και έκλαιγε συνεχώς. Εκτός του ξεριζώματος και του αποχωρισμού, η γειτονιά στην πρωτεύουσα δεν δέχτηκε θετικά την οικογένεια του παπά, η οποία είχε και δικό της σπίτι. Η ίδια, όμως, δεν γύρισε ποτέ ξανά στο χωριό. Δεν το ήθελε και δεν το αγαπούσε. Δεν άντεχε αυτή την τραχύτητα, την καταλαλιά και το κουτσομπολιό. Πιστεύω ότι ένας ακόμη λόγος που δεν γύρισε ποτέ ήταν η επιληψία της αδερφής μου, γιατί σκεφτόταν πώς θα αντιμετώπιζε τις χοντρές, απότομες και σκληρές ερωτήσεις. Ένα πρόβλημα υγείας τότε έπρεπε να παραμείνει κρυφό και να μη μοιράζεται με άλλους.
Από τον πατέρα μου μού έχει αποτυπωθεί πολύ έντονα στο μυαλό το γεγονός ότι δεν τον βρήκε καμία μέρα ο ήλιος στο κρεβάτι. Ως παιδί δεν τον είχα προλάβει ποτέ στο σπίτι, παρά μόνο την Κυριακή του Πάσχα. Παράξενο συναίσθημα. Ο πατέρας μου ήταν μια στέρεη προσωπικότητα, καλλιφωνότατος και νοικοκύρης. Τον ευγνωμονώ διότι δεν ασχολήθηκε ποτέ μαζί μας. Με οδήγησε να πιστεύω ότι τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν σ' ένα καθεστώς υγιούς αδιαφορίας. Ήταν γιος ενός χαρτοπαίχτη που υποθήκευσε όλη την περιουσία του κι έφυγε για την Αμερική. Λάτρευε τα γράμματα και του είχε μείνει καημός ότι δεν σπούδασε. Η μόνη μορφή προκοπής που ενέκρινε ήταν διά της γνώσεως. Κι ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο μετακομίσαμε στην Αθήνα.
• Παρότι μου άρεσε πολύ το ατελείωτο παιχνίδι στη γειτονιά, ήμουν πάντοτε καλός μαθητής στο σχολείο. Όλα άλλαξαν στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, οπότε, για ανεξήγητους λόγους, κλείστηκα στο σπίτι και διάβαζα ανελλιπώς. Η «μελαγχολία της επιστροφής στο σπίτι» από την αλάνα ήταν πλέον παρελθόν και τα βιβλία είχαν γίνει ο κόσμος μου. Η επαφή μου με τη λογοτεχνία ήταν μια δική μου ανακάλυψη. Επειδή ήμασταν παιδιά της δικτατορίας, όταν ήταν να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις επέλεξα συνειδητά τη Νομική, παρόλο που δεν με ενδιέφερε. Δεν ήθελα για κανέναν λόγο να έχω τη μοίρα των φοβισμένων καθηγητών με τους χουντικούς λόγους που περιφρονούσα.
• Αργότερα αποφάσισα να φύγω για σπουδές Φιλοσοφίας στο Παρίσι. Μια περίοδος μελέτης και βουλιμικού διαβάσματος, χωρίς υψηλές βλέψεις – εκεί έμαθα να κρίνω, να σταθμίζω και να αξιολογώ. Όμως η περίοδος εκείνη ολοκληρώθηκε αιφνιδίως το 1980, όταν πέθανε ο πατέρας μου. Ήμουν ήδη παντρεμένος και η γυναίκα μου ήταν έγκυος στο πρώτο μας παιδί. Γεννήθηκαν κατόπιν άλλα τρία. Με την επιστροφή μου στην Ελλάδα δίδαξα για δεκαπέντε χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Δεν βαρέθηκα ποτέ τη διδασκαλία. Σήμερα κυριαρχεί ένας κούφιος προοδευτισμός.
