Πρόσωπα της μυθολογίας για την έμπνευση. Πτυχώσεις για τις σκιές και τα σχήματα. Aνεπανάληπτοι συνδυασμοί δερμάτων και αέρινων υφασμάτων. Nτραπέ to die for. Κοψίματα και υπαινιγμοί αιχμηροί. Φίνα υλικά. Λατρεία για την Κρήτη, τουαλέτες που αποτύπωναν το ελληνικό φως, πλάσματα που για χάρη της δραπέτευαν από τα μουσεία, κοχύλια, άρπες (σαν αυτές που τις άρεσε να φορά στο λαιμό), κριάρια, λιοντάρια, φίδια, μέδουσες.
Αδιαμφισβήτητα η Σοφία Κοκοσαλάκη μετουσίωσε το αρχαιοελληνικό παρελθόν με τον πιο ενδιαφέροντα τρόπο, ύμνησε την ελληνική ιστορία, τους συμβολισμούς και τους ήρωές της προσθέτοντάς τους πινελιές αντισυμβατικότητας. Έκανε το σήμερα ομορφότερο κλείνοντας το μάτι στο χθες. Έδωσε στην ελληνική μόδα διεθνή υπόσταση. Οριοθέτησε την αρχαιολαγνεία. Και κυρίως φόρεσε στο παρελθόν σύγχρονα φορέματα χωρίς ποτέ να υποκύψει στο κιτς.
Αν υπάρχει, ωστόσο, κάτι που έκανε καλύτερα από όλους αυτή η χαρισματική γυναίκα με την κοριτσίστικη ψυχή που νικήθηκε από τον καρκίνο στα 47 της χρόνια ήταν που έφτιαξε έναν αθώο, ονειρικό κόσμο με τα αγαπημένα της πλάσματα και μας κάλεσε να τον μοιραστούμε. Όχι για πολύ. Για όσο κράτησε η νεανική της λαχτάρα. Για όσο άντεξε η ευγενική της φυσιογνωμία τον αδυσώπητο κόσμο της υψηλής ραπτικής.
Αφόρητα ταλαντούχα, αλλά ποτέ αμετροεπής, δημιουργική, αλλά ποτέ αχόρταγη. Τα μάτια της είχαν μια σεμνότητα, μια γλύκα και μια παιδική πονηριά. Η αγαπημένη της μυρωδιά ήταν το θυμάρι και η εικόνα που συχνότερα νοσταλγούσε ήταν να φτιάχνει στεφάνια λουλουδιών με παπαρούνες τις Πρωτομαγιές.
Εσωστρεφής για τους πολλούς, χαρά θεού για τους δικούς της και γενναιόδωρη με όλους, η Σοφία Κοκοσαλάκη ήταν πιο ροκ από αυτό που έδειχναν τα φορέματά της. Αφόρητα ταλαντούχα, αλλά ποτέ αμετροεπής, δημιουργική, αλλά ποτέ αχόρταγη. Τα μάτια της είχαν μια σεμνότητα, μια γλύκα και μια παιδική πονηριά. Η αγαπημένη της μυρωδιά ήταν το θυμάρι και η εικόνα που συχνότερα νοσταλγούσε ήταν να φτιάχνει στεφάνια λουλουδιών με παπαρούνες τις Πρωτομαγιές. Η μνήμη που την συντρόφευε πάντα ήταν οι βόλτες με τον πατέρα της στη θάλασσα. Τα όνειρα που έβλεπε τα βράδια σπανίως τα θυμόταν την επομένη.
Στην κόρη της έδωσε το όνομα της μητέρας της, Στέλλα. Με τα αντικείμενα δεν δενόταν αλλά τις φωτογραφίες της μικρής και το πρώτο της φόρεμα δεν θα τα έδινε για κανέναν λόγο. Γοητευόταν από το χειροποίητο και το αυθεντικό. Η διάθεσή της άνθιζε όταν συναντούσε καλό τεχνίτη και για να το καταφέρει ταξίδευε ως την άλλη άκρη του κόσμου. Η πιο συχνή της αμαρτία ήταν που έτρωγε κι έπινε συγχρόνως. Η τελευταία της εμμονή ήταν το Instagram. Ενώ, όταν της ζητούσες να περιγράψει τον εαυτό της χρησιμοποιούσε πέντε λέξεις: «Ευτυχισμένη, δυνατή, αστεία, θετική, Ελληνίδα».
