Ο Στέλιος Παρλιάρος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO Facebook Twitter
Ένα από τα πιο αγαπημένα μου, που είναι καταγραμμένο ως μια μαγική παιδική ανάμνηση, ήταν το προφιτερόλ του Inci στο Μπέγιογλου. Όλα αυτά τα χρόνια η γεύση του έχει μείνει αναλλοίωτη στη μνήμη μου, αξεπέραστη.

Ο Στέλιος Παρλιάρος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

0

Μεγαλώνοντας στην Κωνσταντινούπολη, δεν ένιωθα ότι μεγάλωνα σε ξένη χώρα. Τα Ταταύλα, παρόλο που ήταν λίγα μόλις χιλιόμετρα από την πλατεία Ταξίμ, ήταν μια ελληνοκρατούμενη περιοχή. Η γειτονιά μιλούσε ελληνικά, στο σπίτι μιλούσαμε ελληνικά, πήγαινα σε ελληνικό δημοτικό και τα καλοκαίρια τα περνούσαμε στο νησί «Αντιγόνη», το δεύτερο από τα Πριγκιπόννησα.

Εκεί, στην περιοχή του Μοναστηριού όπου ανήκε στο Πατριαρχείο, άκουγες μόνο ελληνικά. Ο πατέρας μου ποτέ δεν μου καλλιέργησε το αίσθημα του φόβου απέναντι στους Τούρκους, αντιθέτως λάτρευε την Πόλη, η οποία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '60 στηριζόταν στον ελληνισμό.

• Χαιρόμουν να βλέπω τη μητέρα μου να μαγειρεύει, ανακατευόμουν στην κουζίνα και κάθε μέρα υπήρχαν στο τραπέζι τρία διαφορετικά φαγητά, και οπωσδήποτε ένα γλυκό. Ο πατέρας μου ήταν τρομερά γλυκατζής κι έφερνε και άλλα, έτοιμα απ' έξω, τα οποία έτρωγε κρυφά γιατί είχε ζάχαρο. Ένα από τα πιο αγαπημένα μου, που είναι καταγραμμένο ως μια μαγική παιδική ανάμνηση, ήταν το προφιτερόλ του Inci στο Μπέγιογλου. Όλα αυτά τα χρόνια η γεύση του έχει μείνει αναλλοίωτη στη μνήμη μου, αξεπέραστη.

Στην Αθήνα παρακολουθούσα ένα νυχτερινό σχολείο όπου μάθαινες και μία τέχνη. Ένας οικογενειακός φίλος με πήγε να δουλέψω στο εργοστάσιο του Παπασπύρου. Εκεί έμεινα εννέα μήνες, όπου κάθε μέρα έκανα το ίδιο πράγμα: συναρμολογούσα το παντεσπάνι για τούρτες. Μετά, ο ίδιος με έστειλε να δώσω εξετάσεις για α' βοηθός ζαχαροπλάστη στο Χίλτον. Με πήραν, και χάρη στην τελευταία γενιά Αιγυπτιωτών ζαχαροπλαστών έμαθα τα πάντα. Μπήκα το 1977, έμεινα δύο χρόνια, και αποτέλεσε το «πανεπιστήμιό» μου.

• Στο σχολείο κάθε χρόνο έμενα μετεξεταστέος στα τουρκικά κι όταν στη Γ' Δημοτικού εξαιτίας τους έμεινα στην ίδια τάξη, οι γονείς μου αποφάσισαν να με στείλουν στην Ελλάδα. Επιτέλους, θα πραγματοποιούνταν το όνειρό μου, να ζήσω στην πατρίδα. Έφτασα στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1969 κι έμεινα στις θείες μου. Το πρώτο που θυμάμαι ότι με ενθουσίασε ήταν η Ομόνοια με το σιντριβάνι και τις κυλιόμενες σκάλες της. Κατά τ' άλλα, η Αθήνα, σε σχέση με την Κωνσταντινούπολη, ήταν ακόμα φτωχική και λιγότερο εξελιγμένη.

• Μέχρι τα 17 πηγαινοερχόμουν στην Κωνσταντινούπολη. Γιορτές και καλοκαίρια τα περνούσα εκεί. Τότε ήταν που έμαθα τουρκικά και απέκτησα Τούρκους φίλους. Άρχισα να κατεβαίνω στο κέντρο μόνος και να έρχομαι σε επαφή με τις μυρωδιές και την κουλτούρα της Πόλης, που τη λάτρεψα. Για πρώτη φορά την ανακάλυπτα όπως ακριβώς ανακάλυπτα και την Αθήνα, η οποία τη δεκαετία του '70 ήταν καταπληκτική και την αγάπησα, επίσης. Ως έφηβος απολάμβανα την απόλυτη ελευθερία που, άλλωστε, και οι γονείς μού πρόσφεραν απλόχερα.

• Αν και μου άρεσε η αρχιτεκτονική, οι επιδόσεις μου στο γυμνάσιο δεν ήταν για να μπω στο πανεπιστήμιο. Αντιθέτως, τρελαινόμουν για δημιουργία και αισθητική. Μου άρεσε να ζωγραφίζω και να φτιάχνω πράγματα. Παρακολουθούσα ένα νυχτερινό σχολείο όπου μάθαινες και μία τέχνη. Καθώς ήθελα όμως να απασχολούμαι με κάτι τα πρωινά, ένας οικογενειακός φίλος με πήγε να δουλέψω στο εργοστάσιο του Παπασπύρου. Εκεί έμεινα εννέα μήνες, όπου κάθε μέρα έκανα το ίδιο πράγμα: συναρμολογούσα το παντεσπάνι για τούρτες. Μετά, ο ίδιος με έστειλε να δώσω εξετάσεις για α' βοηθός ζαχαροπλάστη στο Χίλτον. Με πήραν, και χάρη στην τελευταία γενιά Αιγυπτιωτών ζαχαροπλαστών έμαθα τα πάντα. Μπήκα το 1977, έμεινα δύο χρόνια, και αποτέλεσε το «πανεπιστήμιό» μου.

• Η πίεση ήταν κάτι το τρομερό. Δεν υπήρχε «δεν προλαβαίνω, δεν μπορώ». Γι' αυτό έμαθα στην ταχύτητα και την οργάνωση. Ήταν η εποχή των μεγάλων ξενοδοχείων, όπου διεθνώς εξελισσόταν η γαστρονομία. Είχα μια απίστευτη δίψα να μάθω, να αποκτήσω εμπειρίες. Η πιο μαγική στιγμή ήταν όταν έμενα μόνος στη νυχτερινή βάρδια και προσπαθούσα να πειραματιστώ.

  

•Ο πατέρας μου, που είχε εμπορικό μυαλό, επέμενε να ανοίξω δικό μου μαγαζί. Έτσι, με την οικονομική του βοήθεια και το θράσος της νιότης, άρχισα το '81 να ψάχνω κατάστημα στο Κολωνάκι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή το είχα μόνο ακουστά. Βρήκα ένα υπόγειο στην Αναγνωστοπούλου που ανήκε στην τραγουδίστρια Βέη και ήταν κομμωτήριο. Το έκανα κατάλευκο, με άσπρα ράφια, ένα ψυγείο, ροζ κουτιά και πάνινη κορδέλα.

Δεν ήταν ότι το είδα κάπου – δεν μου αρέσει να αντιγράφω. Εξάλλου, δεν είχε αρχίσει ακόμα η μόδα του μινιμαλισμού. Από ένστικτο μου βγήκε. Αλλά δεν διέφερε μόνο αισθητικά από τα άλλα ζαχαροπλαστεία της Αθήνας, πρόσεξα και την ποιότητα των γλυκών, που αναγκαστικά ήταν και ακριβότερα. Η επιτυχία ήταν ακαριαία. Τα ταρτάκια, που με έκαναν γνωστό, είχαν φρέσκα φρούτα και την καλύτερη κρέμα με χαμηλά λιπαρά. Τα έφερνα από το εργαστήριο με ταξί και έφευγαν με το που κατέβαινα.

Ο Στέλιος Παρλιάρος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO Facebook Twitter
Βάζω πάντα μια γεύση Ανατολής στα γλυκά μου, όπως και στην αισθητική μου. Η Ελλάδα έχει έτσι κι αλλιώς μια γεύση Ανατολής.

