Η εργασία που παρουσίασε σε ένα αμερικάνικο επιστημονικό συμπόσιο το 1998 ο Matthew R. Christ, καθηγητής και διευθυντής του Τμήματος Κλασικών Σπουδών και συνεργαζόμενος καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα των ΗΠΑ, με τίτλο «Δειλοί, προδότες και απατεώνες στην κλασική Αθήνα», είχε προκαλέσει τόσο μεγάλη αίσθηση, ώστε το ενδιαφέρον του τα επόμενα χρόνια στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά στη μελέτη αυτού του θέματος.
Μάλιστα, κατάφερε να πάρει και υποτροφία για να συνεχίσει την έρευνά του για τη φύση και το εύρος της κακής πολιτειακής συμπεριφοράς στην κλασική Αθήνα, ενώ για πολύ καιρό παρουσίαζε τα αποτελέσματά της σε πολλά συνέδρια και διαλέξεις.
Ο Matthew R. Christ κατάφερε να γίνει αυθεντία στο θέμα του αρχαίου Έλληνα «λαμόγιου» και το βιβλίο του «Ο κακός πολίτης στην κλασική Αθήνα», το οποίο κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε μετάφραση της Μαργαρίτας Μηλιώρη, είναι μια απολαυστική μελέτη για την αθηναϊκή δημοκρατία των κλασικών χρόνων, από τα τέλη του 6ου αιώνα μέχρι το 322 π.Χ., που διερευνά την κακή πολιτειακή συμπεριφορά τόσο ως κοινωνική πραγματικότητα όσο και ως ιδέα.
Οι αθηναϊκές πηγές περιγράφουν πως οι πολίτες όφειλαν να υπηρετούν την πόλη τους «προσωπικά και μέσω της περιουσίας τους». Παρόλο που αυτές οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν δυνητικά να επιβληθούν σε οποιονδήποτε πολίτη, στην πράξη δεν βάραιναν εξίσου όλους τους Αθηναίους.
Και όσο ειδικό και αν ακούγεται, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί τα στοιχεία που αποκαλύπτει είναι «η άλλη πλευρά» της δημοκρατίας της εποχής, με τον ανθρώπινο παράγοντα και την ιδιοτέλεια να έρχονται σε κόντρα με τα αθηναϊκά ιδεώδη που αφορούσαν τη σχέση του ατόμου με το κράτος, δίνοντας την αφορμή για να εκδηλώσει η πόλη ένα ευρύ φάσμα θεσμικών και ιδεολογικών αντιδράσεων.
Με λίγα λόγια, από τη μία περιγράφει όλα αυτά που η πολιτεία όριζε ως πρακτικές και ηθικές υποχρεώσεις του πολίτη απέναντί της και από την άλλη όσα έκαναν οι πολίτες της για να τα αποφύγουν, κάτι που δεν ήταν καθόλου σπάνιο, και μάλιστα με τρόπους που συναγωνίζονται σε ευρηματικότητα και πρωτοτυπία τις «λαμογιές» των σύγχρονων απογόνων τους.
Οι Αθηναίοι πολίτες καλούνταν να στηρίξουν την πόλη τους οποιαδήποτε στιγμή τούς ζητηθεί, προσφέροντας τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες, ως οπλίτες, καθώς και οικονομική ενίσχυση, γιατί είχαν την υποχρέωση να στηρίζουν οικονομικά την πόλη με διάφορους τρόπους.
Αυτά τα καθήκοντα ήταν θεμελιακής σημασίας για το πώς οι Αθηναίοι αντιλαμβάνονταν την έννοια του πολίτη και τη σχέση του με την πολιτεία, και η συνεπής εκπλήρωσή τους ήταν απαραίτητη για τη συλλογική ευδοκίμηση της πόλης.
Ωστόσο, οι αρχαίες πηγές είναι γεμάτες μομφές εναντίον ιδιωτών που απέφευγαν αυτές τις υποχρεώσεις ή τις επιτελούσαν με πλημμελή τρόπο.
