Το φανταστικό ταξίδι του Σαίξπηρ στις άκρες του κόσμου, τη Βενετία, την Ελλάδα, την Έφεσο, χωρίς να έχει καν, όπως εικάζεται, φύγει ποτέ το νησί, ήταν αντίστοιχο με αυτό που έκανε στην άκρη των ψυχισμών: είδε με πρωτόφαντη διαύγεια τον σαλεμένο πρίγκιπα, τον ανυπεράσπιστο δούλο και τον πιο αλλότριο σακάτη. Έκανε έναν απατεώνα, όπως ο Φάλσταφ, να μοιάζει συμπαθητικός και μια ερωτευμένη, όπως η Οφηλία, που ενέπνευσε ζωγράφους, σκληρή υπολογίστρια. Τα κέντησε και τα έφερε, σαν μεγαλοφυής δημιουργός, όλα, μα όλα, στα δικά του μέτρα.
Ευφυώς ο μεταφραστής και μελετητής του Διονύσης Καψάλης, υιοθετώντας τον χαρακτηρισμό του Κόλεριτζ, τον αποκάλεσε «άνδρα μυριόνουν», καθώς είναι εκείνος που αναπαράστησε με τρόπο μοναδικό σχεδόν όλους τους πλέον ετερόκλητους χαρακτήρες και είδε το απροσμέτρητο βάθος της ανθρώπινης ψυχής.
Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που μας αφορά ακόμα τόσο: χωρίς να καταλήξει ποτέ σε κάποια φιλοσοφική στάση ή δίδαγμα, ο Σαίξπηρ ανέγνωσε σε βάθος την ανθρώπινη φύση, αποκαλύπτοντας τον κορεσμό της εξουσίας και τον φαρισαϊσμό της κοινωνικής σύμβασης, κυρίως όμως την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου απέναντι στα μεγάλα διλήμματα.
Ο Βικτόρ Ουγκό πίστευε ότι η δημιουργική δύναμη του Σαίξπηρ, ειδικά όσον αφορά τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, είναι ικανή να παρασύρει τα πάντα και να ξεπεράσει ακόμα και τα μεγάλα θεολογικά κείμενα και κάθε είδους μεταφυσικές αναζητήσεις.
Με τον τρόπο αυτό μας βοήθησε να μετατοπίσουμε το βλέμμα από έξω προς τα μέσα ή το αντίθετο, ανατρέχοντας, σε κορυφαία έργα όπως ο Άμλετ, απλώς στις αντιδράσεις του ήρωα: «Ό,τι συμβαίνει σε όλους μας σιωπηρά ‒γιατί είναι αδύνατο ν' ακούσουμε τον εαυτό μας ν' αλλάζει‒ ο σαιξπηρικός μονόλογος το κάνει ακουστό: μας καλεί να αφουγκραστούμε τη σιωπή» επισημαίνει ο Διονύσης Καψάλης στα Προλεγόμενα της βραβευμένης με το κρατικό βραβείο μετάφρασης του για τον Άμλετ.
Και τα τρία εμβληματικά έργα του Σαίξπηρ σε μετάφραση Διονύση Καψάλη (Ρωμαίος και Ιουλιέττα, Άμλετ, Η κωμωδία των παρεξηγήσεων), που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Gutenberg, έχουν ανέβει σε αθηναϊκές σκηνές, με άλλα λόγια εξυπηρέτησαν τις ανάγκες κάποιας παράστασης.
Το Ρωμαίος και Ιουλιέττα παρουσιάστηκε στο θέατρο Κάππα το 1995, ο Άμλετ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση το 2015, ενώ η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων παίζεται ακόμα στο Θέατρο Βασιλάκου σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου.
Η επισήμανση είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι ο μεταφραστής ακολουθεί τα κελεύσματα του πολύτροπου και πολύφερνου σαιξπηρικού λόγου ως κατεξοχήν γραπτού κειμένου ‒είναι σπάνιες, άλλωστε, οι φορές που τα έργα έχουν ανέβει ολόκληρα‒, γνωρίζοντας καλά, ωστόσο ότι αυτά γράφονταν πρωτίστως για να παιχτούν.
