Νίκη Αναστασέα
Συγγραφέας (1947-2019)
*
"[...] Πραγματικά, ποιός γνώριζε τη Νίκη Αναστασέα προτού οι εκδόσεις Πόλις -ένας μικρός αλλά πολύ προσεκτικός στις επιλογές του εκδοτικός οίκος- αποφασίσουν να εκδώσουν το πρώτο μυθιστόρημά της Αυτή η αυγή αργά προχωρούσε;
Βέβαια, δεν την γνώριζαν οι συγγραφείς, οι κριτικοί και το κοινό. Την γνώριζαν όμως -έστω και εξ' όψεως ή με το μικρό της όνομα- οι φιλαναγνώστες που περνούσαν το κατώφλι του ενημερωμένου βιβλιοπωλείου της Πολιτείας. Διότι η Νίκη Αναστασέα ήταν εκεί, πίσω από τους πάγκους με τα βιβλία, για να τους εξυπηρετήσει, να συζητήσει μαζί τους, να απαντήσει στις ερωτήσεις τους. Και αυτό, για είκοσι πέντε χρόνια περίπου.
Ομολογώ ότι δεν ανήκα σ' αυτούς που προτιμούσαν την Πολιτεία και έτσι γνώρισα τη Νίκη Αναστασέα από το μυθιστορημά της -δίαυλος για να την αναζητήσω και πέραν των σελίδων του. Στις σελίδες του μυθιστόρηματός της περπάτησα σε μια κάπως μακρινή εποχή, στις αρχές της δεκαετίας του '50, και σε μια πόλη, σχεδόν αγνωστή μου, την Ξάνθη. Πολύ γνώριμη όμως στη συγγραφέα, αφού βρέθηκε σε αυτήν από τη νηπιακή της ήδη ηλικία, μέχρι το τέλος της εφηβείας. Ο παππούς της, Κρητικός πατριώτης, άφησε το νησί του για να έρθει να πολεμήσει στο πλευρό των Μακεδονομάχων, και έμεινε στην Ξάνθη.
Εκείνο τον καιρό η Ξάνθη ήταν μια πλούσια βορινή πολιτεία με καπνεμπόρους και καπνεργοστάσια, με φήμη και διασυνδέσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, με μια νέα αστική τάξη που έχτιζε ωραιότατα τρίπατα σπίτια με μεγάλα παράθυρα και όμορφες σιδεριές στα μπαλκόνια. Η Νίκη Αναστασέα ακόμη και σήμερα θυμάται τη μυρωδιά από τα καπνά. "Την είχα τόσο βιώσει αυτή τη μυρωδιά", λέει, "που κάποτε, στις αρχές της δεκαετίας του '80, περπατούσα σε κάποιο δρόμο της Θεσσαλονίκης και ξαφνικά άρχισα να κλαίω, έτσι χωρίς κανένα λόγο. Και αμέσως μετά συνειδητοποίησα ότι περνούσα μπρος από μια καπναποθήκη. Η μυρωδιά κινητοποίησε τη μνήμη μου και το βίωμά μου και με έκανε να κλάψω. 'Αλλωστε, από τότε που είχα φύγει από τη Ξάνθη δεν είχα ξαναπάει. Πήγα πρόσφατα, ύστερα από τριάντα χρόνια". Ο λόγος; Η αρκετά περιπετειώδης ζωή της.
Εικοσάχρονη, το 1967, και μικροπαντρεμένη με τον συνθέτη και στιχουργό Λάκη Καραλή, φεύγουν, ως αντιστασιακοί, στο Λονδίνο. Εκεί κάνει διάφορες δουλειές, ενώ είναι ενταγμένη στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά -όπως θα ονομαστούν μετά τη μεταπολίτευση τα κόμματα που δεν εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο. Λίγο μετά την επιστροφή της, το 1975, αρχίζει να εργάζεται ως βιβλιοπώλης στην Πολιτεία, αλλά και να μεγαλώνει το γιο της Ρήγα, που σήμερα είναι 31 ετών. Τα βιβλία είναι το πάθος της και η δουλειά της βιβλιοπώλου είναι η θαυμάσια ευκαιρία να έχει, όχι μόνο οπτική επαφή με αυτά, αλλά και να μαθαίνει για καινούργιες κυκλοφορίες, να γνωρίζει συγγραφείς, να βρίσκεται στο επίκεντρο της κίνησης του βιβλίου.
Η πρώτη επαφή με το γράψιμο γίνεται στις αρχές της δεκαετίας του '80. Βέβαια, η κρυφή επιθυμία υπήρχε πάντα, ωστόσο, από τη μια η προσωπική ζωή της δεν της επέτρεπε να επιδοθεί απερίσπαστη στο γράψιμο, και από την άλλη οι εκδοτικές συνθήκες δεν ήταν -όπως λέει- τόσο εύκολες όπως είναι σήμερα, που ο καθένας μπορεί να εκδώσει ένα βιβλίο. Τότε, το οποιοδήποτε βήμα ήθελε "πολλή σκέψη, ίσως και τόλμη", υποστηρίζει.
