Ο εβραϊκής καταγωγήςΖακ Μεναχέμ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 18 Μαρτίου του 1929. Μεγάλωσε όμως στην Αθήνα. Στα 13 του συνελήφθη και βασανίστηκε από τα Ες-Ες στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν, για να μεταφερθεί στη συνέχεια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Λένε ότι στη «διαλογή» του διαβόητου Ναζί γιατρού Μένγκελε γλίτωσε το θάλαμο αερίων, διότι όντας μεγαλόσωμος έδειχνε μεγαλύτερος στην ηλικία...
Σημαδεύτηκε στο χέρι με τον αριθμό 15429 και με τη φρίκη και τον εξευτελισμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης ανεξίτηλα στην ψυχή του. Πέρασε διαδοχικά από διάφορα στρατόπεδα, επιζώντας από κακουχίες, βασανιστήρια, πείνα και τύφο, ώσπου απελευθερώθηκε από τους Εγγλέζους και κατάφερε να επιστρέψει στην Ελλάδα με τα πόδια, μέσω Γιουγκοσλαβίας.
«Τον Ζακ Μεναχέμ τον γνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν προσελήφθηκα στην τότε εταιρεία δίσκων Polygram ως βοηθός του» λέει ο Νίκος Μουρατίδης. «Ήταν διευθυντής δημοσίων σχέσεων. Μαζί του έμαθα πολλά. Για τη μουσική, για το ραδιόφωνο, για τις δημόσιες σχέσεις, αλλά και για το τι σημαίνει να είσαι αγωνιστής. Σε ένα δύο ταξίδια που κάναμε με το αυτοκίνητό του τον είχα "ανακρίνει" για τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε που 13 χρόνων παιδάκι είχε γλιτώσει και είχε φύγει από το Άουσβιτς και γύρισε με τα πόδια στην Ελλάδα. Μου έδειχνε τον αριθμό στο χέρι του (σαν τατουάζ) και βουρκωμένος μου διηγιόταν όλη την περιπέτειά του».
Μετά τον πόλεμο μετανάστευσε στην Αμερική όπου έζησε δέκα χρόνια. Εκεί αφοσιώθηκε στη μουσική. Πριν εξελιχθεί σε έναν εξαίρετο μουσικολόγο, υπήρξε πολύ καλός κιθαρίστας του φλαμένγκο, με συναυλίες στο Κάρνεγκι Χολ και αλλού. «Στην Αμερική γνώρισε ανθρώπους που στην Ελλάδα τους βλέπαμε σε φωτογραφίες ή διαβάζαμε γι' αυτούς και εντυπωσιαζόμασταν» λέει ο στενός του φίλος και συνεργάτης Θοδωρής Σαραντής, διευθυντής ψυχαγωγικού προγράμματος και παραγωγός του Αθήνα 9.84.
Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα - από νοσταλγία. Εγκατέλειψε καριέρα, φήμη και χρήμα. «Άλλες φορές», θυμάται ο Νίκος Μουρατίδης, «μου έλεγε την ιστορία του, πώς βρέθηκε στη Νέα Υόρκη να δουλεύει σε υψηλό πόστο στην εταιρεία δίσκων Electra, και μετά πώς τους παράτησε και γύρισε πάλι πίσω στην Ελλάδα».
«Έκτοτε δεν ασχολήθηκε πλέον επαγγελματικά με τη μουσική, προφανώς λόγω των άλλων ενασχολήσεών του, στη δισκογραφική και στο ραδιόφωνο» σημειώνει ο Θοδωρής Σαραντής. «Πρέπει όμως να έπαιζε ακόμα κιθάρα, γιατί στο δεξί του δάχτυλο διατηρούσε μακριά νύχια».
Ο Θοδωρής Σαραντής τον γνώρισε στη δεκαετία του '60, όταν δούλευε στην Ελλαδίσκ, τη σημερινή Universal: «Πιτσιρικάδες πηγαίναμε και μας έδινε δίσκους - κολακευόμασταν να μιλάμε μαζί του»...
Η συνεργασία του Μεναχέμ με τον 9.84 ξεκίνησε από τον πρώτο καιρό λειτουργίας του σταθμού. Εκτός από μουσικός παραγωγός, διετέλεσε και διευθυντής προγράμματος.
«Το ξεχωριστό σ' αυτόν», συνεχίζει ο Θ. Σαραντής, «ήταν η έμφυτη ευγένειά του, που ανάβλυζε και στις ραδιοφωνικές του εκπομπές. Ακόμα και στον αέρα προσφωνούσε "κυρίους" και "κυρίες" τους συνεργάτες και τους ακροατές που του τηλεφωνούσαν, τη στιγμή που εμείς οι υπόλοιποι ραδιοφωνατζήδες απείχαμε πολύ από αυτό. Με τους ακροατές του είχε μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού - ήταν ένας ευπατρίδης προηγούμενης εποχής».
Ήταν όμως και από τους πρώτους που «σύστησαν» στο ελληνικό κοινό την έθνικ μουσική (και ιδιαίτερα το τάνγκο που λάτρευε) που τότε ακόμα αποκαλούσαν λαϊκή, παραδοσιακή.
«Ο Ζακ Μεναχέμ ήταν ο "πατέρας" μου στη δισκογραφία, ο "μεγάλος μου αδελφός" στο ραδιόφωνο, και ο "κολλητός" μου στην παραδοσιακή μουσική» τονίζει ο Νίκος Μουρατίδης και συνεχίζει αναφέροντας το εξής περιστατικό - ενδεικτικό για την ιδιοσυγκρασία του Μεναχέμ: «Μια μέρα με παρακάλεσε να τον πάω να δει τι ήταν αυτό το "φαινόμενο Φλωρινιώτης". Πήγαμε, και εκείνο το βράδυ στο διπλανό μας τραπέζι (κυριολεκτικά), σφάχτηκαν δύο τύποι. Καταλαβαίνετε το φρικάρισμά μας. Ο Μεναχέμ είχε μείνει στήλη άλατος. Από τότε δεν μου ξαναζήτησε ποτέ να τον πάω σε "λούμπεν" βραδινά μαγαζιά».
Οι εκπομπές του, πότε για τη λαϊκή μουσική σε ολόκληρο τον κόσμο («Οι λαοί και η μουσική τους»), πότε για την τζαζ, πότε για την κλασική, πότε για νέες τάσεις και ρεύματα της σύγχρονης μουσικής, σημάδεψαν την ποιοτική ραδιοφωνία και απόκτησαν φανατικό κοινό.
«Καθώς έγραφα», σημειώνει ο γνωστός bloggerΑθήναιος, «πληροφορήθηκα το θάνατο του Ζακ Μεναχέμ, της ευγενικής φωνής του ραδιοφώνου που μας ταξίδευε με τις μουσικές του στα πέρατα της γης, αφηγούμενος ιστορίες ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και βρέθηκαν να ζουν πολύ μακριά από αυτόν· ιστορίες για τάνγκο, για την εξέλιξη του ρυθμού milonga, για το μπαντονεόν τουΆστορ Πιατσόλα, για την τζαζ (ακόμη θυμάμαι μια μυθική εκπομπή στον 9.84 όπου είχε συγκεντρώσει όλες τις εκτελέσεις ενός από τα αγαπημένα μου τραγούδια, του "Summer Time" του Gershwin), ιστορίες για την Ευρώπη που χάθηκε στα κρεματόρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης»...
Το κοινό του ήταν κυρίως άνθρωποι μιας κάποιας ηλικίας, μεσοαστικής και ανώτερης τάξης. Όλοι τους πιστοί και σταθεροί ακροατές, που, αν τύχαινε και έλειπε ο ίδιος ή άλλαζε ώρα η εκπομπή του, έσπαγαν τα τηλέφωνα διαμαρτυρόμενοι...
Σημαντική όμως ήταν και η μουσική συμβολή του σε διάφορες παραστάσεις, όπως στο αφιέρωμα στην επιθεώρηση Βίρα τις άγκυρες τουΕθνικού Θεάτρου το 1997, καθώς και ως συνθέτη στις ελληνικές ταινίες Ο τσαρλατάνος του Ερρίκου Θαλασσινούμε τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και Ο γυρολόγος του Πάνου Γλυκοφρύδη με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Με τον Νίκο Μουρατίδη κυκλοφόρησε τη σειρά δίσκων για παιδιά «Κλασική μουσική και αφήγηση» και τη σειρά «Οι λαοί και η μουσική τους», με μουσική από το Μεξικό και το Περού μέχρι τη Βραζιλία και την Αργεντινή. «Το μόνιμο αστείο που του έκανα», θυμάται ο Ν. Μουρατίδης, «για να τον αποφορτίσω από δύσκολες καταστάσεις και στιγμές νεύρων ήταν που του έλεγα: "Μη στεναχωριέσαι, Χριστιανέ μου, θα περάσει..." και μου απαντούσε: "Δεν είμαι Χριστιανός!", και σκάγαμε στα γέλια».
Η σύζυγός του Μαίρη και η κόρη του Πάολα μένουν στην Αθήνα, ενώ ο γιος του Ντάριο ζει και εργάζεται στην Ιταλία.
σχόλια