Οι καταγγελίες για ανυποταξία (αποφυγή της στράτευσης), λιποψυχία και λιποταξία στη μάχη και αποφυγή των οικονομικών υποχρεώσεων απέναντι στην πολιτεία –την αποφυγή της χρηματοδότησης πολυέξοδων δημόσιων υπηρεσιών και της καταβολής του πολεμικού φόρου– είναι πολύ συχνές και δείχνουν ότι σε κάθε εποχή, η ανθρώπινη φύση είναι ίδια, ανεξαρτήτως ιδανικών, πολιτικού και πολιτισμικού πλαισίου – και, φυσικά, ανεξαρτήτως επιπτώσεων και τρόπου τιμωρίας.
Εξετάζοντας τη φύση και το εύρος της κακής πολιτειακής συμπεριφοράς, καθώς και τους θεσμικούς και ιδεολογικούς τρόπους με τους οποίους η πόλη αντιμετώπισε αυτό το φαινόμενο, η μελέτη αποσκοπεί στο να φωτίσει τη σχέση πόλης–πολίτη στο πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας και κατ' επέκταση το ευρύτερο ζήτημα των εντάσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στα ατομικά συμφέροντα και τη δημόσια εξουσία στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Οι αθηναϊκές πηγές περιγράφουν βαρυσήμαντα αυτήν τη διπλή υποχρέωση λέγοντας πως οι πολίτες όφειλαν να υπηρετούν την πόλη τους «προσωπικά και μέσω της περιουσίας τους».
Παρόλο που αυτές οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν δυνητικά να επιβληθούν σε οποιονδήποτε πολίτη, στην πράξη δεν βάραιναν εξίσου όλους τους Αθηναίους. Μόνο όσοι είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν για τον αντίστοιχο στρατιωτικό εξοπλισμό είχαν την υποχρέωση να υπηρετήσουν ως οπλίτες, κι αυτοί τον 5ο αιώνα π.Χ. αντιπροσώπευαν περίπου το μισό πολιτικό σώμα της Αθήνας.
Ένα πολύ μικρότερο κομμάτι του πληθυσμού των πολιτών, ίσως το 5% του συνόλου, ήταν υποχρεωμένο να πληρώνει τον έκτακτο φόρο (την εισφοράν), καθώς και να εκτελεί και να χρηματοδοτεί πολυέξοδες δημόσιες υπηρεσίες (λειτουργίες).
Παρόλο που μόνο ένα τμήμα του πολιτικού σώματος όφειλε να επιτελεί τα διάφορα αυτά καθήκοντα κάθε φορά, η πολιτειακή ιδεολογία της Αθήνας τοποθετούσε την εκπλήρωσή τους στον πυρήνα του ορθού πολιτειακού ήθους. Και πραγματικά, η πόλη εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τους πολίτες της για την εκτέλεση αυτών των υπηρεσιών.
«Επικεντρώνοντας τη μελέτη μου σε αυτά τα δύο θεμελιακά πολιτειακά καθήκοντα» λέει ο συγγραφέας, «δεν προσπαθώ να υποστηρίξω ότι οι Αθηναίοι αντιλαμβάνονταν την ιδιότητα του πολίτη στενά και αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα της επιτέλεσης των εν λόγω επίσημων καθηκόντων. Στην πραγματικότητα, τα κανονιστικά πρότυπα και τα ιδανικά που συνέθεταν την έννοια του πολίτη παρέπεμπαν σε ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών.
Για παράδειγμα, πρότυπο πολίτη ήταν ένας άνθρωπος που σεβόταν τους γονείς του, υπάκουε τους νόμους της πόλης και λειτουργούσε μέσα στις δοσμένες παραμέτρους της επιτρεπτής συμπεριφοράς.
Ο πλούτος μπορούσε να αποκρυβεί με διάφορα τεχνάσματα, ανάλογα με τις επιλογές και το είδος της περιουσίας του καθενός. Τα μετρητά ήταν ιδανικά για την απόκρυψη, καθώς ήταν σχεδόν αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς την πορεία τους στην κλασική Αθήνα. Μπορούσε κανείς να τα θάψει στο χώμα, ή ακόμα καλύτερα να τα καταθέσει σε μία τράπεζα όπου προφυλάσσονταν από τη δημόσια θέα και έδιναν και κάποιον τόκο, ο οποίος ήταν επίσης αδύνατο να εντοπιστεί.
Όπως έχουν ήδη επισημάνει οι μελετητές, το να χτυπάει κάποιος τον πατέρα του, να παραβαίνει του νόμους ή να καταχράται το δικαστικό σύστημα (να είναι, δηλαδή, συκοφάντης), ή να είναι παθητικός σεξουαλικός σύντροφος ενός άλλου άντρα (κίναιδος), δεν ήταν απλώς κάτι το κοινωνικά μεμπτό στα μάτια των Αθηναίων, αλλά αποτελούσε και την αντιστροφή των ιδανικών που συγκροτούσαν το πολιτειακό πρότυπο της πόλης.
Η Αθήνα δεν θα είχε καταφέρει να αναπτυχθεί και να ευημερήσει όσο ευημέρησε κατά την κλασική περίοδο αν η πλειονότητα των πολιτών δεν συμμορφώνονταν με αυτά τα βασικά καθήκοντα.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε από τη συνολική επιτυχία της Αθήνας ως πόλης-κράτους ότι δεν την απασχολούσε το πρόβλημα της κακής συμπεριφοράς των πολιτών.
Η παρούσα μελέτη δεν αποσκοπεί στο να αποδομήσει τις θετικές αποτιμήσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά περισσότερο να παρουσιάσει μια ρεαλιστική και πιστευτή εικόνα της σύνθετης και συχνά τεταμένης σχέσης που επικρατούσε ανάμεσα στο άτομο και στο κράτος στη δημοκρατική Αθήνα.
Παρόλο που η κοινωνική ανησυχία που επικρατούσε στην Αθήνα για την κακή πολιτειακή συμπεριφορά κάποιων πολιτών δεν αντιστοιχεί απαραίτητα στην πραγματική έκταση του φαινομένου, είναι λογικό να υποψιαστούμε, όπως υποψιάζονταν και οι ίδιοι οι Αθηναίοι, ότι η κακή πολιτειακή συμπεριφορά ήταν συνηθισμένο φαινόμενο.
Αν παραμερίσουμε τις τυχόν ρομαντικές παγιωμένες αντιλήψεις μας περί «Χρυσού Αιώνα» της Αθήνας ή περί αθηναϊκού πατριωτισμού, θα αντιληφθούμε ότι, όπως συνέβη και με άλλους ιστορικούς λαούς, δεν ήταν όλοι ανεξαιρέτως οι Αθηναίοι διατεθειμένοι να υποτάξουν τα προσωπικά τους συμφέροντα στα συμφέροντα του κράτους, ιδιαίτερα μάλιστα όταν διακυβεύονταν η ζωή ή η περιουσία τους.
Ωστόσο, παρόλο που το φαινόμενο της κακής πολιτειακής συμπεριφοράς δεν είναι αποκλειστικά αθηναϊκό, τα συγκεκριμένα αίτια από τα οποία ξεκινά, οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνεται και οι συνέπειές του δεν παύουν να είναι άρρηκτα δεμένα με το πολιτιστικό του πλαίσιο».
Μία θεμελιώδης υποχρέωση των Αθηναίων πολιτών ήταν να υπηρετούν την πατρίδα τους σε καιρό πολέμου και να επιτελούν αυτό το καθήκον φιλότιμα, ακόμα κι αν χρειαζόταν να πεθάνουν στο πεδίο της μάχης.
Οι αττικοί επιτάφιοι λόγοι παρουσιάζουν τη θυσία των οπλιτών της Αθήνας ως σημαντικό αλλά αναγκαίο «έξοδο» για χάρη της πόλης, το οποίο οι πολίτες πρέπει να είναι πρόθυμοι να καταβάλουν.