Η θεατρικότητα ως προϋπόθεση διαπερνά κάθε πτυχή του σαιξπηρικού έργου, στήνοντας ένα ατελεύτητο παιχνίδι διαρκούς μασκαρέματος με αμέτρητα εσωτερικά ανέκδοτα και ανατροπές, καταλήγοντας στο μνημειώδες «όλος ο κόσμος μια σκηνή».
Αν αυτό δεν ληφθεί σοβαρά υπόψη, τότε κινδυνεύει να χαθεί κάτι από τη ρωμαλέα ζωντάνια της προφορικότητας με τον πλούτο των νεολογισμών και την αρμονική συνύπαρξη ελισαβετιανών τρόπων και των ρητορικών σχημάτων που πολλές φορές φτάνει στην ταύτιση λόγου και δράσης, καθώς η στιχουργία συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της σκηνοθετικής λειτουργίας.
Ειδικά στην Κωμωδία των Παρεξηγήσεων με τη διαρκή εναλλαγή των εκφραστικών σχημάτων, αφού από τη σκηνή περνούν ετερόκλητοι χαρακτήρες, με πρώτους απ' όλους τους ίδιους τους διδύμους, προβάλλονται ανάλογες μεταφραστικές απαιτήσεις.
Ο Καψάλης, γνωρίζοντας, εν προκειμένω, σε βάθος την πετραρχική επιρροή των Σονέτων αλλά και τη θεατρική σύμβαση που υπηρετεί ως αμετανόητος θεατρίνος ο ίδιος ο Σαίξπηρ μέχρι κεραίας, παρεκτρέπεται εκεί όπου πρέπει και επανέρχεται όταν ο τόνος γίνεται πιο δραματικός.
Με τον τρόπο αυτό απαντά και στους διαπρύσιους κατήγορους του ιδιοφυούς ποιητή, όπως οι Σάμιουελ και Μπεν Τζόνσον, οι οποίοι επέμεναν ότι η ακαδημαϊκή παιδεία του Σαίξπηρ δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοιου είδους επιρροές και εμβριθή γνώση των έργων του Οράτιου ή του Πλαύτου.
Πέραν τούτου, ο Καψάλης, ως μεταφραστής, τολμά να δώσει λύσεις σε μια σειρά από χρόνια μεταφραστικά προβλήματα, ακολουθώντας, καθώς φαίνεται, σε αρκετές περιπτώσεις την εμβληματική έκδοση της Arden και ξεπερνώντας τα φιλολογικά διλήμματα ανάμεσα στην εγκυρότητα του πρώτου και δεύτερου Κουάρτο και του Φόλιο (οι διαφορετικές εκδόσεις του Σαίξπηρ).
Χαρακτηριστικό είναι το πρόβλημα της απόδοσης της αμφιθυμίας στον Άμλετ, που συνήθως ταυτίζεται με την αμφισημία στον λόγο.
Παράδειγμα αποτελεί ο περίφημος μονόλογος στην τέταρτη σκηνή της τέταρτης πράξης που έχει παρερμηνευθεί κατά κόρον στις ελληνικές αποδόσεις, οι οποίες αδυνατούν να καταλάβουν την αμφισημία ή την υποφαινόμενη διπλή άρνηση, όπως επισημαίνει η έκδοση της Arden.
Η απόδοση του Καψάλη δίνει, ωστόσο, τη λύση: «Μεγαλοσύνη σίγουρα δεν είναι/ να πολεμάς μονάχα όταν έχεις/ έναν μεγάλο λόγο. Αλλά να βρίσκεις/ μεγάλο λόγο για να πολεμήσεις/ και σ' ένα τίποτα, και σ' έναν ίσκιο, όταν το τίμημα είναι η τιμή σου».
Με αντίστοιχα παιγνιώδη τρόπο ο μεταφραστής αφήνει να φανούν οι ερωτικές υποδηλώσεις που κρύβονται σε μια σειρά από σημεία στον Άμλετ, στην Κωμωδία των Παρεξηγήσεων και, κυρίως, στα Σονέτα.
Έχει κανείς την αίσθηση ότι αντίστοιχα παίγνια που χαρακτηρίζουν την ποίηση αντι-σαιξπηρικών ποιητών, όπως ο Έλιοτ, με στίχους σαν τον «Do I dare to eat a peach?» από το «Τραγούδι του Προύφροκ», είναι σχεδόν παρμένα από σαιξπηρικούς στίχους, παρότι ο ίδιος επέμενε να δίνει τα εύσημα στον Δάντη αντί στον Βρετανό.
Τις λεπτές αυτές αποχρώσεις εντοπίζει ο Καψάλης, αποφεύγοντας τις λαϊκότροπες εξάρσεις περασμένων σαιξπηρικών μεταφράσεων, όπου τα όρια μεταξύ γραφικότητας και προφορικότητας ήταν, αν μη τι άλλο, στενά.
Και μια βασική επισήμανση: η ανίχνευση από τον Καψάλη της περίσσειας χάρης που έχουν συγκεκριμένες, «πολυσύχναστες» στα σαιξπηρικά κείμενα λέξεις, όπως η «σταγόνα», φωτίζει την ανάγκη του Άγγλου ποιητή να αποκαλύψει από μια μικρή σταλαματιά το εύρος και τον πλούτο της θάλασσας ή του ωκεανού αλλά και να δείξει, μέσα από τη χρήση του «τρελούτσικος» ή του «τρελού» τις διακυμάνσεις της ψυχικής διάθεσης και το μέγεθος της εγγύτητας ή της απόστασης από την καθεστηκυία τάξη.
Σε κάθε περίπτωση, ο Σαίξπηρ ανέκαθεν έδειχνε να γνωρίζει τι προσδοκούσε το κοινό από αυτόν, αλλά, την ίδια στιγμή, δεν δίσταζε να ασκήσει σφοδρή κριτική στις παραδεδομένες και δη προτεσταντικές αντιλήψεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι λέξεις «τίμιος» ή «τιμιότητα» επαναπροσδιορίζονται και οριοθετούνται εκ νέου στον Σαίξπηρ διαρκώς και με κάθε τρόπο.
Ωστόσο, γνωρίζοντας ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν ήταν κάτι τόσο εύκολο στην Αγγλία της εποχής, βρίσκει τον τρόπο ‒και εδώ έγκειται η μεγαλοφυΐα του‒ να εκφράσει την άποψή του χωρίς να λογοκριθεί και αυτό είναι κάτι που ο Καψάλης τονίζει ιδιαιτέρως στα εισαγωγικά του κείμενα, παραπέμποντας στον Γκρίνμπλατ.
Όπως και να 'χει, ο μεταφραστής και ποιητής Καψάλης ‒η διπλή ιδιότητα δεν είναι τυχαία‒ εισέρχεται με παρρησία στον σαιξπηρικό κόσμο και αφήνεται ανενδοίαστα στη δίνη των πολλαπλών νοημάτων με τη βαθιά επιθυμία να ταλανιστεί, να στροβιλιστεί και να αντικρίσει την άκρη της αβύσσου, κοιτώντας μέσα και πέρα από τα ανθρώπινα.
Να νιώσει, με άλλα λόγια, ανάλογη ζάλη με εκείνη που παρέσυρε τον Βικτόρ Ουγκό, ο οποίος πίστευε ότι η δημιουργική δύναμη του Σαίξπηρ, ειδικά όσον αφορά τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, είναι ικανή να παρασύρει τα πάντα και να ξεπεράσει ακόμα και τα μεγάλα θεολογικά κείμενα και κάθε είδους μεταφυσικές αναζητήσεις.
Γιατί αυτό που ορίζει κάθε αρχή του σαιξπηρικού λόγου, αν υπάρχει, είναι ο σεβασμός στην απροσμέτρητη και μοναδική ελευθερία αλλά και η πρόθεσή του, ανάμεσα σε μάγισσες, γελωτοποιούς, θύελλες και φασματικές παρουσίες, να αναδειχθεί η ανάγκη για ζωή και η αποθέωσή της.
«Η γη και ο ουρανός, Οράτιε, βρίθει από πράματα που δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί η φιλοσοφία μας» θυμίζει ο αλλόκοτος πρίγκιπας της Δανίας, γνωρίζοντας ίσως πως όσα υπάρχουν μπορεί και τα ανιχνεύει η μαγική και γοητευτική του γλώσσα. Και ας τον παρεξήγησε τόσο ο Βίτγκενσταϊν. Τα υπόλοιπα είναι σιωπή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια