Είναι ίσως αυτονόητη, σχεδόν κλισέ, η διαπίστωση ότι οι σπουδαίες προσωπικότητες δεν έφυγαν από τη ζωή δίχως να κληροδοτήσουν το δικό τους προσωπικό σημειωματάριο: άλλοτε γοητευτικά σπαραχτικό, άλλοτε εξομολογητικό, αληθινό και καίριο, το σημειωματάριο των επιφανών ανδρών μαρτυρά πολλά για το όραμά τους. Ξεδιπλώνει τις βαθύτερες ανάγκες, βάζει σε θέση τα ατάκτως ερριμμένα σχόλια για την καθημερινότητα και θέτει τις βάσεις για τη μελλοντική αποκωδικοποίηση του έργου τους. Γράφοντας και συζητώντας στο περιθώριο του έργου τους, σπουδαίες μορφές όπως ο Λέων Τρότσκι, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και ο W.G. Sebald δείχνουν να επικοινωνούν καλύτερα με τις επόμενες γενιές, φωτίζοντας πτυχές που ενδεχομένως να είχαν μείνει αδιευκρίνιστες. Παράλληλα, αναδίδουν ελπίδα σε ένα έργο που τελικά θα μείνει, όσο βαρύ κι αν πέφτει το πέπλο του θανάτου, στους αιώνες. Εξού και το ότι και στις τρεις περιπτώσεις –του Ημερολόγιου της εξορίας του Τρότσκι, των Μεταφράσεων του Λορεντζάτου και της Ανάδυσης της μνήμης/Συνεντεύξεις με τον W.G. Sebald – ο θάνατος παραμονεύει ως μέτρο των πραγμάτων, βοηθώντας να εξιχνιαστούν οι ασάφειες και να καταστεί η μαρτυρία ακόμη πιο τρανταχτή όσον αφορά το σκοπό της δημιουργίας. Γιατί, όσο κι αν διαφωνεί κανείς με τις πολιτικές επιλογές του Τρότσκι, το μεταφυσικό όραμα του Λορεντζάτου ή τον σκοτεινό υπαρξισμό του Ζέμπαλντ, δεν μπορεί να μη θαυμάσει τη διαρκή υπέρβαση των ορίων προς την κατάκτηση του Απόλυτου.
Ημερολόγιο της εξορίας - 1935 / Διαθήκη 1940
Λέων Τρότσκι
Εκδόσεις Άγρα
Εκδοτικό γεγονός αναμφίβολα συνιστά για τα ελληνικά χρονικά η έκδοση του Ημερολογίου του Τρότσκι, όπως και τότε, τον Νοέμβριο του 1958, οπότε το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ παρουσίασε σε πρώτη έκδοση το Ημερολόγιο της εξορίας του Ρώσου επαναστάτη. Το ημερολόγιο κάλυπτε μια χρονική περίοδο που περιλάμβανε τόσο τους τελευταίους μήνες παραμονής του Τρότσκι στη Γαλλία το 1935 όσο και τους επόμενους μήνες που βρήκε προσωρινό άσυλο στη Νορβηγία – προτού τελικά διωχθεί και από εκεί ως ανεπιθύμητος και καταλήξει στο Μεξικό, όπου δολοφονήθηκε τον Αύγουστο του 1940. Εννοείται ότι τον Ρώσο ηγέτη και στοχαστή απασχολούν πρωτίστως οι εύφλεκτες πολιτικές συνθήκες και η δημιουργία μιας νέας Διεθνούς, καθώς τα νέα καθεστώτα εγκυμονούν πολύπλευρες εξελίξεις. Λογικό είναι ο ίδιος να φοβάται –και δικαίως, όπως τραγικά θα αποδειχτεί– πως ο «βοναπαρτισμός» των νέων καθεστώτων θα γεννήσει τον φασισμό, καθώς οι σοσιαλιστικές δυνάμεις βρίσκονταν σε έκπτωση και ως αντίπαλο δέος προβάλλονταν μόνο τα κομμουνιστικά κόμματα και ο Στάλιν. Είναι ανατριχιαστικές οι αναφορές στο Ημερολόγιο του Τρότσκι στη χρηματοοικονομική κρίση που μάστιζε τότε την Ευρώπη, στα τεράστια χρέη που οδήγησαν σε κοινωνικό εκφυλισμό και στην αποτυχία της «νεοσοσιαλιστικής τάσης», την οποία επικρίνει με δριμύτητα – όπως τον Λέοντα Μπλουμ. Παρότι κλεισμένος στο δωμάτιό του, ο Τρότσκι φροντίζει και ενημερώνεται για τις εξελίξεις, παρακολουθεί την πορεία του εργατικού κινήματος, διαβάζει εφημερίδες, συχνά πυκνά τα βάζει με τους δημοσιογράφους. Εκτός, όμως, από ηγέτης, ο συγγραφέας του Ημερολογίου δεν ξεχνά το ανθρωπιστικό πλαίσιο της αναφοράς του, που είναι πάντα η αγάπη: διάσπαρτα στις σημειώσεις του είναι τα λόγια θαυμασμού και λατρείας στη γυναίκα του Ν(ατάλια) «με την οποία είμαστε μαζί σχεδόν τριάντα τρία χρόνια (ένα τρίτο του αιώνα!) και πάντα στις τραγικές ώρες θαμπώνομαι από τα αποθέματα του χαρακτήρα της». Λυρικός, παθιασμένος και αρκετά μεταφορικός, δεν θα ξεχάσει να αποτίσει φόρο τιμής στους δικούς του ήρωες με έναν τρόπο ποιητικό (αξιομνημόνευτη η λακανική ερμηνεία του περίφημου ονείρου του, στο οποίο συνομιλεί με τον Λένιν, από τον Σάββα Μιχαήλ στο τέλος του βιβλίου). Στο βιβλίο περιλαμβάνεται και η Διαθήκη του Τρότσκι, ενώ πολύτιμο είναι και το φωτογραφικό υλικό. Όπως γράφει ο Ρώσος επαναστάτης στο τέλος της Διαθήκης του, αντικρίζοντας κατάματα τον θάνατο: «Η Νατάσα μόλις ανέβηκε από την αυλή και άνοιξε διάπλατα το παράθυρο για να μπει πιο ελεύθερα ο αέρας στο δωμάτιό μου. Μπορώ και βλέπω, κάτω από τον τοίχο, το καταπράσινο σιρίτι του γρασιδιού και τον διάφανο γαλάζιο ουρανό πάνω από τον τοίχο, και παντού ηλιόφως. Η ζωή είναι όμορφη. Ας την καθαρίσουν οι αυριανές γενιές από κάθε ασχήμια, κάθε καταπίεση και βία, και ας τη χαρούν σε όλη την πληρότητά της». Γλυκιά η ζωή – και σημαντικό το να το τονίζει ένας αμετανόητος κυνηγημένος επαναστάτης όπως ο Λέων Τρότσκι.
