Mεγάλωσα στο Ρέθυμνο. Το πατρικό μου σπίτι ήταν δίπλα στη θάλασσα κι έτσι ο ήχος της θάλασσας ήταν πάντα εκεί σαν μουσικό χαλί.
• Είπα θα γίνω ζωγράφος, πήρα το καράβι και ήρθα στην Αθήνα. Δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά είναι κι ακριβώς έτσι: Mπήκα ένα βράδυ στο καράβι και το πρωί ήμουν στην Αθήνα, κι από τότε ζω εδώ.
• Δεν πέρασα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν ήτανε κάτι που με απασχόλησε ιδιαίτερα πάντως. Ουσιαστικά έκανα αυτό που έκανα από πριν στην Κρήτη και με φυσικό τρόπο συνεχίστηκε στην Αθήνα: Παρακολουθoύσα.
• Έκανα μια μεγάλη βόλτα στην Αθήνα. Μου είχε φανεί μαγική, ήταν τότε το μεταίχμιο της δεκαετίας του '70, οι αρχές του '80. Γνώρισα τόσο κόσμο. Είναι ωραίο γιατί αυτές οι φιλίες είναι οι πιο ισχυρές σήμερα.
• Είχα πέσει με τα μούτρα στις απολαύσεις της ζωής. Χύμα. Θέλεις μια στιγμή να σταθείς, να ξαποστάσεις, να πας και λίγο αλλού. Και πήγα στη Βιέννη. Ήμουν 22 χρονών. Έφυγα όταν είχα ήδη πάρει το Ok για να κάνω την πρώτη μου έκθεση στο «Δεσμό». Είχα κάνει αυτά τα πειράματα με τα κωλόχαρτα, τα οποία τους άρεσαν πάρα πολύ.
Η εμπειρία της Βενετίας ήταν ένα παραμύθι: Είναι ωραίο όταν νιώθεις ότι σε αποδέχονται. Είναι συγκινητικό. Δεν είναι εύκολο να μη σε παρασύρει αυτό το πράγμα, να μη σε ζαλίσει. Εγώ πάντως ζαλιζόμουνα, το ευχαριστιόμουνα και δεν με ένοιαζε.
• Εκείνο τον καιρό είχα αρχίσει να βάφω και να βρέχω αυτά τα μαλακά χαρτιά τουαλέτας: να τα σιδερώνω, να τα κολλάω, να τα ξεκολλάω. Είναι κάτι που πιάνεις στα χέρια σου και δεν ξέρεις τι θέλεις να το κάνεις, αλλά ξαφνικά βλέπεις πως κάτι προέκυψε. Αυτό μου άρεσε, ήθελα να το ξαναδώ: Πώς έγινε αυτή η ένωση του χρώματος με το χαρτί κι άρχισαν να προκύπτουν κάτι σαν σημειώσεις, θα έλεγα, κι αυτό από μόνο του μου ήταν αρκετό. Μετά από τριάντα χρόνια έχει φτιάξει μια μεγάλη ιστορία. Αυτός ο χρόνος που δεσμεύεται, που κλείνει μέσα του μια πράξη, μια ιστορία, είναι κάτι το οποίο το φέρεις, το κουβαλάς συνέχεια κι έχεις την άνεση να ξανανοίγεις αυτό το κουτί και να το κοιτάς. Φτάνει να έχεις έναν νέο τρόπο να το βλέπεις.
• Γιατί έφυγα; Σε εκείνη την ηλικία τα βλέπεις αλλιώς. Είμαι στόκος. Δεν ξεφεύγω εύκολα από αυτό που θέλω να κάνω. Δεν προσπαθώ, δεν μπορώ να πάω αλλού.
• Γύρισα στην Αθήνα και μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών με μεταγραφή. Μπήκα στο εργαστήριο του Κώστα Γραμματόπουλου - ήταν η τελευταία χρόνια του στη Σχολή Καλών Τεχνών και ήμουν ο τελευταίος και ο μόνος του μαθητής. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα αυτό. Όταν τέλειωσε η χρονιά δεν ξαναπήγα στη Σχολή. Βαριόμουν.
• Είμαι τυχερός γιατί με το καλημέρα οι καλλιτεχνικοί κύκλοι με αποδέχτηκαν. Δεν είναι κάτι που ψάχνεις η αποδοχή, αλλά όταν το 'χεις δεν μπορεί να μην το εκτιμάς. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω, όμως, ήταν πολύ εύκολο.
• Το '90 με '95 έκανα πάρα πολύ θέατρο. Ήθελα να το κάνω με δικούς με όρους και το έκανα. Όταν κάναμε με τον Παπαϊωάννου τα Τραγούδια στην Κατάληψη ξέραμε τι κάναμε. Εγώ προσέφερα μια κατάσταση, ένα ήδη υπάρχον έργο, έναν τόπο όπου θα εξελισσόταν μια δραματουργία. Μετά από δυο χρόνια κάναμε τη Μήδεια, η οποία έγινε το μεγάλο σουξέ της Ομάδας Εδάφους.
• Με το θέατρο σου δίνεται η δυνατότητα να κάνεις ό,τι σου κατέβει στου Κασίδη το κεφάλι. Σου προσφέρονται οι δυνατότητες να δοκιμάσεις πράγματα κι έγιναν δουλειές εκείνα τα χρόνια που για μένα ήταν ένα θείο δώρο. Νιώθω πως αυτές οι δουλειές άνοιξαν μια καινούργια κατάσταση στο θέατρο. Η δουλειά που κάναμε με τον Λευτέρη Βογιατζή, ο Κατσούρμπος, η Ηλέκτρα της Ρούλας Πατεράκη στο Μέγαρο...
