Από τον βράχο του Σουνίου ο Αιγέας, μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, αφού είδε να επιστρέφει με μαύρα πανιά το πλοίο που είχε μεταφέρει στην Κρήτη τον γιο του Θησέα προκειμένου ο τελευταίος να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να απαλλάξει την Αθήνα από τον φόρο αίματος, νόμισε ότι ο Θησέας ήταν νεκρός και πάνω στην απελπισία του ρίχτηκε στη θάλασσα και σκοτώθηκε. Από τότε η θάλασσα ονομάστηκε Αιγαίο Πέλαγος.
Το Σούνιο είναι ένα βραχώδες ακρωτήριο, το νοτιότερο σημείο της Αττικής. Ήταν το πρώτο σημείο που έβλεπε κανείς πλέοντας από τις Κυκλάδες προς τον Πειραιά. Ο Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.), αρχίζοντας τα Αττικά του, το περιγράφει ως εξής: «Της ηπείρου της ελληνικής κατά νήσους τας Κυκλάδας και πέλαγος το Αιγαίον άκρα Σούνιον πρόκειται γης της Αττικής...». Σούνιο ονομάστηκε από το ακρωτήριο και ο αρχαίος οικισμός-πόλη και δήμος αρχικά της λεοντίδας και στη συνέχεια της ατταλίδας φυλής, όπως μαρτυρούν ποικίλες αρχαίες επιγραφές. Από τον 17ο αι. και εξής ο χώρος είναι γνωστός και ως Capo Colonne (Καβοκολόνες), από τους κίονες που στέκονται όρθιοι μέχρι και σήμερα.
Πρώτος αναφέρεται στο Σούνιο ο Όμηρος, περιγράφοντάς το ως το «ιερό ακρωτήριο των Αθηναίων» (Οδύσσεια, γ 278). Συγκεκριμένα, αναφέρει πως εκεί ο Μενέλαος, στο ταξίδι της επιστροφής από την Τροία, σταμάτησε για να θάψει τον πηδαλιούχο του πλοίου του, τον Φρόντη, που κατακεραύνωσε ο Απόλλωνας. Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή μαρτυρείται όμως ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους, χωρίς όμως να σχετίζεται με κάποια σημαντική λατρεία. Έχουν εντοπιστεί τάφοι της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3η χιλ. π.Χ.).
Στα νεότερα χρόνια το Σούνιο ήταν δημοφιλής προορισμός για περιηγητές, πολλοί από τους οποίους χάραξαν τα ονόματά τους επάνω στα ερείπια του Ναού του Ποσειδώνα. Η πιο διάσημη υπογραφή είναι αυτή του Τζορτζ Γκόρντον, 6ου λόρδου του Μπάιρον, γνωστού σ' εμάς ως λόρδος Βύρωνας, που βρίσκεται στη νότια παραστάδα.
Σήμερα το Σούνιο μάς είναι κυρίως γνωστό για τον Ναό του Ποσειδώνα που επιστέφει την κορυφή του. Η ιερότητα του χώρου, όμως, ανάγεται σε πολύ προγενέστερη εποχή. Φαίνεται ότι ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. ο βράχος που δέσποζε στην εσχατιά της Αττικής, 73 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, είχε αφιερωθεί στη λατρεία του Ποσειδώνα, αφού στην Ακρόπολη λατρευόταν η θεά Αθηνά, η οποία κέρδισε με το δώρο της, την ελιά, τον μεταξύ τους διαγωνισμό για την ονομασία της πόλης.
Κατά την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο ενδέχεται να υπήρχε στο τέμενος ένας απλός βωμός, μπροστά από τον οποίο στήθηκαν μέσα στον 6ο αι. δύο κολοσσιαία μνημειακά αγάλματα κούρων, δηλωτικά του ιερού χαρακτήρα του τόπου. Τμήματα των αγαλμάτων αυτών βρέθηκαν σε αποθέτη, με κορυφαίο ανάμεσά τους τον ομώνυμο Κούρο του Σουνίου, ο οποίος είχε ύψος 3 μέτρα και είναι από τα πρωιμότερα δείγματα της μνημειώδους αρχαϊκής πλαστικής. Μπορεί κανείς να τον θαυμάσει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Μόλις στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. άρχισε η οικοδόμηση ενός δωρικού ναού που καταστράφηκε όμως από τους Πέρσες το 480 π.Χ., πριν ολοκληρωθεί.