Επίσης, οι πολίτες έπρεπε να θέσουν τη χρηματική περιουσία στη διάθεση της πόλης, αν και αυτή η τελευταία υποχρέωση βάραινε κυρίως τους πλουσιότερους πολίτες, οι οποίοι καλούνταν αφενός να καταβάλλουν την εισφοράν, δηλαδή τον πολεμικό φόρο που επιβαλλόταν εκτάκτως, και αφετέρου να επιτελούν σε τακτά χρονικά διαστήματα δημόσιες υπηρεσίες με μεγάλο κόστος, τις λεγόμενες λειτουργίες. Αυτές, μεταξύ άλλων, συμπεριλάμβαναν την τριηραρχία, δηλαδή τη συντήρηση και την επίβλεψη μιας τριήρους του στόλου της πόλης, καθώς και τη χορηγία, τη χρηματοδότηση και την εκπαίδευση του χορού μιας από τις παραστάσεις που διαγωνίζονταν στις ετήσιες γιορτές.
«Στις περισσότερες κοινωνίες η φορολόγηση δεν είναι καθόλου δημοφιλής, αντίθετα, συχνά προκαλεί παράπονα και αγανάκτηση. Αυτό συνέβαινε κατά κόρον στη δημοκρατική Αθήνα, όπου η φορολόγηση βάραινε αποκλειστικά μια μικρή αλλά ισχυρή κοινωνικά ομάδα πολιτών.
Η επιτέλεση των λειτουργιών ήταν εντελώς υποχρεωτική, όμως η πολιτεία ενθάρρυνε και εξυμνούσε τον εθελοντισμό, και οι πλούσιοι συχνά είχαν κάποια επιλογή ως προς το ποια λειτουργία θα αναλάμβαναν, πότε ακριβώς θα το έκαναν και με πόσο μεγάλη πολυτέλεια θα την επιτελούσαν.
Αντίθετα, με την εισφοράν δεν υπήρχε καμία επίφαση εθελοντισμού, η καταβολή της ήταν υποχρεωτική και η πολιτεία καθόριζε πόσα χρήματα έπρεπε να καταβληθούν και πότε. Οι λειτουργίες μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες: εκείνες που αφορούσαν τις γιορτές και εκείνες που αφορούσαν τον στρατό.
Επιχειρώντας την επανεκτίμηση του ρόλου που έπαιξε η φιλοτιμία στη συμπεριφορά των πλουσίων, βασίζομαι στις παρατηρήσεις του E.E. Cohen (1992). Στη μελέτη του για τη λειτουργία των τραπεζών στην αρχαία Αθήνα, ο Cohen υποστηρίζει ότι οι εύποροι Αθηναίοι συχνά έκρυβαν τα χρήματά τους σε τράπεζες, προκειμένου να αποφύγουν να πληρώσουν τις οφειλές τους στην πόλη.
Κατά συνέπεια, απορρίπτει "τη ρομαντική ιδέα ότι οι Αθηναίοι φορολογούμενοι ήταν πανευτυχείς να πληρώνουν χρήματα στο κράτος και συναγωνίζονταν με πραγματικό αθλητικό πάθος για το ποιος θα προσφέρει τα μεγαλύτερα ποσά" (199).
Στην πραγματικότητα, κάποιοι θα ήθελαν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο: προσπαθούσαν να εξισορροπήσουν την επιδίωξη του κοινωνικού κύρους, το οποίο έφερνε μαζί του συμβολικά και υλικά πλεονεκτήματα, με το προφανές συμφέρον της διαφύλαξης της περιουσίας τους».
Είναι εντυπωσιακό το πόσο λίγα έχουν αλλάξει από την εποχή της κλασικής Αθήνας στην συμπεριφορά των Ελλήνων:
«Ο πλούτος μπορούσε να αποκρυβεί με διάφορα τεχνάσματα, ανάλογα με τις επιλογές και το είδος της περιουσίας του καθενός. Τα μετρητά ήταν ιδανικά για την απόκρυψη, καθώς ήταν σχεδόν αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς την πορεία τους στην κλασική Αθήνα.