Μεταφράσεις
Ζήσιμος Λορεντζάτος
Εκδόσεις Ίκαρος
Μετά τις Μελέτες (Δόμος), το Collectanea (Δόμος) και τα Ποιήματα, έρχονται οι περιούσιες Μεταφράσεις του Ζήσιμου Λορεντζάτου για να συμπληρώσουν ιδανικά την παλέτα του πολύπτυχου έργου του γνωστού μεταφραστή και στοχαστή. Στον τόμο με τις Μεταφράσεις του περιλαμβάνονται οι σημαντικότερες αποδόσεις που είχε επιχειρήσει και δημοσιεύσει σε βιβλία ή σε περιοδικά, όπως η περίφημη Κατάη του Έζρα Πάουντ, οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης του Ουίλιαμ Μπλέικ και τα Ξένια του Eugenio Montale, δηλαδή μέρος των ποιημάτων που έγραψε ο Ιταλός νομπελίστας ποιητής μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Επίσης, στην έκδοση συναντάμε αξιομνημόνευτες αποδόσεις ποιημάτων του Χέλντερλιν, του Γέιτς, της Σιμπόρσκα και του Ώντεν, καθώς και τρία δοκίμια περί ποιητικής τέχνης του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ωστόσο, αυτό που κερδίζει τον αναγνώστη, πέρα από το ιδιοσυγκρασιακό βάρος των αποδόσεων με τις απόκρημνες λέξεις που μόνο ο Λορεντζάτος ξέρει να επιλέγει κατ' αυτό τον τρόπο, είναι οι σημειώσεις του: καταιγιστικές, αυστηρές, απόλυτες, όπως ο ίδιος. Από αυτές συνάγεται η εικόνα του μεταφραστή ως ενός ρομαντικού ποδηγέτη ο οποίος ανοίγει δρόμους, διατηρώντας στο ακέραιο το δικαίωμα της ελεύθερης απόδοσης, αλλά με μοναδική προϋπόθεση την πλήρη κατοχή του ανοιχτού πεδίου της γλώσσας. Ο Λορεντζάτος προσδίδει στο προφίλ του μεταφραστή τα χαρακτηριστικά ενός επαναστάτη που γράφει με φουσκωμένη τη φλέβα και με μια μπαρόκ υπερτονισμένη διάθεση που αποβλέπει μονάχα στο Απόλυτο (τίποτα λιγότερο από το να αντικρίσει τα μάτια της Γνώσης και του Θείου). Εδώ δεν χωρούν επεξηγήσεις, καθώς το μεταφραστικό έργο προλειαίνει το έδαφος για την αλλαγή του κόσμου, προσδίδοντας μια προφητική αντίληψη στον φιλολογικό κάματο: εν προκειμένω, ο Λορεντζάτος δεν ενδιαφέρεται για έναν κυριλέ αστό που μεταφράζει εκ του ασφαλούς αλλά για έναν νέο οραματιστή που θα γράφει με την εσωτερική ματιά του Μπλέικ και την ορμητικότητα του Μακρυγιάννη. Ο μεταφραστής οφείλει να αφουγκραστεί τις αρχές του δημιουργού, ενθυμούμενος πως «η προφητική δύναμη του Μπλέικ είδε μια και καλή ως τις ακρότατες συνέπειές της, πολύ πέρα από τη δική μας εποχή, και που στο όνομα του βγαλμένου από την κοίτη του πρώτου εκείνου ποταμού φώναξε και πάσχισε μονάχος, σαν τον Προμηθέα στον βράχο, να δείξει στους συγχρόνους του, στους κατοπινότερους ή μονάχα στον εαυτό του τον ορθάνοιχτο δρόμο της απελευθέρωσης από τα δουλικά δεσμά της νέας διαστροφής». Στόχος αυτού του εγχειρήματος είναι το βάθος, όχι η επιφάνεια, αλήθεια του η μεταφυσική. Κάπου στο μεταξύ παραμονεύει ως ενδεχόμενο η ειρωνεία – όπως σε εκείνον τον πίνακα του Μπρέγκελ, ανάμεσα στις δύο μαϊμούδες που είναι οι μόνες που μπορούν να αντικρίζουν αφ' υψηλού τη ματαιότητα του ανθρώπου (ο επόμενος είναι ο δημιουργός και ο Θεός, τίποτα στο ενδιάμεσο, καθώς «στη ζωή θριαμβεύουν οι βλάκες»).
Η ανάδυση της μνήμης-Συζητώντας με τον W.G. Sebald
Εκδοσεις Άγρα
Λένε πως ήρθε από το πουθενά: αταξινόμητος, ρηξικέλευθος, ανίκανος να χωρέσει στις κατηγοριοποιήσεις της λογοτεχνικής νόρμας. Όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να κατατάξουν τον πρόωρα χαμένο γερμανόγλωσσο συγγραφέα σε συγκεκριμένο φιλολογικό είδος, συνάντησαν την αντίσταση των ίδιων των λέξεών του. Άπλετο, ωστόσο, φως στην ιχνηλάτηση του σπουδαίου έργου του W.G. Sebald ρίχνει ο πολύτιμος αυτός συλλογικός τόμος που επιμελήθηκε η γνωστή συγγραφέας Λιν Σάρον Σουόρτς. Με φροντίδα συνέλεξε συνεντεύξεις, δοκίμια και αποσπάσματα που όχι μόνο αποκαλύπτουν τις εμμονές του Γερμανού συγγραφέα αλλά μοιάζουν, όπως ομολογεί κι η ίδια, «με αγέννητα βιβλία που θα μπορούσαν με βεβαιότητα να είχαν δώσει κάτι περισσότερο από αυτό που ο Στήβεν Δαίδαλος είχε αποκαλέσει "σαγήνη της καρδιάς"». Εξίσου διασαφητικά είναι τα κείμενα που προσπαθούν να προσεγγίσουν το βαθύτερο υπόστρωμα του έργου του Sebald. Γράφει, για παράδειγμα, ο συγγραφέας, μεταφραστής και λογοτεχνικός κριτικός Τιμ Παρκς στο «New York Review of Books»: «Τόσο στο Αίσθημα Ιλίγγου όσο και στα πιο πρόσφατα μυθιστορήματά του, Οι ξεριζωμένοι και Οι δακτύλιοι του Κρόνου, ο W.G. Sebald αφηγείται τις ιστορίες εκείνων που βιώνουν την απογοήτευση πολύ πριν το σώμα τους υποκύψει στο μοιραίο. Οι άντρες στο έργο του –και είναι πάντα άντρες οι χαρακτήρες του– εμπλέκονται σε έναν δεξιοτεχνικό αγώνα να ξορκίσουν μέσα τους την ελάχιστη τρέλα –θα μπορούσαμε επίσης να την αποκαλέσουμε αγάπη για ζωή ακόμα και δέσμευση–, που θα τους αποτρέψει να πεθάνουν "στα καλά καθούμενα", αποτελειωμένοι από τα χέρια της ίδιας τους της μελαγχολίας». Την ίδια στιγμή, βέβαια, ο ίδιος ο Παρκς, όπως και άλλοι φανατικοί αναγνώστες, δεν μπορεί να μην παρασυρθεί από τη ζωτική ορμή που διέπει τις σελίδες του Sebald, την εξωφρενική περιδίνηση που μεταλλάσσει αφηγηματικά μέσα και χαρακτήρες. Παρότι βαδίζει στα χνάρια και άλλων σπουδαίων γερμανόφωνων Εβραίων, όπως ο Σιοράν, ο Τσέλαν και ο Πρίμο Λέβι, οι οποίοι δεν ξέφυγαν από τη βαριά σκιά του Ολοκαυτώματος, ο ίδιος πορεύεται, υπενθυμίζοντας τα σκοτάδια, προς το φως: «Προκειμένου να συλλάβεις στην πλήρη διάστασή του το τρομακτικό, ίσως χρειάζεται να υπενθυμίζεις στον αναγνώστη ευλογημένες στιγμές της ζωής, διότι αν ζούσες σε αυτό τον monde concentrationnaire αποκλειστικά και μόνο με τη φαντασία σου, δεν θα ήσουν σε θέση να τον αισθανθείς. Κι έτσι απαιτείται αυτή η αντίθεση» εξομολογείται σε συνέντευξη που παρατίθεται στο βιβλίο. Πολύτιμη κατάθεση ψυχής σε ακριβή και εξαιρετική μετάφραση Βασίλη Δουβίτσα (και επιμέλεια του Γιάννη Καλλιφατίδη).
σχόλια