• Το '95, μετά από πέντε χρόνια στο θέατρο, έφτασα να έχω εφτά παραστάσεις και τρεις τέσσερις εκθέσεις σ' ένα χρόνο. Το τελευταίο μου έργο -τι σύμπτωση!- ήταν το Ταξίδι Μακριά της Λούλας Αναγνωστάκη στο Υπόγειο του Θέατρου Τέχνης σε σκηνοθεσία του Μίμη Κουγιουμτζή. Ήταν σαν να είχα πιάσει πάτο. Είχα κουραστεί πάρα πολύ.
• Έφυγα για το Άγιο Όρος για δυο τρεις μέρες κι έμεινα τέσσερις πέντε μήνες. Ξεκίνησε καινούργιο έργο: Πάλι τα μάτια ορθάνοιχτα, πάλι τα 'χα «χαμένα». Προσέφερα αυτό το δώρο στον εαυτό μου κι αφέθηκα σε αυτό το ταξίδι.
• Στο Άγιο Όρος παίρνεις ένα μέσο μεταφοράς, βρίσκεσαι στην Ουρανούπολη και χωρίς να έχεις τίποτα, με τα χέρια στις τσέπες, βρίσκεσαι σε ένα μέρος που ούτε να πληρώσεις χρειάζεται ούτε να κλείσεις δωμάτιο. Xτυπάς μια πόρτα και σου λένε «δεν μπορούμε» ή σε αφήνουν να μπεις. Ήταν μια ανακούφιση όλο αυτό.
• Όταν είσαι σε ένα μέρος όπου τρεις τέσσερις φορές την ημέρα πάνε στην εκλησσία και σταυροκοπιούνται, κάνουνε μετάνοιες και ψάλλουνε, μια φορά δεν θα πας, δυο φορές δεν θα πας, ε, την τρίτη φορά θα πας γιατί όλοι είναι εκεί. Κάποια στιγμή μες στην εκκλησία πάει το βλέμμα πάνω, πάει κάτω, ποιος μπήκε, ποιος βγήκε: Εγώ κοιτούσα το δάπεδο της μονής. Το παρατήρησα μία, δυο. Μετά δεν πας εσύ, έρχεται αυτό και σε βρίσκει σαν χαλκομανία μες στα μούτρα σου.
• Άρχισα να δουλεύω πάνω στο μοτίβο του δαπέδου της μονής αφού επέστρεψα στην Αθήνα. Το δούλευα χαλαρά και σιγά σιγά. Έφτιαχνα κάτι σαν πατρόν. Αυτό το έργο ήταν που πήγε και στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Με το θέατρο σου δίνεται η δυνατότητα να κάνεις ό,τι σου κατέβει στου Κασίδη το κεφάλι. Σου προσφέρονται οι δυνατότητες να δοκιμάσεις πράγματα κι έγιναν δουλειές εκείνα τα χρόνια που για μένα ήταν ένα θείο δώρο. Νιώθω πως αυτές οι δουλειές άνοιξαν μια καινούργια κατάσταση στο θέατρο.
• Η εμπειρία της Βενετίας ήταν ένα παραμύθι: Είναι ωραίο όταν νιώθεις ότι σε αποδέχονται. Είναι συγκινητικό. Δεν είναι εύκολο να μη σε παρασύρει αυτό το πράγμα, να μη σε ζαλίσει. Εγώ πάντως ζαλιζόμουνα, το ευχαριστιόμουνα και δεν με ένοιαζε.
• Δουλεύω και σε ένα έργο βασισμένο στο δάπεδο του Σαν Μάρκο στη Βενετία. Είναι σαν τη σπηλιά που ανακαλύπτει ο Αλαντίν στον Αλή Μπαμπά και τους σαράντα κλέφτες. Είναι όπως όταν ανακαλύπτει ένας αρχαιολόγος ένα κόσμημα, ένα θραύσμα, και για να το κατανοήσει πραγματικά πρέπει να το σχεδιάσει. Όχι να το φωτογραφίσει, να το σχεδιάσει. Μόνο έτσι καταλαβαίνει. Αυτό θέλω να κάνω κι εγώ, να το αποτυπώσω, να το σχεδιάσω. Είναι ο μόνος τρόπος να το φάω.
• Ό,τι κι αν πω για την Αθήνα, θα κοινοτοπήσω. Η Αθήνα είναι ο τόπος μου.Το Κολωνάκι; Ακόμα καλύτερα. Μένω στην Ξενοκράτους. Εκεί έχεις τα πάντα, μ' αρέσει που βγαίνω από το σπίτι μου κι έχω ό,τι χρειάζομαι και είναι και γειτονιά. Κατεβαίνω για φαγητό και τρώω με παρέα. Τα μαγαζιά είναι υπέροχα, όλα αυτά τα παρδαλά πράγματα στις βιτρίνες, τα τόσο ελκυστικά...
• Συχνά καθόμαστε μια παρέα, όλοι καλλιτέχνες, στη Λυκόβρυση στην Πλατεία Κολωνακίου, στο ακριανό τραπέζι πάντα. Ένας φίλος μου, ο Ιγκόρ, λέει πως η Αθήνα είναι ο πάτος ενός ηφαιστείου και γύρω γύρω ο ορίζοντας είναι οι γραμμές του ηφαιστείου. Στον πάτο ενός πηγαδιού ζούμε. Δεν μπορείς να βγεις από αυτό - σε ρουφάει αυτό το ηφαίστειο.