Σε περίπτωση που κάποιος οπλίτης το έβαζε στα πόδια και λιποτακτούσε κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής εκστρατείας, οι επιπτώσεις που είχε ως τιμωρία δεν είναι καταγεγραμμένες, που σημαίνει ότι ίσως και να μην υπήρχαν.
Μπορούσε κανείς να τα θάψει στο χώμα, ή ακόμα καλύτερα να τα καταθέσει σε μία τράπεζα όπου προφυλάσσονταν από τη δημόσια θέα και έδιναν και κάποιον τόκο, ο οποίος ήταν επίσης αδύνατο να εντοπιστεί.
Πράγματι, η ανάπτυξη των τραπεζών στην Αθήνα μπορεί να οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στο ότι οι τραπεζίτες βοηθούσαν τους καταθέτες να κρύψουν τον πλούτο τους. Αν και οι περισσότερες αθηναϊκές περιουσίες απαρτίζονταν από γη και δούλους, ένας πλούσιος άνδρας μπορούσε να μετατρέψει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σε χρήμα, στον βαθμό που ήθελε να αποφύγει τις οικονομικές του υποχρεώσεις.
Στην Αθήνα ελάχιστοι, γενικότερα, γνώριζαν για τις ιδιοκτησίες των πλούσιων πολιτών που βρίσκονταν εκτός Αττικής – οι οποίες δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες.
Ακόμα και όταν η ακίνητη περιουσία δεν ήταν δυνατό να αποκρυβεί με κάποιον τρόπο, ένας πλούσιος άνδρας μπορούσε να μειώσει φαινομενικά τον πλούτο του δανειζόμενος πολλά χρήματα με εγγύηση τη γη του. Έτσι τοποθετούσε στα κτήματά του πέτρινες στήλες (όρους), που έδειχναν πως η γη του ήταν υποθηκευμένη.
Αν και υπήρχαν περιπτώσεις που οι πλούσιοι δανείζονταν επειδή πραγματικά χρειάζονταν χρήματα –για παράδειγμα, προκειμένου να εκπληρώσουν τις δημόσιες υποχρεώσεις τους–, ο δανεισμός τούς επέτρεπε επίσης να δίνουν την εντύπωση ότι ήταν λιγότερο πλούσιοι από ό,τι στην πραγματικότητα.
Μια περιουσία σημαδεμένη με όρους μπορούσε να αποθαρρύνει τους αξιωματούχους που ανέθεταν λειτουργίες ή τους άλλους πλούσιους άνδρες που επιζητούσαν αντιπάλους για τη διαδικασία της αντίδοσης από το να αναζητήσουν τον ιδιοκτήτη της.
Ήταν ουσιαστικά αδύνατο για την πόλη να εμποδίσει τους πλούσιους πολίτες να αποκρύψουν τον πλούτο τους: δεν διέθετε κεντρικό κτηματολόγιο που να της επιτρέπει να παρακολουθεί την έγγεια ιδιοκτησία των εύπορων πολιτών, οι τράπεζες, οι οποίες βοηθούσαν τους ιδιώτες στην απόκρυψη του χρήματος, δεν υπόκειντο σε δημόσιο έλεγχο, και η προσωπική δήλωση περιουσίας (τίμημα) που συνέτασσαν οι πλούσιοι πολίτες από το 378 π.Χ. και ύστερα σε σχέση με την εισφορά δεν ήταν παρά μια αποτίμηση της περιουσίας τους από αυτούς τους ίδιους – ήταν, δηλαδή, εγγενώς αναξιόπιστη».
Στο τρίτο κεφάλαιο «Ο δειλός οπλίτης» ο Christ εξετάζει διαφορετικών τύπων συμπεριφορές των πολιτών της Αθήνας που δείχνουν ανανδρία και δειλία, όπως η αποφυγή στράτευσης, η ανυποταξία και η νευρικότητα και η λιποψυχία πριν τη μάχη, οι οποίοι έφταναν μέχρι στο σημείο να υποκριθούν ότι έχουν τραυματιστεί σοβαρά για να γυρίσουν στο σπίτι τους, ή να το σκάσουν από το πεδίο της μάχης.
