Ζωγράφισε τον Τσε Γκεβάρα, αντικαθιστώντας τον εμβληματικό μπερέ με πλατύγυρο καπέλο εν είδει φωτοστέφανου, τον Ιρλανδό επαναστάτη Μάικλ Κόλινς, την ψυχή της ιρλανδικής αντίστασης κατά των Βρετανών που σκοτώθηκε σε εμφύλια σύρραξη (το «γελαστό παιδί» του Μίκη Θεοδωράκη), ως οσιομάρτυρα, την Ουλρίκε Μάινχοφ, θρυλική περσόνα του γερμανικού αντάρτικου πόλεων, με αντρόγυνα χαρακτηριστικά και πύρινα μαλλιά, τον Μαχάτμα Γκάντι ως καλό ποιμένα.
Μόλις στα 16 του ο Νίκος Κούνδουρος μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών με ψευδές πιστοποιητικό. Είχε δάσκαλό του τον Γιάννη Μόραλη, χάρη στον οποίον ήρθε σε επαφή με τον μοντερνισμό και τα εικαστικά ρεύματα της εποχής του, αλλά ο ίδιος από πολύ νωρίς στράφηκε στη βυζαντινή τέχνη. Με τον σπουδαίο ζωγράφο, πάντως, τους συνέδεσε μεγάλη φιλία ζωής, αν και ο ίδιος αποφοίτησε το 1948 από το εργαστήρι του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου.
Καθώς επέλεξε τον κινηματογράφο, θα νόμιζε κανείς ότι η ζωγραφική υπήρξε πάρεργο γι' αυτόν και ότι η σχέση του με αυτήν ήταν ίσως επιπόλαια. Κι όμως, αυτή ήταν που καθόρισε τη σχέση του με τη μεγάλη οθόνη την οποία αποκαλούσε «ένα είδος θριαμβευτικής ζωγραφικής», και σε αυτήν κατέφευγε κάθε φορά που ολοκλήρωνε μία ταινία. «Στο ενδιάμεσο κάθε ταινίας έριχνα και δέκα ζωγραφιές, βρίσκοντας έτσι γαλήνη, γιατί η ζωγραφική είναι δουλειά ασκητική» έλεγε.
Στο προσωπικό του, καλλιτεχνικό και όχι μόνο, σύμπαν η κρητική του καταγωγή, παντρεμένη με την ελληνική παράδοση και την ορθόδοξη πίστη, αποτελούσε μια αδιάσπαστη ενότητα που ταυτιζόταν με τον Κόντογλου.
Το σύνολο του ζωγραφικού έργου του Νίκου Κούνδουρου περιέχει λάδια, βυζαντινότροπες εικόνες, σπουδαστικά σχέδια, πορτρέτα προσωπικών του ηρώων (το πρόσωπο του «Δράκου» το συνέλαβε κάνοντας σκίτσα πάνω σε μια χαρτοπετσέτα καφενείου), κινηματογραφικούς χώρους, σχεδιάσματα θεατρικών παραστάσεων, εξώφυλλα βιβλίων, σκίτσα επάνω σε σενάρια ανεκπλήρωτα, μακέτες κοστουμιών, η παλέτα του με την αυτοπροσωπογραφία του και τα προσχέδιά του για τη μνημειακή του τοιχογραφία για ένα ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου στην Κρήτη. Σημαντική θέση στο έργο του κατέχουν οι μακέτες της ταινίας «Μπάυρον: Η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου» με θέμα τις τελευταίες μέρες του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι. Η ταινία γυρίστηκε στην Κριμαία, κοντά σε μια μικρή λίμνη πνιγμένη στην ομίχλη. Ο Κούνδουρος σχεδίασε τα πάντα, σπίτια, κοστούμια, ήρωες. Εμπνεύστηκε ένα ποιητικό Μεσολόγγι μέσα στη σκοτεινιά της οθωμανικής προεπαναστατικής Ελλάδας, στήνοντας μια εγκατάσταση μνημειακών διαστάσεων σε ένα χωριό χαμένο μέσα στα πυκνά δάση της αρχαίας Ταυρίδας.