Υπερασπίζομαι πάντοτε τη δημόσια εκπαίδευση, αλλά παρατηρώ μερικές συμπεριφορές που υπονομεύουν τη λειτουργία του σχολείου. Ένας φιλονεϊσμός του τύπου «να αφουγκραστούμε τα παιδιά, να διδαχτούμε απ' αυτά» κι όλες αυτές οι αστειότητες. Μία από τις πιο γνωστές κατηγορίες εναντίον της εκπαίδευσης είναι η παπαγαλία. Πρόκειται για ένα θέμα που μπορεί να λυθεί σε λίγα λεπτά και το οποίο επιβλήθηκε από το σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων με την περιορισμένη ύλη. Έτσι, παπαγαλίζουν ακόμη και την τελεία.
• Είμαστε θεατές αλλεπάλληλων μεταρρυθμίσεων που το εκπαιδευτικό σύστημα δεν προλαβαίνει να αφομοιώσει. Το σχολείο είναι θεσμός μετάδοσης της γνώσης, δεν είναι θεσμός καινοτομίας. Η καινοτομία ανήκει στους μαθητές, αφού αποφοιτήσουν από αυτό. Η κεντρική μορφή του σχολείου είναι ο δάσκαλος, που αναλαμβάνει την ευθύνη να διδάξει τον μαθητή και η σχέση μαζί του είναι εξ ορισμού ασύμμετρη.
Στο σχολείο, όπου ο μαθητής πηγαίνει θέλοντας και μη και όπου δεν έχει κανένα περιθώριο ουσιαστικής επιλογής, σε αυτόν ακριβώς τον χώρο του ετεροκαθορισμού, διαμορφώνεται το ελεύθερο άτομο, η αυτόνομη ατομικότητα. Χωρίς να απαξιώνω –τουναντίον– την τριτοβάθμια εκπαίδευση, πιστεύω ότι, μοιραία, οι νέοι πρέπει να πασχίσουν μόνοι τους και να σηκώσουν πάνω τους το βάρος της εκπαίδευσής τους.
• Το 1998 ήρθε η πρόταση να αναλάβω διευθυντής του περιοδικού «Νέα Εστία», του ιστορικού και μακροβιότερου λογοτεχνικού περιοδικού, στο οποίο εργάστηκα έως το 2012. Ήταν ένα διάστημα μεγάλου κόπου. Ανήκω σ' εκείνους που πιστεύουν στη ζωή των περιοδικών. Σήμερα, την εποχή του Διαδικτύου, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος τον κόσμο εκείνον. Χώροι συζήτησης, ανάδειξης νέων συγγραφέων και αντιπαράθεσης ιδεών. Γνωρίζαμε ότι απευθυνόμαστε στους λίγους, αλλά αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Δεν είναι οι μεγάλοι αριθμοί που έχουν σημασία.
Η «Στροφή» του Σεφέρη, όταν πρωτοεκδόθηκε, τυπώθηκε σε διακόσια αντίτυπα. Πέρα από τις προσωπικές διαδρομές, η εξοικείωση με την καλή συνήθεια του διαβάσματος κερδίζεται όταν στο σπίτι συναντάς εικόνες ανάγνωσης, όταν αντίστοιχα στο σχολείο γίνεται η μύηση του παιδιού, δίνοντας τα κατάλληλα ερεθίσματα, αλλά κι όταν το πανεπιστήμιο διαθέτει μια εξαιρετική βιβλιοθήκη. Οι δημόσιες αλλά και οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες στη χώρα μας είναι παροιμιώδους ένδειας. Η Εθνική Βιβλιοθήκη είναι η τελευταία που πρέπει κάποιος να επισκεφθεί.