Και κοίτα να δεις! Για όλα μας έπεισε αρκετά νωρίς. Η Κοκοσαλάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972 και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Στην αρχή δεν με ενδιέφερε πολύ η μόδα. Μεγάλωσα σε άσχετο περιβάλλον. Δεν ήξερα ότι μπορούσα να ανταγωνιστώ τους ανθρώπους με τα ρούχα. Ώσπου μια μέρα συνάντησα μια κοπέλα που φορούσε ένα δροσερό ροζ τοπ κι ένα τζιν, ενώ, εγώ ήμουν ντυμένη με ένα φόρεμα με γιακαδάκι δαντελένιο. Κοτλέ. Καφέ φόρεμα. Κάντε το λίγο εικόνα αυτό! Καθόμουν στη γωνιά μου με κάτι φρικτά παπούτσια κι έμοιαζα με κοριτσάκι του κατηχητικού. Από εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη δύναμη των ρούχων» εξομολογήθηκε σε μια συνέντευξη στην Telegraph το 2012. Το περιστατικό συνέβη στο Λονδίνο όπου η έφηβη Σοφία ανακάλυπτε καταστήματα σαν τα Next και τα Benetton που δεν υπήρχαν στην Αθήνα.
Επιστρέφοντας έχει ήδη κολλήσει το μικρόβιο. «Ευτυχώς είχε προηγηθεί ο Martin Margiela που από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αποδομούσε τη μόδα κι έτσι μπορούσα κι εγώ στα 16 να πειραματιστώ. Άρχισα, λοιπόν, να κόβω ό,τι ρούχα έβρισκα – συμπεριλαμβανομένου του γαμήλιου κοστουμιού του πατέρα μου. Ήθελα να δω τι συμβαίνει μέσα σε ένα σακάκι».
Το 1996, πατώντας στα μονοπάτια του ειδώλου της Τζον Γκαλιάνο, έγινε δεκτή στο κορυφαίο Central Saint Martins College of Art and Design του Λονδίνου από όπου αποφοίτησε το 1998. «Όταν έμαθα ότι με αποδέχτηκαν στο συγκεκριμένο κολέγιο, νόμιζα ότι ήταν το καλύτερο πράγμα που είχε συμβεί στη ζωή μου. Μπήκα σε ένα μπαρ και ήπια τρεις μπίρες μόνη μου. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν είχα καταστρώσει τίποτα φοβερά πλάνα, αλλά ήταν συναρπαστικό να τριγυρίζω νέα στο Λονδίνο». Από εκείνη τη χρονιά και μετά άρχισε να διαφαίνεται στα σχέδιά της αυτή η αδιόρατη γραμμή που για πάντα θα την έδενε με τον τόπο καταγωγής της.
Σχεδόν 15 χρόνια μετά το εφηβικό ταξίδι στην Αγγλία, το Λονδίνο παραδίνεται στο ταλέντο της και μετατρέπεται σε πεδίο δόξας της. Δεν περνά ένας χρόνος από την αποφοίτησή της από το φημισμένο κολέγιο και παρουσιάζει στην εβδομάδα μόδας της βρετανικής πρωτεύουσας την πρώτη της συλλογή γυναικείων ενδυμάτων. Την επόμενη χρονιά προσλαμβάνεται στον εμβληματικό ιταλικό οίκο δερματίνων Ruffo Research και το 2000 το τηλέφωνό της χτυπά από τη βρετανική Vogue καθώς την αναζητούν για να της κάνουν το πρώτο της προφίλ.