Η ζωγραφική του καλύπτει μια περίοδο 75 χρόνων, από τα πρωτόλεια σχέδια (ένα απ' όταν ήταν 15 χρονών, που δημοσιεύτηκε στη «Διάπλαση των παίδων» με την υπογραφή «Μιχαήλ Άγγελος») μέχρι τα τελευταία του σκιαγραφήματα με μολύβι, όπου ταυτίζεται με τον Οδυσσέα, αποτυπώνοντας τις περιπέτειες και τις επιτυχίες του. Για να αποδώσει τις ιδεαλιστικές προσωπογραφίες του χρησιμοποιούσε, τόσο στα θρησκευτικά όσο και στα κοσμικά του θέματα, το ίδιο σχεδόν μορφοπλαστικό λεξιλόγιο, δίνοντας έμφαση στους χαμηλούς χρωματικούς τόνους και στον τονισμό των γραμμικών αξιών, τυπικά στοιχεία της βυζαντινής ζωγραφικής, μαζί με νέα και περισσότερο προσωπικά χαρακτηριστικά. Σαφής αναφορά, διαχρονικά, ο Φώτης Κόντογλου.
Ο Κούνδουρος έζησε τη ζωή του υιοθετώντας ένα αυθεντικά κρητικό αντιφατικό πνεύμα. Ρωμιός, Βυζαντινός και Ευρωπαίος, αναχωρητής και κοσμικός ταυτόχρονα, την έκταση και τον πλούτο της φαντασίας του μπορούσε κανείς να τα διαπιστώσει στο ατελιέ του, που θύμιζε περισσότερο μοναστηριακό κελί. Η αφοσίωσή του στη λαϊκή παράδοση διατρανώνεται στην πεποίθησή του ότι μέσα σ' αυτήν επιβιώνουν αυθεντικά και ανόθευτα τα στοιχεία του ελληνισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι στο σπίτι του στην οδό Δικαιάρχου, στο Μετς, κυριαρχούσαν πέντε μετωπικές, ολόσωμες φιγούρες με τοπικές φορεσιές που ολοκληρώθηκαν τον καιρό της αυτοεξορίας του τα χρόνια της χούντας στο Παρίσι, στη Ρώμη, στη Γενεύη και στο Λονδίνο. Ζωγραφιές εκείνης της εποχής, μνήμες της πατρίδας που τον καταδίωκαν στους ξένους τόπους, οι οποίοι όμως δεν τον κέρδισαν, δεν τον «έκλεψαν» ποτέ από την Ελλάδα. Τίποτα δεν μαρτυρά κάτι τέτοιο στο ζωγραφικό έργο εκείνης της περιόδου, αντιθέτως επανέρχεται μια εμμονή σε οτιδήποτε ελληνικό. Συμπληρώνοντας το προσωπικό του συναξάρι, στους τοίχους του σπιτιού του δέσποζε μια εικονογραφία ξακουστών ηρώων της Ρωμιοσύνης και μορφές του Γένους. Στο προσωπικό του, καλλιτεχνικό και όχι μόνο, σύμπαν η κρητική του καταγωγή, παντρεμένη με την ελληνική παράδοση και την ορθόδοξη πίστη, αποτελούσε μια αδιάσπαστη ενότητα που ταυτιζόταν με τον Κόντογλου.
Σημαντικός σκηνοθέτης ενός κινηματογράφου ποιητικών αναζητήσεων, εκτός από τη βαθιά πίστη στην παράδοση του τόπου και στη λαϊκή τέχνη, τον καθόρισε και η ρήξη του με την εξουσία. «Δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, Εμφύλιος, πάλι δικτατορία, φυγή στην Ευρώπη, δεν θυμάμαι να κάθισα ποτέ κάπου και να είπα "εδώ θα ζήσω"» γράφει χαρακτηριστικά στον Θεοδωράκη. Την ένοπλη δράση του στον Λόχο των Σπουδαστών του ΕΑΜ την πλήρωσε με 4 χρόνια «θητείας», όπως αποκαλούσε την εξορία. Μαρτυρία της εποχής αποτελεί και ο «Άγιος Βέγγος» που, όπως και οι «στρατιώτες άγιοι» που φιλοτέχνησε εκείνο το διάστημα, είναι καμωμένος με στολή εργασίας του δεύτερου τάγματος της Μακρονήσου του 1951.
Επιχειρώντας να δώσει βυζαντινή μορφή στο θεμελιώδες αίτημα του ουμανισμού, οι μορφές του απηχούν τον αποτροπιασμό του για τη βία της εξουσίας και συμπληρώνουν το προσωπικό του μαρτυρολόγιο. Έτσι, δεν έπαψε ποτέ να επιστρέφει σ' αυτά τα αναλλοίωτα και αθώα φωτεινά πρόσωπα, παρά τα όπλα που κρατάνε. Άλλωστε, και η κάμερα, την οποία επέλεξε για τον εαυτό του, δεν είναι το δυνατότερο όπλο που διαθέτει ο σύγχρονος επαναστατημένος άνθρωπος;
Επιμέλεια έκθεσης: Γιώργος Μυλωνάς
σχόλια