• Άρχισαν οι προτάσεις για franchise κι εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα. Παράλληλα, άνοιξα το μεγάλο μαγαζί στη Σέκερη, έναν πολυχώρο που δεν ήταν απλώς ζαχαροπλαστείο, αλλά φιλοξενούσε από επιδείξεις μόδας μέχρι εκθέσεις τέχνης. Δεν το δέχτηκαν οι Αθηναίοι, ότι ένα παιδί από το υπόγειο έφτασε να ανοίξει ένα τέτοιο μαγαζί. Τα επόμενα δέκα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, οικονομικά, για μένα. Εν τω μεταξύ, κι αφού πρώτα ήρθε η μητέρα μου, φέραμε τον πατέρα μου με το ζόρι. Δεν του άρεσε τίποτα, έπαθε κατάθλιψη και λίγο καιρό μετά πέθανε.

• Απέκτησα συνεργάτες, ανοίξαμε μια αλυσίδα από ζαχαροπλαστεία, αλλά τελικά το 1993 εγκατέλειψα την επιχείρηση. Έμεινα για πρώτη φορά άνεργος, αλλά ήμουν πια ανεξάρτητος. Πέρασα ένα διάστημα μόνος και ξανάπιασα το νήμα από την αρχή, με φρέσκο πνεύμα και συνεργάτη μια νέα γυναίκα. Αυτό κράτησε μέχρι το 2004.

• Όλα εκείνα τα χρόνια συνταγογραφούσα στο «Gourmet» της «Ελευθεροτυπίας» και μετά, το '96, στην «Καθημερινή», στον «Γαστρονόμο». Τότε προστέθηκε και η τηλεόραση. Είμαι της φιλοσοφίας ότι αν δεν μοιραστείς, δεν εισπράττεις. Γι' αυτό και οι Γάλλοι έχουν την παράδοση που έχουν. Ένας καταξιωμένος ζαχαροπλάστης που τον βραβεύει το κράτος ταξιδεύει σε όλη τη χώρα, στους μεγαλύτερους ζαχαροπλάστες, για να εκπαιδευτεί. Δεν έχω να κρύψω τίποτα. Πρέπει να μοιράζομαι για να έχω το περιθώριο να μάθω κι άλλα πράγματα. Από τους μαθητές μου στα σεμινάρια που κάνω μαθαίνω νέα πράγματα – από μια ερώτηση που θα μου κάνουν, έναν πειραματισμό που θα μου ζητήσουν.

• Βάζω πάντα μια γεύση Ανατολής στα γλυκά μου, όπως και στην αισθητική μου. Η Ελλάδα έχει έτσι κι αλλιώς μια γεύση Ανατολής. Με έχουν ταυτίσει με τη σοκολάτα, αν και μου αρέσουν όλα τα γλυκά. Η σοκολάτα έχει εξελιχθεί πάρα πολύ στην εποχή μας. Είναι εθισμός που μεγαλώνει, όσο πιο πικρή είναι η γεύση της. Δεν έχει σημασία η προέλευσή της αλλά πώς την εκμεταλλεύεται μια βιομηχανία. Σήμερα ανήκει σε ένα διεθνές χρηματιστήριο που βρίσκεται στο Λονδίνο και στην Ολλανδία. Η γαλλική Valrhona είναι η μόνη που την προμηθεύεται κατευθείαν από τους παραγωγούς και απαιτεί να τη χρησιμοποιούν οι καλύτεροι σεφ του κόσμου. Έχω την τιμή να με συμπεριλαμβάνει σε αυτούς.

• Όταν αποφάσισα να ανοίξω το μαγαζί της Κηφισιάς ζήτησα από τον αρχιτέκτονα Στέλιο Κόη να δημιουργήσει έναν χώρο σκοτεινό, θεατρικό, να έχει την πατίνα του χρόνου. Το μίνιμαλ είχε τελειώσει για μένα. Το ένστικτό μου βγήκε σωστό και αναγνωρίστηκε διεθνώς. Οι πελάτες μου των τριάντα χρόνων δέχονται καθετί νέο έχω να προτείνω.

• Η ζωή είναι πολύ γλυκιά, κι αν καμιά φορά γίνεται πικρή, δεν πειράζει. Πάλι θα γίνει γλυκιά.

Οι Αθηναίοι
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Οι Αθηναίοι / Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Η συνιδρύτρια και διευθύντρια της Black Light και συνδημιουργός της σειράς podcast της LiFO «Ζούμε ρε» δραστηριοποιείται ώστε οι ΑμεΑ να διαθέτουν ίσες ευκαιρίες και απεριόριστη πρόσβαση, δίχως στιγματισμούς και διακρίσεις. Και είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Lorenzo

Οι Αθηναίοι / Lorenzo: «Η techno σκηνή έχει γίνει χρηματιστήριο»

Γνώρισε την techno στη Φρανκφούρτη των αρχών των ‘90s. Ερχόμενος στην Αθήνα, όσο έβλεπε ότι ο κόσμος σοκαριζόταν με τις εμφανίσεις του, τόσο περισσότερο του άρεσε να προκαλεί. Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ελισάβετ Κοτζιά

Οι Αθηναίοι / «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»

Η Αθηναία της εβδομάδας Ελισάβετ Κοτζιά γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου. Τη ρωτήσαμε γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό, και δεν πιστεύει πως για το ζήτημα αυτό υπάρχουν απλές απαντήσεις.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, που πέθανε σαν σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατιάνα Μπαλανίκα

Οι Αθηναίοι / Κατιάνα Μπαλανίκα: «Μέσα μου είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι»

Η ηθοποιός που αγαπήθηκε για τους κωμικούς της ρόλους έκανε μόνο δράμα στη σχολή. Θα ήθελε να ξαναπαίξει στην τηλεόραση αλλά βλέπει πως δεν θυμούνται τη γενιά της πια. Είναι ευγνώμων για τη ζωή της και την αφηγείται στη LiFO - γιατί είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μάριο Μπανούσι

Οι Αθηναίοι / Μάριο Μπανούσι: «Αν δεν εκτεθείς στη ζωή, δεν έχει νόημα»

Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ήδη μετρήσει διαδοχικά sold out, άρχισε να βλέπει θέατρο όταν μπήκε στη δραματική σχολή. Του αρέσει η ανθρώπινη αμηχανία, η σιωπή και η ησυχία τον γοήτευαν πάντα. Αν και δεν τα πάει καλά με τα λόγια, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
M. HULOT
Γιώργος Τσιαντούλας, ηθοποιός, σκηνοθέτης

Οι Αθηναίοι / «Γελάτε γιατί χανόμαστε, κάντε σεξ, ταξιδέψτε, διαβάστε και φάτε, φάτε, φάτε»

Ο πολυσυζητημένος πρωταγωνιστής της ταινίας «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», Γιώργος Τσιαντούλας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ζει στο Παγκράτι, διατηρεί θεατρική ομάδα στα Τρίκαλα, έχει παίξει σε παραστάσεις του Ρομέο Καστελούτσι και του Δημήτρη Παπαϊωάννου και τα πιο ριψοκίνδυνα πράγματα που έχει κάνει είναι «γαστρονομικοί συνδυασμοί σε λάθος στιγμή και λάθος ώρα».
M. HULOT
Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LIFO

Οι Αθηναίοι / Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LiFO

Η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού μιλά για τις ανεξίτηλες συναντήσεις της πορείας της, για το πώς πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής της, για μια ζωή χορτάτη. Δουλεύοντας επί 67 συναπτά έτη δεν ανέχεται να της πει κανείς «τι ανάγκη έχεις;».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Αγνή Πικιώνη: «Η Αθήνα έχει εξελιχθεί σ’ ένα μαζικό λούνα παρκ»

Οι Αθηναίοι / «Δυσκολεύονταν να με πλησιάσουν επειδή ήμουν η κόρη του Πικιώνη»

Η Αγνή Πικιώνη, κόρη του οραματιστή αρχιτέκτονα που είχε αφοσιωθεί στη λαϊκή αρχιτεκτονική, μιλά για τη ζωή της δίπλα σε εκείνον, που της έμαθε ότι «ένας απλός άνθρωπος μπορεί να φτιάξει κάτι σημαντικό». Αρχιτέκτονας και η ίδια, φρόντισε να διασώσει και να ταξινομήσει το έργο του. Τη θυμώνει η μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική και πιστεύει ότι η Αθήνα έχει χάσει το στοίχημα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