Ο δωρικός ναός που βλέπουμε σήμερα οικοδομήθηκε από τοπικό μάρμαρο της Αγριλέζας πάνω στα ερείπια του αρχαϊκού ναού τα χρόνια του Περικλή (449/8-440 π.Χ.). Ο κλασικός ναός παρουσιάζει αρκετές αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες, με κορυφαίες την παράλειψη της κιονοστοιχίας στο εσωτερικό του σηκού και τις εξαιρετικά ραδινές αναλογίες των κιόνων. Σημαντικές ιδιαιτερότητες παρουσιάζει και ο γλυπτός διάκοσμος, που απαντά στις εσωτερικές πλευρές του ναού για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική ναοδομία.
Μια ανάγλυφη ζωφόρος από παριανό μάρμαρο, που αναπαριστούσε τα συνηθισμένα συμπλέγματα μαχόμενων Θεών και Γιγάντων (Γιγαντομαχία) ή Λαπίθων και Κενταύρων (Κενταυρομαχία), περιέτρεχε μαζί με τους άθλους του Θησέα όλες τις εσωτερικές πλευρές του προνάου πάνω από το επιστύλιο. Πρόκειται για αλληγορία της νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών με πρωτοστάτες τους Αθηναίους, της υπεροχής της αθηναϊκής δημοκρατίας έναντι της ανατολικής απολυταρχίας. Επίσης, οι μετόπες της περίστασης δεν έφεραν ανάγλυφες παραστάσεις αλλά αφέθηκαν λευκές και ακόσμητες. Αποδίδεται στον ίδιο αρχιτέκτονα που σχεδίασε τους ναούς του Ηφαίστου («Θησείο») στην Αγορά, του Άρεως στις Αχαρνές και της Νεμέσεως στον Ραμνούντα, το όνομα του οποίου, δυστυχώς, δεν σώθηκε.
Το ιερό τέμενος της Αθηνάς βρίσκεται βορειοανατολικά του Ναού του Ποσειδώνα, από τον οποίο χωρίζεται με ένα ύψωμα. Ο Ναός της Αθηνάς Σουνιάδος ήταν ένα πολύ ασυνήθιστο και ιδιόμορφο οικοδόμημα χωρίς γλυπτό διάκοσμο, μοναδικό δείγμα τέτοιου είδους περίπτερου ναού στην Αττική. Πρόκειται για έναν ιωνικό ναό με ορθογώνιο σηκό, χωρίς πρόσταση και είσοδο στα ανατολικά, που περιβαλλόταν από κιονοστοιχία μόνο στη νότια και ανατολική πλευρά. Στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά χρόνια η κιονοστοιχία απομακρύνθηκε και ξαναχρησιμοποιήθηκε στην Αγορά των Αθηνών.
Στους κλασικούς χρόνους, ο οικισμός του Σουνίου άκμασε κυρίως λόγω των μεταλλείων της περιοχής. Δημιουργήθηκε εκεί ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα πώλησης σκλάβων. Κάθε τέσσερα χρόνια τον μήνα Ποσειδεώνα (Δεκέμβριος - Ιανουάριος) τελούνταν γιορτή με αγώνες πολεμικών πλοίων, στην οποία οι επίσημοι προσέρχονταν με πλοίο («θεωρίδα ναυν») από τον Πειραιά. Το Σούνιο οχυρώθηκε κατά το 9ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου για την προστασία της από εκεί διέλευσης των σιτοφορτίων (Θουκυδίδης VIII 4) – μάλιστα, το οχυρό αυτό θεωρούνταν το ισχυρότερο της Αττικής. Τα τείχη του, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα, είχαν πάχος 3,5 μέτρα και περιέκλειαν κυκλικά τον χώρο, ενισχυμένα με τετράγωνους πύργους.