Οι Sunday Times επίσης την περιποιούνται με ένα μεγαλοπρεπές εξώφυλλο στο ένθετο μόδας τους, οι μεγάλοι οίκοι την πολιορκούν. Η αγορά βοά ότι κάπου εκεί στη South Molton Street του Λονδίνου μια πιτσιρίκα, ξανθούλα και ντροπαλή που τρελαινόταν να βολτάρει στα μουσεία, προβάρει το στέμμα της βασίλισσας του «Grecian Chic» και μεθοδεύει τρόπους για να «επιβάλει» στη βιομηχανία της μόδας τη σαρωτική επιστροφή του αρχαιοελληνικού στιλ στις πασαρέλες.
Επόμενη στάση: βραβεύσεις. Το 2002 η Αθήνα τής εμπιστεύεται τα κοστούμια των Ολυμπιακών Αγώνων, το Elle την ανακηρύσσει Σχεδιάστρια της Χρονιάς, ενώ, στα χέρια της καταλήγουν τα Art Foundation Award for Fashion και New Generation Designer (2003). Η απόφασή της το 2005 να δείξει κολεξιόν της στο Παρίσι επηρέασε καθοριστικά το επόμενό της βήμα καθώς γυαλίζει στους Γάλλους που την επιλέγουν για διάδοχο της Μαντλέν Βιονέ, στον ομώνυμο οίκο. Πόσο έξυπνη πρωτοβουλία να τοποθετήσεις μια συνεπαρμένη από τον μινωικό πολιτισμό Ελληνίδα στην καλλιτεχνική διεύθυνση ενός οίκου ταυτισμένου με τους πολιτισμούς της αρχαιότητας; Και πόσο ταιριαστή στην προσωπικότητα της Κοκοσαλάκη η Βιονέ, αυτή η δαιμόνια γυναίκα της γαλλικής μόδας που όσο η χώρα της βασανιζόταν από τον Μεσοπόλεμο εκείνη έκανε πειράματα με αρχαιοελληνική καταγωγή;
Το 2004 υπήρξε καθοριστική χρονιά για την καριέρα της, αφού της ανατέθηκε ο σχεδιασμός των κοστουμιών για τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Παρασκευή και 13 (Αυγούστου) φόρεσε την επιβλητική γαλάζια φούστα στην Björk και χιλιάδες μέτρα υφάσματος πλημμύρισαν το στάδιο, καλύπτοντας τους αθλητές. Οι άνθρωποι που έζησαν τη σεμνή κι αεικίνητη Σοφία στον πυρετό της προετοιμασίας δεν ξεχνούν τη μανία της με την λεπτομέρεια, το γεγονός ότι μισό λεπτό πριν ξεκινήσει η τελετή διόρθωνε γονατιστή και το τελευταίο ρούχο.
Την επομένη το πρωί ο πλανήτης παραληρούσε και η καλλιτεχνική αφρόκρεμα (αποτελούμενη από τις μελλοντικές της θαυμάστριες Τίλντα Σουίντον, Πενέλοπε Κρουζ, Γκουίνεθ Πάλτροου, Κριστίνα Ρίτσι, Κέιτ Χάντσον, Νταϊάν Κρούγκερ, Κλοέ Σεβινί, Κίρστεν Ντανστ, Κάμερον Ντίαζ) έτρεχε να μάθει πώς προφέρεται το όνομά της και πού βρίσκεται το ατελιέ της.
Κολεξιόν για τον δικό της οίκο, κοστούμια για την τραγωδία «Αντιγόνη» του Ευριπίδη που ανέβασε το 2005 η Ειρήνη Παπά στο αρχαίο θέατρο των Συρακουσών, συνεργασίες με Topshop, Assos, Diesel, Linda Farrow, συνεργασία με την Aegean και τον Αστέρα και φυσικά η πρόταση από τη Natalie Massenet, αφεντικό του netaporter.com, η οποία της ζήτησε να σχεδιάζει τα νυφικά φορέματα του κολοσσού, είναι μόλις μερικά από τα project των τελευταίων ετών.
