«Η αλήθεια είναι ότι δεν με πίστευαν, τότε μικρός, όταν έλεγα για το πλοίο, για τα μέρη που είχα πάει. Θυμάμαι στο σχολείο, που έγραφα και καλές εκθέσεις, πήγαινε η μητέρα μου να πάρει τους βαθμούς και της έλεγε η δασκάλα «πάρα πολύ καλό παιδί ο Γεράσιμος και έχει και μεγάλη φαντασία» και η μητέρα μου εξηγούσε ότι είμαι παιδί ναυτικού, ότι όντως είχα επισκεφθεί το Αλέρτ, το βορειότερο μέρος της γης, ότι έτσι έχουν τα πράγματα, όπως τα περιγράφω, και δώστου κουβάλαγε φωτογραφίες για να τους πείσει.
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα μέσα στο Love Boat. Από 18 μηνών ταξίδευα με το πλοίο, ζούσαμε μέσα στο βαπόρι, με σεφ τον πατέρα μου. Γυρίσαμε όλο τον κόσμο, πηγαίναμε 6 μήνες Αμερική, Βόρεια Ευρώπη, Βόρειο Πόλο και 6 μήνες Νότια Ευρώπη, Μεσόγειο και Αφρική.
Ήταν πάντως δύσκολα, ξεκίναγε ο μπουφές από τα χαράματα, μετά είχε δεύτερο μπουφέ στις 9 το πρωί, το βράδυ δύο τραπεζαρίες και μετά, στη μία πάλι, τη νύχτα, μπουφέ. Δεν σταμάταγε ποτέ η κουζίνα.
Του πατέρα μου του άρεσε η μαγειρική, διάβαζε πολύ, μελετούσε, έχει γράψει βιβλία μαγειρικής, το αγαπούσε. Ήταν δάσκαλος στη δουλειά του. Ξεκίνησε από τα βαπόρια του Τυπάλδου. Εκεί γνώρισε και τη μητέρα μου. Η μάνα μου είχε σπουδάσει νοσηλευτική και εργαζόταν ως νοσηλεύτρια, στο ίδιο πλοίο ήταν μάλιστα και ο Καββαδίας ασυρματιστής.
Γέννημα θρέμμα Πασαλιμανιώτης ήταν ο πατέρας μου, με καταγωγή από τη Κεφαλονιά. Ήταν από φτωχή οικογένεια και αναγκάστηκε να μπει από μικρός στα καράβια, στην αρχή ως βοηθός μάγειρα. Είχε μάθει να μαγειρεύει από τη γιαγιά μου – μεγάλη μαγείρισσα. Δύσκολη δουλειά, βέβαια, στα κρουαζιερόπλοια όχι τόσο όσο είναι στα φορτηγά πλοία, αλλά η θάλασσα πλήρωνε καλά.
Εμένα με είχαν σαν μασκότ, με τη Βίκι (Jill Whelan), την κόρη του καπετάνιου, την Τζούλι, την ξεναγό (Lauren Tewes), τον καπετάνιο, με κυνηγούσαν, ο Μάκης από δω, ο Μακης από κει. Θυμάμαι η Τζουλι μου έφερνε κάτι ταψάκια με ποπ κορν, δεν υπήρχαν τότε εδώ αυτά, και τρελαινόμουν. «Μάκη αυτά για σένα» μου έλεγε. Ήμουν πιτσιρίκος στο καράβι και όλα με εντυπωσίαζαν, κυκλοφορούσα με μία γραβάτα, είχα ερωτευτεί και μία χορεύτρια...
Όταν έφτασα σε ηλικία για να πάω σχολείο, ερχόμασταν στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη. Τα Χριστούγεννα ξαναφεύγαμε. Όποτε το πλοίο ήταν Ευρώπη, έπιανε λιμάνι στο Ρότερνταμ και πηγαίναμε εκεί. Το καλοκαίρι κατά κανόνα βρίσκαμε το βαπόρι στην Αμερική και για τρεις μήνες ταξιδεύαμε.
Στα γυρίσματα, δεν υπήρχε άλλος κόσμος στο καράβι, μόνο οι ηθοποιοί και τα συνεργεία και καμιά φορά έφερναν και τις οικογένειές τους. Μεγάλο καράβι για την εποχή του, χώραγε 2.500 επιβάτες.
Τα μενού ήταν όλα κανονισμένα από πριν, και η αλήθεια είναι ότι ένας ηθοποιός (Ted Lange) που έπαιζε τον μπάρμαν είχε ιδιαίτερες προτιμήσεις, ποτέ δεν του άρεσε το μενού της παραγωγής και ζητούσε τα δικά του. Τον τρέλαινε τον πατέρα μου, στο τέλος όμως τα βρίσκανε.