Το λιμάνι του Σουνίου βρισκόταν στον αμμώδη όρμο βόρεια του φρουρίου, προστατευμένο από τους βόρειους ανέμους. Αποτελούσε προωθημένη ναυτική βάση των Αθηναίων αλλά και εμπορικό σταθμό. Τα εμπορικά πλοία ήταν δυνατόν να σύρονται στην αμμώδη παραλία, ενώ για τη στάθμευση και συντήρηση των πολεμικών κατασκευάστηκαν νεώσοικοι, λείψανα των οποίων είναι ακόμα και σήμερα ορατά.
Την ελληνιστική περίοδο στο εσωτερικό του οχυρού αναπτύχθηκε μικρός οικισμός, ο οποίος χρησίμευε κυρίως ως στρατόπεδο. Προς το τέλος της άρχισε η παρακμή του Σουνίου. Μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια οι δύο ναοί ήταν ήδη ερειπωμένοι και το οχυρό πιθανώς εγκαταλελειμμένο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα ο περιηγητής Παυσανίας αποδίδει εσφαλμένα τον επιβλητικό ναό της άκρης στην Αθηνά και όχι στον θεό της θάλασσας.
Στα νεότερα χρόνια το Σούνιο ήταν δημοφιλής προορισμός για περιηγητές, πολλοί από τους οποίους χάραξαν τα ονόματά τους επάνω στα ερείπια του Ναού του Ποσειδώνα. Η πιο διάσημη υπογραφή είναι αυτή του Τζορτζ Γκόρντον, 6ου λόρδου του Μπάιρον, γνωστού σ' εμάς ως λόρδος Βύρωνας, που βρίσκεται στη νότια παραστάδα. Κάποια κομμάτια του ναού αποσπάστηκαν και μεταφέρθηκαν είτε σε μουσεία είτε σε ιδιωτικές συλλογές. Έτσι, σπόνδυλοι από τους κίονες υπάρχουν στην Αγγλία, στο Chatsworth (όπου στηρίζουν το άγαλμα του 6ου δούκα του Devonshire), στο Βρετανικό Μουσείο, στη Βενετία και στη Γερμανία (Πότσνταμ).
Οι ανασκαφές στον χώρο άρχισαν το 19ο αιώνα. Πρώτοι οι αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες της εταιρείας των Dilettanti (1797) επιχείρησαν την αποτύπωση και μελέτη των ερειπίων, ενώ αργότερα ο Γερμανός αρχιτέκτονας Doerpfeld (1884) προχώρησε σε ανασκαφή περιορισμένης έκτασης στον χώρο του ιερού του Ποσειδώνα. Η Αρχαιολογική Εταιρεία ξεκίνησε συστηματική έρευνα υπό τη διεύθυνση του Β. Στάη και τη συνεργασία του αρχιτέκτονα Αν. Ορλάνδου, η οποία διήρκεσε από το 1897 έως το 1915.
Σχεδόν άγνωστος στους περισσότερους κατοίκους της Αττικής, ο Εθνικός Δρυμός Σουνίου ιδρύθηκε τη δεκαετία του '70 και είναι ο μικρότερος δρυμός της Ελλάδας. Το πιο εντυπωσιακό σημείο είναι το λεγόμενο «Χάος», ένα βάραθρο σχεδόν κυκλικού σχήματος, βάθους 55 μέτρων και διαμέτρου 120 μέτρων, που πιθανότατα σχηματίστηκε από την κατάρρευση οροφής σπηλαίου.
Μόλις 65 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, το Σούνιο είναι ιδανικός προορισμός για αρχαιολογική και φυσιολατρική περιήγηση. Αξέχαστο θα σας μείνει το ηλιοβασίλεμά του. Κι αν σταθείτε ανάμεσα στους σωζόμενους κίονες σιωπηλοί, θα ακούσετε το παράπονο του Ποσειδώνα, που εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν μπορεί να αποδεχτεί την ήττα του από την Αθηνά και την ελιά της όσον αφορά την ονοματοδοσία του κλεινού άστεως.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO