«Το ότι ο Τζον Γουότερς αποτελεί εθνικό θησαυρό είναι μια βεβαιότητα. Τελεία και παύλα. Ευχαριστώ και καληνύχτα». Κάπως έτσι, τελεσίδικα και οριστικά ξεκινά ο γνωστός για το πνεύμα του ηθοποιός (και συγγραφέας) Άλαν Κάμινγκ γράφοντας στους New York Times μια ωδή για το νέο βιβλίο του σπουδαίου και πολυσχιδή δημιουργού που παραμένει ακμαιότατος, διαυγέστατος και αιχμηρός στα 73 του.
Και συνεχίζει:
«Οι πιο έγκυρες μελέτες της αμερικανικής ιστορίας του κινηματογράφου από τα τέλη της δεκαετίας του '60 και μετά καθώς και των ιδεών και ιδεωδών της αντικουλτούρας μέχρι τις μέρες μας, είναι εμποτισμένες και εκχυλισμένες από το σπουδαίο, παράξενο, αντιθετικό (αλλά όχι αντιδραστικό) πνεύμα του...»
Προς το τέλος του βιβλίου, εξομολογείται ότι το βιβλίο προέκυψε από ένα στοίχημα που έβαλε με τον εκδότη του: να πάρει, στα 72 του, ξανά LSD και να γράψει για την εμπειρία του...
«Καμία έκπληξη λοιπόν που το νέο του βιβλίο έχει τον πνευματώδη τίτλο 'Ο Κύριος Ξερόλας' [πλήρης τίτλος: MR. KNOW-IT-ALL: The Tarnished Wisdom of a Filth Elder ('η κηλιδωμένη σοφία ενός βρωμόγερου')]. Το άτομο έχει περάσει τα 70, τα έχει δει και τα έχει κάνει όλα, παραμένει πιο cool απ' όσο θα ελπίζαμε όλοι να γίνουμε, και τα σπάει ακόμη με τις περιοδείες του, με τις ομιλίες του, με τα βιβλία και τις εικαστικές του εκθέσεις, μεταδίδοντας την 'ανώμαλη' αλλά κρυστάλλινης λογικής σοφία του στις νεότερες γενιές που δεν είχαν γεννηθεί ακόμα όταν έγινε αρχικά διάσημος για τις cult κινηματογραφικές δημιουργίες του»
«Και είναι όχι μόνο πνευματώδης αλλά ιδιοφυής η αποκάλυψη ότι 'ξερόλας' εν τέλει σημαίνει να ξέρεις τον εαυτό σου, και το βιβλίο αυτό – περισσότερο από τα προηγούμενα του που έχω διαβάσει – φανερώνει μια πιο έντονη ευαισθησία και ειλικρίνεια αλλά και μια σχεδόν φρενήρη επιθυμία να μας μεταδώσει, όσο μπορεί ακόμα, τις εμμονικές, καίριες και δριμύτατα ειλικρινείς και έντιμες ιδέες και πραγματείες του που λειτουργούν ως πραγματικά διαφωτιστικά μαθήματα ζωής – ως 'Γουοτερσιανά' παλίμψηστα, αν θέλετε...»
Όπως λόγου χάρη:
Δεν πρόκειται ποτέ να βγάλεις πολλά λεφτά από τα πρότζεκτ που επινοείς όταν είσαι νέος, κι ας είναι τα πιο αυθεντικά, κι ας είναι αυτά που σου χαρίζουν την αναγνώριση. Όχι, εξαργυρώνεις αργότερα, όταν ήδη έχει φτιάξει όνομα και αρχίζεις τις αποτυχίες... Για να εξαργυρώσεις όμως τις προηγούμενες επιτυχίες, πρέπει να θυμάσαι πάντα να αλλάζεις το concept γιατί αλλιώς το φωτοτυπικό αρχίζει και ρετάρει μέχρι που στο τέλος η φωτοκόπια είναι τόσο αχνή που πλέον δεν διαβάζεται... Μάθε να αρμέγεις την όποια επιτυχία είχες. Μπορείς να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά αρκεί να διατηρείς το χιούμορ σου σχετικά με το ότι δεν έχεις ούτε μια καινούρια ιδέα.
«Ακριβώς. Από την αρχή ήδη του βιβλίου, δεν μας απευθύνεται ως το τρομερό παιδί του σινεμά ή ο Πάπας του Trash όπως ίσως αναμέναμε, αλλά ως ένας δαιμόνιος, ζαρωμένος ρεαλιστής που μπορούσε και να υπονομεύει και να συνεργάζεται με το σύστημα... Ο Τζον Γουότερς – τόσο ο άνθρωπος όσο και η φίρμα – έχει γεράσει υπέροχα. Αυτός και το έργο του είναι το δώρο που εξακολουθεί να δωρίζει, σε μας αλλά και στον ίδιον...»
«Το βιβλίο είναι γεμάτο από ξεσπάσματα για διάφορα πρόσωπα και πράγματα που συγχρόνως γοητεύουν και συγχύζουν τον συγγραφέα. Η αρχιτεκτονική του μρουταλισμού αποθεώνεται. Τα κομμάτια για τον Άντι Γουόρχολ αποτελούν ταυτόχρονα φόρο τιμής και παρωδία. Ο κόσμος της αγοράς της σύγχρονης τέχνης χαρακτηρίζεται παρανοϊκός...»
«Ο Γουότερς επιμένει ότι δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε το «ψαγμένο» ή ακόμα και σνομπ νεανικό γούστο μας στη μουσική προς χάρη μιας λάθος ωριμότητας, ειδικά στον σύγχρονο κόσμο που παρασύρεται κανείς από τους ανέμους τυχάρπαστων influencers και #trending. Παραμένει επίσης δύσπιστος στην οργανωμένη διαμαρτυρία ("Don't act up, ACT BAD!") και κάνει και κάποιες σπαρταριστές παρατηρήσεις για το σύγχρονη ταξιδιωτική εμπειρία ('γιατί όλοι είναι τόσο άσχημοι στην πρώτη θέση;')»
«Προς το τέλος του βιβλίου, εξομολογείται ότι το βιβλίο προέκυψε από ένα στοίχημα που έβαλε με τον εκδότη του: να πάρει, στα 72 του, ξανά LSD και να γράψει για την εμπειρία του...».
«Όταν όμως τελικά φτάνει εκείνη η στιγμή και καταπίνει το τριπάκι παρέα με δύο φίλους του, το μόνο σοκαριστικό που προκύπτει εκ των υστέρων είναι ότι απλά πέρασαν πολύ ωραία. Μετά το τέλος της εμπειρίας, στέλνει μήνυμα στον βοηθό του, στον φίλο του, στον εκδότη του και στον ντίλερ του, ότι είναι μια χαρά. Και συνεχίζει να γράφει για άλλα πιο ενδιαφέροντα πράγματα...»
Με στοιχεία από τους New York Times