Ήταν πάντως δύσκολα, ξεκίναγε ο μπουφές από τα χαράματα, μετά είχε δεύτερο μπουφέ στις 9 το πρωί, το βράδυ δύο τραπεζαρίες και μετά, στη μία πάλι, τη νύχτα, μπουφέ. Δεν σταμάταγε ποτέ η κουζίνα. Είχε 76 άτομα προσωπικό, 72 μαγείρους και 4 ζαχαροπλάστες, και εγώ είχα ένα αυτοκινητάκι ηλεκτρικό και γύρναγα όλη μέρα στη κουζίνα.
Τα περισσότερα επεισόδια γυρίζονταν όταν το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, τρεις-τέσσερις φορές αλλάζαμε και λιμάνι, αυτό που βλέπαμε δηλαδή να μπαινοβγαίνει κόσμος ήταν όντως σε κάποια αποβάθρα. Συνήθως τα γυρίσματα ήταν σε Αμερική και Καραϊβική, είχαμε έρθει και Μεσόγειο, είχαμε πάει Ρόδο, Κρήτη, Κουσάντασι.
Το πλοίο είχε 3 πισίνες, δυο θέατρα, δυο κινηματογράφους, εστιατόρια. Τώρα βέβαια τα κρουαζιερόπλοια έχουν εκσυγχρονιστεί, τότε όμως ήταν από τα λίγα που υπήρχαν. Οι ηθοποιοί γύριζαν τα επεισόδια, 5-6 ώρες κρατούσαν τα γυρίσματα, και μετά έκαναν διακοπές με τις οικογένειες τους.
Στον πατέρα μου δεν έκανε εντύπωση το σκηνικό με τα γυρίσματα του Love Boat γιατί έτσι κι αλλιώς οι πελάτες του κρουαζιερόπλοιου ήταν οικονομικά εύποροι Αμερικανοί, ηθοποιοί, οπότε είχε συνηθίσει. Μετά, να σου πω την αλήθεια, ήταν και κουραστικό, γιατί ξέφευγε από τον τρόπο που δούλευε, είχε να κάνει διαφορετικά φαγητά για 15 μέρες, και να ακολουθήσει το μενού που είχε προκαθορίσει η παραγωγή.
Στην Ελλάδα κάποια στιγμή σταμάτησαν να προβάλλουν νέα επεισόδια (σ.σ. Το Πλοίο της Αγάπης [The Love Boat] προβλήθηκε από το 1977 έως το 1986 στην ΕΡΤ), ο πατέρας μου συνέχισε ως σεφ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80. Σταμάτησε το 1988-1989, ήταν δηλαδή στην Πριγκίπισσα του Ειρηνικού (σ.σ. η ονομασία του πλοίου όπου γίνονταν τα γυρίσματα ως Love Boat) γύρω στα 12-13 χρόνια. Είχε μία περιπέτεια υγείας και αναγκάστηκε να σταματήσει.
Όταν του έλεγα ότι θα γίνω ναυτικός, δεν ήθελε με τίποτα, μου έλεγε πρώτα θα κλείσω τα μάτια μου και μετά θα γίνεις. Μην βλέπεις τώρα, τότε ήταν δύσκολα, δεν μπορούσες να έχεις επικοινωνία, φαντάσου κάναμε 15 μέρες να περάσουμε τον Ατλαντικό. Τώρα υπάρχουν δορυφόροι, τηλέφωνα, αλλά τότε... Ακόμα θυμάμαι την αγωνία της μητέρας μου.
Εκείνη την εποχή, όταν βγήκε στη στεριά, άρχισε να δουλεύει σε εστιατόρια, ήταν ο πρώτος σεφ στην Ιθάκη, άνοιξε εστιατόριο στην Ιεράπετρα της Κρήτης, έγραφε και κάθε Τετάρτη στην εφημερίδα «24 ώρες» συνταγές και μενού.
Το σήμα κατατεθέν του ήταν ο μουσακάς αλα ρομάνα, που ήταν ιδιαίτερος και δεν μπορούσε να τον πετύχει κανείς. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να γράψει τα απομνημονεύματα του. Πέθανε το 1999 ξαφνικά, αρρώστησε και έφυγε μέσα σε ενάμιση μήνα. Ήταν 70 χρονών, δραστήριος πολύ, είχαμε ανοίξει και ένα εστιατόριο στην Κεφαλονιά...
Έζησα όμως εξαιτίας του ένα πραγματικά καταπληκτικό παραμύθι».
σχόλια