Πάντως, εκείνη η πρώτη προσπάθεια δεν την ικανοποίησε και την εγκατέλειψε. 'Οπως όμως ομολογεί η Νίκη Αναστασέα, στο επίκεντρο και εκείνης της προσπάθειας ήταν η Ξάνθη.
"Γιατί γυρνάτε τόσο πολύ στην Ξάνθη", τη ρωτώ. "Μα, γιατί την ξέρω καλά την Ξάνθη. 'Επειτα είναι ένας τόπος με μια ιστορία που αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί της. 'Ολη αυτή η ατμόσφαιρα με τις οικογένειες των καπνεμπόρων, τις συνήθειές τους, τις επαφές τους με την Ευρώπη, τα σπίτια τους, αργότερα οι εργατικές κινητοποιήσεις, οι απεργίες, και τέλος η παρακμή... Πιστεύω ότι το μυθιστόρημα, εκτός από αισθητική απόλαυση, είναι και γνώση. Γι' αυτό προτιμώ εκείνα που γράφονται μέσα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, και όχι εκείνα που απλώς περιγράφουν κάποιες σχέσεις προσωπικές, αλλά δεν καταλαβαίνεις που και πότε. Για μένα, το μυθιστόρημα που στάθηκε το ερέθισμα για να γράψω είναι το Καθώς ψυχορραγώ του Φόκνερ, που είναι και ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Τον διαβάζω και τον ξαναδιαβάζω, όπως και τον Ντοστογιέφσκι, το Προυστ, τους "κλασικούς".
Οικογένια καπνεμπόρων είναι και οι Μιχάλογλου, του μυθιστόρηματός της. Με δόξες μεγάλες στο παρλεθόν, όμοιες με εκείνες της πόλης τους, που τώρα πια έχει αλλάξει όπως έχουν αλλάξει και αυτοί που δεν είναι πια πλούσιοι. Κεντρική φιγούρα, μια μαυροντυμένη γυναίκα, η Αμαλία Μιχάλογλου, που από τότε που την εγκατέλειψε ο άντρας της, πριν από είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια, δεν έχει βγει από το σπίτι της ούτε έχει δεχτεί επισκέψεις. Η ημέρα των γάμων του μικρού γιου της, Αργύρη, θα προχωρήσει πολύ αργά, θα φέρει στην επιφάνεια την τραγωδία όλων αυτών των χρόνων, θα αποκαλύψει μυστικά και θα λειτουργήσει σαν κάθαρση. Μέσα από τις φωνές των ηρώων ξεχωριστά, μέσα από τη διαφορετική οπτική και τη γλώσσα του καθενός, ακούμε πως κρίνουν τη στάση της Αμαλίας απέναντι στον εαυτό της και στους γιους της. Αλλά μαθαίνουμε πως ο καθένας βλέπει αυτήν την ιστορία. Ο,τι γίνεται εκείνη την αργή αλλά καθοριστική ημέρα, το "ακούμε" από τον κάθε ήρωα ξεχωριστά. 'Ετσι όπως έρχονται και επανέρχονται οι φωνές τους μέσα στο κείμενο, νομίζεις πως κάθονται γύρω γύρω και ο καθένας λέει, ο ένας μετά τον άλλον, την ιστορία με δικά του λόγια, ενώ στη μέση βρίσκεται καθισμένη η προδομένη γυναίκα, η μάνα που σήμερα απαιτεί από τους γιους της το δίκιο της.
Η Νίκη Αναστασέα έχτιζε αυτό το μυθιστόρημα επτά ολόκληρα χρόνια. Εκείνο που πρωτίστως την ενδιέφερε ήταν να δείξει έναν άνθρωπο αμετακίνητο στις αρχές του και στα "πιστεύω" του, όπως είναι η Αμαλία, ανεξάρτητα από το κόστος, που το αναλαμβάνει εξ' ολοκλήρου μόνη της. Προσθέτοντας κανείς την οπτική του αναγνώστη, θα έλεγε ότι η Αμαλία δείχνει απίστευτη σκληρότητα, τόσο στον εαυτό της όσο και στους γιους της. Μήπως όμως έτσι δεν είναι οι άνθρωποι που ξεπερνούν το μέτρο; 'Ετσι δεν ήταν οι ηρωίδες της αρχαίας τραγωδίας;
'Υστερα από τόσα χρόνια επίμονης εργασίας πάνω στο κείμενο -η μορφή και η γλώσσα ενδιαφέρουν, επίσης, πολύ τη συγγραφέα-, σήμερα η Νίκη Αναστασέα ζει σε ένα διαμέρισμα στη Ραφήνα, βλέποντας τη θάλασσα που βρίσκεται απλωμένη μπροστά της, διαβάζοντας πολύ και κολυμπώντας χειμώνα-καλοκαίρι. Ασφαλώς, πάντως, το πρώτο της μυθιστόρημα θα έχει διάδοχο."
'Ελενα Χουζούρη
Καθημερινή - 04.07.1999
'Ενα σατιρικό τραγούδι του Λάκη Καραλή, συντρόφου της Νίκης Αναστασέα, από τον ευφυή δίσκο του Supermarket (1971).