Το εντυπωσιακό είναι ότι ακόμα και σε περίπτωση που κάποιος οπλίτης το έβαζε στα πόδια και λιποτακτούσε κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής εκστρατείας, οι επιπτώσεις που είχε ως τιμωρία δεν είναι καταγεγραμμένες, που σημαίνει ότι ίσως και να μην υπήρχαν.
«Οι οπλίτες είχαν ελάχιστες πιθανότητες να υποστούν δίωξη» λέει ο Christ, «παρόλο που ο αθηναϊκός νόμος προέβλεπε την άσκηση δημόσιας δίωξης για δειλία και άλλα παρόμοια αδικήματα που τελέστηκαν κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας.
Τουλάχιστον δύο τύποι δίωξης μπορούσαν να ασκηθούν: η δίωξη για λιποταξία (γραφή λιποταξίου) και η δίωξη για λιποψυχία (γραφή δειλίας). Πιθανώς, πίσω από αυτούς τους διακριτούς τύπους διώξεων, να υπήρχε ένας ενιαίος νόμος για τα στρατιωτικά αδικήματα με διάφορες προβλέψεις, στον οποίο να υπαγόταν και η κατηγορία για την αποφυγή της στράτευσης (γραφή αστρατείας).
Και οι τρεις κατηγορίες εκδικάζονταν από λαϊκά δικαστήρια, με ενόρκους Αθηναίους που είχαν υπηρετήσει στην εκστρατεία που αφορούσε το συγκεκριμένο αδίκημα. Η επιτροπή των στρατηγών ήταν υπεύθυνη για την σύσταση αυτών των δικαστηρίων.
Παρόλο που οι αρχαίες πηγές αναφέρονται στην γραφή λιποταξίου και γραφή δειλίας πολλές φορές, έχουμε ελάχιστες αναφορές για πραγματικές διώξεις που ασκήθηκαν με βάση αυτές τις κατηγορίες.
Η μόνη σίγουρη περίπτωση γραφής λιποταξίου που γνωρίζουμε είναι εκείνη που ασκήθηκε κατά του Δημοσθένη από έναν απεσταλμένο του Μειδία, η δίωξη όμως έπαυσε προτού φτάσει σε δίκη. Δεν έχουν σωθεί στοιχεία για κάποια συγκεκριμένη δίωξη βασισμένη σε γραφή δειλίας.
Το ότι οι Αθηναίοι μπορεί να δίσταζαν να ασκήσουν διώξεις για λιποταξία και δειλία δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αν λάβουμε υπόψη μας τους κινδύνους μας που διέτρεχαν οι κατήγοροι.
Οι δημόσιοι κατήγοροι τιμωρούνταν με πρόστιμο χιλιάδων δραχμών και μερική απώλεια της ιδιότητας και των προνομίων του πολίτη (ατιμία) εάν δεν έφερναν σε πέρας μία δίωξη που είχαν ξεκινήσει ή δεν κέρδιζαν τουλάχιστον το ένα πέμπτο των ψήφων των ενόρκων στη δίκη».
Το βιβλίο αναζητά τους τρόπους που η νεογέννητη δημοκρατία προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε πειθώ και στον καταναγκασμό, εξετάζοντας με πρωτότυπο τρόπο την κακή πολιτειακή συμπεριφορά τόσο ως κοινωνική πραγματικότητα όσο και ως ιδέα στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, θίγοντας ένα ζήτημα που παραμένει ουσιώδες ακόμα και για τις σύγχρονες νεωτερικές δημοκρατίες.
Είναι εντυπωσιακό το πόσα πράγματα υπάρχουν να ανακαλύψεις ακόμα για την αρχαία Ελλάδα, κι ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Christ που αφιερώνουν την ζωή τους για να τα ερευνήσουν...
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 2.4.2019