Ο Ζορζ Σιμενόν, δημιουργός του εγκρατούς ντετέκτιβ Ζιλ Μαιγκρέ, υπήρξε στη ζωή του ασυγκράτητος θηρευτής του σεξ, της φήμης και του χρήματος. Όταν πέθανε στις 4 Σεπτεμβρίου του 1989, είχε ήδη γράψει σχεδόν 200 μυθιστορήματα, πάνω από 150 νουβέλες, διάφορα απομνημονεύματα και αναρίθμητα διηγήματα. Η δαιμονική του παραγωγικότητα στο γράψιμο σε συνδυασμό με την τεράστια περιούσια που του απέφεραν οι πωλήσεις των βιβλίων του μπορούν να συγκριθούν σε μέγεθος με την ακόρεστη σεξουαλική του επιθυμία.
Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι είχε κοιμηθεί με 10.000 γυναίκες («ο στόχος της ατέλειωτης αναζήτησης μου», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά, «δεν είναι οι γυναίκες, αλλά η γυναίκα») ενώ σύμφωνα με τις μαρτυρίες απαιτούσε ερωτική συνεύρεση τουλάχιστον μια φορά τη μέρα όχι μόνο από την σύζυγο του, αλλά και από την γραμματέα και τις διάφορες ερωμένες του (που συχνά ανήκαν στο υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού του). Το πού έβρισκε το χρόνο να γράψει τόσα βιβλία, αποτελεί ένα ερώτημα που αφορά την επιστήμη της ψυχανάλυσης (ο ίδιος άλλωστε είχε περιγράψει τον εαυτό, χωρίς την παραμικρή δόση ειρωνείας, ως «ψυχοπαθή»).
Εντυπωσιακό παραμένει επίσης το γεγονός ότι παρότι υπήρξε τόσο «πολυγραφότατος», σπανίως οι ιστορίες του φανερώνουν βιασύνη ή κούραση στο γράψιμο, ειδικά δε αν αναλογιστεί κανείς ότι, όπως είχε παραδεχτεί ο ίδιος, πολλές από αυτές τις είχε γράψει σχεδόν ή και τελείως μεθυσμένος.
Σήμερα, στην 30η επέτειο του θανάτου, ο Σιμενόν εξακολουθεί να διαβάζεται από ένα ευρύτατο κοινό σε όλο τον κόσμο. Παρότι ο ίδιος θεωρούσε τα 75 μυθιστορήματα με ήρωα τον επιθεωρητή Μαιγκρέ «παραλογοτεχνία», τα βιβλία αποτελούν λογοτεχνία πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Ο Σιμενόν όμως περιφρονούσε βαθιά το παρισινό φιλολογικό κατεστημένο και αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «λογοτεχνία με κεφαλαίο Λ».
Ο Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου το 1903 και όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, διέθετε μια «μεσοαστική ψυχή». Ο Μαιγκρέ είναι κι αυτός ένας αστός που βολοδέρνει τακτικά σ' έναν θαμπό υπόκοσμο, αντίθετα από τον δημιουργό του όμως, παραμένει υποταγμένος στο συζυγικό-οικογενειακό καθήκον, έστω και χωρίς παιδιά (η πολυαγαπημένη κόρη του Σιμενόν, Μαρί-Τζο, έδωσε τέλος στη ζωή της το 1978).
Ως νεαρός ρεπόρτερ στο Βέλγιο των αρχών της δεκαετίας του '20, ο Σιμενόν είχε υπογράψει διάφορα βιτριολικά, αντισημιτικά άρθρα που είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Gazette de Liège. Αργότερα τα αποκήρυξε, αλλά μια υφή καχυποψίας απέναντι στους Εβραίους παρέμεινε στα γραπτά του («Οι Εβραίοι έχουν συνήθως ευαίσθητα πόδια», λέει στη γυναίκα του ο Μαιγκρέ στον 'Τρελό του Μπερζεράκ'. «Και είναι πολύ σφιχτοί με το χρήμα»). Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Σιμενόν αποσύρθηκε στην γαλλική εξοχή και όταν τελείωσε ο πόλεμος, φοβούμενος πιθανές κατηγορίες για συνεργασία με τους Ναζί, έφυγε για την Αμερική όπου παρέμεινε για μια δεκαετία περίπου.
Πριν επιστρέψει στην Ευρώπη, είχε ήδη εκδοθεί το 1951, το πιο «εξομολογητικό» βιβλίο στη σειρά των περιπετειών του επιθεωρητή, «Τα Απομνημονεύματα του Μαιγκρέ», μια πιραντελική σχεδόν άσκηση αναστροφής ρόλων, όπου ο Μαιγκρέ αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τις λογοτεχνικές «αδυναμίες» του δημιουργού του. ΄
Όπως γράφει ο Patrick Marnham στη συναρπαστική βιογραφία του Σιμενόν με τίτλο «Ο άνθρωπος που δεν ήταν ο Μαιγκρέ», ο διάσημος χαρακτήρας του επιθεωρητή με την εμβληματική πίπα ήταν βασισμένος στον πατέρα του συγγραφέα, Ντεζιρέ Σιμενόν, ο οποίος ήταν ασφαλιστής και πέθανε σε ηλικία 44 μόλις ετών.
Ο Ζορζ Σιμενόν πέθανε στα 86 του σ΄ ένα κάστρο 36 δωματίων έξω από τη Λοζάνη, ένα δαιδαλώδες μαυσωλείο στο οποίο ο Μαιγκρέ σίγουρα δεν θα ένιωθε άνετα. Ίσως δεν είναι τυχαίο τελικά το γεγονός ότι ο Σιμενόν διαβάζεται συχνά ως συγγραφέας βαριάς μοιρολατρικής προδιάθεσης που δεν επιτρέπει προοπτική στην ελπίδα. Βαδίζοντας προς το τέλος της ζωής του, είχε κατακτήσει όλες τις γυναίκες και όλα τα υλικά αγαθά που επιθυμούσε, ήταν όμως διαρκώς δύσθυμος και μελαγχολικός. Το château που διέμενε μόνος του είχε γίνει o τάφος του. Το μόνο που θα έμενε θα ήταν ο επιθεωρητής Μαιγκρέ και η πίπα του.
Με στοιχεία από το άρθρο του Ian Thomson, "If only Georges Simenon had been a bit more like Maigret" που δημοσιεύτηκε στο Spectator
σχόλια