«Πάντα η θηλυκότητα που έβγαζα στη δουλειά μου είχε κάτι το σκληρό. Χωρίς όμως να είναι θηλυκότητα φορτισμένη με στοιχεία επιβολής και χειραγώγησης. Η εμφανής θηλυκότητα που υπάρχει βέβαια στα φορέματα με πτυχώσεις και στυλ Grecian πάντα πούλαγε περισσότερο και αυτά μου ζητάνε συνήθως στις ειδικές παραγγελίες» έλεγε μόλις πέρυσι σε συνέντευξή της στην Έφη Φαλίδα για την εφημερίδα «Τα Νέα». «Ποτέ δεν ήμουν άψογα ρομαντική και γλυκανάλατη στη δουλειά μου. Αλλά είμαι γεμάτη αντιθέσεις. Οι φίλοι μου λένε συνέχεια ότι είμαι συντηρητική στη συμπεριφορά μου αλλά με προωθημένη αντίληψη. Και στη ζωή μου το ίδιο συμβαίνει: δεν παντρεύτηκα ποτέ, αλλά φτιάχνω νυφικά.
Σιχαίνομαι τον γάμο και τους δεσμούς, αλλά πάντα είχα σχέσεις. Έφυγα από την Ελλάδα εδώ και είκοσι χρόνια, αλλά επιστρέφω διαρκώς και σε πολύ τακτά διαστήματα. Το ντύσιμό μου δεν είναι μοναστικό, αλλά κάπως σέξι χάρη στις λεπτομέρειες από το ανδρικό ύφος. Αυτή τη θηλυκότητα εννοώ ότι περνώ και στη δουλειά μου, με ενδείξεις βεβαιότητας και αυτοπεποίθησης».
Διακριτικά και ήσυχα, τα τελευταία χρόνια, όλο και απομακρυνόταν από τον πολύβουο κόσμο της υψηλής ραπτικής. Δεν έκανε πια πολλά ντεφιλέ, δεν άντεχε τη φρενίτιδα των επιδείξεων, το ναρκισσισμό της προετοιμασίας, τον τρόπο που η βιομηχανία απαξίωνε τα μοντέλα, την ευκολία με την οποία οι συνάδελφοί της βαφτίζονταν Μεσσίες. Αποδεχόταν πια τις προτάσεις έπειτα από μακρά σκέψη, αφιέρωνε τον περισσότερο χρόνο στην λατρεμένη της Στέλλα και τα χέρια της έπιαναν μολύβια για να σχεδιάσουν δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, περίτεχνα βραχιόλια. «Τα φοράω όλη την ώρα!» έλεγε πανευτυχής το 2012 στην βρετανική Vogue, μιλώντας για τις δημιουργίες της. «Άλλωστε είναι σχεδόν πάντα τόσο μαύρο το ντύσιμό μου, που είναι πάντοτε ευπρόσδεκτο ένα τράνταγμα φωτεινότητας».
Πριν από έναν μήνα, στον λογαριασμό της στο Ιnstagram ανέβηκε ένα ακόμα χρυσό κόσμημα με τίτλο MaIden Medus. Με την άγρια ματιά ενός μυθολογικού τέρατος η Σοφία Κοκοσαλάκη «αποχαιρέτησε» τους χιλιάδες φίλους της που χθες συντετριμμένοι άφηναν κάτω από ένα ζευγάρι σκουλαρίκια την πικρία ενός τόσο απρόσμενου και άδικου αποχωρισμού. Τα τελευταία χρόνια έδειχνε να τη συνεπαίρνει όσο τίποτε το κόσμημα. Βιαζόταν να χαρίσει στις γυναίκες διαχρονικά, καλαίσθητα, μικρά έργα τέχνης που πήραν μορφή στα χέρια της. Ποιος ξέρει; Ίσως κάτι να την έσπρωχνε σε ό,τι μπορεί να κρατήσει για πάντα. Κι εμείς λοιπόν, Σοφία, σου υποσχόμαστε πως μαζί με αυτά θα σε θυμόμαστε πάντα όπως εσύ ήθελες: «Ευτυχισμένη, δυνατή, αστεία, θετική, Ελληνίδα».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.M a I d e n M e d u s a @matchesfashion #sophiakokosalakijewelry