• Από το 2008 είμαι πρόεδρος του Δ.Σ. του βιβλικού ιδρύματος «Άρτος Ζωής» όπου γίνονται σεμινάρια, συνέδρια, εκδόσεις, ενώ διδάσκονται δωρεάν αρχαία εβραϊκά, συριακά και αρμένικα. Το 2013 ανέλαβα τη θέση του προέδρου του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης κατά την κρίσιμη φάση της μεταστέγασής της στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Η μεγάλη πρόκληση είναι οι νέοι άνθρωποι, τους οποίους βλέπουμε να έρχονται στα ανοιχτά αναγνωστήρια έχοντας τα δικά τους βιβλία, συνήθως μαθητές και φοιτητές που διαβάζουν για τις επικείμενες εξετάσεις, να μπουν στα αναγνωστήρια των συλλογών της Βιβλιοθήκης. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε είδους πολιτιστικό λαϊκισμό.
Ο άνθρωπος που έρχεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη πρέπει να γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο έρχεται. Δεν μπαίνω, δηλαδή, για να χαζέψω. Δεν είναι ελιτισμός αυτό. Μία από τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας είναι η προχειρότητα. Η έλλειψη σοβαρότητας, προετοιμασίας και μελέτης, αξιολόγησης. Κατά το λαϊκό: ένα ατελείωτο «άρπα κόλλα».
• Η λογοτεχνία είναι η ανακάλυψη του εαυτού σου μέσα από τις ζωές των άλλων. Ένα μεγάλο μάθημα ανθρωπογνωσίας. Ξεδιαλύνεις λίγο το αίνιγμα της ζωής σου, φωτίζεις το μυστήριό της και διευρύνεις τα όρια της δικής σου κατανόησης του κόσμου και των ανθρώπων. Δεν σημαίνει ότι γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος αλλά είναι ένας τρόπος να αντιληφθείς τι γίνεται μέσα σου. Το πιο σημαντικό είναι ότι σου προσφέρει αυτήν τη γνώση ακινδύνως. Μπορείς, επί παραδείγματι, να γνωρίσεις τον κόσμο των εξαρτήσεων και ό,τι αυτός συνεπάγεται, να ταυτιστείς με τους πάσχοντες, αποκτώντας την εμπειρία χωρίς καν να συμμετέχεις. Μια ερωτική αποτυχία, άλλο παράδειγμα, μπορεί να σε συνθλίψει. Αν έχεις ζήσει τον κίνδυνο ή τις συνέπειές της μέσα από τη λογοτεχνία μαθαίνεις κάτι πολύ σημαντικό πριν το βιώσεις. Κάθε μέρα διαβάζω μερικές σελίδες από τη Βίβλο. Μου αρέσει επίσης να επιστρέφω και σε παλιά αγαπημένα και ανεξάντλητα αναγνώσματα.
• Ο χριστιανισμός είναι μια θρησκεία για σκλάβους. Είναι η θρησκεία των πενήτων, των φτωχών, των κατατρεγμένων, των αδύναμων, ευάλωτων και ελλειμματικών ανθρώπων. Σήμερα επικρατεί η πεπλανημένη άποψη ότι η πίστη είναι ένα καταφύγιο που σε προφυλάσσει από τον πόνο. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η πίστη είναι ταυτόχρονα παρηγοριά και αγωνία. Ποιος μπορεί να νιώσει τι σημαίνει η σιωπή του Θεού, εκτός από τον πιστό; Ένα πάρα πολύ οδυνηρό συναίσθημα. Για μένα προσωπικά, η πίστη αποτελεί ένα στοιχείο συγκροτητικό, άρα εξ ορισμού κάτι που δεν μπορείς να απαρνηθείς. Ο πιστός μετέχει σ' έναν κόσμο χειρονομιών, τελετουργίας, στον οποίο πρώτα πράττει και μετά κατανοεί.
• Στον Παπαδιαμάντη διαβάζουμε έναν συγκεκριμένο τύπο χριστιανισμού, τον χριστιανισμό της μικρής, αγροτικής κοινότητας που έχει ενσωματώσει όλα τα παγανιστικά στοιχεία. Εκεί δεν συναντάται κανένα ερώτημα, κανένας διχασμός, ηθικό δίλημμα ή μεταφυσική αγωνία. Σήμερα επικρατεί ένας ταυτοτικός χριστιανισμός. Στην Ευρώπη, γενικά, ο πιστός νιώθει μοναξιά. Για παράδειγμα, ένας φοιτητής στο πανεπιστήμιο που πιστεύει δεν έχει συνομιλητή και δεν τολμά να το πει σε κανέναν. Θεωρώ ότι επηρέασε καταλυτικά την κοινωνία μας ο αρνητικός ρόλος της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Μεταπολιτευτικά, παρατηρήθηκε μαζική έξοδος νέων ανθρώπων από την Εκκλησία, που ήταν ο μόνος θεσμός στον οποίο δεν πραγματοποιήθηκε αποχουντοποίηση. Δεν στάθηκε ποτέ αυτοκριτικά απέναντι στον εαυτό της.
• Η Αθήνα είναι μια άσχημη πόλη με πολλά όμορφα σημεία. Αν τη δεις από ψηλά, σου δίνει την εντύπωση ότι κατοικήθηκε την περίοδο του Περικλή και μετά ξανά τη δεκαετία του '60. Μια πόλη χωρίς πεζοδρόμια, χωρίς δέντρα, αλλά με ισχυρές γωνιές λόγω της μακραίωνης ιστορίας της. Η Βαρβάκειος και τα πέριξ αυτής είναι ένα υπέροχο μέρος με αδιάκοπη συνέχεια. Ο πεζόδρομος της Διονυσίου Αρεοπαγίτου είναι ο ωραιότερος δρόμος της Ευρώπης.
• Κάποιες λέξεις είναι δύσκολο να τις προφέρεις, όπως η ψυχή ή η αγάπη. Για να μιλήσεις σήμερα για την αγάπη πρέπει να ξεπεράσεις μια μορφή αυτολογοκρισίας. Μέσω αυτής επιδεικνύεις προσοχή προς τον άλλον, χωρίς να προβάλλεις πάνω του τα δικά σου θέλω. Η αγάπη φτάνει σε ακρότατα σημεία, όπως εκείνη για τους εχθρούς. Ας λάβουμε τη συνειδητή απόφαση πως αν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλό στους άλλους, τουλάχιστον ας μην τους βλάψουμε. Όμως υπάρχει και η αγάπη για τον εαυτό μας, όχι ως φιλαυτία. Πολλές φορές είμαστε δοσμένοι στους άλλους και μόνον όταν πλησιάσουμε στο τέλος ανακαλύπτουμε την αγάπη για τον εαυτό μας, όπως συμβαίνει στο υπέροχο βιβλίο του George Bernanos Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου. Είμαστε αδύναμα πλάσματα που μπορούμε να αγαπήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, χωρίς εγωισμό.
Μία από τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας είναι η προχειρότητα. Η έλλειψη σοβαρότητας, προετοιμασίας και μελέτης, αξιολόγησης. Κατά το λαϊκό: ένα ατελείωτο «άρπα κόλλα».
• Μου λείπουν πολλά πράγματα. Θα ήθελα πολύ να ζούσε ο πατέρας μου για να διαβάσει το Στ' Αμπέλια. Επίσης, μου λείπει η αδερφή μου, η Γιούλα. Ό,τι έγινα το οφείλω σ' αυτήν. Εκείνη μου έμαθε την αγάπη. Να πορεύεσαι μες στη χαρά παρά τις ανημποριές και τα βάσανα. Η αρρώστια της και η σχέση μου μαζί της καθόρισαν τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα. Η αρρώστια σε φέρνει σε επαφή με το νόημα της ζωής, του Θεού, της σχέσης με τους άλλους ή της ευδαιμονίας. Δεν ανήκω σ' εκείνους που πιστεύουν στη μεταφυσική του πόνου και στην εξαγνιστική λειτουργία του. Όποιος δεν έχει πονέσει γίνεται μοιραία ένας ρηχός και λίγο έως πολύ ανόητος άνθρωπος. Όμως όποιος δεν έχει γευτεί τη χαρά είναι ένας άρρωστος άνθρωπος, που μπορεί εύκολα να γίνει φθονερός, χαιρέκακος και μνησίκακος. Αυτά τα εγκώμια του πόνου τα κάνουν άνθρωποι που μάλλον δεν έχουν πονέσει όσο λένε. Η αρρώστια, η δική σου και των άλλων, σε οδηγεί να εκτιμάς την αξία των πιο κοινών και καθημερινών πραγμάτων της ζωής και ταυτόχρονα να σχετικοποιείς, χωρίς να μηδενίζεις, τη σημασία άλλων, που θεωρούνται σημαντικά. Το βιβλίο που έγραψα για κείνη δεν το διάβασα ποτέ ξανά, ήταν μια μορφή ψυχοθεραπείας και το έκανα για να αποκαταστήσω μια μεταφυσική αδικία. Κυρίως επειδή ήθελα να διασώσω το όνομά της. Σήμερα, πάντως, αυτό που μου λείπει περισσότερο απ' όλα είναι η φωνή της να με καλεί και να λέει το όνομά μου. Προσεύχομαι να την ξανακούσω στα όνειρά μου.
• Κάθε ζωή έχει έλλειμμα. Η καλύτερη ευχή είναι «και του χρόνου», όλα τ' άλλα είναι μαξιμαλισμός. Κάθε ανθρώπινη ζωή είναι μια αποτυχία. Κανείς δεν μπορεί να κάνει όλα όσα θα ήθελε, επιθυμούσε, ποθούσε ή έλπιζε. Αν όμως καταφέρεις έστω ένα μικρό ποσοστό να το πραγματοποιήσεις, τότε γεννιέται μέσα σου ένα αίσθημα ικανοποίησης ότι, τουλάχιστον, η ζωή σου δεν πήγε στα χαμένα. Πιστεύω ότι πολλά απ' όσα ήθελα τα έζησα. Αυτό που θα ήθελα τώρα είναι να πεθάνω ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά.
• Η διάρκεια δεν αποτελεί κριτήριο για την ποιότητα μιας σχέσης. Η ελευθερία, ο σεβασμός και η ευγένεια είναι τα συστατικά μιας επιτυχημένης παράλληλης πορείας. Ο έρωτας κρατά ελάχιστα, σημασία έχει τι τον διαδέχεται. Κάποιες φορές μπορεί να τον διαδεχθεί η αδιαφορία, η απέχθεια ή το μίσος. Άλλες, μπορεί η τρυφερότητα, η αλληλεγγύη ή η εκτίμηση. Εκεί, στη διαδοχή, λοιπόν, βρίσκεται όλη η ουσία.
• Έχω μετανιώσει για πολλά δευτερεύοντα ζητήματα της ζωής μου, αλλά όχι για τις ουσιώδεις επιλογές μου. Για μένα, πάνω απ' όλα, αυτό που έχει ουσιαστική σημασία είναι η συγχώρεση. Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτήν, αλλά και αυτή δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν προηγηθεί η αίτηση συγγνώμης. Προτιμώ τη χαρά από την ευτυχία. Μια πηγή ευδαιμονίας για όλους είναι η καλή υγεία. Για μένα, η χαρά ταυτίζεται με την καλοσύνη. Η ζωή με έχει διδάξει ότι δεν πρέπει να είσαι άκαμπτος, απόλυτος και αμετακίνητος στις κρίσεις σου. Αυτό που χρειάζεται είναι η μετριοπάθεια. Η ζωή πάντα βρίσκει τρόπο να προχωρά, με όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια. Η ζωή έχει δύναμη, καμιά φορά αδυσώπητη δύναμη. Το νερό, όταν θέλει να περάσει, τρυπάει το μάρμαρο. Δεν είναι δυνατόν να ζήσουμε και να πράξουμε αν δεν πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν καλύτεροι.
Info:
Το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη Στ' Αμπέλια κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.